Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από 2024

Ντύλαν Τόμας - Σταύρος Κουγιουμτζής

    Τι κάθεσαι εδώ πέρα και σαπίζεις εδώ δεν έχει τόπο να σταθείς Ανήμπορος στον ήλιο αρμενίζεις Συντρίμμια και κουρέλια μιας ψυχής Συντρίμμια και κουρέλια μιας ψυχής   Τι κάθεσαι εδώ πέρα και πεθαίνεις Και ψάχνεις για καινούργιες προσευχές Το χάλασμα το βλέπεις και σωπαίνεις φθινόπωρο κι αρχίζουν οι βροχές    Τι κάθεσαι εδώ πέρα και σαπίζεις εδώ δεν αγαπάνε τους τρελούς Τις νύχτες ματωμένος φτερουγίζεις μ' ανύπαρκτα φτερά για τους πολλούς    Αυτά είπε σ' ένα ποιητή δικό μας Και τράβηξε για το φεγγάρι ο Ντύλαν Τόμας

Μία από τις τελευταίες συνεντεύξεις του Περικλή Κοροβέση στον Δρόμο της Αριστεράς

Τον τάφο μου τον θέλω στα Χαυτεία - Μιχάλης Γκανάς

Αφίσες με τραβούν απ’ το μανίκι,  Αθήνα μου γεμάτη καλλιστεία.  Τον τάφο μου τον θέλω στα Χαυτεία,  είκοσι χρόνια σού πληρώνω νοίκι.  Στον ύπνο να περνούν βουνά και δάση,  νεράιδες φασκιωμένες μαύρα ρούχα.  Κάτι σαν άχτι μουλαριού που σου ’χα  σε ποιο λεωφορείο το ’χω χάσει.   Ποια τρέλα, πες μου, με χτυπάει στις φτέρνες  και φεύγω και κυλάω σαν το τόπι,  με γήπεδα μουγγά και με ταβέρνες  στα σωθικά. Οι άνθρωποι κι οι τόποι,  ξένοι που μοιάζουν στις φωτογραφίες  που βγάζαμε σε άλλες ηλικίες.

Μιχάλη Γκανά, «Χριστουγεννιάτικη ιστορία»

  Κάθεται μόνος και καθαρίζει τ' όπλο του δίπλα στο τζάκι. Κανείς δε θά 'ρθει και το ξέρει, κλείσαν οι δρόμοι από το χιόνι, σαν πέρυσι, σαν πρόπερσι, Χριστούγεννα και πάλι και τα ποτά κρυώνουν στο ντουλάπι. Το τσίπουρο στυφό, το ούζο γάλα και το κρασί ραγίζει τα μπουκάλια. Εκείνη τρία χρόνια πεθαμένη. Κάθεται μόνος του δίπλα στο τζάκι, δεν πίνει, δεν καπνίζει, δε μιλάει. Στην τηλεόραση χιονίζει, το στρώνει αργά στο πάτωμα και στο τραπέζι και στις παλιές φωτογραφίες, γνώριμα μάτια των νεκρών, που τον κοιτάζουν απ' το μέλλον. Εκείνη τρία χρόνια πεθαμένη και μόνο το δικό της βλέμμα έρχεται από τα περασμένα. Κοντεύουνε μεσάνυχτα και καθαρίζει τ' όπλο του απ' το πρωί. Πώς να του πω «Καλά Χριστούγεννα», ευχές δε φθάνουν ώς εδώ, δρόμοι κλεισμένοι, τηλέφωνα κομμένα, η σκέψη αρπάζεται απ' το κλαδί της μνήμης, μα να τρυπώσει δεν μπορεί στη μοναξιά του. Μια μοναξιά που χτίστηκε σιγά σιγά μ' όλα τα υλικά και δίχως λόγια. Κοντεύουν ξημερώματα κι ακόμη γυαλίζει τ' όπλ...

Ο Αμερικάνος - Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

Ανταλλαγή      Του Δημήτρη του Μπέρδε το μαγαζί ωμοίαζε, την εσπέραν εκείνην, με βάρκαν, κατά το φαινόμενον φουρτουνιασμένην, δευτερόπρυμα πλέουσαν, πληττομένην υπό των κυμάτων την μίαν πλευράν, με το ύδωρ εισπηδών από την κωπαστήν και περιρραντίζον τους δυστυχείς επιβάτας, όπου ο κυβερνήτης και ο ναύτης του φαίνονται περιφρόντιδες, δίδοντες και λαμβάνοντες προστάγματα εις ακατάληπτον γλώσσαν, ο μεν ιθύνων μετά βίας το πηδάλιον, ο δε λύων και δένων τα ιστία, βοηθών διά της κώπης εκ του υπηνέμου, αμφότεροι τρέχοντες από την πρύμνην εις την πρώραν, καταπτοούντες τους απειροτέρους των επιβατών, περιρραινομένους από το αφρίζον κύμα, οσφραινομένους εγγύθεν και γευομένους την άλμην. Εξημέρωναν δε Χριστούγεννα, και έκαστος των πελατών επεθύμει να κάμει τα οψώνιά του. Ο κυρ-Δημήτρης ο Μπέρδες έτρεχεν εμπρός, οπίσω, εκέρνα νοθευμένα τους πελάτας, επώλει ξίκικα εις τους αγοραστάς, με την τρικυμίαν εσκορπισμένην εις την όψιν και την γαλήνην ταμιευμένην εν τη καρδία, γοητευόμενος από...

Τα Χριστούγεννα του Τεμπέλη (απόσπασμα) -Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

  «Στην ταβέρνα του Πατσοπούλου, ενώ ο βορράς εφύσα, και υψηλά εις τα βουνά εχιόνιζεν, ένα πρωί, εμβήκε να πίη ένα ρούμι να ζεσταθή ο μαστρο-Παύλος ο Πισκολέτος, διωγμένος από την γυναίκα του, υβρισμένος από την πενθεράν του, δαρμένος από τον κουνιάδον του, ξορκισμένος από την κυρά-Στρατίναν την σπιτονοικοκυράν του, και φασκελωμένος από τον μικρόν τριετή υιόν του, τον οποίον ο προκομμένος ο θείος του εδίδασκεν επιμελώς, όπως και οι γονείς ακόμη πράττουν εις τα «κατώτερα στρώματα», πως να μουντζώνη, να βρίζη, να βλασφημή και να κατεβάζη κάτω Σταυρούς, Παναγιές, κανδήλια, θυμιατά και κόλλυβα. Κι έπειτα, γράψε αθηναϊκά διηγήματα! Ο προβλεπτικός ο κάπηλος, δια να έρχωνται ασκανδαλίστως να ψωνίζουν αι καλαί οικοκυράδες, αι γειτόνισσαι, είχε σιμά εις τα βαρέλια και τας φιάλας, προς επίδειξιν μάλλον, ολίγον σάπωνα, κόλλαν, ορύζιον και ζάχαριν, είχε δε και μύλον, δια να κόπτη καφέν. Αλλ’ έβλεπέ τις, πρωί και βράδυ, να εξέρχωνται ατημέλητοι και μισοκτενισμένοι γυναίκες, φέρουσαι την μίαν χε...

Ο Δεκέμβρης του 1903- ΚωνσταντίνοςΚαβάφης

  Κι αν για τον έρωτά μου δεν μπορώ να πω — αν δεν μιλώ για τα μαλλιά σου, για τα χείλη,  για τα μάτια· όμως το πρόσωπό σου που κρατώ μες στην ψυχή μου, ο ήχος της φωνής σου που κρατώ μες στο μυαλό μου, 5 οι μέρες του Σεπτέμβρη που ανατέλλουν  στα όνειρά μου, τες λέξεις και τες φράσεις μου πλάττουν και χρωματίζουν εις όποιο θέμα κι αν περνώ, όποιαν ιδέα κι αν λέγω. [ 1904 ]

Σπασμένο καράβι- Γιάννης Σκαρίμπας

 Σπασμένο καράβι νάμαι, πέρα βαθιά –έτσι νάμαι–  με χώρις κατάρτια με χώρις πανιά να κοιμάμαι.  Νάν’ αφράτος ο τόπος κι η ακτή νεκρική γύρω γύρω, με κουφάρι γυρτό και με πλώρη εκεί που θα γείρω. Νάν’ η θάλασσα άψυχη και τα ψάρια νεκρά –έτσι νάναι!–  και τα βράχια κατάπληχτα και τ’ αστέρια μακριά να κυττάνε…  Δίχως χτύπο οι ώρες, και οι μέρες θλιβές –δίχως χάρη– κι έτσι κούφιο κι ακίνητο μέσ’ σε νύχτες βουβές το φεγγάρι.   Έτσι νάμαι καράβι γκρεμισμένο, νεκρό –έτσι νάμαι–  σ’ αμμουδιά πεθαμένη και σε κούφιο νερό, να κοιμάμαι. Πηγή : Andro.gr [ https://www.andro.gr/empneusi/top-5-poiimata-tou-yanni-skariba-1/ ]

Ένας γέρος - Κωνσταντίνος Καβάφης

    Στου καφενείου του βοερού το μέσα μέρος σκυμένος στο τραπέζι κάθετ' ένας γέρος· με μιαν εφημερίδα εμπρός του, χωρίς συντροφιά. Και μες στων άθλιων γηρατειών την καταφρόνεια σκέπτεται πόσο λίγο χάρηκε τα χρόνια που είχε και δύναμι, και λόγο, κ' εμορφιά. Ξέρει που γέρασε πολύ· το νοιώθει, το κυττάζει. Κ' εν τούτοις ο καιρός που ήταν νέος μοιάζει σαν χθές. Τι διάστημα μικρό, τι διάστημα μικρό. Και συλλογιέται η Φρόνησις πώς τον εγέλα· και πώς την εμπιστεύονταν πάντα - τι τρέλλα! - την ψεύτρα που έλεγε· «Αύριο. Εχεις πολύν καιρό.» Θυμάται ορμές που βάσταγε· και πόση χαρά θυσίαζε. Την άμυαλή του γνώσι κάθ' ευκαιρία χαμένη τώρα την εμπαίζει. ... Μα απ' το πολύ να σκέπτεται και να θυμάται ο γέρος εζαλίσθηκε. Κι αποκοιμάται στου καφενείου ακουμπισμένος το τραπέζι. Κωνσταντίνος Π. Καβάφης

Μικρές νοθείες- Οδυσσέας Ιωάννου

     Ποτέ του δεν κατάφερε να βγει σε μια λιακάδα και ζει με ό,τι περίσσεψε από ένα σκάρτο ποίημα τα πρωινά σηκώνεται με μια βαριά ζαλάδα και λέει πως τον ξύπνησε ένα μεγάλο κύμα   Κρεμάει τις αφίσες του στα παράθυρά του κρύβει το φως μα κρύβει κι όλα τ’ άλλα γιατί το μόνο που λαχτάρησε ως λάφυρά του είναι μια θάλασσα να φτάνει ως τη σκάλα   Βάζει σημάδια με στυλό πάνω στον τοίχο του μετράει το ύψος του που πόντο-πόντο χάνει μα κάθε βράδυ όταν βγαίνει απ’ τον ύπνο του στέκεται όρθιος και τρυπάει το ταβάνι   Είναι που ονειρεύεται πως φεύγει για ταξίδια  πως μπαίνει μέσα σε παλιές φωτογραφίες  ξέρει αν μπορούσε θα ’κανε μία απ’ τα ίδια  αλλά τι νόημα έχει το όνειρο χωρίς μικρές νοθείες

Μπαλάντα για τους ασφαλίτες - Βολφ Μπίρμαν

  Αισθήματα έχω αδελφικά για της ασφάλειας τα φτωχά λαγωνικά που με χιόνια και βροχές να με φυλάνε έχουν διαταγές   Μικρόφωνα βάζουν για ν' ακούν όσα από το στόμα μου περνούν τραγούδια και βρισιές κι αστεία στον καμπινέ και στην τραπεζαρία   Αδέρφια μου ασφαλίτες εσείς μόνο τον δικό μου ξέρετε τον πόνο   Εσείς ξέρετε πως η σκέψη μου είναι διαρκώς τρυφερή και παθιασμένη στον αγώνα αφιερωμένη   Λόγια που αλλιώς θα 'χαν χαθεί στα μαγνητόφωνά σας έχουνε γραφτεί Και για ύπνο όταν πάτε τα τραγούδια μου ξέρω τραγουδάτε   Ευχαριστώ γι αυτό πολύ συνεργάτες μου πιστοί

Ο Περικλής Κοροβέσης επιστρέφει στο κελί των βασανιστηρίων

https://youtu.be/7i7PLBO1Fu8?si=gVJVLeFB10O_UGhb  

Το κλειδί είναι κάτω από το γεράνι - Χρόνης Μίσσιος

 

Ο Παναγιώτης Κονδύλης για την Αριστερά και τη Δεξιά

  « Όταν ανατέμνω τις ιδεολογικές ψευδαισθήσεις των δεξιών, πλείστοι όσοι με θεωρούν αριστερό· όταν υποβάλλω σε βάσανο τις αντίστοιχες αυταπάτες των αριστερών, πλείστοι όσοι με χαρακτηρίζουν δεξιό . Η δική μου τοποθέτηση παραμένει, βέβαια, αμετάβλητη και στις δύο περιπτώσεις. Γιατί και στις δύο χρησιμοποιώ τα ίδια αναλυτικά εργαλεία και στις δύο, πρόθεσή μου δεν είναι να προσφέρω πολεμικά επιχειρήματα στη μια πλευρά εναντίον της άλλης, αλλά να δω τα πράγματα σε μιαν ευρύτερη κι υπέρτερη προοπτική ­και μια τέτοια προοπτική είναι, ως γνωστόν, άχρηστη σε όσους μάχονται για τη παράταξή τους, μαχόμενοι ταυτόχρονα (ιδιοτελώς ή ανιδιοτελώς, αυτό δεν ενδιαφέρει εδώ) για τον εαυτό τους, ήτοι για τη ταυτότητα που τους επιτρέπει να προσανατολίζονται και να επιβιώνουν κοινωνικά. Ακριβώς η συνύφανση της πολιτικής ιδεολογίας με τις εκάστοτε ανάγκες της προσωπικής ταυτότητας προσδίδει στις διαμάχες μεταξύ φορέων των διαφόρων ιδεολογιών οξύτητα ασυμβίβαστη με μιαν διαφορισμένη θεώρηση του άλλου· γ...

ΧΑΜΟΓΕΛΑ ΡΕ ΤΙ ΣΟΥ ΖΗΤΑΝΕ - Συγγραφέας: Μίσσιος Χρόνης (απόσπασμα)

  “ …Έτσι, μ’ αυτήν την κωλοεφεύρεση που τη λένε ρολόι, σπρώχνουμε τις ώρες και τις μέρες σα να μας είναι βάρος, και μας είναι βάρος, γιατί δε ζούμε, κατάλαβες;’ Όλο κοιτάμε το ρολόι, να φύγει κι αυτή η ώρα, να φύγει κι αυτή η μέρα, να έρθει το αύριο, και πάλι φτου κι απ’την αρχή. Χωρίσαμε τη μέρα σε πτώματα στιγμών, σε σκοτωμένες ώρες που θα τις θάβουμε μέσα μας, μέσα στις σπηλιές του είναι μας, στις σπηλιές όπου γεννιέται η ελευθερία της επιθυμίας, και τις μπαζώνουμε με όλων των ειδών τα σκατά και τα σκουπίδια που μας πασάρουν σαν “αξίες”, σαν “ηθική”, σαν “πολιτισμό”. Κάναμε το σώμα μας ένα απέραντο νεκροταφείο δολοφονημένων επιθυμιών και προσδοκιών, αφήνουμε τα πιο σημαντικά, τα πιο ουσιαστικά πράγματα, όπως να παίξουμε και να χαρούμε μεταξύ μας, να παίξουμε και να χαρούμε με τα παιδιά και τα ζώα, με τα λουλούδια και τα δέντρα, να κάνουμε έρωτα, να απολαύσουμε τη φύση, τις ομορφιές του ανθρώπινου χεριού και του πνεύματος, να κατεβούμε τρυφερά μέσα μας, να γνωρίσουμε τον εαυτό μ...