Η φωτογραφία είναι από το αρχείο Π. Κουνάδη . Είναι από τη συνάντηση του Ηλία Πετρόπουλου με τον Γιάννη Σκαρίμπα. Επίσης διακρίνονται η σύζυγος και η κόρη του Π. Κουνάδη ,ο οποίος είναι σε ρόλο φωτογράφου.
Ο ψυχισμός του καθενός από μας είναι αυτός που μας προσδιορίζει, που διαμορφώνει το συγκεκριμένο χαρακτήρα μας και που μας οδηγεί στις επιλογές μας, αυτές που θα καθορίσουν τη ζωή μας και θα της δώσουν τη μορφή που έχει. Είναι όπως τα δακτυλικά μας αποτυπώματα: μοναδικός. Μπορούμε να είμαστε περήφανοι γι αυτόν ή να ντρεπόμαστε. Αυτό που δεν μπορούμε να κάνουμε είναι να τον αλλάξουμε. Η προσωπικότητά μας εξαρτάται απολύτως από αυτόν.
Στην καθημερινή μας ζωή ο ψυχισμός μας αποτυπώνεται στις ιδέες και στις πράξεις μας, στον τρόπο που μιλάμε, στον τρόπο που ντυνόμαστε, στις συνήθειες που έχουμε, στις προτιμήσεις και στις αντιπάθειές μας. Με άλλα λόγια, όλα όσα εκπέμπουμε προς τα έξω έχουν την υπογραφή του ψυχισμού μας. Αν μάλιστα είμαστε καλλιτέχνες, τότε αυτός θα βγει στο έργο μας. Ένα διεισδυτικό μάτι μπορεί να ανακαλύψει πολλά πράγματα για την εσωτερική ζωή του δημιουργού μελετώντας την καλλιτεχνική παραγωγή του.
Ο Γιάννης Σκαρίμπας ξέρουμε ότι υπήρξε ένας ιδιόρρυθμος λογοτέχνης και αυτό δεν μπορεί να είναι ανεξάρτητο από τον ψυχισμό του. Αλλά κι αν δεν γνωρίζαμε τίποτα γι αυτόν, αν είχαμε στα χέρια μας μόνο το ποίημά του «Σπασμένο καράβι», αυτό θα ήταν αρκετό για να καταλάβουμε πολλά πράγματα για τον εσωτερικό του κόσμο.
Ο Σκαρίμπας ήταν ένας άνθρωπος που έζησε σχεδόν όλη του τη ζωή στη Χαλκίδα. Τα ταξίδια δεν τα αγαπούσε. Από την άλλη είχε μια πλούσια φαντασία που λειτουργούσε ως υποκατάστατο των λίγων εμπειριών που του έδινε η καθημερινότητά του. Ήταν αντισυμβατικός, ιδιόρρυθμος, αδέσμευτος, ανένταχτος, έξω από σχολές και ρεύματα, μακριά από τα λογοτεχνικά κυκλώματα και τα αντίστοιχα μικροσυμφέροντα και σταθερά εχθρικός απέναντι σε κάθε συμβατικότητα. Ένας εκκεντρικός χαρακτήρας.
Τέτοιοι πάνω κάτω είναι και οι ήρωες των έργων του. Άνθρωποι αντικοινωνικοί και περιθωριακοί που ζουν μακριά από την οικογένεια και την κοινωνία και συχνά τρελαίνονται ή αυτοκτονούν. Είναι άτομα με σχιζοειδή διαταραχή προσωπικότητας, για να χρησιμοποιήσουμε έναν όρο της ψυχιατρικής.
Οι σχιζοειδείς είναι χαρακτήρες ανεξάρτητοι και αυτάρκεις. Δεν χρειάζονται τη συντροφιά κανενός και δεν θέλουν να υποχρεώνονται σε κανέναν. Τους αρέσει η απομόνωση και η απόσυρση στη φαντασία τους. Ένα σχιζοειδές άτομο μπορεί να είναι ελαφρά συνεσταλμένο, υπερευαίσθητο, μοναχικό, ιδιόρρυθμο, μπορεί όμως σε πιο βαριές περιπτώσεις να είναι παράξενο, αλλόκοτο, περιθωριακό, παρανοϊκό, ακόμα και ψυχωσικό. Μεταξύ των σχιζοειδών μπορεί κανείς να βρει άτομα με δημιουργική ιδιοφυία, με εξαιρετικά ταλέντα, ακόμα και μεγαλοφυΐες.. Απέναντι στη θρησκεία οι σχιζοειδείς είναι κατά κανόνα σκεπτικιστές και είρωνες, απορρίπτουν έθιμα και παραδόσεις και καθετί τυπικό. Στα θέματα της πολιτικής μπορεί να είναι αδιάφοροι, αλλά μπορεί να είναι και επαναστατικοί, με αναρχικές ιδέες και ακραίες, ριζοσπαστικές τάσεις. Στην τέχνη προτιμούν τον αφηρημένο τρόπο έκφρασης και εξωτερικεύουν τα πολύπλοκα βιώματά τους με κρυπτοποιημένο τρόπο και συμβολικό. Μπορεί επίσης να είναι οξείς κριτικοί και σατιρικοί συγγραφείς. Σε τέτοιους προικισμένους ανθρώπους η μοναξιά και η ανεξαρτησία επιδρούν θετικά.
Το ποίημά του «Σπασμένο καράβι» είναι φανερό ότι το έγραψε έχοντας στο μυαλό του το όραμα ενός κόσμου, όπου ο μόνος ζωντανός άνθρωπος είναι αυτός μέσα σε ένα άψυχο φυσικό τοπίο. Πρόκειται για μια θαυμάσια εξωτερίκευση των ψυχικών εικόνων του ποιητή, για μια «φανταστική πραγματικότητα» ενός ακίνητου, νεκρού κόσμου που ο Σκαρίμπας την ονειρεύεται και τη μεταστοιχειώνει σε ποίηση. Ένα τέτοιο όραμα γοητεύει ιδιαίτερα τους σχιζοειδείς χαρακτήρες που επιθυμούν να ζουν μακριά από τους άλλους.
Ας επιχειρήσουμε τώρα μια ψυχανάλυση του συγκεκριμένου ποιήματος.
Σπασμένο καράβι να ‘μαι πέρα βαθιά
έτσι να ‘μαι
με δίχως κατάρτια με δίχως πανιά
να κοιμάμαι
Να ‘ν’ αφράτος ο τόπος κι η ακτή νεκρική
γύρω γύρω
με κουφάρι γειρτό και με πλώρη εκεί
που θα γείρω
Να ‘ν’ η θάλασσα άψυχη και τα ψάρια νεκρά
έτσι να ‘ναι
και τα βράχια κατάπληκτα και τ’ αστέρια μακριά
να κοιτάνε
Δίχως χτύπο οι ώρες και οι μέρες θλιβές
δίχως χάρη
κι έτσι κούφιο κι ακίνητο μες σε νύχτες βουβές
το φεγγάρι
Έτσι να ‘μαι καράβι γκρεμισμένο νεκρό
έτσι να ‘μαι
σ’ αμμουδιά πεθαμένη και κούφιο νερό
να κοιμάμαι.
Δύο είναι οι πόλοι ανάμεσα στους οποίους κινείται το ποίημα. Το Υποκείμενο, ο ποιητής δηλαδή, και το Τοπίο, ο εξωτερικός κόσμος.
Το Τοπίο, μια ερημική ακτή, είναι ρητά προσδιορισμένο. Το κύριο χαρακτηριστικό του είναι η παντελής απουσία ζωής. Είναι ένα τοπίο ακίνητο, άψυχο. Μια νεκρή φύση στην κυριολεξία. Τα στοιχεία που το αποτελούν στέκονται βουβά, υπάρχουν σε κατάσταση ουδετερότητας, δεν είναι εχθρικά, δεν είναι φιλικά, απλά υπάρχουν και περιβάλλουν το Υποκείμενο με τη σιωπηλή παρουσία τους. Είναι παράλληλα καθησυχαστικά. Επειδή η ζωή απουσιάζει, τα άψυχα αυτά φυσικά στοιχεία δεν περιέχουν κανένα κίνδυνο και καμιά ταραχή ή ενόχληση. Συντροφεύουν το Υποκείμενο, χωρίς να το ακουμπούν.
Μέσα σ’ αυτό το Τοπίο το Υποκείμενο είναι η μόνη ζωντανή παρουσία. Είναι αυτό και ο εαυτός του και όλα τα υπόλοιπα γύρω του είναι ένα σκηνικό, μια απαραίτητη σκηνοθεσία δηλαδή για να μπορέσει το Υποκείμενο να βιώσει την ύπαρξή του όσο γίνεται πιο ανώδυνα, σε μια αναπαράσταση του κόσμου με τους όρους που θέτει αυτό, δηλαδή ενός κόσμου υπαρκτού μεν αλλά χωρίς ζωή και χωρίς εξέλιξη.
Γιατί το δεύτερο ουσιαστικό γνώρισμα του Τοπίου είναι η απουσία του χρόνου. Οι ώρες περνούν, όχι όμως ο χρόνος ( ώρες δίχως χτύπο). Η κάθε στιγμή είναι ίδια με την προηγούμενη, η κάθε μέρα είναι η επανάληψη της προηγούμενης και η κάθε νύχτα αναπαράγει την ίδια νύχτα. Οι μέρες και οι νύχτες είναι εδώ άχρονες. Το Τοπίο βρίσκεται σταθερά στην ίδια χρονική θέση, υπάρχει σ’ ένα ατελείωτο παρόν που δεν περιέχει παρελθόν, δεν προοιωνίζεται το μέλλον. Η ύπαρξη είναι στο τώρα και το τώρα αυτό δεν έχει αρχή και τέλος.
Τα επί μέρους στοιχεία του Τοπίου: Ακτή νεκρική, αμμουδιά πεθαμένη, αφράτος τόπος, θάλασσα άψυχη, κούφιο νερό, νεκρά ψάρια, βράχια κατάπληκτα, κούφιο και ακίνητο φεγγάρι, αστέρια που κοιτάνε από μακριά.
Ο αφράτος τόπος δεν μπορεί να σημαίνει άλλο από τον αφρό των κυμάτων. Αυτή είναι η μόνη αναφορά σε κίνηση που γίνεται. Είναι όμως μια φυσική, αυτόματη κίνηση που δεν έχει σχέση με τη ζωή. Η θάλασσα πρέπει να είναι αφρισμένη και όχι γαλήνια, γιατί κάτι τέτοιο θα προκαλούσε ίσως μια συγκεκριμένη λυρική διάθεση στο Υποκείμενο, η οποία θα ήταν άσχετη με τη διάθεσή του. Παράλληλα η θάλασσα αυτή είναι μια άψυχη θάλασσα. Τα ψάρια είναι νεκρά (άφαντα) και το νερό κούφιο, σκέτο νερό, άδειο από ζωή.
Η ακτή είναι κι αυτή νεκρική, η αμμουδιά πεθαμένη, τα βράχια «κατάπληκτα» (απολιθωμένα, βουβά). Δεν υπάρχει ζωή στην ακτή, ούτε στην αμμουδιά, ούτε στα βράχια. Κανείς υπαινιγμός δεν γίνεται για ύπαρξη φυτών (ζωής). Το Τοπίο αποτελείται από τρία μόνο υλικά, νερό, άμμο και πέτρα. Είναι ένα Τοπίο λιτό και στέρεο και παράλληλα στείρο. Μοιάζει πολύ με μακέτα.
Στον ουρανό είναι καρφωμένο ένα παράξενο φεγγάρι. Κούφιο κι αυτό όπως το κούφιο νερό, αδειασμένο από ύπαρξη δηλαδή, και ακίνητο, άρα έξω από τους φυσικούς νόμους, ένα ψεύτικο φεγγάρι, μέρος της όλης σκηνοθεσίας. Μια μικρή απάτη για να νιώσει το Υποκείμενο ότι βρίσκεται στο γνωστό κόσμο – αλλά με τις αναγκαίες αφαιρέσεις του.
Ο χρόνος απουσιάζει, η ζωή απουσιάζει και τα στοιχεία της φύσης είναι μεν παρόντα αλλά νεκρά. Η ζωή, η έννοια της ύπαρξης (όχι η ύπαρξη καθεαυτή) έχει αφαιρεθεί από μέσα τους. Ωστόσο τα επίθετα «νεκρικός», «πεθαμένος», «άψυχος» δεν υπονοούν ακριβώς το θάνατο, υπονοούν την απουσία της ζωής.
Το Τοπίο λοιπόν είναι «νεκρό», αλλά η ζωή δεν είναι εντελώς απούσα. Βρίσκεται όμως πολύ μακριά, στα αστέρια που το Υποκείμενο τούς επιτρέπει να τον κοιτάζουν από έτη φωτός απόσταση. Η ζωή επομένως δεν απορρίπτεται, απλώς απομακρύνεται. Το Υποκείμενο τη θέλει μακριά του, να υπάρχει μεν, αλλά να είναι σε τόσο μεγάλη απόσταση, ώστε να μην τον αγγίζει. Το Υποκείμενο οριοθετεί μια (τεράστια) ζώνη ασφαλείας γύρω του.
Μέρες θλιβές, δίχως χάρη. Νύχτες βουβές. Ο ανακυκλούμενος χρόνος δίνει σε καρμπόν μέρες άχαρες και θλιβές. Δεν είναι μαύρες, βουτηγμένες στην απόγνωση και την απελπισία, είναι μάλλον επίπεδες, δεν έχουν καμιά χάρη. Έχουν όμως μια ήσυχη μελαγχολία, αντίστοιχη του Τοπίου. Το ίδιο και οι νύχτες που περνούν βουβές και αθόρυβες μέσα στην απόλυτη ησυχία του τίποτα.
Μέσα σ’ αυτό το παράδοξο, ονειρικό Τοπίο τοποθετεί το Υποκείμενο τον εατό του.
«Να’ μαι»: εδώ θα ήθελα να είμαι, έτσι θα ήθελα να είμαι. Όλες οι προτάσεις στο ποίημα, εκτός από μία, βρίσκονται στην Υποτακτική και υπονοούν το ρήμα «θα ήθελα». Θα ήθελα να είμαι (σαν) σπασμένο καράβι, γκρεμισμένο, νεκρό, χωρίς πανιά, χωρίς κατάρτια και να κοιμάμαι πέρα στα βαθιά νερά. Θα ήθελα γύρω μου να είναι αφρισμένη η θάλασσα και άδεια. Θα ήθελα να είναι η ακτή άψυχη και το φεγγάρι ακίνητο. Θα ήθελα ο χρόνος να μην υπάρχει και τα μερόνυχτα να περνούν χωρίς να αφήνουν ίχνη. Θα ήθελα η ζωή να σταθεί τόσο μακριά μου, όσο μακριά είναι τα αστέρια από τη Γη.
Νεκρό καράβι που κοιμάται. Δεν είναι στ’ αλήθεια νεκρό, μοιάζει να είναι έτσι, όμως μόνο κοιμάται. Το Υποκείμενο θέλει να υπάρχει πέρα και μακριά από τους άλλους, έξω από τον αγώνα της ζωής, εκτός παιχνιδιού, σε μια ηθελημένη ερημία, σαν ένα γκρεμισμένο, νεκρό καράβι, παροπλισμένο. Να μη νοιάζεται, να μην ενδιαφέρεται για τίποτα. Να είναι μια ύπαρξη αφημένη, παρατημένη, παραδομένη στο βύθος της απραξίας, σε μια ατέλειωτη αδράνεια. Αδιάφορη για την τρέχουσα ζωή που κάπου αλλού, σε μιαν άλλη διάσταση συνεχίζει να εξελίσσεται με το γνωστό ενοχλητικό της θόρυβο. Ένας τέτοιος κόσμος χωρίς ζωή δεν κουράζει, δεν βαραίνει, είναι ένας κόσμος νεκρός.
Το Υποκείμενο είναι ήδη «νεκρό» από καιρό. Τώρα θέλει να γείρει και να κοιμηθεί μέσα σε μια φύση ακίνητη, από όπου έχει αφαιρεθεί κάθε ίχνος άλλης ζωής. Το ίδιο όμως το Υποκείμενο θα υπάρχει. Θα υπάρχει σε κατάσταση κενού, αδράνειας. Θα βιώνει την ύπαρξη με τον πιο απλό τρόπο.
Αυτή η στατική, έξω από το χρόνο εικόνα, αυτό το μυστικό όραμα. είναι που ξεκουράζει τον ποιητή.