Όσοι μπορούν να αισθάνονται υπερήφανοι
μόνο για ό,τι έχουν καταφέρει, μου φαίνεται —εμένα, στην ταπεινότητά
μου— πως έχουν μείνει στα μισά του δρόμου.
Είναι μια θέση πολύ δημοφιλής και
πολυδιαφημισμένη. Μια ελιτίστικη άποψη περί ζωής, που δημιουργεί την
προκατάληψη ότι μεγάλη αυτοεκτίμηση μπορεί να έχει μόνο αυτός που έχει
κερδίσει πάνω από ένα εκατομμύριο ευρώ, αυτός που έχει εκλεγεί σε μια
θέση ή ένα δημόσιο αξίωμα με μεγάλο κύρος, αυτός που αναγνωρίζεται από
εξέχοντα πρόσωπα ή συμμετέχει γενικά σε καταστάσεις αυτού του τύπου. Δεν
είναι όμως έτσι.
»Το αν θα έχεις πετύχει ή όχι στη ζωή, είναι κάτι που θα κριθεί κατά την έξοδό σου απ’ αυτήν.
Στο τέλος κρίνεται το αποτέλεσμα — σύμφωνα και με την ετυμολογία. Όχι
λοιπόν κατά τη διαδρομή, αλλά στο τέλος. Όσο βρίσκεσαι καθ’ οδόν όλα
είναι πιθανά, και γι’ αυτό δεν μπορεί να γίνει ορθή αξιολόγηση κάποιου
ενόσω ζει, ούτε και μπορούμε να βασιστούμε στις προκαταλήψεις περί
επιτυχίας.
»Επιτυχία, όπως μου έμαθε κάποτε ένας
Άγγλος φιλόσοφος, είναι να πεθαίνει κανείς στο μέρος του κόσμου που
επιλέγει, περιστοιχισμένος από τους ανθρώπους που θα ήθελε να βρίσκονται
εκεί εκείνη τη στιγμή. Αυτό και τίποτα παραπάνω.
»Αν κάποιος πιστεύει ότι για να είναι
επιτυχημένος οφείλει να ανέβει σ’ ένα συγκεκριμένο επίπεδο, να μαζέψει
ένα ορισμένο ποσό χρημάτων, να συνδεθεί με το τάδε πρόσωπο, να κάνει
τόσα παιδιά και να ζήσει στο άλφα ή το βήτα μέρος, τότε, πολύ απλά,
κάνει μια λάθος σκέψη.»
«Και, ασφαλώς, επικίνδυνη.»
«Πράγματι. Αν η δυνατότητα να αισθάνεται
κάποιος υπερήφανος για τον εαυτό του είχε να κάνει αποκλειστικά με την
επιτυχία, τότε η αυτοεκτίμηση θα ήταν, απλώς, αποκύημα της φαντασίας
του, σκέτη ματαιοδοξία. Γιατί είναι βέβαιο πως οι επιτυχίες χρησιμεύουν
μόνο στην ικανοποίηση της ματαιοδοξίας, και το μόνο που μπορεί κανείς ν’
αποκτήσει έτσι είναι ματαιοδοξία.
Στο σημείο αυτό υπάρχουν δύο πράγματα που θα ’θελα να κρατήσουμε. Το
πρώτο είναι κάτι που λένε οι σούφι, και θα ήθελα να σου το σημειώσω αν
μου επιτρέπεις:
Το μόνο που έχεις πραγματικά είναι αυτό που δεν θα μπορούσες να χάσεις σ’ ένα ναυάγιο.
»Και το δεύτερο, μια ιστορία από την εβραϊκή κουλτούρα, με αφηγήσεις που μεταδίδονται από γενιά σε γενιά.»
Έρχεται κάποιος από πολύ μακριά για να
συμβουλευτεί έναν διάσημο ραβίνο. Πηγαίνει στο σπίτι του κι εκεί,
έκπληκτος, παρατηρεί ότι τα μόνα έπιπλα που διαθέτει ο ραβίνος είναι ένα
στρώμα πεταμένο στο πάτωμα, δυο πολυθρόνες, μια παλιά καρέκλα κι ένα
κερί, ενώ το υπόλοιπο δωμάτιο είναι εντελώς άδειο.
Γίνεται η συνάντηση, και ο ραβίνος
απαντά στα ερωτήματα του ξένου με αληθινή σοφία. Εκείνος, πριν φύγει,
επειδή του έχει κάνει εντύπωση η φτωχική επίπλωση του σπιτιού, ρωτά τον
ραβίνο:
«Μπορώ να σας κάνω μια τελευταία ερώτηση;»
«Φυσικά.»
«Πού είναι τα έπιπλά σας;»
«Τα δικά σου πού είναι;» απαντά ο ραβίνος.
«Τι ερώτηση είναι αυτή; Ποια δικά μου; Εγώ είμαι περαστικός…» λέει ο ξένος απορημένος.
Και ο ραβίνος του απαντάει:
«Κι εγώ το ίδιο.»
»Πρέπει να το χωνέψουμε πως είμαστε
περαστικοί. Αν μετράω την αξία μου με μόνο κριτήριο τις επιτυχίες μου,
τότε έχω πέσει θύμα της καταναλωτικής κουλτούρας και των λανθασμένων
πεποιθήσεων. Έτσι, για να αισθανθώ ότι κάτι αξίζω, εμπλέκομαι σε
κοινωνικές διαδικασίες που μόνο στόχο έχουν την απόκτηση υλικών αγαθών.
Ε, λοιπόν, αυτό δεν είναι ελευθερία: είναι το άκρως αντίθετο. Δε
χρειάζεται να ζούμε μ’ έναν προκαθορισμένο τρόπο, ούτε είναι ανάγκη να
πασχίζουμε ν’ αποκτήσουμε τα επονομαζόμενα “επιβεβλημένα”. Χρειάζεται, απλώς, να είμαστε’ κι αυτό είναι τελείως διαφορετικό.»