Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Μάιος, 2024

Οι κερασιές θ' ανθίσουν και φέτος- Μενέλαος Λουντέμης

   ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ...Και φέτος θα γεμίσουν γλυκούς καρπούς, άνθη και φύλλα και μοσχοβολιά. Κι όλα θα γίνουν όπως πάντα.Όπως το περασμένο καλοκαίρι, όπως το περσινό και το τωρινό καλοκαίρι... κι όπως κάθε καλοκαίρι, όσο θα υπάρχουν στον κόσμο καλοκαίρια και κερασιές. και τα στόματα θα επιθυμούν τον έρωτα, όσο θα υπάρχουν στον κόσμο κόκκινα στόματα. Μα τα κεράσια και τα στόματα, μα τα καλοκαίρια και τα άνθη- όλη αυτή η πλουμιστή λιτανεία του καιρού- για κείνον  έγιναν ό,τι έγιναν κι ό,τι είναι να γίνουν, γιατί χωρίς αυτόν δεν θα χρειαζότανε αυτή η μοσχοβολημένη γιορτή της ζωής, ούτε ο ήλιος για να τη χρυσώσει, κι ούτε κι ένα νεανικό χέρι για να την περιγράψει.  Οι κερασιές θ' ανθίσουν και φέτος, για να τις χαρούν τα στραφτερά μάτια, να τις μυρίσουν οι νέες αισθήσεις και για να στεφανώσουν στιλπνά μέτωπα κι ολόμαυρα κεφάλια. Οι κερασιές θα καρπίσουν και φέτος, για να δροσίσουν διψασμένα στόματα και να στολίσουν ρόδινα αυτιά και καπελίνα... 

Θα ’ρθει καιρός που θ’ αλλάξουν τα πράματα… (Κατερίνα Γώγου)

    Θα ’ρθει καιρός που θ’ αλλάξουν τα πράματα… (Κατερίνα Γώγου) Θα ’ρθει καιρός που θ’ αλλάξουν τα πράματα. Να το θυμάσαι Μαρία. Θυμάσαι Μαρία στα διαλείμματα εκείνο το παιχνίδι που τρέχαμε κρατώντας τη σκυτάλη –μη βλέπεις εμένα– μην κλαις. Εσύ είσ’ η ελπίδα άκου θά ’ρθει καιρός που τα παιδιά θα διαλέγουνε γονιούς δε θα βγαίνουν στην τύχη Δε θα υπάρχουνε πόρτες κλειστές με γερμένους απέξω Και τη δουλειά θα τη διαλέγουμε δε θα ’μαστε άλογα να μας κοιτάνε στα δόντια. Οι άνθρωποι –σκέψου!– θα μιλάνε με χρώματα κι άλλοι με νότες Να φυλάξεις μοναχά σε μια μεγάλη φιάλη με νερό λέξεις κι έννοιες σαν κι αυτές απροσάρμοστοι-καταπίεση-μοναξιά-τιμή-κέρδος-εξευτελισμός για το μάθημα της ιστορίας. Είναι Μαρία –δε θέλω να λέω ψέματα– δύσκολοι καιροί. Και θά ’ρθουνε κι άλλοι. Δεν ξέρω –μην περιμένεις κι από μένα πολλά– τόσα έζησα τόσα έμαθα τόσα λέω κι απ’ όσα διάβασα ένα κρατάω καλά: «Σημασία έχει να παραμένεις άνθρωπος». Θα την αλλάξουμε τη ζωή! Παρ’ όλα αυτά...

Ηλίας Βενέζης- Αιολική γη

    Τα άστρα όλα έχουν βγει. Ταξιδεύουν στο Αιγαίο τα παιδικά όνειρά μας. Το κύμα χτυπά τη μάσκα του καϊκιού μας και τα κοιμίζει.  Κοιμηθείτε, όνειρά μας. Στην ξένη χώρα που πάμε πρόσφυγες τι άραγες να μας περιμένει, τι μέρες να είναι ν’ ανατείλουν; ΤΑΞΙΔΕΥΟΥΝ στο Αιγαίο τα όνειρά μας. Η γιαγιά μας κουράστηκε. Θέλει να γείρει το κεφάλι της στα στήθια του πάππου, που έχει καρφωμένα πίσω τα μάτια του μπας και ξεχωρίσει τίποτα απ’ τη στεριά, τίποτα απ’ τα Κιμιντένια. Μα πια δε φαίνεται τίποτα. Η νύχτα ρούφηξε μέσα της τα σχήματα και τους όγκους. Η γιαγιά γέρνει το κεφάλι της να το ακουμπήσει στα στήθια που την προστατέψανε όλες τις μέρες της ζωής της. Κάτι την μποδίζει και δεν μπορεί να βρει το κεφάλι ησυχία: Σαν ένας βόλος να είναι κάτω απ’  το πουκάμισο του γέροντα. -Τι είναι αυτό εδώ; ρωτά σχεδόν αδιάφορα. Ο παππούς φέρνει το χέρι του. Το χώνει κάτω απ’ το ρούχο, βρίσκει το μικρό ξένο σώμα που ακουμπά στο κορμί του και που ακούει τους χτύπους της κ...

Καλημέρα, γιατρέ μου - Κατερίνα Γώγου

    Καλημέρα, γιατρέ μου. Μη. Μη σηκώνεστε. Άλλωστε δεν έχω τίποτα σοβαρό. Τα γνωστά. Γράψτε βάλιουμ μαντράξ στεντόν τριπτιζόλ -ξέρετε τώρα εσείς- Κάντε με κοινωνικό πρόσωπο βολέψτε με τέλος πάντων με τους ομοίους σας περάστε με στους χαφιέδες σας πηδήξτε με αν θέτε ωραίες οι γκραβούρες στους τοίχους σας. Τσάκω τώρα στα σβέλτα το χιλιάρικο και φέρ’ τη συνταγή γιατί τέρμα η υπομονή μου, παλιόπουστε κι όπου να ‘ναι θα εκραγεί. Μη. Μη σηκώνεστε, γιατρέ μου. Δεν είναι σοβαρό. Ευχαριστώ. Καλημέρα σας.

Τώρα είναι ήσυχα …- Κατερίνα Γώγου

    Τώρα είναι ήσυχα … Η θάλασσα λείπει μακριά και τα κοράκια δεν τρώνε σάπια συκώτια απ’ το ουίσκι. Μπορούμε να κοιμόμαστε ήσυχοι. Το κόμμα διασπάστηκε στα χίλια και ο Μπερλίνγκουερ έπλεξε με το βελονάκι κουβέρτα να κουκουλώσουμε τις ταξικές ανησυχίες μας. Η τάξη που θα ‘φερνε την αλλαγή αποκοιμήθηκε. Μπορούμε κι εμείς να παίξουμε την ηγεσία. Κοιμήσου … τώρα είναι ήσυχα. Η εποχή μας. Νάνι φαΐ και πήδημα. Οι τραμπούκοι προσεύχονται στο μαξιλάρι μας κι οι δολοφόνοι δουλεύουν για μας.

Πρώτη Αγάπη- Αργύρης Εφταλιώτης

    Πρώτη Ἀγάπη Διήγημα ἀπὸ τὴ συλλογὴ ῾Νησιώτικες Ἰστορίες᾿ Πρέπει νὰ ἤμουν ὡς δώδεκα χρονῶν καὶ πρέπει νὰ ἦταν ἐκείνη ὡς ἕντεκα. Δὲ τὴν ἔβλεπα μήτε στὴν ἐκκλησιά, μήτε στὸν κλήδωνα, μήτε στὴ βρύση, μήτε στὸ παράθυρι. Ἡ μάνα της κι ἡ μάνα μου δὲν εἴχανε πολλὲς φιλίες. Ἐκεῖ ποὺ τὴν ἔβλεπα δὲν εἴμαστε οἱ δυὸ μοναχοί. Εἴμαστε ὀχτὼ-δέκα ἀγόρια τῆς προκοπῆς, ἀποφασισμένα νὰ μάθουμε τί θὰ πεῖ παρέμφατο καὶ νὰ φέρουμε τὸν πολιτισμὸ στὸ χωριό. Καὶ πέντ-ἕξι κορίτσια, ποὺ ἐρχόντανε δυὸ ὧρες τὴ μέρα καὶ κάθιζαν ἀπὸ τὸ ἄλλο πλάγι τοῦ γέρου δάσκαλου καὶ τεχνολογούσανε μὲ μία χάρη, ποὺ σ᾿ ἔκαναν, ἤθελες δὲν ἤθελες, νὰ τὴν ἀγαπᾷς τὴ γραμματική. Τὴ χάρη φυσικὰ τὴν εἴχανε, γιατὶ ἦταν ὅλες μικροῦλες, ὄχι πὼς ἤτανε κι ὄμορφες ὅλες. Γιὰ τὸ δικό μου τὸ γοῦστο, ὄμορφη ἤτανε μία μοναχὴ κι αὐτὴ ἦταν ἡ ...ἀγαπητικιά μου! Τί λόγο ξεστόμισα! Ἀπὸ ποῦ κι ὡς ποῦ ἀγαπητικιά! Μήτε λέξη δὲν τῆς εἶπα ποτές. Μήτε μὲ τὸ δαχτυλάκι μου δὲν τ᾿ ἄγγιξα τ᾿ ἀφράτο τὸ χέρι της. Μήτ᾿ ἡ ἀναπνοή μου δὲ...

Είσαι η Πρέβεζα και το Κιλκίς - Μάνος Ελευθερίου

  3  Είσαι η Πρέβεζα και το Κιλκίς Αυτές οι ρεματιές κι αυτά τα βράχια κι αυτά τα σπίτια δίπλα στο γιαλό αυτές οι μάνες με το κάρβουνο στα μάτια τους κι αυτά τα κύματα που φεύγουν και ξαναγυρνούν αυτά τα πεύκα με τα χαραγμένα λόγια κι ο Κωνσταντίνος, ο καημός που πέταξε σαν το πουλί κι εκείνα που δεν πρόφτασαν οι κήρυκες, παρά μονάχα ψεύτες και ρουφιάνοι, Ω! πολιτεία με το βράδιασμα κοντά στους ταρσανάδες στην αγορά,στον καφενέ και στο ποδόσφαιρο είσαι η Πρέβεζα,τα Γιάννενα και το Κιλκίς, το Μεσολόγγι,ο Πόντος κι η Ερμούπολις Ω! πολιτεία του αμανέ στα τουρκοχώρια μ’ αυτές τις ρεματιές κι αυτά τα βράχια μ’ αυτά τα σπίτια δίπλα στο γιαλό μ’ αυτές τις μάνες με το κάρβουνο στα μάτια τους θα ‘ρθει ο καιρός που θα φανούν οι κήρυκες κι όχι μονάχα ψεύτες και ρουφιάνοι.    

Ἑσπερινός της ἀγάπης- Γιάννης Βαρβέρης

    Ἑ σπερινός της ἀ γάπης- Γιάννης Βαρβέρης Ἡ πόλη μὲ ὀβελίες ἀλλοῦ γιορτάζει.  Σταθμὸς Πελοποννήσου κι ἀπομεσήμερο τοῦ Πάσχα σὲ παγκάκι  μόνον ἐσὺ κι ἐγὼ καθόμαστε, μητέρα.  Εἴμαστε γέροι πιὰ κι οἱ δυὸ κι ἐγὼ ποὺ γράφω ποιήματα πιὸ γέρος. Ἀλλὰ ποῦ πήγανε τόσοι δικοί μας; Μέσα σὲ μιὰ ἑβδομάδα δὲν ἀπόμεινε κανείς. Ἦταν Μεγάλη βέβαια  γεμάτη πάθη, προδοσίες, σταυρώσεις θέλουν πολὺ γιὰ νὰ ὑποκύψουν  οἱ κοινοὶ θνητοί;  Ἔτσι ἀκριβῶς, ἀπὸ τὰ Βάγια μέχρι σήμερα  θὰ ’πρεπε κάπως νὰ ’χαμε κι ἐμεῖς χωρέσει.  Ὅμως τὸ Πάσχα τέλειωσε, μητέρα  Κι ἐμεῖς τί θ’ ἀπογίνουμε σ’ ἕνα παγκάκι/ ἀθάνατοι καθὼς νυχτώνει; («Ὁ ἄνθρωπος μόνος», ἔκδ. Κέδρος, 2009)

Ο Ιησούς- Νίκου καρούζου

ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ μὲ τί βιασύνη προχωρεῖ ὁ Ἰησοῦς .      ἐφέτος πρὸς τὴν Ἀνάσταση… Παραμερίζει πανέρια τεράστια .    γιομάτα βιολέτες σπρώχνει τοὺς ἀέναους .    παπάδες τινάζει νευρικὰ πρὸς τὰ πίσω .    τὴ μαλλούρα του τὸ γεγονὸς εἶν’ ὁλοφάνερο: .      βαρέθηκε