Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Σεπτέμβριος, 2024

Μαγιακόφσκι -Νίκος Καρούζος

  Ὡραῖος ἀπ᾿ τὴ θύελλα τῆς βιομηχανίας ἀεροπόρος τῶν ἡλιόλουστων ἡμερῶν μεγάλο δάκρυ ποὺ κατεβαίνει ὡς τὰ χείλη γιὰ νὰ καίει τὶς ἀθάνατες Μαρίες ὁ Βλαντιμίρ. Ἴσως ἔπρεπε πρὶν ἀπ᾿ τὴν ἔνδοξη ταφὴ νὰ φωτίζεται μὲ προβολεῖς ὁ νεκρός του. Ἴσως ἀξίζει νὰ τὸν βλέπουμε σὰν καταρράκτη ἀνάμεσα στὴν ὁρμὴ τ᾿ οὐρανοῦ καὶ στὰ δάση. Ἴσως ἔπρεπε νὰ διευθύνει κοσμοδρόμια. Πάντως μ᾿ ἀρέσει ποὺ ἐπίασε τὴν παλιὰ Ρωσία ἀπ᾿ τὰ μαλλιὰ καὶ τὴν ἔστειλε στὸ διάβολο θρυμματίζοντας μία κιθάρα στὸ κεφάλι της. Μ᾿ ἀρέσει ποὺ δὲν θὰ πεθάνει ποτὲ γιατί δὲν ξεχώρισε τὴ συμφορὰ καὶ τὴν ποίηση. Μ᾿ ἀρέσει γιατὶ στάθηκε στὸ ὕψος του ὁ Βλαντιμίρ. Αὐτὸς εἶναι ποὺ ἔδινε στὸν Κουτούζωφ τὴ μυστηριώδη δύναμη. Αὐτὸς εἶναι ποὺ σκύλιαζε πραγματικὰ γιὰ τὸ μέλλον. Αὐτὸς ἔλαμπε στὴν κατάλευκη ὁρμὴ τοῦ Οὐλιάνωφ. Ἀπ᾿ τὴν ἄγνωστη χαραυγή μας, ἀπ᾿ τὰ σπήλαια, ἔτσι δείχνουν τὰ πράγματα. Ἡ ζωὴ θὰ πρέπει νὰ προσχωρήσει μαζί του ὁλάκερη καθὼς τὴ χάρισε στὴν καρδιὰ τῶν δικαίων. Ἡ ζωὴ θὰ χρειαστεῖ καὶ πάλι τοὺς χαρταετούς. Ἀπ᾿ τὸ βαρύ του ...

[Ο Δρόμος] -Του Γιώργου Χειμωνά

  Στον πετρόστρωτο δρόμο μου που είναι πολύ μακρύς περπατάει μονάχη η Φροντίδα πληθωρική κι αναίσθητη γύρω τα παράθυρα οι κόγχοι χωρίς μάτια. Η φροντίδα είναι σκληρή είναι ευχαριστημένη από τον εαυτό της μελέτησες καμιά φορά την ψυχολογία της Φροντίδας; είναι ένα εγωιστικό και ματαιόδοξο υποκείμενο γεμάτο αυτοεπιδοκιμασία και μελετημένη προσποίηση. Το Αντικείμενο επινοήθηκε για να πάρει αξία η ύπαρξή μας και η Φροντίδα νιώθει βαθιά τη σπουδαιότητα της αποστολή της ή υποκρίνεται  πως νιώθει γι’ αυτό φαίνεται ευχαριστημένη απ’ τον εαυτό της είναι πολύ ανθρώπινη για να μην είναι. Η Φροντίδα περπατάει στο δρόμο σταθερά και πάνωθέ της ο ουρανός λιμνάζει ανέκφραστος. Στην πόρτα του μαγαζιού του ο μαναβάκος κρεμούσε διακοσμητικά καλοπλεγμένες σκορδοπλεξούδες. Δίπλα του ο σκύλος ανατρίχιασε σύγκορμος τον τάραξε η παρουσία της Φροντίδας στον δρόμο κι οι τρίχες του σβέρκου του πετάχτηκαν αγκάθια και το γρύλισμά του φανέρωσε κρυφές υποψίες. Ο μαναβάκος κοίταξε χαμογελαστά κι έσκυψε ...

Γ. Σκαρίμπα «Σπασμένο καράβι». Η ψυχανάλυση ενός ποιήματος Της Καίτης Βασιλάκου από το https://www.bibliotheque.gr/

  Η φωτογραφία είναι από το αρχείο Π. Κουνάδη . Είναι από τη συνάντηση του Ηλία Πετρόπουλου με τον Γιάννη Σκαρίμπα. Επίσης διακρίνονται η σύζυγος και η κόρη του Π. Κουνάδη ,ο οποίος είναι σε ρόλο φωτογράφου. Ο ψυχισμός του καθενός από μας είναι αυτός που μας προσδιορίζει, που διαμορφώνει το συγκεκριμένο χαρακτήρα μας και που μας οδηγεί στις επιλογές μας, αυτές που θα καθορίσουν τη ζωή μας και θα της δώσουν τη μορφή που έχει. Είναι όπως τα δακτυλικά μας αποτυπώματα: μοναδικός. Μπορούμε να είμαστε περήφανοι γι αυτόν ή να ντρεπόμαστε. Αυτό που δεν μπορούμε να κάνουμε είναι να τον αλλάξουμε. Η προσωπικότητά μας εξαρτάται απολύτως από αυτόν. Στην καθημερινή μας ζωή ο ψυχισμός μας αποτυπώνεται στις ιδέες και στις πράξεις μας, στον τρόπο που μιλάμε, στον τρόπο που ντυνόμαστε, στις συνήθειες που έχουμε, στις προτιμήσεις και στις αντιπάθειές μας. Με άλλα λόγια, όλα όσα εκπέμπουμε προς τα έξω έχουν την υπογραφή του ψυχισμού μας. Αν μάλιστα είμαστε καλλιτέχνες, τότε αυτός θα βγει στο έργο μας...

Καλά εσύ σκοτώθηκες νωρίς (απόσπασμα) - Χρόνης Μίσσιος

  Κάνα δυο μήνες μετά την εκτέλεση του Μιχάλη, ακούμε απ’ το μεγάφωνο τα ονόματά μας – είμαστε εκεί πέντε από την υπόθεσή μας. Εγώ έχω κλείσει τα δεκαεφτά και οι άλλοι είναι μέχρι τα είκοσι πέντε. Η φυλακή τα ‘χασε, όλοι νομίσαμε πως μας παίρνουν για εκτέλεση, αλλά από το μεγάφωνο και όλους μαζί…ήταν περίεργο. Εκτός κι αν άλλαξαν τακτική. Γιατί μέχρι τότε οι κλώσσες ξέρεις τι μας κάνανε; Μας σκοτώσανε κάθε μέρα. Μόλις έκλεινε η φυλακή και ετοιμαζόμασταν να φάμε, γκράγκα γκρούγκα οι σιδεριές, πλακώνανε τα καρακόλια. Ξέραμε ότι έρχονται να πάρουν για εκτέλεση. Άνοιγαν, που λες, το κελί απ’ το οποία ήθελαν να πάρουν κάποιον, μας είχαν παστωμένους πέντ’ έξι σε κάθε κελί, που ήταν φτιαγμένο για έναν άνθρωπο, ασ’τα άνοιγαν, που λες, το κελί, στέκονταν στην πόρτα, και μας κοιτάζανε. Όλοι τώρα είμαστε μελλοθάνατοι, ε; Και ξέραμε ότι κάποιον από μας θα πάρουν. Κοιτάζανε που λες μια το χαρτί και μια εμάς… Αυτή η ιστορία μπορεί να κράταγε από πέντε λεπτά ως κι ένα τέταρτο. Ύστερα, αφού έκρινα...

Με τις λέξεις σου να είσαι πολύ προσεχτικός -Άρης Αλεξάνδρου

  Με τις λέξεις σου να είσαι πολύ προσεχτικός όπως είσαι ακριβώς μ’ έναν βαριά τραυματισμένο που κουβαλάς στον ώμο. Εκεί που προχωράς μέσα στη νύχτα μπορεί να τύχει να γλιστρήσεις στους κρατήρες των οβίδων μπορεί να τύχει να μπλεχτείς στα συρματοπλέγματα. Να ψαχουλεύεις στο σκοτάδι με τα γυμνά σου πόδια κι όσο μπορείς μη σκύβεις για να μη σούρνονται τα χέρια του στο χώμα. Βάδιζε πάντα σταθερά σαν να πιστεύεις πως θα φτάσεις πριν σταματήσει η καρδιά του. Να εκμεταλλεύεσαι κάθε λάμψη απ’ τις ριπές των πολυβόλων για να κρατάς σωστόν τον προσανατολισμό σου πάντοτε παράλληλα στις γραμμές των δυο μετώπων. Ξεπνοϊσμένος έτσι να βαδίζεις σαν να πιστεύεις πως θα φτάσεις εκεί στην άκρη του νερού εκεί στη πρωινή την πράσινη σκιά ενός μεγάλου δέντρου. Προς το παρόν, να ‘σαι πολύ προσεχτικός όπως είσαι ακριβώς μ’ έναν μελλοθάνατο που κουβαλάς στον ώμο.

Κι ήθελε ακόμη… Μανόλης Αναγνωστάκης

  Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει. Όμως εγώ Δεν παραδέχτηκα την ήττα. Έβλεπα τώρα Πόσα κρυμμένα τιμαλφή έπρεπε να σώσω Πόσες φωλιές νερού να συντηρήσω μέσα στις φλόγες. Μιλάτε, δείχνετε πληγές αλλόφρονες στους δρόμους Τον πανικό που στραγγαλίζει την καρδιά σας σα σημαία Καρφώσατε σʼ εξώστες, με σπουδή φορτώσατε το εμπόρευμα Η πρόγνωσίς σας ασφαλής: Θα πέσει η πόλις. Εκεί, προσεχτικά, σε μια γωνιά, μαζεύω με τάξη, Φράζω με σύνεση το τελευταίο μου φυλάκιο Κρεμώ κομμένα χέρια στους τοίχους, στολίζω Με τα κομμένα κρανία τα παράθυρα, πλέκω Με κομμένα μαλλιά το δίχτυ μου και περιμένω. Όρθιος, και μόνος σαν και πρώτα περιμένω.

Ποιητική Αναγνωστάκης Μανόλης

  ― Προδίδετε πάλι την Ποίηση, θα μου πεις, Tην ιερότερη εκδήλωση του Aνθρώπου Tην χρησιμοποιείτε πάλι ως μέσον, υποζύγιον Tων σκοτεινών επιδιώξεών σας Eν πλήρει γνώσει της ζημίας που προκαλείτε Mε το παράδειγμά σας στους νεωτέρους. ― Tο τί δ ε ν πρόδωσες ε σ ύ να μου πεις Eσύ κι οι όμοιοί σου, χρόνια και χρόνια, Ένα προς ένα τα υπάρχοντά σας ξεπουλώντας Στις διεθνείς αγορές και τα λαϊκά παζάρια Kαι μείνατε χωρίς μάτια για να βλέπετε, χωρίς αυτιά N' ακούτε,  με σφραγισμένα στόματα και δε μιλάτε. Για ποια ανθρώπινα ιερά μάς εγκαλείτε; Ξέρω: κηρύγματα και ρητορείες πάλι, θα πεις. Έ ναι λοιπόν! Kηρύγματα και ρητορείες. Σαν π ρ ό κ ε ς πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις Nα μην τις παίρνει ο άνεμος. (από το  Όμως γιατί ξαναγυρίζουμε κάθε φορά χωρίς σκοπό στον ίδιο τόπο , Eρμής 2000)  

Άκου το σώμα σου – βίωνε τα συναισθήματά σου

  Ο γιατρός  Gabor Maté  είναι ειδικός σε θέματα τραύματος, εξαρτήσεων και στρες. Στο διεθνές bestseller  Όταν το σώμα λέει όχι   που κυκλοφόρησε πρόσφατα στη χώρα μας εξηγεί τι είναι το κρυφό στρες, πώς μας οδηγεί σε μια σειρά από ασθένειες – και, το κυριότερο, πώς μπορούμε να θεραπευτούμε. Αντλώντας στοιχεία από πρωτοποριακές έρευνες, καθώς και από τις αληθινές ιστορίες ασθενών του, ο Dr Maté εξετάζει τον ρόλο που παίζει το κρυφό στρες στην εμφάνιση μιας σειράς ασθενειών, όπως οι καρδιοπάθειες, ο διαβήτης, το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου, η σκλήρυνση κατά πλάκας, η αρθρίτιδα, o καρκίνος και μια σειρά από αυτοάνοσα. Με συμπόνια και σοφία, στο βιβλίο αυτό ο Gabor Maté ξαναβάζει στον πυρήνα της ιατρικής τη σύνδεση μυαλού-σώματος και μας δείχνει τον τρόπο ώστε να προφυλάξουμε την υγεία μας. Στο απόσπασμα που ακολουθεί, περιγράφεται η αλληλένδετη σχέση μεταξύ μιας σειράς ασθενειών και της απώθησης των συναισθημάτων μας, και γιατί είναι σημαντικό να προσεγγίζου...

Κεριά (1899) -Κωνσταντίνος Καβάφης

  Του μέλλοντος οι μέρες στέκοντ’ εμπροστά μας σα μιά σειρά κεράκια αναμένα – χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια. Οι περασμένες μέρες πίσω μένουν, μια θλιβερή γραμμή κεριών σβησμένων· τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη, κρύα κεριά, λιωμένα, και κυρτά. Δεν θέλω να τα βλέπω· με λυπεί η μορφή των, και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι. Εμπρός κυττάζω τ’ αναμένα μου κεριά. Δεν θέλω να γυρίσω να μη διω και φρίξω τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει, τι γρήγορα που τα σβυστά κεριά πληθαίνουν.

Τείχη (1897) -Kωνσταντίνος Καβάφης

  Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ μεγάλα κ' υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη. Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ. Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη· διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον. Α όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω. Αλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον. Ανεπαισθήτως μ' έκλεισαν από τον κόσμον έξω.

Υποταγή ή θάνατος Του εξόριστου συγγραφέα Μενέλαου Λουντέμη

  Οι Οτεντόττοι είχαν μια πρωτόγονη ειλικρίνεια. Έλεγαν στον αιχμάλωτό τους: “Σε θρέφω για να σε φάω”. Φρικιαστικό. Μα τίμιο. Ήξερες καθαρά ότι αυτή ήταν η τύχη σου. Η σημερινή όμως Δημοκρατική μας κυβέρνηση δεν την έχει αυτή την ειλικρίνεια. Γιατί αν την είχε θα έλυε, επιτέλους, την επίμονη σιωπή της και θ’ απαντούσε απλά και στρογγυλά στον πολιτικό της αιχμάλωτο: “Μάλιστα. Σ’ αφήνω νηστικό για να σ’ αφανίσω. Για να σε δω με διαλυμένη την ανθρώπινη συνείδηση, ασπόνδυλο σκουλήκι. Δεν πέφτεις; Δεν υποτάσσεσαι; Δεν ενδίδεις; Τίμημα ο θάνατος”. Λίγα υγρά χιλιόμετρα έξω απ’ την πόλη των φώτων συμβαίνουν αυτά, μέσα σ’ ένα καθεστώς “απλής εκτόπισης” και μιας διαβίωσης απόλυτα “ανθρωπιστικής”. Σκεφθείτε τώρα τι θα συνέβαινε αν το καθεστώς ήταν “πειθαρχημένος περιορισμός” και η διαβίωση όχι απόλυτα “ανθρωπιστική”, αλλά κακή και απάνθρωπη. Και αυτό συμβαίνει. Εκτός πια αν έχουν ανατραπεί από τα βάθρα τους οι έννοιες της ζωής, αν έγιναν οι χωροφύλακες αρχάγγελοι και η πείνα ευεργεσία, και δε...

Για τον ΠαύλοΦύσσα (του Σταμάτη Κραουνάκη)

Είσαι αδερφός μου Παύλο Φύσσα,  Τώρα σε βλέπω απ’ την αφίσα, Με την πληγή, Η μνήμη που κρατάει μαχαίρι Οπλίζει τώρα κι άλλο χέρι Και καίει τη γη ζωές ζητάει να αποτελειώσει  Ο φασισμός πουλάει τη δόση Κι ο καναπές την αγοράζει  Στις γειτονιές των ηττημένων Το τέρας στέκεται στημένο Σπίτια ρημάζει Είσαι αδελφός μου Παύλο Φύσσα  Αν είσαι αέρας τώρα φύσα Να σηκωθούμε Με ένα ορφανό τραγούδι Παύλο Το πλήρωσες εσύ το ναύλο  Χωρίς επιστροφή να πούμε Είσαι αδελφός μας Παύλο Φύσσα  Αν είσαι αέρας τώρα φύσα! 

Η δολοφονία του Παύλου Φύσσα (19/9/2013). Πηγή: Βικιπαίδεια

Γκράφιτι από την οδό Μεσολογγίου   Στις 17 Σεπτεμβρίου 2013, ο Παύλος Φύσσας, συνοδευόμενος από τη σύντροφό του, βρισκόταν σε μια καφετέρια   και μαζί με άλλα 8-10 άτομα παρακολουθούσαν αγώνα   ποδοσφαίρου . Στην ίδια καφετέρια ήταν, μεταξύ άλλων, μια παρέα ακόμα δυο-τριών ατόμων. Σύμφωνα με την προανάκριση, υπήρξε ένταση ανάμεσα στις δύο παρέες.   Στη συνέχεια, η δεύτερη παρέα άρχισε να καλεί ενισχύσεις. Μέλος της δεύτερης παρέας, ήταν ο Ιωάννης Άγγος, υπεύθυνος ασφάλειας της Τοπικής Οργάνωσης  Νίκαιας  της  Χρυσής Αυγής  που, σύμφωνα με την απολογία του στις ανακρίτριες, κάλεσε τον ιεραρχικά ανώτερό του, υπεύθυνο πολιτικής δράσης της ΤΟ, Καζαντζόγλου και τον πληροφόρησε για την παρουσία του Φύσσα και της παρέας του στην καφετέρια. Σύμφωνα με τον πυρηνάρχη Νίκαιας της ΧΑ, Γιώργο Πατέλη, ο Καζαντζόγλου του τηλεφώνησε λίγα λεπτά αργότερα. Γύρω στις 23:30 ο Πατέλης έστειλε, μέσω υπολογιστή, σε κινητά τηλέφωνα μελών της ΧΑ από τη Νίκαια το  γραπ...

Eρωτικαί εκδικήσεις Νιρβάνας Παύλος

    Όταν βλέπω κάποιον να περπατή επάνω-κάτω, όπως ο μακαρίτης ο Bέρθερος, και να μελετά μίαν ερωτικήν εκδίκησιν, λέγω από μέσα μου: «Iδού ένας άνθρωπος, που ετοιμάζεται να κάμη μίαν ανοησίαν!».     Kαθένας την κάμνει με τον τρόπον του. Άλλος φονεύει. Aλλά ο θάνατος είναι μυστήριον. Άλλος αυτοκτονεί. Aλλά η αυτοκτονία είναι μία ηλιθιότης. Άλλος σπεύδει να υπανδρευθή με το πρώτον αδέσποτον θήλυ, που συναντά εις τον δρόμον του, φανταζόμενος ότι εκδικείται με τον τρόπον αυτόν εκείνην, που έπαυσε να τον αγαπά. Aυτό είναι ξεκαρδιστική κωμωδία. Άλλος γράφει ένα δράμα, εις το οποίον καυτηριάζει τας γυναίκας με πεπυρακτωμένον σίδηρον. Aυτός, απλούστατα μαξιλαρώνεται. Yπήρξεν ένας άνθρωπος, ο οποίος, δια να εκδικηθή την γυναίκα του, κατήργησεν, εν στιγμή παραφοράς, το φύλον του με την μάχαιραν του δημίου. Mε αυτόν γελούν οι αιώνες. Kανείς, με μίαν λέξιν, δεν εστάθη ικανός να εκδικηθή επαξίως μίαν γυναίκα εις τον κόσμον αυτόν.     T...

Ο Κοροβέσης, ο " Πάμπλο" και οι Ανθρωποφύλακες

   «Η αλήθεια είναι πως οι Ανθρωποφύλακες θα μπορούσαν να μην έχουν γραφτεί ποτέ, αν δεν με είχε πείσει ο “Πάμπλο”, κατά κόσμον Μιχάλης Ράπτης. Εγώ δεν πίστευα πως έχω κάτι παραπάνω να πω. Όπως είχαν βασανιστεί τόσοι και τόσοι, έτσι είχα βασανιστεί και εγώ. Μου έβγαλαν κάποια στιγμή ένα πλαστό διαβατήριο, για να το “σκάσω” στη Γενεύη. Δεν ήξερα τότε ποιος μου είχε φτιάξει το διαβατήριο. Όταν έφτασα στην Ελβετία, έρχεται ο Πάμπλο και μου δίνει μια καινούρια ταυτότητα και μου λέει την επόμενη μέρα να συναντηθούμε σε ένα μουσείο. Πράγματι, πήγα και με περίμενε μπροστά σε έναν πίνακα . Παριστάναμε τους επισκέπτες και μιλούσαμε συνωμοτικά. Μου είπε: “Πρέπει να γράψεις ένα βιβλίο για τα όσα έζησες στα κρατητήρια . Πρέπει να μάθει ο κόσμος τι συμβαίνει στην Ελλάδα”. Εγώ δεν ήμουν σίγουρος, είχα δεύτερες σκέψεις, από την άποψη πως τόσες χιλιάδες είχαν περάσει από την ΕΣΑ, τι διαφορετικό θα είχε η δική μου μαρτυρία; Εκείνος επέμενε: “Δεν έχει σημασία, ακόμη και η παραμικρή...

Μεταμέλεια -Βιζυηνός Γεώργιος

  Ανάθεμα την πρώτ' αρχή, που μ' είπαν να πιστέψω, πως δεν μου σώζετ' η ψυχή, σαν δεν καλογερέψω! Απ' την ζωής την Πασχαλιά μ' έκαμαν να ξεπέσω· ν' αφήσω μακριά μαλλιά και ράσο να φορέσω. Να ζω με το ξερό ψωμί, με το νερό μονάχα· για να παιδέψω το κορμί, και για ν' αγιάσω τάχα!… Καλόγεροι, σας προσκυνώ, και σας φιλώ τα χέρια. Και σας πετώ τον ουρανό και τα χρυσά τ' αστέρια. Πετώ τον σκούφο στο κελί, το ράσο στο ντουλάπι· τον νου μου – μόνο στο φιλί και μόνο στην αγάπη. Θωρώ πουλάκια στην αυλή, που παίζουν ταίρι ταίρι, και λέγω: νάμουνα πουλί! Να ήμουν περιστέρι! Θωρώ κοπέλες που περνούν να παν στο περιβόλι κι αυτού που κοντοπροσκυνούν– με παίρνουν οι Διαβόλοι!… (από  Tο τέλος του παραμυθιού ή η αρχή του ονείρου , Eρμής 2001)

O παππούς μου- Βυζάντιος Περικλής

  O παππούς μου, ο Xρίστος Bυζάντιος, ήρθε πλουσιόπαιδο απ’ την Πόλη και πολέμησε μαζί με τον Φαβιέρο. Αυτός, όπως όλοι οι αξιωματικοί του Ναπολέοντος, ήταν έξαλλο παλικάρι, κι έτσι, όταν ανέλαβε να τροφοδοτήσει την Ακρόπολη, στενά πολιορκημένη από τους Τούρκους, ξεκίνησε από το στρατόπεδο του Φαλήρου με τρακόσιους δικούς του (φυσικά πρώτος πρώτος μαζί κι ο παππούς), που τους φόρτωσε από ένα σάκο μπαρούτι στην πλάτη, κι έτσι, αν έπαιρνε ο ένας φωτιά, θα καίγονταν όλοι, ενώ από την Ακρόπολη ο Μακρυγιάννης και οι άλλοι παρακολουθούσαν την τρελή αυτή πορεία. Όταν έφτασε στον κλοιό των Tούρκων γύρω από την Aκρόπολη, όχι μόνο δεν προσπάθησε να περάσει όσο γινόταν απαρατήρητος, αλλά του πέρασε η εξωφρενική ιδέα να αιφνιδιάσει και να διασπάσει τους Tούρκους. Φώναξε: «Eμπρός, μαρς», για να χτυπήσει το τύμπανο, και τράβηξε πρώτος μπροστά, παρασύροντας όλους σ’ έναν ξέφρενο ενθουσιασμό. Oι Tούρκοι αιφνιδιάστηκαν, τα χάσανε, και... πέρασε.      Όταν ελευθερώθηκε η μικρή Eλ...