Τρίτη 5 Νοεμβρίου 2024

Ο Παναγιώτης Κονδύλης για την Αριστερά και τη Δεξιά

 

«Όταν ανατέμνω τις ιδεολογικές ψευδαισθήσεις των δεξιών, πλείστοι όσοι με θεωρούν αριστερό· όταν υποβάλλω σε βάσανο τις αντίστοιχες αυταπάτες των αριστερών, πλείστοι όσοι με χαρακτηρίζουν δεξιό. Η δική μου τοποθέτηση παραμένει, βέβαια, αμετάβλητη και στις δύο περιπτώσεις. Γιατί και στις δύο χρησιμοποιώ τα ίδια αναλυτικά εργαλεία και στις δύο, πρόθεσή μου δεν είναι να προσφέρω πολεμικά επιχειρήματα στη μια πλευρά εναντίον της άλλης, αλλά να δω τα πράγματα σε μιαν ευρύτερη κι υπέρτερη προοπτική ­και μια τέτοια προοπτική είναι, ως γνωστόν, άχρηστη σε όσους μάχονται για τη παράταξή τους, μαχόμενοι ταυτόχρονα (ιδιοτελώς ή ανιδιοτελώς, αυτό δεν ενδιαφέρει εδώ) για τον εαυτό τους, ήτοι για τη ταυτότητα που τους επιτρέπει να προσανατολίζονται και να επιβιώνουν κοινωνικά. Ακριβώς η συνύφανση της πολιτικής ιδεολογίας με τις εκάστοτε ανάγκες της προσωπικής ταυτότητας προσδίδει στις διαμάχες μεταξύ φορέων των διαφόρων ιδεολογιών οξύτητα ασυμβίβαστη με μιαν διαφορισμένη θεώρηση του άλλου· γιατί στον βαθμό όπου έχει κάποιο δίκιο ο ένας, παύει να έχει κάποιο δίκιο ο άλλος, ήτοι μειώνεται το δικαίωμα υπάρξεώς του ως φορέα αυτής της ιδεολογίας. Έτσι, η ψυχική οικονομία επιβάλλει τις γρήγορες κατατάξεις και τις συνοπτικές κρίσεις, έστω και αν στον άλλον αποδίδονται τα ζοφερότερα κίνητρα και οι ελεεινότερες προθέσεις.
     Μια από τις κρίσιμες ανακαλύψεις στη πνευματική μου ζωή, την οποία έκαμα ­ευτυχώς όχι πολύ αργά­ όταν ακόμα αισθανόμουν κι ο ίδιος στρατευμένος, είναι πως ο απέναντί σου, εκείνον που εσύ θεωρείς αντίπαλο ή εχθρό σου, εκείνος που ίσως είναι διώκτης σου, μπορεί να έχει εξ ίσου καθαρή συνείδηση κι εξ ίσου αγνά κίνητρα όσο κι εσύ, να διαπνέεται από την ίδια ακλόνητη πεποίθηση για το δίκαιό του. Τα πράγματα δεν είναι έτσι όπως παρουσιάζονται στα διδακτικά -προπαγανδιστικά έργα του Brecht, που άσκησαν τόση γοητεία ακριβώς επειδή ξεχωρίζουν με το μαχαίρι το άσπρο από το μαύρο. Εδώ ο εχθρός, δηλαδή ο ‘κακός’, όχι μόνον είναι εξ αντικειμένου κακός αλλά και το ξέρει επιπλέον ο ίδιος και μάλιστα το απολαμβάνει· εννοείται, απέναντι σ' ένα τέτοιο υποκείμενο είναι περιττό να έχουμε οιουσδήποτε διανοητικούς ή ψυχικούς ενδοιασμούς. Μπορώ να πω, όχι δίχως κάποιαν υπερηφάνεια, ότι αφ' ότου κατανόησα ίσαμε τις έσχατες συνέπειές της τη διάκριση ανάμεσα σε ηθικό ποιόν και σε πολιτικοϊδεολογικές προτιμήσεις, ποτέ δεν αντιπάθησα κάποιον επειδή διαφωνούσε μαζί μου σε πολιτικά ζητήματα ούτε και συμπάθησα κάποιον άλλον μόνο και μόνο επειδή έτυχε να συμφωνεί.
     Προσωπικά δυσβάστακτη μου είναι μόνον η έλλειψη χιούμορ ­και χιούμορ δεν σημαίνει την ικανότητα να γελάς εις βάρος των άλλων, αλλά την ικανότητα να γελάς μαζί με τους άλλους εις βάρος του εαυτού σου, την ικανότητα να σχετικεύεις τον εαυτό σου. Ωστόσο, ακόμα κι η παντελής έλλειψη χιούμορ φαίνεται κατανοητή και συγχωρητέα, αν σκεφθούμε πόσο βαθειά είναι η ανάγκη να έχει κανείς μια ταυτότητα και πόσο άτεγκτη είναι η λογική της περιφρούρησής της. Υπό τις συνθήκες αυτές, η ιδεολογική πλάνη συνιστά τη φυσική κατάσταση, και είναι δευτερεύον, συχνά τυχαίο μάλιστα, αν η πλάνη θα έχει δεξιά ή αριστερά πρόσημα. Όλοι έχουν ίσα δικαιώματα στην ψευδαίσθηση, αφού δεν έχουν όλοι την ίδια ικανότητα ή το ίδιο θάρρος για γνώση. Μερικές φορές στενοχωρούμαι εκ των υστέρων γιατί σε κάποια συζήτηση επέμεινα στην υπεράσπιση ‘δυσάρεστων’ διαγνώσεων ή απόψεων περισσότερο απ' ό,τι το επέτρεπε η ψυχική αντοχή ή η αντιληπτικότητα του συνομιλητή μου. Θα ήταν ασφαλώς πολύ δύσκολο να του εξηγήσω ότι στην επιμονή αυτή δεν με οδηγεί η ισχυρογνωμοσύνη κι η διάθεση να τον αλλάξω, αλλά μάλλον η απρόσωπη αγάπη μου για τη συνοχή και την πληρότητα μιας επιχειρηματολογίας. Όπως και να 'χει, οι πλείστοι άνθρωποι θεωρούν περίπου αφύσικο να πρεσβεύουν οι άλλοι αντίθετες αντιλήψεις. Απεναντίας, εγώ εκπλήσσομαι αν κάποιος συμφωνεί μαζί μου.
     Δεν μερολήπτησα, πιστεύω, κατά την ανάλυση δεξιών κι αριστερών ιδεολογικών πλανών. Δεν περιορίσθηκα στην ανατομία της κομμουνιστικής εσχατολογίας, αλλά προχώρησα σε μιαν επισταμένη εξέταση των ιδεολογημάτων του κλασσικού και του νεώτερου συντηρητισμού (στη μονογραφία μου ‘Συντηρητισμός’), αντίθετα στις πολιτικοστρατηγικές αναλύσεις μου μετά τον τερματισμό του Ψυχρού Πολέμου κεντρική θέση επέχει η κριτική του οικονομιστικού κι οικουμενιστικού νεοφιλελευθερισμού. Γενικότερα, διατύπωσα αιτιολογημένα την πεποίθηση πως η τριχοτόμηση του πολιτικού φάσματος σε συντηρητισμό, φιλελευθερισμό και κοινωνική δημοκρατία (σοσιαλισμό) απετέλεσε ειδοποιό συμπαρακολούθημα των ευρωπαϊκών Νέων Χρόνων και χάνει τη σημασία της στον βαθμό όπου οι τελευταίοι διαλύονται μέσα στην μαζικοδημοκρατική πλανητική εποχή. Γιατί το πρόβλημα της κατανομής δεν τίθεται πλέον μεταξύ συγκροτημένων κοινωνικών τάξεων στο πλαίσιο χωριστών εθνών κι άφθονων ακόμα φυσικών πόρων, αλλά τίθεται μετά την απορρόφηση των κλασσικών κοινωνικών τάξεων από τη μαζικοδημοκρατική χοάνη και στο πλαίσιο ενός πλανήτη, όπου η δημογραφική κι η οικολογική επιβάρυνση καθίσταται βαθμιαία αφόρητη.
     Τα γυμνά βιολογικά μεγέθη υποκαθιστούν σιγά-σιγά τα παραδοσιακά πολιτικά, με την εκάστοτε ιδεολογική συσκευασία τους. Καμιά δεξιά και καμιά αριστερή σοφία δεν θα βοηθήσει αν οχτώ ή δέκα δισεκατομμύρια άνθρωποι επιδιώκουν μανιωδώς να καταναλώσουν τόσες πρώτες ύλες, τόση ενέργεια και τόσα αγαθά όσα οι Βορειοαμερικανοί κι οι Ευρωπαίοι. Η πολιτική γίνεται βιολογική καθώς μετατρέπεται απλώς σε κατανομή αγαθών (αγαθών επίσης οικολογικών) πάνω σ' έναν στενότατο πλέον πλανήτη. Όπως βλέπουμε, η αναγκαστική αποκοπή από τις πολιτικές ιδεολογίες των ευρωπαϊκών Νέων Χρόνων δεν θα σημάνει το τέλος των αγώνων μεταξύ των ανθρώπων, παρά θα σημάνει απλώς αγώνες χωρίς τέτοιες ιδεολογίες ­στη χειρότερη περίπτωση θα σημάνει επιστροφή στις γυμνές υπαρξιακές ανησυχίες
».
     Οι ιδεολογικές θέσεις που κυριαρχούν στην Ελλάδα εκτρέφονται από τη παλαιόθεν προσφιλή ημίν τραπεζοθεωρία και την εξωραϊσμένη με θεωρητικά πασαλείμματα λογοκοπία. Εννοώ τις ελληνοκεντρικές εξάρσεις που βρίσκουν ευρύτερην απήχηση γιατί είμαστε έθνος που δέχεται συνεχείς εξευτελισμούς και χρειαζόμαστε ψυχικές υπεραναπληρώσεις. Στην αντίπερα όχθη επικρατεί η πεποίθηση των διαφόρων ευρωπαϊστών κι ορθολογιστών ότι η πολιτισμένη Δύση μετουσιώνει σε πράξη την πνευματική της κληρονομιά και τη διαδίδει στον κόσμο ολόκληρο με τη παγκοσμιοποίηση της οικονομίας Οι μεν προτείνουν εξαγωγή ελληνικού πνεύματος, οι δε αγωνίζονται για την εισαγωγή ευρωπαϊκού ήθους. Αλλά ούτε οι μεν ούτε οι δε φαίνεται να έχουν σαφή αντίληψη για το ποια είναι η φυσιογνωμία του σημερινού πλανητικού κόσμου και ποιες μακροπρόθεσμες δυνάμεις την απεργάζονται.
     Ο συντηρητισμός κατανοείται συνήθως ως ένα ιδεολογικό ρεύμα που γεννήθηκε ως αντίδραση στη Γαλλική Επανάσταση και στις αστικές-φιλελεύθερες ιδέες της. Πρέπει δε, να κατανοηθεί με τρόπο πολύ ευρύτερο, ως μια συνολική κοινωνικοπολιτική κι ιδεολογική αντίδραση (των ανώτερων στρωμάτων) της προνεωτερικής κοινωνίας ενάντια στη διάλυσή της, την οποία αρχικά σηματοδότησε η ανάδυση του νεότερου συγκεντρωτικού κράτους, και αργότερα ολοκλήρωσε ο εκτοπισμός της αγροτικής οικονομίας από τη βιομηχανική-καπιταλιστική. Μετά την οριστική αποσάθρωση της προνεωτερικής κοινωνίας, οι εκπρόσωποι του συντηρητισμού συμμαχούν με τους φιλελεύθερους τέως άσπονδους εχθρούς τους εναντίον της ριζοσπαστικής δημοκρατίας, που με τη σειρά της απλώς ριζοσπαστικοποιεί τα φιλελεύθερα ιδανικά, ενώ ταυτόχρονα προσαρμόζει στους σκοπούς της μοτίβα της συντηρητικής κριτικής στον καπιταλισμό. Ο συντηρητισμός είναι προ πολλού νεκρός, πέθανε μαζί με την εποχή και την κοινωνία η οποία τον γέννησε»
.

                        (Συνέντευξη στο περιοδικό Διαβάζω).

Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2024

ΧΑΜΟΓΕΛΑ ΡΕ ΤΙ ΣΟΥ ΖΗΤΑΝΕ - Συγγραφέας: Μίσσιος Χρόνης (απόσπασμα)

 



…Έτσι, μ’ αυτήν την κωλοεφεύρεση που τη λένε ρολόι, σπρώχνουμε τις ώρες και τις μέρες σα να μας είναι βάρος, και μας είναι βάρος, γιατί δε ζούμε, κατάλαβες;’ Όλο κοιτάμε το ρολόι, να φύγει κι αυτή η ώρα, να φύγει κι αυτή η μέρα, να έρθει το αύριο, και πάλι φτου κι απ’την αρχή.

Χωρίσαμε τη μέρα σε πτώματα στιγμών, σε σκοτωμένες ώρες που θα τις θάβουμε μέσα μας, μέσα στις σπηλιές του είναι μας, στις σπηλιές όπου γεννιέται η ελευθερία της επιθυμίας, και τις μπαζώνουμε με όλων των ειδών τα σκατά και τα σκουπίδια που μας πασάρουν σαν “αξίες”, σαν “ηθική”, σαν “πολιτισμό”. Κάναμε το σώμα μας ένα απέραντο νεκροταφείο δολοφονημένων επιθυμιών και προσδοκιών, αφήνουμε τα πιο σημαντικά, τα πιο ουσιαστικά πράγματα, όπως να παίξουμε και να χαρούμε μεταξύ μας, να παίξουμε και να χαρούμε με τα παιδιά και τα ζώα, με τα λουλούδια και τα δέντρα, να κάνουμε έρωτα, να απολαύσουμε τη φύση, τις ομορφιές του ανθρώπινου χεριού και του πνεύματος, να κατεβούμε τρυφερά μέσα μας, να γνωρίσουμε τον εαυτό μας και τον διπλανό μας…Όλα, όλα τα αφήνουμε για το αύριο που δε θα ‘ρθει ποτέ…

Μόνο όταν ο θάνατος χτυπήσει κάποιο αγαπημένο μας πρόσωπο πονάμε, γιατί συνήθως σκεφτόμαστε πως θέλαμε να του πούμε τόσα σημαντικά πράγματα, όπως πόσο τον αγαπούσαμε, πόσο σημαντικός ήταν για εμάς … Όμως το αφήσαμε για αύριο … Για να πάμε που;

Αφού ανατέλλει, δύει ο ήλιος και δεν πάμε πουθενά αλλού, παρά μόνο στο θάνατο, και μεις οι μαλάκες, αντί να κλαίμε το δειλινό που χάθηκε άλλη μια μέρα απ’ τη ζωή μας, χαιρόμαστε.

Ξέρεις γιατί;

Γιατί η μέρα μας είναι φορτωμένη με οδύνη, αντί να είναι μια περιπέτεια, μια σύγκρουση με τα όρια της ελευθερίας μας..”

————

Απόσπασμα από το βιβλίο “Χαμογέλα, ρε… τι σου ζητάνε;” του Χρόνη Μίσσιου, Εκδ. Γράμματα, 1988

Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2024

ΤΑ ΚΕΡΑΜΙΔΙΑ ΣΤΑΖΟΥΝ ΜΙΣΣΙΟΣ ΧΡΟΝΗΣ - άπόσπασμα

 


«Τα κόμματα μας τελείωσαν, Μιχάλη. Χωρίστηκαν κι αυτά σε κεφάλι και κορμί, σε αρχηγούς και οπαδούς. Μόνο όσοι γουστάρουν να ασκούν εξουσία και να εξουσιάζονται, όσοι νοιώθουν μοναξιά και ανασφάλεια, ανήκουν πλέον στα κόμματα, από κοινωνικές εκφράσεις έγιναν κοινωνικά εκτοπλάσματα. Δεν διακονούν την κοινωνία, δεν την απελευθερώνουν, επιβλήθηκαν στην κοινωνία και την δολοφονούν. Είναι πολύ εύκολο, ξέρεις, και αφάνταστα ανακουφιστικό, να εκχωρείσαι, να απαλλάσσεσαι από πάσαν ατομικήν ευθύνην. Κι εδώ που τα λέμε, τα αδιέξοδα όπου μας οδήγησαν -και που με κομπασμό τα ονομάζουν «πολιτισμό» – οι επιλογές του ανθρώπου, εξαντλούνται ανάμεσα στον αφηρημένο λόγο του αρχηγού, που καλύπτει όλη την τραγικότητα και την κτηνωδία της πραγματικότητας, στη λατρεία των συμβόλων, στο ανάκλιντρο του ψυχαναλυτή και στο ζουρλομανδύα… Η απόλυτη ταύτιση της εξουσίας -σκοπών, μέσων και μεθόδων- με μοναδικό σκοπό πώς θα κατακτήσουν μεγαλύτερο κομμάτι εξουσίας και περισσότερους οπαδούς, πώς θα βάλουν τις «μάζες» να δουλέψουν καλύτερα, κατατρώγωντας τα σωθικά τους και δολοφονώντας τη μήτρα που της γέννησε, είναι η κοινή τους συνισταμένη… Το όνειρο εκατομυρίων ανθρώπων που βίωσαν την πιο βάρβαρη εξουσία των πιο υψηλών ιδανικών: ένα μπουκάλι κόκα κόλα… Γεμίσαμε από λέξεις που δεν κοστίζουνε τίποτα πια, μαρμαρωμένες στο παρελθόν από την κακιά μάγισα της εξουσίας. Ποιος θα τις λευτερώσει; Ποιος θα τις αναστήσει; Ποιος θα τις καθαρίσει από τον τρόμο, την οδύνη και την απάτη;… Γεμίσαμε από «επαναστάτες» – είναι της μόδας, βλέπεις, δεν κοστίζει τίποτα. Μα όταν μια ζωή η μόνη σου έγνοια είναι πώς θα λαδώνεις την προπέλα που σου βάλανε στον κώλο το σύστημα και οι αρχηγοί, είσαι ένα πια… Ποιος θα πληρώσει την πίκρα των κομμουνιστών, που μπροστά στον τάφο, δεν έχουν ένα τοπίο να ακουμπήσουν την τρυφερότητά τους;… Μερικοί βολεύτηκαν: «Δεν φταίνε οι ιδέες, μα οι συνθήκες». Μάλιστα. Εν ονόματι του μαρξισμού και του «επιστημονικού σοσιαλισμού». Καημένε Προυντόν, καημένε Όουεν, καημένε Μπακούνιν και όλοι εσείς που δεν σας επιτρέψαμε να φέρετε στην επανάσταση το άρωμα της ευαισθησίας, της φαντασίας και του παραλόγου… Όχι, δεν ανήκω πουθενά, ούτε ψηφίζω πια. Δεν έχω να δώσω λόγο σε κανέναν, δε θέλω να είμαι αρεστός σε κανέναν, μιας και δε θέλω να πείσω κανέναν, δε θέλω να σώσω κανέναν, δε θέλω καμία νίκη. Είμαι ευτυχής. Δεν έχω καμία πρόταση, δε φοβάμαι καμία απόρριψη, παρά μόνον εκείνη στα μάτια των γυναικών… Μπα, μη θαρρείς πως είμαι λεύτερος. Άλλωστε, ούτε ξέρω πια τι θα πεί η λέξη που στ’ όνομά της θυσιάστηκαν τα υψηλότερα συναισθήματα, αλλά που κάθε αγώνας για την κατάκτησή της παγίωνε την αναίρεσή της, εμπεδώνοντας, όλο και πιο αποτελεσματικά, όλο και πιο πλατιά, την εξουσία μέσα στην κοινωνία. Θαρρώ πως δεν μπορούμε να μιλάμε πια για ελευθερία, αλλά για μια απελευθέρωση… Ναί… πρέπει να αποκαταστήσουμε τη ζωή μέσα μας. Χωρίς μια βαθιά επανάσταση του είναι μας, αν δεν ξεράσουμε όλη τη φιλοσοφική και ιδεολογική σαβούρα που μας τάϊσε ο «πολιτισμός», δεν πρόκειται να πετάξουμε προς πουθενά… Μην περιμένεις, σου είπα, δεν έχω καμία πρόταση, ούτε γλώσσα να σου μιλήσω. Ένα νεκροταφείο ο λόγος, οι λέξεις με προδίδουν, με παραπέμπουν ξανά στο παρελθόν, στις λογικές κατασκευές του οράματος. Αλλά εμείς ποτέ δεν υπήρξαμε «λογικοί», ποτέ δεν ήμασταν ωφελιμιστές. Γιατί, τότε, τι σκατά ζητάγαμε στα μπουντρούμια, στα βασανιστίρια και στα εκτελεστικά αποσπάσματα, χωρίς να πιστεύουμε στο ουρί του παραδείσου; Εμείς, οι υπερασπιστές της ευτυχίας και λάτρεις της ζωής και της ελευθερίας; Γιατί δεν κάναμε και μείς τον κοριό, ώσπου να ‘ρθει η μέρα να μας θάψουνε να ησυχάσουμε;… Όχι! Εμείς που φτάσαμε ως τα έσχατα, πρέπει να ζορίσουμε το μυαλό και το κορμί μας να φτάσει ως την ύψιστη τρέλα της απόλυτης άρνησης, και μέσα από τη φωτιά της εσωτερικής μας αντίστασης να αναστήσουμε την αισθαντικότητά μας, το νόημα και τον αισθησιασμό της ζωής μας… Μπορούμε να το κάνουμε; Να επαναπροσδιορίσουμε τις αξίες της ζωής μας; Ιδού το μέγα φιλοσοφικό ερώτημα της εποχής μας… Χιλιάδες εξεγέρσεις, επαναστάσεις, πολέμοι, πραξικοπήματα, μεταρυθμίσεις, τεχνολογικές επαναστάσεις, και η ζωή μας κατάντησε μια τραγική περιπέτεια μέσα στην κρεατομηχανή της εξουσίας. Απολέσαμε το «υπαρξιακό μας πρόβλημα», που θα μας βοηθούσε να επαναστατήσουμε ή να τρελαθούμε. Το αίτημα της ατομικής μας ολοκλήρωσης, της εμπραγμάτωσης, της αισθησιακής και συναισθηματικής μας αρμονίας, γίνεται όλο και πιο ανέφικτο, όλο και πιο συρρικνωμένο… Δεν είναι πια δυνατόν να συνενοηθούμε με ιδεολογίες, αλλά μέσα από την ατομική συμπεριφορά και πράξη, τη συλλογική μας συν-κοινωνία, τη συνεργασία, τη συλλογική μας συν-αρμονία, την ατομική μας συνδιαφορετικότητα. Ο λόγος, εσωτερικά φαγωμένος, όπως και η ζωή μας, δεν είναι πια ικανός για συν-κοινωνία. Οι λέξεις χωρίς μνήμη και ευθύνη, σέρνονται στην καθημερινότητα, κουρέλια χωρίς σώμα, που τα παίρνει ο άνεμος, όπως τις ξεσκισμένες αφίσες των κομμάτων και των σωματείων… Δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε διαφορετικά, παρά μόνο μέσα από την αγάπη, την τρυφερότητα του χαδιού, το ερωτικό μας βλέμμα. Από την επαφή μας με τη γη, με τη φύση, θα ξαναγεννηθεί ο καινούριος λόγος της ατομικής ευθύνης και μνήμης. – Άρα έχεις πρόταση… – Όχι, μα θαρρώ πως μια μέρα θα ξανανταμώσουμε και με τον εαυτό μας, και με τον διπλανό μας, και με τον κόσμο… Σκέφτομαι πως η κινητήρια δύναμη της ζωής είναι η αναζήτηση της χαράς, της ηδονής, της απόλαυσης. Αυτό το βλέπεις με την πρώτη ματιά γύρω στη φύση, αν τα μάτια σου είναι ακόμα κατοικημένα από τις αισθήσεις. Ζωή, ηδονή, χαρά θάνατος, είναι μια αδιατάρακτη ταυτότητα, κι αυτό είναι ένας σημαντικός λόγος αισιοδοξίας… Το λάθος των επαναστατικών κινημάτων ήταν πως αναζήτησαν τις νέες πολιτισμικές αξίες σ’ έναν πυρήνα δυστυχίας. Δεν ξέρω αν με καταλαβαίνεις, μα θέλω να πώ πως, αντί να κηρύξουμε την απόλαυση της ζωής, κηρύξαμε την ισότητα στα καταναλωτικά αγαθά. Αντί την απελευθερώση από την πολυπλόκαμη εξουσία, την ελευθερία του συνέρχεσθαι… Έτσι, από επαναστατικοί καταλύτες γίναμε απόστολοι-εξουσία του κερατά. Η αναζήτηση αυτής της «ευτυχίας» μας οδήγησε στην ίδια αντίληψη για τη ζωή, στον ίδιο τρόπο σκέψης και τρόπο ζωής, με τον καπιταλισμό, που θέλαμε να ανατρέψουμε. Ήταν φυσικό λοιπόν, ύστερα από μια δραματική και τραγική περιπλάνηση, να ξανανταμώσουμε με τον καπιταλισμό, και μάλιστα ως υπανάπτυκτοι ή ξεπεσμένοι πρίγκηπες, αλλά με εκατομμύρια νεκρούς Δον Κιχώτες που, ποιος ξέρει, ίσως τούτη τη στιγμή τα θαμμένα κοντάρια τους πετάνε τα πρώτα βλαστάρια τους μέσα στη γη… Αλλιώς… δες τα, αν αφαιρέσεις τις λέξεις και τα συνθήματα, όλα τα άλλα είναι απελπιστικά όμοια… Μα τι περιμένεις, σαν ο Μάρξ, που ήθελε να λευτερώσει τον κόσμο, δεν μπόρεσε να λευτερώσει τον εαυτό του… Το ξέρεις δα πως ήταν «μοίχος», γαμούσε κρυφά την υπηρέτριά του, δηλαδή και αφεντικό με δούλα και υπόδουλος στην παντρειά… Μα πώς αλλιώς, αφού στην φιλοσοφική του ανάλυση «ξέχασε» το «συνουσιάζομαι άρα υπάρχω» και το αντικατέστησε με την μαλακία του Καρτέσιου: «σκέφτομαι άρα υπάρχω…». Κι αφού μόνο εμείς «σκεφτόμασταν», εμείς υπήρχαμε, κι όσο σκεφτόμασταν, τόσο χάναμε την επαφή μας με τη ζωή…»

Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2024

Σε άδειο θέατρο- Μάνος Ελευθερίου

 












Σε άδειο θέατρο χωρίς τους θεατές
μέσα στη νύχτα σαν καράβι ταξιδεύεις
βρίσκεις λιμάνια που βουλιάξανε στο χθες
και να βρεθείς ξανά στο χάος κινδυνεύεις
 
Παλιές αγάπες αγιασμένες και μικρές
κι άλλες που μείναν στον κόσμο κολασμένες
σαν καραμέλες μες στο στόμα μας πικρές
μας ταξιδεύουν κάθε βράδυ στοιχειωμένες
Κάτι αγάπες αγιασμένες και μικρές
Παλιές αγάπες
 
Είχα μι' αγάπη τ' όνειρό μου ν' ακουμπώ
κι έγινε θέατρο κι αυτό πυρπολημένο
δεν έχει πόρτα μήτε είσοδο να μπω
μονάχα ένα θεατή και μεθυσμένο
μονάχα ένα θεατή και μεθυσμένο

Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2024

Απολύομαι και τρελαίνομαι(Συγγραφέας:Χριστόφορος Κάσδαγλης)-Εκδόσεις Καστανιώτης



 Ξεκίνησα απ’ τη ΒΑΒΕΛ,

πήγα στο ΠΑΡΑ ΠΕΝΤΕ,

διάβασα Χρήστο Καστανά

και βγήκα γιώτα-πέντε.

Ανέκδοτο τετράστιχο του Λουκιανού Κηλαηδόνη


ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ

Στέκομαι στην Πύλη να πω δυο τελευταίες κουβέντες στον αλφαμίτη. Σαν καρεδάκια παλιομοδίτικου φιλμ περνάνε σε μια στιγμή απ’ το μυαλό μου η Κόρινθος, η Θήβα, η Βέροια, το Μεγάλο Πεύκο. Η ταινία δεν είναι έγχρωμη. Δεν είναι καν ασπρόμαυρη. Πράσινα και χακί χρώματα σε μαύρο φόντο. Ο φαιοπράσινος εφιάλτης τελειώνει. Σφίγγω στην τσέπη με εμπιστοσύνη την αστυνομική ταυτότητα και το απολυτήριο. Φανταστείτε το σε βυσσινί χρώμα με ροζ ανταύγειες, μοβ πουά και έξαλλες φωτογραφίες. Κάνω δυο εναέριες τούμπες και αφήνω το στρατόπεδο πίσω μου. ΑΠΟΛΥΟΜΑΙ ΚΑΙ ΤΡΕΛΑΙΝΟΜΑΙ.

Το όνομά μου είναι Χρήστος Καστανάς. Μερικοί με φωνάζουν Χριστόφορο Κάσδαγλη. Όλοι όμως το ξέρουν, πως είμαι πια ένας πολίτης.


Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2024

Η μάνα μου αύριο - Αντώνης Φωστιέρης

 


Μήνες και χρόνια

Χρόνια πια συνήθισα

Καθώς σε βλέπω εδώ μπροστά μου να φαντάζομαι

Πώς θα ’ναι άραγε όταν αύριο

Πάψω στ’ αλήθεια να σε βλέπω. Και συνήθισα

Να ζω το σήμερα σα θύμηση του άλλοτε

Με νοσταλγία παρόντος, τέλεια φθίνοντος,

Αφού όσο μέλλον σου απομένει

Όχι αργότερα

Ήδη από τώρα λάμπει αθέατα

Παρελθόν.


Έτσι συνήθισα

Καθώς περνάς από δωμάτιο σε δωμάτιο

Και σκουντουφλάς και συγυρίζεις μες στα μαύρα σου

Να ’σαι η σκιά που στην ανάμνηση μειλίχια

Ίδια η φωνή σου χαμηλή κι όταν με μάλωνε

Ποιος θα ξεχάσει το καρφί του ποιος το χάδι του

Ώσπου γερόντιο ρουφηγμένο κι αφτιασίδωτο

Μούμια μωρού να ολολύζει

Απ’ τις φασκιές.


Με αυτοσχέδιες ασκήσεις πια συνήθισα

Να κλαίω για σένα ζωντανή κι ότι αναχώρησες

Όμως μετά τί φωταψίες αναστάσεως

Καθώς σε βλέπω εδώ μπροστά μου και φαντάζομαι

Πως απ’ το αύριο γυρνάς γιατί μ’ αγάπησες

Γιατί σ’ αγάπησα κι εγώ, κι αυτό το αύριο

Θα περιμένει λίγο ακόμη – αυτό που αύριο

Καθώς σε βλέπω εδώ μπροστά μου και φαντάζομαι

Θα λάμψει γύρω σου απροκάλυπτα

Παρόν.



Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 2024

Ίταλο Καλβίνο Μανιτάρια στην πόλη

 


Μια μέρα, στη στενή πρασιά ενός δρόμου της πόλης, έπεσε, ποιος ξέρει από πού, μια ριπή σπορίων και φύτρωσαν μανιτάρια. Κανείς δεν τα πρόσεξε, εκτός από τον αχθοφόρο Μαρκοβάλντο που κάθε πρωί έπαιρνε αποκεί το τραμ.

Τα μάτια αυτού του Μαρκοβάλντο ήταν άμαθα στη ζωή της πόλης: πινακίδες, σηματοδότες, βιτρίνες, φωτεινές επιγραφές, αφίσες, όσο κι αν ήταν μελετημένες να τραβήξουν την προσοχή, ποτέ δεν προσείλκυαν το βλέμμα του που γλιστρούσε πάνω τους, όπως στην άμμο της ερήμου. Κι από την άλλη, ένα φύλλο που κιτρίνιζε σ’ ένα κλαδί, ένα φτερό που είχε μπλεχτεί στα κεραμίδια δεν του ξέφευγαν ποτέ: δεν υπήρχε αλογόμυγα σε άλογο, τρύπα από σαράκι σε τραπέζι, φλούδα σύκου πατημένη στο πεζοδρόμιο, που να μην τραβήξει την προσοχή του Μαρκοβάλντο και να μη γίνει αντικείμενο στοχασμών, καθώς του αποκάλυπτε τις αλλαγές των εποχών, τους πόθους της ψυχής και τις αθλιότητες της ύπαρξής του.

Έτσι, ένα πρωί, ενώ περίμενε το τραμ που θα τον πήγαινε στην εταιρεία Svav, όπου εργαζόταν σαν αχθοφόρος, παρατήρησε κάτι ασυνήθιστο κοντά στη στάση, στο κομμάτι της άγονης και σκασμένης γης που περιέβαλλε τα δέντρα του δρόμου: σε μερικά σημεία, στα πόδια των δέντρων, ξεπρόβαλλαν καρούμπαλα που εδώ κι εκεί ανοίγονταν κι άφηναν να φαίνονται στρογγυλά υπόγεια σώματα.

Έσκυψε να δέσει τα κορδόνια του και κοίταξε καλύτερα: ήταν μανιτάρια, πραγματικά μανιτάρια που ξεμύτιζαν μες στην καρδιά της πόλης! O Μαρκοβάλντο ένιωσε λες και ο γκρίζος και άχαρος κόσμος που τον περιέβαλλε είχε μονομιάς γεμίσει κρυμμένους θησαυρούς, οπότε θα μπορούσε να περιμένει κάτι περισσότερο πέρα από την ωριαία αποζημίωση της συλλογικής σύμβασης, το επίδομα ακρίβειας, το οικογενειακό επίδομα και την αποζημίωση του ψωμιού.

Στη δουλειά του ήταν πιο αφηρημένος απ’ ό,τι συνήθως· σκεφτόταν ότι όσο εκείνος καθόταν και ξεφόρτωνε δέματα και κιβώτια, τα μανιτάρια, που μόνο αυτός γνώριζε την ύπαρξή τους, μεγάλωναν αργά και σιωπηλά, η πορώδης σάρκα τους ωρίμαζε, απομυζούσαν τους υπόγειους χυμούς, έσπαζαν το φλοιό της γης. «Μια νύχτα να βρέξει», έλεγε μέσα του, «και θα είναι έτοιμα». Και δεν έβλεπε την ώρα ν’ ανακοινώσει την ανακάλυψή του στη γυναίκα και στα παιδιά του.

— Ακούστε τι θα σας πω, είπε, καθώς έτρωγαν το φτωχικό τους γεύμα. Μες

 στη βδομάδα θα φάμε μανιτάρια! Μια ωραία τηγανιά! Όπως σας βλέπω και

 με βλέπετε!

Και περιέγραψε με θέρμη στα μικρότερα παιδιά, που δεν ήξεραν τι ήταν τα 

μανιτάρια, την ομορφιά των διαφόρων ειδών, τη λεπτή τους γεύση και το 

πώς έπρεπε να μαγειρευτούν· έτσι παρέσυρε στη συζήτηση και τη γυναίκα

 του, την Ντομιτίλα, που ως εκείνη τη στιγμή ήταν μάλλον δύσπιστη και 

αμέτοχη.

— Και πού είναι αυτά τα μανιτάρια;, ρώτησαν τα παιδιά. Πες μας πού 

φυτρώνουν!

Στην απορία αυτή μια καχύποπτη σκέψη συγκράτησε τον ενθουσιασμό 

του Μαρκοβάλντο: «Αν τους πω το μέρος, θα μαζέψουν μια συμμορία 

αλητάκια, θα παν να τα βρουν, θα μαθευτεί στη γειτονιά και τα μανιτάρια

 θα καταλήξουν σε ξένες κατσαρόλες!». Έτσι η ανακάλυψη εκείνη, που του 

είχε γεμίσει την καρδιά με αγάπη για όλο τον κόσμο, τώρα του 

δημιουργούσε τη μανία της ιδιοκτησίας, τον τύλιγε μέσα σ’ ένα ζηλότυπο 

και δύσπιστο φόβο.

— Το μέρος των μανιταριών το ξέρω εγώ και μόνο εγώ, είπε στα παιδιά του, 

κι αλίμονό σας αν σας ξεφύγει κουβέντα.

Το άλλο πρωί ο Μαρκοβάλντο, καθώς πλησίαζε στη στάση του τραμ, ήταν

 γεμάτος ανησυχία. Έσκυψε στην πρασιά και με ανακούφιση είδε ότι τα 

μανιτάρια είχαν μεγαλώσει λίγο, μια σταλίτσα μόνο, το χώμα συνέχιζε να τα

 κρύβει σχεδόν ολότελα.

Εκεί που ήταν γονατισμένος, ένιωσε κάποιον πίσω του. Μονομιάς σηκώθηκε

 και προσπάθησε να παραστήσει τον αδιάφορο. Ένας οδοκαθαριστής τον 

κοίταζε στηριγμένος στη σκούπα του.

Αυτός ο οδοκαθαριστής, στου οποίου την επικράτεια βρίσκονταν τα 

μανιτάρια, ήταν ένας διοπτροφόρος και κρεμανταλάς νεαρός. Λεγόταν 

Αμάντιτζι και ο Μαρκοβάλντο τον αντιπαθούσε από καιρό, ίσως για εκείνα

 τα γυαλιά του που ξεψάχνιζαν την άσφαλτο των δρόμων, για να βρουν ίχνη 

της φύσης και να τα σβήσουν με τη σκούπα.

Ήταν Σάββατο· ο Μαρκοβάλντο πέρασε την ημιαργία του τριγυρίζοντας 

δήθεν άσκοπα κοντά στην πρασιά, παρακολουθώντας από μακριά τον 

οδοκαθαριστή και τα μανιτάρια και υπολογίζοντας πόσο καιρό ήθελαν να 

μεγαλώσουν.

Τη νύχτα έβρεξε: όπως οι αγρότες, που έπειτα από μήνες ξηρασίας ξυπνούν

 και χορεύουν από χαρά στον ήχο των πρώτων σταγόνων, έτσι κι ο 

Μαρκοβάλντο ήταν ο μόνος στην πόλη που ξύπνησε, ανακάθισε στο κρεβάτι 

και φώναξε τους δικούς του: 


«Βρέχει, βρέχει» και ανέπνευσε τη μυρωδιά της βρεγμένης σκόνης και της 

δροσερής υγρασίας που ερχόταν απέξω.

Τα χαράματα —ήταν Κυριακή— έτρεξε γρήγορα στην πρασιά μαζί με τα

 παιδιά του και ένα δανεικό καλάθι. Και να τα μανιτάρια, στητά στους 

κορμούς τους, με τις κουκούλες τους να ξεπροβάλλουν από το μουσκεμένο

 ακόμα χώμα.

— Ζήτω!, και όρμησαν να τα μαζέψουν.

— Μπαμπά, κοίτα εκείνο τον κύριο πόσα έχει μαζέψει!, είπε ο Μικελίνο,

 και ο πατέρας του, σηκώνοντας το κεφάλι, είδε τον Αμάντιτζι να στέκεται 

δίπλα τους μ’ ένα καλάθι γεμάτο μανιτάρια στο χέρι.

— Α, κι εσείς μαζεύετε;, είπε ο οδοκαθαριστής. Ώστε τρώγονται, ε;

 Μάζεψα λίγα, αλλά δεν ήξερα αν μπορούν να φαγωθούν… Πιο κάτω, στο

 δρόμο, έχει κι άλλα μεγαλύτερα… Εντάξει, τώρα που ξέρω, πάω να

 ειδοποιήσω τους δικούς μου που κάθονται εκεί και συζητάνε αν πρέπει να

τα μαζέψουμε ή να τ’ αφήσουμε… — και απομακρύνθηκε βιαστικά.

O Μαρκοβάλντο έμεινε άναυδος: να υπάρχουν μεγαλύτερα μανιτάρια και να μην τα έχει προσέξει, μια τέτοια ανέλπιστη σοδειά και να του την κλέψουν κάτω από τη μύτη; Για μια στιγμή σχεδόν κοκάλωσε από οργή, από λύσσα, έπειτα —όπως συχνά

 συμβαίνει— οι προσωπικές εμπάθειες μεταμορφώθηκαν σε μια 

παρόρμηση γενναιοδωρίας. Την ώρα εκείνη πολύς κόσμος περίμενε το

 τραμ, με τις ομπρέλες κρεμασμένες στο μπράτσο, διότι ο καιρός ήταν 

ακόμα υγρός και αβέβαιος.

— Έι, εσείς! Θέλετε να φάτε τηγανητά μανιτάρια απόψε;, φώναξε ο

 Μαρκοβάλντο στον κόσμο που ήταν μαζεμένος στη στάση. Έχουν βγει

 μανιτάρια εδώ, στο δρόμο! Ελάτε μαζί μου! Έχει για όλους! — και πήρε από

 πίσω τον Αμάντιτζι μ’ ένα τσούρμο ανθρώπους να τον ακολουθεί.

Βρήκαν αρκετά μανιτάρια για όλους και, επειδή δεν είχαν καλάθια, τα 

έβαλαν στις ανοιχτές τους ομπρέλες. Κάποιος είπε:

— Ωραία θα ήταν να τρώγαμε όλοι μαζί!

Όμως ο καθένας πήρε τα μανιτάρια του και πήγε σπίτι του.

Ωστόσο σύντομα ξανασυναντήθηκαν, το ίδιο κιόλας βράδυ, στον ίδιο 

θάλαμο του νοσοκομείου, έπειτα από την πλύση στομάχου που τους έσωσε

 όλους από δηλητηρίαση: όχι σοβαρή, διότι κανείς τους δεν είχε φάει

 μεγάλη ποσότητα.

O Μαρκοβάλντο και ο Αμάντιτζι ήταν σε διπλανά κρεβάτια και

 αγριοκοίταζαν ο ένας τον άλλο.

 

Ί. Καλβίνο, Μαρκοβάλντο ή Oι εποχές στην πόλη, μτφρ. Έφη Καλλιφατίδη,

 Καστανιώτης

Παράλληλα Κείμενα-Δράσεις 


14

 

Ο Παναγιώτης Κονδύλης για την Αριστερά και τη Δεξιά

  « Όταν ανατέμνω τις ιδεολογικές ψευδαισθήσεις των δεξιών, πλείστοι όσοι με θεωρούν αριστερό· όταν υποβάλλω σε βάσανο τις αντίστοιχες αυταπ...

ευανάγνωστα