Στοῦ καφενείου τοῦ βοεροῦ τὸ μέσα μέρος σκυμένος στὸ τραπέζι κάθετ' ἕνας γέρος ˚ μὲ μίαν ἐφημερίδα ἐμπρός του, χωρὶς συντροφιά. Καὶ μὲς στῶν ἄθλιων γηρατειῶν τὴν καταφρόνεια σκέπτεται πόσο λίγο χάρηκε τὰ χρόνια ποῦ εἶχε καὶ δύναμι, καὶ λόγο, κ' ἐμορφιά. Ξέρει ποὺ γέρασε πολύ ˚ τὸ νοιώθει, τὸ κυττάζει. Κ' ἐν τούτοις ὁ καιρὸς ποὺ ἦταν νέος μοιάζει σὰν χθές. Τί διάστημα μικρό, τί διάστημα μικρό. Καὶ συλλογιέται ἡ Φρόνησις πὼς τὸν ἐγέλα ˚ καὶ πὼς τὴν ἐμπιστεύονταν πάντα - τί τρέλλα! - τὴν ψεύτρα ποὺ ἔλεγε ˚ "Αὔριο. Ἔχεις πολὺν καιρό." Θυμᾶται ὁρμὲς ποὺ βάσταγε ˚ καὶ πόση χαρὰ θυσίαζε. Τὴν ἄμυαλή του γνῶσι κάθ' εὐκαιρία χαμένη τώρα τὴν ἐμπαίζει. .. Μὰ ἀπ' τὸ πολὺ νὰ σκέπτεται καὶ νὰ θυμᾶται ὁ γέρος ἐζαλίσθηκε. Κι ἀποκοιμᾶται στοῦ καφενείου ἀκουμπισμένος τὸ τραπέζι.
Mal du départ Θὰ μείνω πάντα ἰδανικὸς κι ἀνάξιος ἐραστὴς τῶν μακρυσμένων ταξιδιῶν καὶ τῶν γαλάζιων πόντων, καὶ θὰ πεθάνω μιά βραδιά, σὰν ὅλες τὶς βραδιές, χωρὶς νὰ σχίσω τὴ θολὴ γραμμὴ τῶν ὁριζόντων. Γιὰ τὸ Μαδράς, τὴ Σιγγαπούρ, τ’ Ἀλγέρι καὶ τὸ Σφὰξ θ’ἀναχωροῦν σὰν πάντοτε περήφανα τὰ πλοῖα, κι ἐγώ, σκυφτὸς σ’ ἕνα γραφεῖο μὲ χάρτες ναυτικούς, θὰ κάνω ἀθροίσεις σὲ χοντρὰ λογιστικὰ βιβλία. Θὰ πάψω πιὰ γιὰ μακρινὰ ταξίδια νὰ μιλῶ• οἱ φίλοι θὰ νομίζουνε πὼς τὰ ‘χω πιὰ ξεχάσει, κι ἡ μάνα μου, χαρούμενη, θὰ λέει σ’ ὅποιον ρωτᾶ: « Ἦταν μιὰ λόξα νεανική, μὰ τώρα ἔχει περάσει …» Μὰ ὃ ἐαυτός μου μιὰ βραδιὰν ἐμπρός μου θὰ ὑψωθεῖ καὶ λόγο, ὡς ἕνας δικαστὴς στυγνός, θὰ μοῦ ζητήσει, κι αὐτὸ τὸ ἀνάξιο χέρι μου ποὺ τρέμει θὰ ὁπλιστεῖ, θὰ σημαδέψει, κι ἄφοβα τὸ φταίστη θὰ χτυπήσει. Κι ἐγώ, ποὺ τόσο ἐπόθησα μιὰ μέρα νὰ ταφῶ σὲ κάποια θάλασσα βαθιὰ στὶς μακρινὲς Ἰνδίες, θά’χω ἕνα θάνατο κοινὸ καὶ θλιβερὸ πολὺ καὶ μιὰ κηδεία σὰν τῶν πολλῶν ἀνθρώπων τὶς κηδεῖες.