Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Ο Αμερικάνος - Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

Ανταλλαγή      Του Δημήτρη του Μπέρδε το μαγαζί ωμοίαζε, την εσπέραν εκείνην, με βάρκαν, κατά το φαινόμενον φουρτουνιασμένην, δευτερόπρυμα πλέουσαν, πληττομένην υπό των κυμάτων την μίαν πλευράν, με το ύδωρ εισπηδών από την κωπαστήν και περιρραντίζον τους δυστυχείς επιβάτας, όπου ο κυβερνήτης και ο ναύτης του φαίνονται περιφρόντιδες, δίδοντες και λαμβάνοντες προστάγματα εις ακατάληπτον γλώσσαν, ο μεν ιθύνων μετά βίας το πηδάλιον, ο δε λύων και δένων τα ιστία, βοηθών διά της κώπης εκ του υπηνέμου, αμφότεροι τρέχοντες από την πρύμνην εις την πρώραν, καταπτοούντες τους απειροτέρους των επιβατών, περιρραινομένους από το αφρίζον κύμα, οσφραινομένους εγγύθεν και γευομένους την άλμην. Εξημέρωναν δε Χριστούγεννα, και έκαστος των πελατών επεθύμει να κάμει τα οψώνιά του. Ο κυρ-Δημήτρης ο Μπέρδες έτρεχεν εμπρός, οπίσω, εκέρνα νοθευμένα τους πελάτας, επώλει ξίκικα εις τους αγοραστάς, με την τρικυμίαν εσκορπισμένην εις την όψιν και την γαλήνην ταμιευμένην εν τη καρδία, γοητευόμενος από...
Πρόσφατες αναρτήσεις

Τα Χριστούγεννα του Τεμπέλη (απόσπασμα) -Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

  «Στην ταβέρνα του Πατσοπούλου, ενώ ο βορράς εφύσα, και υψηλά εις τα βουνά εχιόνιζεν, ένα πρωί, εμβήκε να πίη ένα ρούμι να ζεσταθή ο μαστρο-Παύλος ο Πισκολέτος, διωγμένος από την γυναίκα του, υβρισμένος από την πενθεράν του, δαρμένος από τον κουνιάδον του, ξορκισμένος από την κυρά-Στρατίναν την σπιτονοικοκυράν του, και φασκελωμένος από τον μικρόν τριετή υιόν του, τον οποίον ο προκομμένος ο θείος του εδίδασκεν επιμελώς, όπως και οι γονείς ακόμη πράττουν εις τα «κατώτερα στρώματα», πως να μουντζώνη, να βρίζη, να βλασφημή και να κατεβάζη κάτω Σταυρούς, Παναγιές, κανδήλια, θυμιατά και κόλλυβα. Κι έπειτα, γράψε αθηναϊκά διηγήματα! Ο προβλεπτικός ο κάπηλος, δια να έρχωνται ασκανδαλίστως να ψωνίζουν αι καλαί οικοκυράδες, αι γειτόνισσαι, είχε σιμά εις τα βαρέλια και τας φιάλας, προς επίδειξιν μάλλον, ολίγον σάπωνα, κόλλαν, ορύζιον και ζάχαριν, είχε δε και μύλον, δια να κόπτη καφέν. Αλλ’ έβλεπέ τις, πρωί και βράδυ, να εξέρχωνται ατημέλητοι και μισοκτενισμένοι γυναίκες, φέρουσαι την μίαν χε...

Ο Δεκέμβρης του 1903- ΚωνσταντίνοςΚαβάφης

  Κι αν για τον έρωτά μου δεν μπορώ να πω — αν δεν μιλώ για τα μαλλιά σου, για τα χείλη,  για τα μάτια· όμως το πρόσωπό σου που κρατώ μες στην ψυχή μου, ο ήχος της φωνής σου που κρατώ μες στο μυαλό μου, 5 οι μέρες του Σεπτέμβρη που ανατέλλουν  στα όνειρά μου, τες λέξεις και τες φράσεις μου πλάττουν και χρωματίζουν εις όποιο θέμα κι αν περνώ, όποιαν ιδέα κι αν λέγω. [ 1904 ]

Σπασμένο καράβι- Γιάννης Σκαρίμπας

 Σπασμένο καράβι νάμαι, πέρα βαθιά –έτσι νάμαι–  με χώρις κατάρτια με χώρις πανιά να κοιμάμαι.  Νάν’ αφράτος ο τόπος κι η ακτή νεκρική γύρω γύρω, με κουφάρι γυρτό και με πλώρη εκεί που θα γείρω. Νάν’ η θάλασσα άψυχη και τα ψάρια νεκρά –έτσι νάναι!–  και τα βράχια κατάπληχτα και τ’ αστέρια μακριά να κυττάνε…  Δίχως χτύπο οι ώρες, και οι μέρες θλιβές –δίχως χάρη– κι έτσι κούφιο κι ακίνητο μέσ’ σε νύχτες βουβές το φεγγάρι.   Έτσι νάμαι καράβι γκρεμισμένο, νεκρό –έτσι νάμαι–  σ’ αμμουδιά πεθαμένη και σε κούφιο νερό, να κοιμάμαι. Πηγή : Andro.gr [ https://www.andro.gr/empneusi/top-5-poiimata-tou-yanni-skariba-1/ ]

Ένας γέρος - Κωνσταντίνος Καβάφης

    Στου καφενείου του βοερού το μέσα μέρος σκυμένος στο τραπέζι κάθετ' ένας γέρος· με μιαν εφημερίδα εμπρός του, χωρίς συντροφιά. Και μες στων άθλιων γηρατειών την καταφρόνεια σκέπτεται πόσο λίγο χάρηκε τα χρόνια που είχε και δύναμι, και λόγο, κ' εμορφιά. Ξέρει που γέρασε πολύ· το νοιώθει, το κυττάζει. Κ' εν τούτοις ο καιρός που ήταν νέος μοιάζει σαν χθές. Τι διάστημα μικρό, τι διάστημα μικρό. Και συλλογιέται η Φρόνησις πώς τον εγέλα· και πώς την εμπιστεύονταν πάντα - τι τρέλλα! - την ψεύτρα που έλεγε· «Αύριο. Εχεις πολύν καιρό.» Θυμάται ορμές που βάσταγε· και πόση χαρά θυσίαζε. Την άμυαλή του γνώσι κάθ' ευκαιρία χαμένη τώρα την εμπαίζει. ... Μα απ' το πολύ να σκέπτεται και να θυμάται ο γέρος εζαλίσθηκε. Κι αποκοιμάται στου καφενείου ακουμπισμένος το τραπέζι. Κωνσταντίνος Π. Καβάφης

Μικρές νοθείες- Οδυσσέας Ιωάννου

     Ποτέ του δεν κατάφερε να βγει σε μια λιακάδα και ζει με ό,τι περίσσεψε από ένα σκάρτο ποίημα τα πρωινά σηκώνεται με μια βαριά ζαλάδα και λέει πως τον ξύπνησε ένα μεγάλο κύμα   Κρεμάει τις αφίσες του στα παράθυρά του κρύβει το φως μα κρύβει κι όλα τ’ άλλα γιατί το μόνο που λαχτάρησε ως λάφυρά του είναι μια θάλασσα να φτάνει ως τη σκάλα   Βάζει σημάδια με στυλό πάνω στον τοίχο του μετράει το ύψος του που πόντο-πόντο χάνει μα κάθε βράδυ όταν βγαίνει απ’ τον ύπνο του στέκεται όρθιος και τρυπάει το ταβάνι   Είναι που ονειρεύεται πως φεύγει για ταξίδια  πως μπαίνει μέσα σε παλιές φωτογραφίες  ξέρει αν μπορούσε θα ’κανε μία απ’ τα ίδια  αλλά τι νόημα έχει το όνειρο χωρίς μικρές νοθείες

Μπαλάντα για τους ασφαλίτες - Βολφ Μπίρμαν

  Αισθήματα έχω αδελφικά για της ασφάλειας τα φτωχά λαγωνικά που με χιόνια και βροχές να με φυλάνε έχουν διαταγές   Μικρόφωνα βάζουν για ν' ακούν όσα από το στόμα μου περνούν τραγούδια και βρισιές κι αστεία στον καμπινέ και στην τραπεζαρία   Αδέρφια μου ασφαλίτες εσείς μόνο τον δικό μου ξέρετε τον πόνο   Εσείς ξέρετε πως η σκέψη μου είναι διαρκώς τρυφερή και παθιασμένη στον αγώνα αφιερωμένη   Λόγια που αλλιώς θα 'χαν χαθεί στα μαγνητόφωνά σας έχουνε γραφτεί Και για ύπνο όταν πάτε τα τραγούδια μου ξέρω τραγουδάτε   Ευχαριστώ γι αυτό πολύ συνεργάτες μου πιστοί