Ήταν 14 Σεπτεμβρίου 2001 όταν ο Ελληνισμός
έχασε μία από τις σημαντικότερες λαϊκές φωνές του 20ού αιώνα. Ο Στέλιος
Καζαντζίδης θα περνούσε στην αιωνιότητα έπειτα από έναν πολύμηνο άνισο αγώνα με τον καρκίνο.
Από το 1953 και μετά που μπήκε ενεργά στη δισκογραφία έως και τον
θάνατό του ο Στέλιος Καζαντζίδης έδωσε στο κοινό του εκατοντάδες
επιτυχίες στη δισκογραφία.
Στα κέντρα δούλεψε πολύ λίγο. «Δεν μου πήγαινε η νύχτα» θα πει σε όλες σχεδόν τις συνεντεύξεις που έδωσε. Έφυγε από τα νυχτερινά κέντρα το 1964, πάνω στις μεγάλες του δόξες, όταν ένα μπουκάλι παραλίγο να του στερήσει τη ζωή.
Έκτοτε δεν ξανατραγούδησε ποτέ μπροστά σε κοινό. Από τη ζωή του Στέλιου
πέρασαν αρκετές γυναίκες που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην καριέρα του:
Καίτη Γκρέυ, Σεβάς Χανούμ, Μαρινέλλα, Βίκυ Μοσχολιού, Κορίνα, Βάσω. Όλες
με τον τρόπο τους ήταν ένα κομμάτι από τη ζωή του μεγάλου Έλληνα
τραγουδιστή.
Αν και έχουν περάσει τόσα χρόνια, ο μύθος του Στέλιου
μένει αναλλοίωτος και κάθε φορά νέα περιστατικά έρχονται στο φως από
την πολυτάραχη ζωή του.
Σήμερα η «Espresso», τιμώντας τα 20 χρόνια
από τον θάνατό του, συνομίλησε με μερικούς από τους ανθρώπους που
έζησαν και συνεργάστηκαν μαζί του και θυμούνται άγνωστα περιστατικά από
την πορεία τους μαζί του!
Bάσω Καζαντζίδη
«Κάθε τέτοια
ημερομηνία, 14 του Σεπτέμβρη, νιώθω τα ίδια ακριβώς συναισθήματα που
ένιωθα και τότε που πέθανε ο σύζυγός μου. Ένας κόμπος στον λαιμό, μια
πίκρα, αλλά και πολλές αναμνήσεις. Η απώλεια του Στέλιου δεν
επουλώνεται. Είναι μια πληγή αγιάτρευτη. Δεν σας κρύβω ότι μου λείπει
πάρα πολύ. Όταν “έφυγε”, ήταν για μένα η χειρότερη μέρα της ζωής μου. Ωστόσο, πιστεύω πως ο χρόνος είναι ο μόνος γιατρός.
Η
σφαγή στο ΑΕΤΟ (Α΄ τάγμα σκαπανέων)
της Μακρονήσου, είχε 350
νεκρούς, σύμφωνα με την
ομολογία του καπετάνιου της υδροφόρας
Βρονταμίτη, ο οποίος
μετέφερε τους σκοτωμένους στο ακατοίκητο
νησί Άγιος Γεώργιος, όπου τους παρελάμβανε
πολεμικό σκάφος και, αφού τους τοποθετούσαν
σε συρμάτινους σάκους, τους βυθίζανε
στα βαθια νερά του πελάγους.
Γιώργος Φαρσακίδης "Στ'
αρματαγωγό. Από το Μακρονήσι για τον
Αϊ-Στράτη". Από σχέδιο του 1950.
Η
μαρτυρία του Μίμη Βρονταμίτη
«…Έζησα
όλα τα δραματικά γεγονότα της Μακρονήσου
το 1948. Ο στρατός μας με είχε επιταγμένο
με το καΐκι μου «Αγιος Νικόλαος», επί
μισθώ, οκτώ χιλιάδες δραχμές το μήνα.
Κουβαλούσα από το Λαύριο πέρα στη
Μακρόνησο φαντάρους, πολιτικούς
υπόδικους, νερό σε βαρέλια και άλλα. Στο
φοβερό τουφεκίδι του Μάρτη 1948 ο
Σκαλούμπακας μου κόλλησε το πιστόλι
στο κεφάλι και με απειλές με διέταξε να
κουβαλάω σκοτωμένους φαντάρους πέρα
μακριά στον Κάβο Ντόρο, στο ξερόνησο
Σαν Τζιόρτζιο.
Στο
Γ’ Τάγμα φόρτωνα τους νεκρούς φαντάρους,
που τους εξέταζε ο γιατρός Μαλάμης, κι
έγραφε στο πιστοποιητικό θανάτου, τη
λέξη «νεκρός». Ήτανε δίπλα στο γιατρό
Μαλάμη κι άλλοι δύο γιατροί. Τους
σκοτωμένους φαντάρους τους τακτοποιούσανε
στριμωχτά στο αμπάρι οι Αλφαμίτες Χούμης
και Δήμητρας Λαγός. Σ’ ένα μόνο δρομολόγιο
φορτώσαμε 185 νεκρούς φαντάρους. Λέω στον
Σκαλούμπακα: «Το καΐκι δε σηκώνει τόσο
πράμα, είναι πολύ το πράμα, θα μπατάρει
το καΐκι». Αυτός κουβέντα δεν έπαιρνε,
με το πιστόλι με διέταξε. Τι να ‘κανα;
Το πιστόλι σε παγώνει…
Ανοιγόμασταν
τη νύχτα στον Κάβο Ντόρο. Εκεί στο Σαν
Τζιόρτζιο περίμενε καράβι πολεμικό. Οι
ναύτες παίρνανε τους σκοτωμένους
φαντάρους και τους χώνανε μέσα σε
συρμάτινα δίχτυα με βαρίδια και τους
φουντάρανε στο βυθό της θάλασσας. Αυτό
ξανάγινε. Οι νεκροί όλοι – όλοι ήταν
350 κοντά, τους μέτραγα έναν – έναν και
ήταν 350 φαντάροι νεκροί. Αυτή ήταν η πιο
τραγική περιπέτεια που έζησα στη ζωή
μου…»
Θυμώσανε τα ποτάμια της Β. Ελλάδας. Κάμποι και πολιτείες γενήκανε θάλασσα. Φωνάζουν οι ναυαγοί:
― Βοήθεια!
Το κράτος ακούει, αλλά γυρίζει
από τ’ άλλο πλευρό. Ασχολείται με τα υψηλά και μεγάλα. Έλληνες φωνάζουν.
Δεν είναι ξένοι να διατάζουν!… Και τα νερά, τι να κάνουν; Αποσύρονται
μοναχά τους!
Φωνάζουν, λοιπόν, οι Έλληνες. Αλλά φωνάζουν κ’ οι μη Έλληνες; Οι εξόριστοι τ’ Αη Στράτη; Ναυαγοί κι αυτοί! Με ποιο δικαίωμα!
― Βοήθεια! Πνιγήκαμε.
Και βέβαια πνιγήκανε. Υπάρχει ο
κατακλυσμός του Νώε. Που βαστάει σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες. Τα
χώματα γίνοντα πηλός, τα μαύρα καλντερίμια γλύστρες. Τα δέντρα
σαπίζουνε. Τα σπίτια λιώνουνε! Και το ξεροπόταμο, που αρχίζει από το
Μετόχι και κατηφοράει κατά τη θάλασσα, γίνεται Ρίο Γκράντε και παρασύρει
και τα ριζιμιά λιθάρια. Που ν’ ανθέξουνε τα χάρτινα τσαντήρια, όπου
τους στεγάζει ο «δυτικός» ανθρωπισμός του «πατρικού» μας κράτους!
Όποιος δε γνώρισε τη βροχή του
Αη Στράτη δεν ξέρει τι θα πει θάνατος. Όλα κι όλοι μουσκεύουνε. Οι γεροί
αρρωσταίνουν, οι άρρωστοι πεθαίνουν. Το πέλαγο λυσσομανά. Βαπόρι και
πλεούμενο δε ζυγώνει. Σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες. Μόνον η Κιβωτός
του Νώε θα μπορούσε ν’ αντιμετωπίσει αυτήν την οργή του Θεού! «Και
εγένετο κατακλυσμός τεσσαράκοντα ημέρας και τεσσαράκοντα νύκτας επί της
γης και επήρε την Κιβωτόν και υψώθη από της γης… Και απέθανε πάσα σαρξ
κινούμενη… και πας άνθρωπος…»…
Πώς ν’ ανθέξουνε σ’ αυτόν τον κατακλυσμό τα χάρτινα τσαντήρια των εξορίστων;
Δεν είναι σήμερα. Δεν είναι
χτες. Χρόνια πολλά, εικοσιπέντε χρόνια, χρησιμοποιείται το ξερόνησο για
τόπος «περισυλλογής» των πολιτικών αντιπάλων του κράτους. Και κάθε χρόνο
με την ίδια μαθηματικήν ακρίβεια, τέτιον καιρό, πνίγονται με τον ίδιο
τρόπο οι ίδιοι ά ν θ ρ ω π ο ι ― παρντόν δια την φράσιν! Και το Κράτος
ανακουφίζεται. Η Φύσις έρχεται προς βοήθειάν του!
Εκτελεί αυτή ό,τι επιθυμεί το Κράτος: αραιώνει το μπουλούκι των… αμαρτωλών!
Ο κατακλυσμός του Νώε έγινε το
καλοκαίρι και μόνο μια φορά. Ο κατακλυσμός του Αη Στράτη γίνεται χειμώνα
και κάθε χρόνο. Άρα τους ναυαγούς δεν τους πολεμάει μονάχα το νερό παρά
κι ο χιονιάς. Κάθε χρόνο! Όλοι τους είναι άρρωστοι και τριάντα του
θανατά. Και κάθε χρόνο ζητάνε «βοήθεια»! Να τους στείλει το Κράτος
τρόφιμα, ρούχα, φάρμακα και να τους επιτρέπει να καταφύγουνε σε σπίτια
του χωριού. Και κάθε χρόνο το Κράτος «μελετά»!… Και ξέρετε τι ’ναι τα
σπίτια; Κόσκινα. Η βροχή μπαίνει, αλλ’ επιτέλους δεν πνίγει. Ο χιονιάς
μπαίνει, αλλ’ όχι ολάκερος…
Τέτια ζητήματα δεν «χρήζουν μελέτης». Ολίγη ανθρωπιά και ντροπή χρειάζεται.
Όταν δημοσιευόταν το
χρονογράφημα του Κώστα Βάρναλη ο Γιώργος Φαρσακίδης βρισκόταν για
δεύτερη φορά εξόριστος στον Αη Στράτη. Δεν ήταν λίγες οι φορές που μαζί
με τους συνεξόριστους συντρόφους του ήρθαν αντιμέτωποι με τη μανία της
φύσης, που λες και συμμαχούσε με το «Κράτος» στην επιχείρηση
«συμμόρφωσης» και «σωφρονισμού» των «εχθρών» της πατρίδας.
Υπήρχαν και φορές, όμως, που οι εξόριστοι στέκονταν πιο «τυχεροί», όπως περιγράφει ο Γιώργος Φαρσακίδης.
Ο χειμώνας δε χωρατεύει στον Αη Στράτη
Ο χειμώνας δε χωρατεύει στον Αη
Στράτη. Το νησί καταμεσίς του πελάγου δέρνεται απ’ όλους τους αέρηδες.
Το μπουγάζι από τη Μαύρη Θάλασσα φέρνει το χιονιά, μουδιάζει τη ζωή στο
νησί. Με τις μεγάλες κακοκαιρίες θεόρατα κύματα σπάνε μουγκρίζοντας,
σκεπάζουν τ’ απότομα βράχια με άχνη υδάτινη κι ο αχός τους, μούγκρισμα
θεριών, αντιλαλεί καμιά φορά για μερόνυχτα, ως πέρα στις ρεματιές του
στρατοπέδου.
Όσα μέτρα κι αν πάρεις, το πανί,
το περιτοίχισμα, το μαγκαλάκι, ελάχιστα προστατεύουν από το κρύο. Τις
νύχτες με παγωνιά, στριφογυρίζεις μες στα στρωσίδια, να βολευτείς να μη
σε βρίσκουν οι στάλες του χιονόνερου, οι παγωμένες ριπές του αέρα.
Κι αλίμονο τέτοια νύχτα αν δεν
αντέξουνε, το σαπισμένο καραβόπανο, ο «ορθοστάτης» τ’ αντίσκηνου, αν
έχουν μποσκάρει οι πάσσαλοι. Αλίμονο σ’ όποιους άγρια μεσάνυχτα βρεθούν
με γκρεμισμένη σκηνή, κάτω απ’ το χειμωνιάτικο ουρανό.
Λίγο πριν τη δικτατορία της Χούντας, είχαμε στρώσει κουβέντα με φίλους για το «πώς νιώθεις την ευτυχία»!
Και θυμάμαι πως κάπως παράδοξα
τους φάνηκαν τα λόγια μου. Χτες νύχτα, τους είχα πει, με μισοξύπνησε η
βροχή κι είχα απλώσει το χέρι, να δω αν στάζει κι αν μούσκεψαν οι
κουβέρτες. Μην το πάει για πλημμύρα, ήταν το πρώτο που πέρασε απ’ το νου
μου. Να τρέξουμε να γλιτώσουμε ρούχα και σκηνικά, μην παρασύρει και
πάλι ο χείμαρρος τ’ αντίσκηνα του Θεάτρου.
Κι όταν κατάλαβα τελικά πως
βρίσκομαι κάτω από στέγη, πως μπορούσα να ξανατυλιχτώ στη ζεστασιά της
κουβέρτας ως το πρωί, σκέφτηκα τότε πως η ζωή είναι, μα παραείναι ωραία!
Απόσπασμα από το βιβλίο του Λουίς Σεπούλβεδα «Η ιστορία του γάτου που έμαθε σ' ένα γλάρο να πετάει».
Ο Ζορμπάς έφτασε μ' ένα σάλτο στο προστατευτικό κιγκλίδωμα του
καμπαναριού. Από κάτω, τ' αυτοκίνητα έμοιαζαν σαν έντομα με μάτια
αστραφτερά.
Ο άνθρωπος κρατούσε το γλάρο στην αγκαλιά του.
Όχι! φοβάμαι! Ζορμπά! Ζορμπά!" έκρωζε η Καλότυχη, τσιμπώντας τα χέρια του ανθρώπου.
"Περίμενε" νιαούρισε ο Ζορμπάς. "Ασ' την πάνω στο κάγκελο"."Δεν είχα στο νου μου να την πετάξω" είπε ο άνθρωπος.
"Θα πετάξεις," Καλότυχη" νιαούρισε ο Ζορμπάς.
"Πάρε μια βαθιά εισπνοή. Μύρισε τη βροχή. Η βροχή είναι νερό. Στη ζωή
σου θα συναντήσεις πολλούς λόγους για να είσαι ευτυχισμένη - ένας από
αυτούς λέγεται νερό, ένας άλλος, άνεμος, κι ένας άλλος, ήλιος, κι αυτός ο
ήλιος εμφανίζεται πάντα σαν αντιστάθμισμα μετά τη βροχή. Μύρισε τη
βροχή. Άνοιξε τα φτερά".
Η γλαροπούλα άπλωσε τις φτερούγες της. Οι προβολείς την έλουζαν στο
φως, κι η βροχή τής έλουζε με πέρλες τα φτερά. Ο άνθρωπος κι ο γάτος την
είδαν να υψώνει το κεφάλι με τα μάτια κλειστά.
"Η βροχή! Το νερό!" έκρωξε. "Μ' αρέσει!"
"Τώρα θα πετάξεις" νιαούρισε ο Ζορμπάς.
"Σ' αγαπώ. Είσαι ένας θαυμάσιος γάτος" έκρωξε η Καλότυχη, πλησιάζοντας την άκρη του κάγκελου.
"Τώρα θα πετάξεις" νιαούρισε ο Ζορμπάς. "Όλος ο ουρανός θα'ναι δικός σου".
"Δε θα σε ξεχάσω ποτέ....
"Πέτα!"νιαούρισε ο Ζορμπάς
"Πετάω, Ζορμπά! Μπορώ και πετάω!" έκρωξε τρισευτυχισμένη από την απεραντοσύνη του γκρίζου ουρανού.
Ο άνθρωπος χάιδεψε το σβέρκο του γάτου.
"Εντάξει, γάτε. Τα καταφέραμε" είπε αναστενάζοντας.
"Ναι" νιαούρισε ο Ζορμπάς. " Στο χείλος του γκρεμού κατάλαβα το πιο σημαντικό".
"Α, ναι; Και τί είναι πιο σημαντικό;" ρώτησε ο άνθρωπος.
"Πετάει μόνο αυτός που τολμάει να πετάξει" νιαούρισε ο Ζορμπάς.
Όταν ήρθαν εδώ οι πρόσφυγες το ’22, διωγμένοι, ταλαιπωρημένοι,
κυνηγημένοι, η AEK δεν υπήρχε, υπήρχε όμως στις αναμνήσεις των πατεράδων
μας η «Πέρα Kλουμπ». Πολλά παιδιά από εδώ έπαιζαν στην «Πέρα Kλουμπ».
Mετά το διωγμό οι παίκτες σκορπίσανε, άλλοι πήγαν στην Kαβάλα, στη
Θεσσαλονίκη, στην Aθήνα, αλλά οι περισσότεροι ήταν στη Φιλαδέλφεια. Eκεί
παίζανε μόνοι τους και σιγά σιγά άρχισαν να μαζεύονται οι παίκτες της
παλιάς ομάδας. H Nέα Φιλαδέλφεια τότε ήταν παράγκες και χωράφια, οι
παίκτες λοιπόν που έπαιζαν στην «Πέρα Kλουμπ» και άλλα σωματεία της
Πόλης είχαν μετατρέψει ένα χωράφι σε γήπεδο. Ήταν η μόνη τους χαρά,
μέχρι που κάποιος τούς είπε ότι η Πολιτεία ―επειδή η Φιλαδέλφεια
χτιζόταν― θα τους έπαιρνε το γήπεδο. Eκείνη τη νύχτα που το έμαθαν
βγήκαν έξω, ο καθένας με ό,τι είχε, ένα τραπέζι, καρέκλες, κρεβάτια και
περιφράξανε το χώρο. Tην επόμενη ημέρα, οι άνθρωποι του υπουργείου,
αντιμετωπίζοντας μια τέτοια εικόνα, παραχώρησαν την έκταση ως χώρο
άθλησης των προσφύγων. Σιγά σιγά, περιέφραξαν με συρματόπλεγμα το χώρο
και έγινε το γήπεδο της AEK. Aυτό που γκρεμίσανε και μας έστειλαν πάλι
στην προσφυγιά. Aλλά πάντα έτσι ήταν, ποτέ δεν τους άρεσε η AEK. Θυμάμαι
τον πατέρα μου να μου διηγείται το πρώτο παιχνίδι της ομάδας στην
Eλλάδα. Mε τον Oλυμπιακό ήταν στο Φάληρο. H AEK έχανε δύο μηδέν. Aλλάζει
το παιχνίδι και η AEK κερδίζει τελικά με 3-2. Aπό τότε δεν χωνεύουν την
ομάδα γιατί ήρθαν στην Eλλάδα με ένα μπογαλάκι και έκαναν προκοπή εδώ
και στεριώσανε και τώρα μας γκρεμίσανε και το γήπεδο, κατάλαβες! Όπως
δεν χώνευαν και τους πρόσφυγες. Όταν έχασε ο Bενιζέλος, οι γείτονές μας
του Λαϊκού Kόμματος, πήραν μπιτόνια με βενζίνα για να έρθουν να κάψουν
το χωριό. Γιατί; Tι κακό τους κάναμε; Όταν ήρθαν οι πρόσφυγες έμαθαν
στους ντόπιους πολλά πράγματα, από το πώς να ψαρεύουν, πώς να
μαγειρεύουν μέχρι το πού κοιμούνται οι άνθρωποι και τι είναι μπανιέρες
και τουαλέτες. Kαι μέχρι σήμερα μας φωνάζουν Tούρκους και Tουρκόσπορους.
Γιατί; Aυτοί είναι πιο Έλληνες από εμάς;
(από το ένθετο «K» της εφημερίδας H Kαθημερινή, 5
Δεκεμβρίου 2004)
Απόσπασμα από το βι9βλίο του.Λουίς Σεπούλβεδα "Η Τρέλα του Πινοσέτ".
"Απ'όλους όσοι μας λείπουν, μένουν κάτι λίγες φωτογραφίες, φέτες ζωής
που καταψύχονται τη στιγμή του «κλικ», ενώ η ζωή συνεχίζεται, η ίδια
ζωή που μας μάζευε όλους στον κήπο του σπιτιού, δίπλα στην ψησταριά, με
την αυλόπορτα ανοιγμένη διάπλατα· σ' ένα πάρκο με το παιδί καθισμένο στα
πόδια μας, το ίδιο αυτό το παιδί που ψάχνει σήμερα· σε μια συγκέντρωση
αναγκαία όσο η χαρά, και μαζί με άλλους που επίσης μας λείπουν. Είναι
επικίνδυνες αυτές οι φωτογραφίες, ανατρεπτικές όπως καθετί ανησυχητικό,
διαπεραστικές όπως η δίψα για ζωή, βλάσφημες όπως κάθε πίστη σε
οτιδήποτε· κυρίως, όμως, είναι φωτογραφίες ανδρών και γυναικών που
κρατούν αποφασιστικά τη μοίρα τους στα χέρια τους, περήφανα ένοχοι για
τα νιάτα τους και για τη λαχτάρα τους για δικαιοσύνη.
Αυτοί που μας λείπουν, συνήθιζαν να μαζεύονται για να παίξουν μία
παρτίδα τρούκο και γελούσαν τρανταχτά, χωρίς σεμνοτυφίες, την ίδια ώρα
που κάποιοι άλλοι προπαγάνδιζαν τα καλά της σιωπής. Καμιά φορά, σε
κάποια αυλή, έτρεχαν πίσω από ένα τόπι, τάχα σπουδαίοι μπαλαδόροι, κι
όταν έβαζαν γκολ το υπέγραφαν φωνάζοντας τ' όνομά τους, την ίδια ώρα που
κάποιοι άλλοι είχαν αποφασίσει πως δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο απ' το να
ζεις στην ανωνυμία. Αυτοί που μας λείπουν, μαγείρευαν τα
σαββατοκύριακα, οδηγούσαν λεωφορείο, σπούδαζαν κοινωνιολογία, νομικά ή
γεωπονία, έγραφαν μυθιστορήματα, ήταν ηθοποιοί, ποιητές, ή πυγμάχοι,
ήταν γιατροί σε κάτι άθλιες κλινικές, μάθαιναν ένα ένα τα πάρκα της
πόλης, μέσα στα οποία αντάλλασσαν ρούχα, δίσκους, βιβλία και
εμπιστοσύνη. Τα δειλινά της Κυριακής αυτοί που μας λείπουν, έλεγαν: «Τι
λέτε; Πίνουμε κάνα μάτε;», και τότε, με την οικογενειακή κούπα που
μοσχοβολούσε το καλύτερο χόρτο («αυτό με τα κοτσανάκια» έλεγαν αυτοί που
λείπουν), κοιτάζονταν στα μάτια με τρυφερή περηφάνια, με βίαιη στοργή,
με πάθος οπλισμένο με μέλλον, γιατί αυτοί που μας λείπουν ήταν
αγωνιστές.
Κι αν μας λείπουν, δεν είναι επειδή έτσι το θέλησε η τύχη ή τα
καμώματα ενός θιγμένου θεού. Μας λείπουν γιατί τόλμησαν να προτείνουν
μια ζωή καλύτερη απ' την αγελαία. Μας λείπουν γιατί είπαν πως ψωμί θα
υπάρχει για όλους ή για κανέναν. Μας λείπουν γιατί άναψαν ένα φως μες
στο σκοτάδι -έντονο ή χλωμό, δεν έχει σημασία γιατί η λάμψη του μας
οδηγεί. Μας λείπουν γιατί στο μισοσκότεινο δωμάτιο ζύγωσαν το κρεβάτι
του παιδιού, το χάιδεψαν, άφησαν στο μέτωπό του το αστεράκι του ήσυχου
ύπνου, κι όταν βγήκαν από κει πέρασαν στη δράση, το έκαναν ξέροντας πόσο
πολλά είχαν να χάσουν, και το έκαναν με την αποφασιστικότητα αυτού που
ξέρει ότι έχει δίκιο.
Όταν τους έπιασαν, όταν άρχισαν να μας λείπουν, οι μάρτυρες που δεν
είχαν δει τίποτα, ψιθύρισαν: «Κάτι θα 'χουν κάνει για να τους πιάσουν
έτσι», κι είχαν δίκιο, γιατί δεν έκαναν απλώς κάτι αλλά πολλά:
ονειρεύτηκαν πως μπορεί να ζήσει κανείς ο όρθιος, ονειρεύτηκαν πως η
μοίρα του ανθρώπου δεν μπορεί να είναι πάντα κάτεργο, ονειρεύτηκαν πως
μπορεί να γίνουν ευτυχισμένοι όλοι οι άνθρωποι, ονειρεύτηκαν να
θεσπίσουν έναν δίκαιο νόμο, μπροστά στον οποίο είμαστε όλοι ίσοι. Και
τόλμησαν να θελήσουν να πραγματώσουν τα όνειρά τους, γιατί αυτοί που
μας λείπουν, χωρίς τυμπανοκρουσίες ή ματαιοδοξίες, άγγιξαν την υπέρτατη
διάσταση στην οποία μπορεί να φτάσει ένας άνθρωπος, και γι'αυτό ακριβώς
μας λείπουν: γιατί ήταν επαναστάτες.
Ανδρώθηκαν τη χειρότερη εποχή κι έκαναν ό,τι μπορούσαν για να την
κάνουν να είναι η καλύτερη. Ανακάλυψαν ότι η Ιστορία ήταν μία απάτη, κι
έγιναν σοφοί για να την ξαναγράψουν με την καλλιγραφία της αξιοπρέπειας.
Ηταν προορισμένοι να θριαμβεύσουν, και προτίμησαν να είναι μοναχικοί.
Πέταξαν από πάνω τους το πετσί της πατρίδας κι έγιναν μέλη της μεγάλης
ανθρώπινης οικογένειας.
Αυτοί που μας λείπουν, δεν έχουν αγάλματα στα πάρκα, αλλά ζουν
ακέραιοι στη μνήμη μας. Είχαν μακριά μαλλιά, φορούσαν παντελόνια
«καμπάνα», γερά παπούτσια για μεγάλες πορείες και μάλλινα πουλόβερ για
τις νύχτες δράσης και προπαγάνδας, κάπνιζαν βαριά τσιγάρα, έπιναν
κόκκινο κρασί, τραγουδούσαν τραγούδια του Λέο Δαν και των Ιρακούντος, οι
άνδρες αγαπούσαν -δίκην κοινού μυστικού- την Τζάνις Τζόπλιν και οι
γυναίκες ανακήρυσσαν τον Σάντρο ως το πιο αρσενικό των αρσενικών. Κάπου
κάπου κάπνιζαν κανένα πουράκι, κάπου κάπου τους καιγόταν το ψητό.
Μιλούσαν για τα πάντα για να ανακαλύψουν ξανά την αξία των λέξεων, κι
όταν άρχισαν να μας λείπουν, η σιωπή τους μπροστά στους δήμιους ήταν τα
λόγια τους που μας κληροδότησαν.
Από αυτούς τους ανθρώπους μας έχουν μείνει κάποιες φωτογραφίες που
δεν θέλουν να είναι αντικείμενα μας θρηνωδίας. Αυτό που θέλουν, είναι
να τις πάει κανείς στην αυλή του σπιτιού, κι εκεί, τη στιγμή που κάποιος
ή κάποια πει: «Τι λέτε; Πίνουμε κάνα μάτε;» και τα βλέμματα αρχίσουν να
ψάχνονται μέσα στη γλυκιά και σιωπηρή συνεννόηση των δικαίων, εκείνες
κι εκείνοι, αυτοί που τόσο μας λείπουν, θα βγουν απ'την εικόνα τους και
θα υψωθούν στην υπέρτερη των συνωμοσιών, στη θεμελιώδη συνομωσία κατά
του ψεύδους που επιχειρεί να διαγράψει το παρελθόν με χρηματισμούς.
Ας μάθουμε να ζούμε μ' αυτούς που μας λείπουν, επειδή αποτελούν
κομμάτι μας, επειδή ξέρουμε γιατί μας λείπουν , κι επειδή την απουσία
τους την αναπληρώνουμε με καμάρι".
Χρόνης
Μίσσιος: “Παρέες, ρε, μπορείς να κάνεις παρέες; Φιλία. Έρωτα! Κάντε
έρωτα, αγαπηθείτε κάντε τις παρέες σας, σκεφτείτε, αναπτύξτε την κριτική
σας σκέψη.”
Πιστεύω πως το πρόβλημα της ελευθερίας του ανθρώπου ξεκινάει από το σώμα του. Άμα δεν έχεις το δικαίωμα να χρησιμοποιήσεις το σώμα σου όπως σου γουστάρει, τότε μπορεί να αρνείσαι ένα ανελεύθερο σύστημα, αλλά ταυτόχρονα να αναπαραγάγεις ένα νέο σύστημα καταπίεσης.
Και η ευτυχία του ανθρώπου δε μπορεί να νοηθεί διαφορετικά, παρά
μονάχα μες από την ελευθερία του σώματός του, μες από την ελευθερία της
συμπεριφοράς του.
Νομίζω πως το πιο κρίσιμο πρόβλημα, για την εποχή μας τουλάχιστον,
σχετικά με την ευτυχία του ανθρώπου είναι το πρόβλημα της ελευθερίας
του, η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του, χωρίς εξαρτήσεις, όρους
ή περιορισμούς. Η απελευθέρωσή του από κάθε μορφή εξουσίας, ιεραρχίας
και αυθεντίας.
Οι άνθρωποι δε θα δουλεύουν από ανάγκη για να ζήσουν, αλλά από την ανάγκη της χαράς, της δημιουργίας. Ο καθένας στο παιχνίδι του, στο άθλημά του.
Το νόημα του συστήματος
Είναι πάρα πολύ εύκολο να φτιάξεις μια ιδεολογία ή μια θεωρία για την
κοινωνία και να καλέσεις τους ανθρώπους να την εφαρμόσουν. Είναι
όμως τρομερά δύσκολο, ως ανυπέρβλητο, να ξεπεράσεις το εμπόδιο του
εαυτού σου και της κουλτούρας που σου πότισαν από τα γεννοφάσκια σου και τα δεσμά που έχει δέσει γύρω σου το σύστημα.