Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2024

Ραούλ Βανεγκέμ – Γράμμα στα παιδιά μου και στα παιδιά του κόσμου που έρχεται (από το https://pandoxeio.com/)

  


Ο αγώνας για την ζωή δεν είναι αγώνας ενάντια στον θάνατο

Πώς θα μπορούσα να απευθυνθώ στις κόρες, τους γιους, τα εγγόνια και τα δισέγγονά μου χωρίς να τα συνδέσω με όσους, βυθισμένοι στο ειδεχθές σύμπαν του χρήματος και της εξουσίας, κινδυνεύουν αύριο κιόλας να στερηθούν υποσχέσεις για μια ζωή που προσφέρεται ανεπιφύλακτα με την γέννηση σαν χάρισμα, χωρίς κανένα αντάλλαγμα;

…αναρωτιέται ο αλλοτινός εξεγερμένος των δρόμων και των λέξεων, ο Επαναστάτης της Καθημερινής Ζωής ως γνήσιο τέκνο του Μάη του 1968 αλλά και σύμφωνα και με το σχετικό βιβλίο του, μέλος της Καταστασιακούς Διεθνούς σχεδόν για μια δεκαετία προτού αποχωρήσει μπροστά στις αντιφάσεις της, φιλόσοφος των εραστών στην Βίβλο των Ηδονών, αμφιλεγόμενη προσωπικότητα του δημόσιου λόγου, επίμονος υποστηρικτής με λόγια και έργα μιας ελεύθερης, αυτοδιαχειριζόμενης κοινωνίας.

Φιλοσοφίες, θρησκείες, ιδεολογίες δεν έκαναν τίποτε άλλο από το να παγιώνουν μια συμπεριφορά που υπακούει σε κίνητρα γνωστά και αμετάβλητα: τη δίψα για εξουσία, την γοητεία του χρήματος, την μάχη της δύναμης, την καταπιεσμένη κτηνωδία. Δεν συντρίβει κανείς τις πετρωμένες βεβαιότητες του παρελθόντος αν δεν τις σφυροκοπήσει με ιδέες ικανές να διαλύσουν τις παλαιές κοινοτοπίες. Και πώς ζούμε σήμερα; Δαπανάμε τόση ενέργεια δουλεύοντας γι’ αυτό που μας αφυδατώνει και μας φτωχαίνει, και δυσανασχετούμε με την προσπάθεια που απαιτεί η επιθυμία να αλλάξουμε τον κόσμο συθέμελα;

Η πλήρης διάρρηξη της ανθρώπινης ενότητας ολοκληρώθηκε με τον βεβιασμένο οικονομικό προσανατολισμό των κοινωνιών. Ο πολιτισμός απομάκρυνε τον άνθρωπο από την δημιουργική ζωή, υποβιβάζοντάς την στην άθλια αναζήτηση της συντήρησής της. Για να τιθασεύσουμε το κτήνος μέσα μας, το υποχρεώσαμε να εργαστεί. Η δύναμη για ζωή μετατράπηκε σε δύναμη για εργασία που κατέληγε στον θρίαμβο της βαρβαρότητας.

Μια βασική θέση του Βανεγκέμ, που υποστήριζε ήδη στο βιβλίο του Τίποτα δεν είναι ιερό, όλα μπορούν να λεχθούν, αφορά ένα θέμα αιωνίως ακανθώδες. Από την μία, ανεκτικότητα σε όλες τις ιδέες, όσο απεχθείς, όσο γελοίες, όσο παράδοξες κι αν είναι. Είναι πιο εύκολο να υποστηρίξει κανείς τον κυρίαρχο παραλογισμό της πραγματικής ζωής, το παραδέχομαι, αλλά αρνούμαι να υποκύψω σ’ αυτή τη δειλή ευκολία, όπως αρνούμαι το δικαίωμα των σάπιων και μνησίκακων αισθημάτων να καταπνίξουν την ανθρώπινη συνείδηση για μια ζωή που πρέπει να δημιουργηθεί.

Κι από την άλλη, αδιαλλαξία σε κάθε ανθρώπινη πράξη, είτε κράτους, είτε εθνικής μονάδας, είτε ατόμου. Η ποινική καταδίκη ρατσιστικών, σεξιστικών, ξενοφοβικών, εξωφρενικών ή αποτρόπαιων εκφράσεων δεν ανταποκρίνεται με κατάλληλο τρόπο στην ανησυχία για την εξάλειψή τους· αντίθετα, παραπέμπει σε μεγάλο βαθμό σε μια μορφή λαϊκιστικής δικαιοσύνης.

Ο συγγραφέας επιθυμεί να εξαλειφθεί μια για πάντα μια προκατάληψη που έχει δηλητηριάσει σε βάθος την κοινή γνώμη. Πρέπει να πάψουμε να ταυτίζουμε τον διανοούμενο με τον καλλιεργημένο άνθρωπο, τον λόγιο, τον σοφό, τον στοχαστή, τον ποιητή, τον εφευρέτη. Ο διανοούμενος είναι απλώς αυτός που προτάσσει τη διάνοια του εγκεφάλου έναντι της ευαίσθητης διάνοιας ολόκληρου του σώματος. Είμαστε όλοι, σε διαφορετικό βαθμό, χειρώνακτες και διανοούμενοι· αλλά διδαχτήκαμε να διαχωρίζουμε τις δυο ιδιότητες, με αποτέλεσμα μια πλήρη σχιζογένεση. Η σκέψη αποκόπηκε από την ζωή και αφού αρχικά περιβλήθηκε τον μανδύα της θρησκείας, παρουσιάστηκε εκσυγχρονισμένη με την γελοία κοσμική αμφίεση της φιλοσοφίας και της ιδεολογίας.

Στα σύντομα αλυσιδωτά αυτά κείμενα, που συναρμολογούνται σε πυκνό σύνολο καθώς διατρέχουν παρελθόν, παρόν και μέλλον, ο Βανεγκέμ φωτίζει τους παλιούς εφιάλτες που βασανίζουν ακόμη τα όνειρά μας για αναγέννηση, αφουγκράζεται τους τριγμούς του σεισμού της Γαλλικής Επανάστασης, γράφει υπέρ και κατά της κουλτούρας. Συνεχίζει να μας θυμίζει την παγίδα του ελεύθερου εμπορίου, την ψευδαίσθηση της καταναλωτικής ευημερίας, την εκδίκηση του στερημένου από τις επιθυμίες του σώματος. Είναι βέβαιος ότι τον αφέντη της σκέψης διαδέχεται ο σκλάβος χωρίς σκέψη, ότι ο οικολογικός νεοκαπιταλισμός δεν είναι παρά μια νέα αγορά ηλιθίων, ότι ο αγώνας για την ζωή δεν είναι αγώνας ενάντια στον θάνατο.

Είμαστε τόσο συνηθισμένοι στα κριτήρια με τα οποία η καθημερινή επιβίωση χαράζει τις πληκτικές διαδρομές της, ώστε οι λάμψεις της ζωής, που προσφέρεται ως χάρισμα, μας τρομάζουν με την ασυνήθιστη φωτεινότητά τους. Ο δρόμος ανάμεσα σ’ αυτό που είμαστε και σ’ αυτό που θα θέλαμε να είμαστε είναι άβολος αλλά συναρπαστικός. Η δυνατότητα μιας γιορτινής κοινωνίας δεν έχει χαθεί.

Είναι πιο εύκολο να υποστηρίξει κανείς τον κυρίαρχο παραλογισμό της πραγματικής ζωής, το παραδέχομαι, αλλά αρνούμαι να υποκύψω σ’ αυτή τη δειλή ευκολία, όπως αρνούμαι το δικαίωμα των σάπιων και μνησίκακων αισθημάτων να καταπνίξουν την ανθρώπινη συνείδηση για μια ζωή που πρέπει να δημιουργηθεί.

Στο τέλος του βιβλίου, με την αίσθηση ότι το πέρασμά του από τον κόσμο μας είναι παροδικό, όπως άλλωστε και όλων μας, ο Βανεγκέμ εξομολογείται την μόνη υστεροφημική του επιθυμία: να διατηρηθεί στους αιώνες με το διαχρονικό και φευγαλέο χαμόγελο που περιβάλλει τον γάτο του Τσέσαιρ (από την Αλίκη των Θαυμάτων)· αυτό θα είναι το δικό του αιώνιο σύνθημα για ένα κόσμο όπου το είναι θα έχει αφήσει πίσω του το έχειν.

Εκδόσεις των ξένων, 2013, μτφ. Εύη Παπακωνσταντίνου, 107 σελ. [Raoul Vaneigem, Lettre à mes enfants et aux enfants du monde à venire, 2012].

Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2024

ΑΛΕΚΟΣ ΛΟΥΝΤΖΗΣ- ΠΡΟΣΩΠΟΠΑΓΑΝΔΑ




 

Σπουδαίοι άνθρωποι που ασχολούνται σοβαρά

με τον εαυτό τους

Τον αυτοβιογραφούν, τον ακονίζουν, τον συγχωρούν

τον συστήνουν τον πωλούν

Έσονται πρώτοι, σαν ψεύτικοι

 

Σπουδαίοι κι όσοι δεν το κάνουν, τόσο όμορφοι

αυτοί οι τελευταίοι

μοναχικοί, ανιδιοτελείς, ριζοσπάστες

χωρίς εγωισμό και μικρότητα

χωρίς ζωή, σαν αληθινοί

 

Έσονται πρώτοι, σαν να ’ταν τελευταίοι

Σάββατο 12 Οκτωβρίου 2024

Θα σε πάρω εγώ Παιδάκι μου όταν φτάσω -Φοίβος Δεληβοριάς

 

Πού είσαι τώρα φως μου

Ήτανε γραμμένο
Να 'μαι εδώ για πάντα
Να σε περιμένω

Όσο κι αν κρατήσει
Να μην το ξεχάσεις
Όταν φτάσεις πάρε
Πάρε όταν φτάσεις

Θα το γράψει ο τοίχος
Θα το γράψει ο βράχος
Πως δεν ήταν μόνο Ενός ανθρώπου λάθος
Θα το πει η σημύδα Θα το πει κι ο κέδρος         
Πως εδώ σκοτώνει Όπου βρει το κέρδος

Θα το πει η λεβάντα 
Θα το πει η μυρσίνη
Πως κυλάει στα μάτια Η δικαιοσύνη

Μάτια του παιδιού μου
Που δεν θα φιλήσω
Δεν υπάρχει τρόπος πια Να σταματήσω
Μέχρι να' ρθει ο πήχης Και το χαλινάρι

Μέχρι να 'ρθει η Νέμεσις Και να τους πάρει
Αν δεν βρω το τέρμα
Δεν θα ησυχάσω
Δεν θα σταματήσω
Δεν θα ξαποστάσω
Δεν θα κάνω πίσω
Και δεν θα ξεχάσω

Λίγο πριν κατέβει από τη σκηνή της συναυλίας για το έγκλημα στα Τέμπη, ο Φοίβος Δεληβοριάς είπε: "Πριν σας αποχαιρετίσουμε. Θα ήθελα να σας παίξουμε ένα τραγούδι που έγραψα χθες το βράδυ. Και είναι χαρισμένο απ’ την καρδιά μου σε όλους τους γονείς των Τεμπών. Καλή δύναμη στον αγώνα σας. Όλο το κουράγιο μας μαζί σας. Το τραγούδι αυτό είναι δικό σας".
Θα σε πάρω εγώ Παιδάκι μου όταν φτάσω


Τετάρτη 9 Οκτωβρίου 2024

Το τελευταίο γράμμα του Τσε στα παιδιά του

 


Αν χρειασθεί μια μέρα να διαβάσετε τούτο το γράμμα, θα σημαίνει πως ο πατέρας σας δεν είναι πια ανάμεσά σας.

            Ο πατέρας σας ήταν ένας άνθρωπος, που ενεργούσε όπως σκεφτόταν και που έμεινε απόλυτα πιστός στις πεποιθήσεις του.
            Προπάντων, θέλω από σας να είστε ικανοί να νιώσετε βαθιά την κάθε αδικία σ’ οποιοδήποτε μέρος του κόσμου.
            Αυτό είναι το πιο όμορφο προτέρημα ενός επαναστάτη…

Τρίτη 8 Οκτωβρίου 2024

Ρίαλ αϊκίντο -Κωστής Παπαγιώργης

 


Γεγονός είναι ότι στις μεγάλες πόλεις ο πλησίον μας παραήρθε κοντά. Ποιος είναι αυτός που έρχεται από απέναντι; Κύριος οίδεν. Είναι υπάλληλος, μικροαστός, μετανάστης, μίστερ τίποτας, κακοποιός, διεστραμμένος, ανθρωπάκι; Ήδη ο Τερζάκης, στα προχουντικά άρθρα του –γέρων πια–, ομολογούσε ότι περπατάει στην πόλη κι όλο σκέπτεται μήπως φάει καμιά καπελιά. Σήμερα αυτό είναι πλέον κοινό αίσθημα. Αυτός που έρχεται κι αυτός που ακολουθεί είναι αρνητικές δυνάμεις. Άρα τίθεται το ζήτημα της αμύνης. Σε περίπτωση αδίκου επιθέσεως τι κάνουμε; Τρώμε ξύλο και λέμε κι ευχαριστώ; Παραδίδουμε το πορτοφόλι μας και ζητάμε συγγνώμη; Προβάλλουμε αντίσταση; Και με τι μέσα; Την απάντηση τη δίνουν οι πολεμικές τέχνες, που χρόνια τώρα διδάσκουν θάρρος, τεχνικές αμύνης κι επιθέσεως, λαβές, χτυπήματα – ό,τι χρειάζεται δηλαδή για να τη βγάλουμε καθαρή. Στα διαφημιστικά της οθόνης παρακολουθούμε προγυμναστές που στρώνουν κάτω τον αντίπαλο προτού καν βγάλει κιχ. Αμυνόμενους που στρέφουν τη βία του αντιπάλου εναντίον του με συνοπτικές κινήσεις. Γυναίκες που ξαπλώνουν κάτω νταγλαράδες ώσπου να πεις κύμινο. Ο θεατής αναρωτιέται: «Ρε, είμαστε τόσο δυνατοί και δεν το ξέρουμε; Μήπως, αντί να κωλώνουμε, πρέπει να τους ξεκωλώνουμε;». Μια δοκιμή θα σας πείσει.

Είναι γεγονός ότι περισσότερο μας πλήττει ο φόβος παρά ο αντίπαλος. Κατά συνέπεια, τα γυμναστήρια όπου μοιράζεται το θάρρος κάνουν καλή δουλειά. Προετοιμάζουν τον πολίτη για το χειρότερο μαθαίνοντάς του τις καλύτερες μορφές αμύνης. Το ρίαλ αϊκίντο, όπως παλιά το ζίου ζίτσου, φιλοδοξεί να κάνει τον «λίγο» πολίτη «πολύ» και να του προσδώσει αυτοπεποίθηση. Για κάθε επίθεση υπάρχει λύση. Για κάθε χτύπημα υπάρχει αντι-χτύπημα. Κάθε άτυχη συνάντηση μπορεί να αποτραπεί. Ένας οξύχολος φίλος, που σε κάθε παρκάρισμα ήταν έτοιμος να καλέσει τον αντίπαλο σε μονομαχία, μας έλεγε αν τελικά πρέπει να μάθει καράτε. Εμείς, φυσικά, μπουγιάραμε την επιθυμία του. Μάθε για να δείρεις και μερικούς δικούς μας εχθρούς. Οπότε η πλάκα συνεχιζόταν με τα κιλά. Ας πούμε ότι σου κληρώσει έναν στα ογδόντα κιλά και θέλεις να τον ρίξεις στο καναβάτσο – μπορείς να τον κουμαντάρεις; Κι αν πέσει πάνω σου; Κι αν σε πατήσει και σε ξενυχιάσει; Θα προλάβεις να βγάλεις τα γυαλιά σου; Δεν λυπάσαι τα δόντια σου που μόλις τα φόρεσες και κάνουν ένα σκασμό λεφτά; Αν του δώσεις το πορτοφόλι, φτηνότερα θα σου ’ρθει!

Κάποιος άλλος –φίλος κι αυτός από τα παλιά–, που γνώριζε αϊκίντο από τα γεννοφάσκια του, το έλεγε η περδικούλα του δηλαδή, όταν κάποτε βρέθηκε σε θέση μάχης απέναντι σε κάποιον που του δήλωσε: «Πρόσεχε, ξέρω καράτε!», του απάντησε ψυχρά: «Εγώ ξέρω βαράτε!», και τον καταχέρισε.

Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2024

Φουέντε Οβεχούνα -Λόπε δε Βέγα (πηγή: ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ)

 


To Φουέντε Οβεχούνα 

(ισπανικάFuenteovejuna ή Fuente Ovejuna) είναι θεατρικό έργο του Ισπανού Λόπε δε Βέγα. Γράφτηκε το 1614. Πραγματεύεται την ιστορία του χωριού Φουεντεοβεχούνα (που σημαίνει Προβατοπηγή). Η ιστορία διαδραματίζεται το έτος 1476 και βασίζεται σε πραγματικό γεγονός. Η Φουεντεοβεχούνα είχε τότε 985 κατοίκους. Ήταν ένα ειρηνικό χωριό, μέχρι που εμφανίσθηκε ένας άρπαγας, βίαιος Διοικητής που με κάθε τρόπο ποδοπατούσε την τιμή και την υπόληψη των κατοίκων. Βιασμοί, προσβολές, βασανισμοί ήταν μέρος της καθημερινής του συμπεριφοράς απέναντι στους κατοίκους του χωριού. Ο γενναίος όμως λαός της Φουεντεοβεχούνα δεν άντεξε για πολύ την απάνθρωπη και τυραννική συμπεριφορά του Διοικητή. Άνδρες και γυναίκες, αγανακτισμένοι, ξεσηκώθηκαν και τον σκότωσαν. Όταν ο βασιλιάς Φερδινάνδος έστειλε στο χωριό έναν δικαστή-ανακριτή για να μάθει ποιος είχε διαπράξει το έγκλημα, οι κάτοικοι, παρά τα βασανιστήρια που υφίσταντο κατά την ανάκριση, απαντούσαν σταθερά και αποφασιστικά: "Η Φουεντεοβεχούνα το έκανε!". Στο τέλος ο δικαστής, μην έχοντας καταφέρει να βγάλει κάποιο συμπέρασμα, εμφανίστηκε μαζί με κατοίκους του χωριού στον Βασιλιά. Οι κάτοικοι εξήγησαν τις αιτίες της πράξης τους και ο Βασιλιάς σταμάτησε την έρευνα για τον ένοχο και τους συγχώρεσε, δίνοντας στο έργο ευτυχές τέλος.

Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2024

Η θάλασσα – Ντίνος Χριστιανόπουλος

 


“Η θάλασσα είναι σαν τον έρωτα:

μπαίνεις και δεν ξέρεις αν θα βγεις.
Πόσοι δεν έφαγαν τα νιάτα τους –
μοιραίες βουτιές, θανατερές καταδύσεις,
γράμπες, πηγάδια, βράχια αθέατα,
ρουφήχτρες, καρχαρίες, μέδουσες.
Αλίμονο αν κόψουμε τα μπάνια
Μόνο και μόνο γιατί πνίγηκαν πεντέξι.
Αλίμονο αν προδώσουμε τη θάλασσα
Γιατί έχει τρόπους να μας καταπίνει.
Η θάλασσα είναι σαν τον έρωτα:
χίλιοι τη χαίρονται – ένας την πληρώνει.”

Ραούλ Βανεγκέμ – Γράμμα στα παιδιά μου και στα παιδιά του κόσμου που έρχεται (από το https://pandoxeio.com/)

   Ο αγώνας για την ζωή δεν είναι αγώνας ενάντια στον θάνατο Πώς θα μπορούσα να απευθυνθώ στις κόρες, τους γιους, τα εγγόνια και τα δισέγγον...

ευανάγνωστα