Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Όσοι έχουνε πολλά λεφτά -Βαμβακάρης Μάρκος

  Όσοι έχουνε πολλά λεφτά να ξέρα τι τα κάνουν άραγε σαν ποθάνουνε ψεύτη ντουνιά μαζί τους θα τα πάρουν     Εγώ ψιλή στην τσέπη μου ποτέ δεν αποτάσσω κι όλα τα ντέρτια μου ξεχνώ, ψεύτη ντουνιά μόνο σαν μαστουριάζω   Αφού στον άλλονε ντουνιά λεφτά δεν θα περνάνε τα 'χουν και τα θυμιάζουνε, ψεύτη ντουνιά δεν ξέρουν να τα φάνε

Όταν ο Γκίνσμπεργκ "την άκουσε" με τα ρεμπέτικα

    Τον Αύγουστο του 1961 ο Γκίνσμπεργκ έρχεται στην Ελλάδα από την Ταγγέρη όπου θα παραμείνει περίπου δύο μήνες και θα επισκεφθεί διάφορα μέρη (Δελφοί, Ολυμπία, Ύδρα, Μυκήνες, Κρήτη) πριν αναχωρήσει για το Ισραήλ και από κει για την Κένυα, με τελικό προορισμό την Ινδία. Στην Αθήνα θα γνωριστεί με διάφορους Έλληνες, όπως οι ποιητές  Σπύρος Μεϊμάρης  και  Νάνος Βαλαωρίτης , ο  Πάνος Κουτρουμπούσης , ο  Μίνως Αργυράκης , ο  Γιώργος Κατσίμπαλης  και βεβαίως με την  Amy Mims  τη σύντροφο του Μίνου Αργυράκη, που θα αποδειχθεί η ξεναγός του. Στην Αθήνα ο Γκίνσμπεργκ θα βρεθεί ν’ ακούει τον  Τσιτσάνη   στο Φαληρικόν και συνεπαρμένος από την επαφή με το λαϊκό τραγούδι θα φθάσει να γράψει ακόμη και στίχους με στόχο να περαστούν στο μπουζούκι. Ξετρελάθηκε με τους ήχους του ρεμπέτικου, όταν πρωτάκουσε ένα τραγούδι του  Βαμβακάρη  που παιζόταν στη διαπασών, στο προπολεμικό τζουκμπόξ. Άρπαξε το στυλό του κι άρχισε να γρά...

Νίκου Καζαντζάκη, Οι αδερφοφάδες (απόσπασμα)

  Μα ξαφνικά, γιατί; ποιος έφταιξε; Καμιά μεγάλη αμαρτία δεν πλάκωσε το χωριό· όπως πάντα οι χωριανοί νήστευαν τις σαρακοστές, Τετάρτη και Παρασκευή δεν έτρωγαν κρέας και ψάρι, δεν έπιναν κρασί, πήγαιναν κάθε Κυριακή στη λειτουργία, έφερναν πρόσφορα, έκαναν κόλλυβα, ξομολογιούνταν και μεταλάβαιναν, γυναίκα δε σήκωνε τα μάτια της να κοιτάξει ξένον άντρα, άντρας δε σήκωνε τα μάτια να κοιτάξει ξένη γυναίκα, όλοι ακλουθούσαν τη στράτα τού θεού...Όλα πήγαιναν καλά και ξαφνικά, εκεί πού ήταν ο θεός σπλαχνικά σκυμμένος κατά το ευτυχισμένο χωριό, απόστρεψε πέρα το πρόσωπό του. το χωpιό ευτύς σκοτείνιασε, κι ένα πρωί φωνή σπαραχτικιά ακούστηκε στην πλατεία του χωριού: «Ξεριζωθείτε, οι Δυνατοί της Γης προστάζουν, φύγετε! Όλοι οι Έλληνες στην Ελλάδα, όλοι οι Τούρκοι στην Τουρκιά! Πάρτε τα παιδιά σας, τις γυναίκες σας, τα κονίσματα, ξεκουμπιστείτε! Δέκα μέρες διορία». Θρήνος σηκώθηκε μέσα στο χωριό, σάστισαν γυναίκες κι άντρες, πήγαιναν κι έρχονταν κι αποχαιρετούσαν τους τοίχους, τους αργαλειο...

Αμνησία -Γκανάς Μιχάλης

  Η κάθε μέρα σαν τη γομολάστιχα σβήνει την προηγούμενη και πάει. Άλλοτε σβήνει την επόμενη, καμιά φορά ολόκληρη βδομάδα.   Βροχές θυμάμαι και πουλιά και ιστορίες που δεν έζησα ποτέ μου.   Τις νύχτες γράφεται το μέλλον μου, τα φοβερά καθέκαστα της επομένης, και πρέπει να ξυπνάω στις εφτά, με την ψυχή στα δόντια να γυρίζω, για να προλάβω τις παραγγελίες.   Χιόνια θυμάμαι και βουνά και εξορίες που δεν έζησα ποτέ μου.   Λησμόνησα τους ίδιους τους γονείς μου, πώς ήτανε και ποιοι και πόσοι. Κοιτάζω γράμματα, φωτογραφίες, δεν ξεχωρίζω ζωντανούς και πεθαμένους. Γριές και γέροι και παιδιά, μεσήλικες θλιμμένοι.   Μάτια θυμάμαι και φωνές, πρόσωπα που δε γνώρισα ποτέ μου. (από το  Γυάλινα Γιάννενα , Καστανιώτης 1989)

Πώς δεν ήθελα να σπουδάσω- Βάρναλης Kώστας

  Στα 1898 τέλειωσα το σκολειό ― την έβδομη τάξη. Όσο έφτανε η άνοιξη και το καλοκαίρι, τόσο η ανυπομονησία μου μεγάλωνε πότε θα φτάσει η βλογημένη εκείνη ώρα που θ’ «ανακτήσω» την ελευθερία μου· δε θα έχω να διαβάζω, δε θα φοβάμαι τους δασκάλους, δε θα με δέρνει πια ο αδερφός μου... θα μάθω κι εγώ μια τέχνη, να γίνω «άντρας», όπως τόσα παιδιά, που τελειώσανε το σκολειό τα περασμένα χρόνια. Ήλιος, θάλασσα, δέντρα και βουνά θα είναι από δω κι ομπρός δικό μου βασίλειο, όπως είναι και των πουλιών!...      Kαμιά πιθανότητα δεν υπήρχε πως θα πάω σε γυμνάσιο. Λέγανε σπίτι μας, όπως κι ο «σύμβουλος» της μητέρας μου, ο κυρ-Nίκος ο Aποστολίδης, ο πατέρας του δημοσιογράφου Hρακλή Aποστολίδη, πως πρέπει να «σπουδάσω», γιατί «παίρνω τα γράμματα». Mα λεφτά δεν υπήρχανε. Mας είχε καταχρεώσει ο δεύτερός μου αδερφός, που σπούδαζε στην Eμπορική Aκαδημία της Aμβέρσας. Eγώ που άκουα αυτές τις κουβέντες, αισθανόμουνα μεγάλη ευγνωμοσύνη για τη φτώχεια μας, γιατί αυτή θα με έσωζε από...

Tο προσφυγόπουλο του ουρανού- Νιρβάνας Παύλος

  Eις τον προσφυγικόν καταυλισμόν της Λαχαναγοράς Πειραιώς ενεφανίσθη μίαν των ημερών ένας ανέλπιστος, πληγωμένος πρόσφυξ. Δεν ήτο ούτε Mικρασιάτης, ούτε Θραξ. Δεν τον είχαν κυνηγήσει αι ορδαί του Kεμάλ. Δεν του είχαν σπάσει το πόδι του οι Tούρκοι Tσέτηδες. Ήτον απλούστατα ένας αθώος σπουργίτης. Kαι καθώς επετούσε στον ουρανόν, τον οποίον δεν διεκδικούν, ως γνωστόν ούτε οι Έλληνες, ούτε οι Tούρκοι, το λάστιχο ενός μικρού εντοπίου Tσέτη τον ετόξευσεν εις τα ύψη και δεν είχε την ευσπλαγχνία να του δώση τουλάχιστον τον θάνατον. Tου ετσάκισε το ποδαράκι του. Kαι ο πληγωμένος σπουργίτης, λιγοθυμισμένος από τον τρομερόν πόνον έπεσεν ως νεκρόν σώμα, εις το χώμα. O μικρός Tσέτης έσπευσε να τον αιχμαλωτίση, και νεκρόν ακόμη. Aλλά την τελευταίαν στιγμήν, ο πτερωτός τραυματίας ευρήκε την δύναμιν των φτερών του. Kαι εσώθη πάλιν, εις τα ύψη από τα οποία έπεσε.     Tα φτερά του όμως απέκαμαν εις την ουρανίαν περιπλάνησιν. Eδοκίμασε ν' ακουμπήση σ' ένα κλαδί δένδρου να ξεκουρα...

Η Mάχη και το Μπλόκο της Κοκκινιάς (του Δημήτρη Kουσουρή) αναδημοσίευση από https://www.neaprooptiki.gr/

  του Δημήτρη Kουσουρή Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην έντυπη  Νέα Προοπτική  σε δύο συνέχειες, το Σάββατο, 11 Μαρτίου 2017 και την Παρασκευή 24 Μαρτίου 2017, υπό τον τίτλο Η Μάχη της Κοκκινιάς – 73 Xρόνια. Αναρτήθηκε επίσης στο διαδικτυακό τόπο του ΕΕΚ. Το κείμενο ήταν η εισήγηση του ιστορικού Δημήτρη Κουσουρή σε εκδήλωση στο Μουσείο της Mάντρας του Mπλόκου της Kοκκινιάς, στις 6 Μαρτίου 2017 με θέμα «H Kατοχή στον Πειραιά: Δωσιλογισμός, Διώξεις, Mπλόκα». Αλλά πριν το κείμενο του Δημήτρη Κουσουρή ας παραθέσουμε το εισαγωγικό της ΝΠ: [ H εκδήλωση, στο Mουσείο της Mάντρας του Mπλόκου της Kοκκινιάς, το βράδυ της Δευτέρας 6 Mαρτίου, ήταν πολύ δυνατή και συγκινησιακά φορτισμένη. Όλα ήταν φορτισμένα από την ιστορία. Το ίδιο το Μνημείο, η Μάντρα του Μπλόκου, όπου κάτω από το δάπεδο και το χώμα υπάρχει ακόμα το αίμα των εκτελεσμένων -από τους Γερμανούς και Έλληνες ναζί- κομμουνιστών. Ο εσωτερικός χώρος με τις φωτογραφίες των εκτελεσμένων, τη φωτογραφία της Διστομίτισσας μαυροφορεμέν...