Παρασκευή 7 Ιανουαρίου 2022

Γ. Ρίτσος: Γράμμα στον Ζολιό-Κιουρί

 


Αη-Στράτης, Νοέμβρης 1950
Γραφει ο Γ. Ρίτσος απο το νησι του

" Διχασμου" (κατά Κούλη)

Ἀγαπημένε μου Ζολιό,
σοῦ γράφω ἀπό τόν Ἁη-Στράτη.
Βρισκόμαστε δῶ πέρα, κάπου τρεῖς χιλιάδες
ἄνθρωποι ἁπλοί, δουλευτάδες, γραμματιζούμενοι
μέ μιά τρύπια κουβέρτα στόν ὦμο μας
μ' ἕνα κρεμμύδι, πέντε ἐλιές κι ἕνα ξεροκόμματο φῶς στό ταγάρι μας
ἄνθρωποι ἁπλοί σάν τά δέντρα μπροστά στόν ἥλιο
ἄνθρωποι πού δέν ἔχουμε ἄλλο κρίμα στό λαιμό μας
ἐξόν μονάχα πού ἀγαπάμε ὅπως καί σύ
τή λευτεριά καί τήν εἰρήνη.
Ἀδελφέ μου Ζολιό,
κάμποσα χρόνια τώρα τριγυρνᾶμε
ἀπό ξερονήσι σέ ξερονήσι
κουβαλώντας στή ράχη μας τίς σκηνές μας
μήν προφταίνοντας νά στήσουμε τίς σκηνές μας
μήν προφταίνοντας νά στήσουμε δυό λιθάρια νά βάλουμε πάνου τό τσουκάλι μας
μήν προφταίνοντας νά ξυριστοῦμε καί νά καπνίσουμε μισό τσιγάρο στά γόνατα τῆς αὐγῆς.
Ἀπό προσκλητήριο σέ προσκλητήριο
ἀπό ἀγγαρεία σέ ἀγγαρεία
κουβαλώντας στίς τσέπες μας κάτι παλιές φωτογραφίες τῆς ἄνοιξης
- ὅσο πάει ξεθωριάζουν - δε γνωρίζονται -
θἆταν αὐτός ὁ κῆπος μας - πῶς ἦταν;
- πῶς εἶναι ἕνα στόμα πού λέει "σ' ἀγαπῶ" ;
πῶς εἶναι δυό χέρια πού ἀνεβάζουν στόν ὦμο τήν κουβέρτα σου
ὅταν ἐσύ κοιμᾶσαι μόνο μέ τό φρεσκοπλυμένο πουκάμισο τοῦ χαμόγελου; - δε θυμόμαστε.
Θυμόμαστε μονάχα
μιά φεγγερή φωνή μέσα στή νύχτα
μιά σιγανή φωνή νά λέει: λευτεριά καί εἰρήνη.
Ἔτσι ἀπό ξερονήσι σέ ξερονήσι
κουβαλώντας ἀπό λύπη σέ λύπη τό μπόγο μας
κουβαλώντας τήν καρδιά μας μέσα στό μπόγο μας
κουβαλώντας τήν πίστη μας μέσα στήν καρδιά μας
πολλές φορές δίχως ψωμί
πολλές φορές δίχως νερό
μ' ἁλυσσίδες στά χέρια
μήν προφταίνοντας νά πιάσουμε φιλία μ' ἕνα δέντρο ἤ μ' ἕνα παράθυρο
πάντα μ' ἁλυσσίδες στά χέρια
γιατί ἤμαστε κάτι ἄνθρωποι ἔτσι ἁπλοί
κάτι κεφάλια ἀγύριστα
πού ποτέ δέν ξεμάθαμε ν' ἀγαπᾶμε
ὅπως καί σύ, τή λευτεριά καί τήν εἰρήνη.
Περάσαμε πολύν καιρό στό Μακρονήσι
κοιμηθήκαμε μάγουλο μέ μάγουλο μέ τό θάνατο,
πολλοί ἀφήσανε κεῖ πέρα τά κόκκαλά τους
πολλοί ἀφήσανε τά πόδια τους καί τά χέρια τους
πολλοί τώρα περπατᾶνε μέ δεκανίκια
πολλοί δέν περπατᾶνε καθόλου
πολλοί φωνάζουν τίς νύχτες στόν ὕπνο τους
πολλοί δέν ἔχουν καθόλου μιλιά
πολλοί δέν μποροῦνε πιά νά δοῦν
πῶς σεργιανάει ἕνα σύγνεφο τήν τριανταφυλλιά θλίψη του στήν εὐγένεια τῶν βραδινῶν νερῶν
πολλοί δέν μποροῦνε πιά νά καταλάβουν τή φωνή τῆς μάνας -τους κι ὅλο τό φταίξιμό μας ἦταν πού ἀγαπᾶμε
ὅπως καί σύ, τή λευτεριά καί τήν εἰρήνη.
Ἐκεί, Ζολιό, ἦταν πέτρες, πολλές πέτρες
μονάχα πέτρες μέ σφιγμένα δόντια
μονάχα φωνές πιό σκληρές ἀπ' τίς πέτρες
καί πληγές σιωπηλές σάν τίς πέτρες
καί μπότες πού χτυποῦσαν τίς πέτρες.
Τοῦτες τίς πέτρες κουβαλούσαμε στή ράχη μας,
τοῦτες τίς πέτρες σκάβαμε μέ τά νύχια μας.
Δέν ξέρω ἄν ἦταν οὐρανός - δέν ἦταν.
Μονάχα πέτρες, πολλές πέτρες,
κι ὅμως, Ζολιό, πάνου σ' αὐτές τίς πέτρες
ἀκούγαμε κρυφά τά βράδια,
μέ τ' ἀφτί κολλημένο στήν πληγή μας,
ἀκούγαμε νά σεργιανάει ἡ λευτεριά κ' ἡ εἰρήνη.
Βέβαια, Ζολιό, κάπου θά ὑπῆρχε ὁ ἀποσπερίτης
ξεφυλλίζοντας τή μαργαρίτα τοῦ πόνου ἀπ' τή λύπη τοῦ κόσμου,
καί βέβαια θά ὑπῆρχε - δέ βλέπαμε.
Ἀπ' ὅλες τίς μεριές ἤμασταν κλειδωμένοι
ἀπό παντοῦ μᾶς κοίταζαν μέ τά τυφλά τους μάτια τά ντουφέκια
ἀπό παντοῦ τά κλεφτοφάναρα ἄνοιγαν τρύπες στό σκοτάδι
παντοῦ μέσα σ' αὐτές τίς τρύπες καθόταν σταυροπόδι ὁ θάνατος - μᾶς κοίταζε -
ἀπάνου σ' ὅλες τίς σκοπιές οἱ φρουροί φώναζαν:
Ἄλτ, τίς εἶ; Ἄλτ, τίς εἶ; Ἄλτ, τίς εἶ;
Δέν ἦταν τίποτα
μονάχα ὁ φόβος τους -
δέν βλέπαν τίποτα
μονάχα τόν ἴσκιο τους -
ὅμως ἐμεῖς τό ξέραμε, Ζολιό,
κάτου ἀπ' τίς μαῦρες καμάρες πού ἄνοιγαν οἱ φωνές τους
ἐρχόνταν νά μᾶς ἀνταμώσουν συνωμοτικά
ἡ λευτεριά κι ἡ εἰρήνη.
Ζολιό,
ἦταν πικρό τό ψωμί πού γευτήκαμε
ἦταν πικρό νά ξημερώνει καί νά μή νοιάζεσαι νά πληθεῖς καί νά κοιτάξεις τόν ἥλιο
ἦταν πικρό νά βραδιάζει καί νά μή σέ γνωρίζει ἕνα ἀστέρι
ἦταν πικρό νά νυχτώνει δίχως νἄχεις ἕνα στίχο νά σταυρώσεις τό προσκέφαλό σου
ἦταν πικρό νά θέλουν νά πεθάνεις πρίν προφτάσεις νά πεῖς τό τραγούδι σου
ἦταν πικρό νἆναι τόσο ὄμορφη ἡ ζωή καί σύ νά πρέπει νά πεθάνεις
γιατί ἀγαπᾶς τή λευτεριά καί τήν εἰρήνη.
Οἱ νύχτες μας στάθηκαν πολύ βαριές
σάν ὅταν δέ σ' ἀφήνουνε νά πεῖς τήν ἀλήθεια
καί τό φεγγάρι κρεμόταν στόν οὐρανό
ὅπως κρέμεται ἡ τραγιάσκα τοῦ σκοτωμένου στό καρφί τῆς πόρτας
κι ὅταν βγάζαμε τά παπούτσια μας
καί μέσα στίς τσέπες μας καθόταν ὁ φόβος
καί μέσα στά νύχια μας καθόταν ὁ φόβος -
δέ λέω, Ζολιό, πολύ φοβόμαστε γιά μᾶς
μά πιότερο φοβόμαστε, Ζολιό,
γιά τή λευτεριά καί τήν εἰρήνη.
Πολλά τραβήξαμε, Ζολιό, πολλά,
πολλά τραβᾶμε,
νά κοιμόμαστε μέ τίς ἀρβύλες μας
νά μήν ἔχουμε νερό στήν κάψα τοῦ μεσημεριοῦ
νά μήν ἔχουμε γράμματα στήν παγωνιά τῆς νύχτας
νά μήν μποροῦμε ν' ἀκούσουμε τή σιωπή
ἀνάμεσα σέ δυό λόγια
ἀνάμεσα σέ δυό χέρια πού σφίγγονται
τή σιωπή λίγο πρίν ἀπ' τόν ὕπνο
τή σιωπή λίγο πιό ὕστερα ἀπ' τόν ἔρωτα
τή σιωπή ὅταν κλείνει ἕνα παντζούρι στή βροχή
τή σιωπή ὅταν ἀνοίγει ἕνα λουλούδι
ὅταν ἀνάβουμε τή λάμπα καί δέ λείπει κανένας
ὅταν σβήνουμε τή λάμπα καί λέμε "καληνύχτα"
τή σιωπή ὕστερ' ἀπ' τά χειροκροτήματα
ἐκείνη τή βαθιά, στοχαστική σιωπή
πού σχεδιάζει μέ τό δάχτυλο στό χῶμα τήν εὐτυχία τοῦ κόσμου
ὕστερ' ἀπ' τήν παρέλαση τῆς λευτεριᾶς καί τῆς εἰρήνης.
Ζολιό, μᾶς κυνηγᾶνε στήν πατρίδα μας
γιατί ἀγαπᾶμε πολύ τήν πατρίδα μας
γιατί ἀγαπᾶμε τοῦτες τίς γριοῦλες μας ἐλιές
μέ τά σταχτιά τσεμπέρια τους καί τό ρυτιδωμένο τους χαμόγελο
γιατί ἀγαπᾶμε τά βασανισμένα ἀμπέλια μας μέ τό θυμό τους καί τή λύπη τους
ἐτοῦτα τά σπασμένα μάρμαρα πού φέγγουνε τό βράδι τά φτωχά κατώφλια μας καί τά νυχτέρια μας
ἐτοῦτες τίς πορτοκαλιές πού ἀνάβουνε τά κίτρινα φανάρια τους πάνου ἀπό τά σκυμμένα μέτωπα
ἐτοῦτα τά πλατάνια πού κρατᾶν στούς ὤμους τους τόν ἥλιο καί τά χρόνια καί τά καριοφίλια
ἐτοῦτα δῶ τά χωματένια χέρια πού κρατᾶνε τήν τιμή τοῦ κόσμου.
Μᾶς κυνηγᾶνε, Ζολιό, γιατί δέ θέλουμε
νά βλαστημᾶν τό χῶμα μας οἱ ξένες μπότες
γιατί δέ θέλουμε, Ζολιό, νἆναι ἡ πατρίδα μας
ἔξω ἀπ' τή λευτεριά καί τήν εἰρήνη.
Τώρα ὅσο πάει λιγοστεύουν οἱ καρέκλες γύρω στό τραπέζι τοῦ σπιτιοῦ μας
κι εἶναι λυπημένες οἱ καρέκλες πάνου ἀπ' τόν ἴσκιο τους,
ὅταν βραδιάζει εἶναι μονάχες οἱ καρέκλες
κι ἡ φοινικιά εἶναι μονάχη στήν αὐλή τοῦ σπιτιοῦ μας
βρέχει τή μοναξιά της πάνου στό χῶμα
κι ἡ μάνα μας εἶναι πιό μονάχη
ὅταν πλέκει τά τσουράπια κείνου πού λείπει
καί δέν ξέρει πώς κείνος πού λείπει εἶναι σκοτωμένος
καί καμιά γειτόνισσα δέν ἔρχεται νά νυχτερέψει μαζί της
γιατί φοβοῦνται οἱ ἄνθρωποι τίς μανάδες τῶν ἡρώων
(εἶδες, Ζολιό, πῶς καταντῆσαν τούς ἀνθρώπους;)
μονάχα ἀπ' τό περβάζι τοῦ παράθυρου
σκύβουν νά τήν καλησπερίσουν
οἱ δυό κουμπάρες της: ἡ λευτεριά κι ἡ εἰρήνη.
Ζολιό, ἐδῶ πέρα κάνουν τή ζωή πολύ δύσκολη
καί τό θάνατο πολύ εὔκολο.
Κι ὅμως ποτέ δέν πεθαίνει εὔκολα κανένας.
Ξέρεις ἐσύ πόσο στοιχίζει στόν κόσμο ἀκόμα ἕνα ἄδειο κρεββάτι
δυό ἄδεια σκονισμένα παπούτσια κάτου ἀπ' τό κρεββάτι
ὁ ἥλιος πού μπαίνει τ' ἀπόγευμα στό σπίτι ἀπό τό δυτικό παράθυρο
φωτίζοντας τό σακκάκι τοῦ νεκροῦ ποῦ κρέμεται ἀκόμα στόν τοῖχο,
ἐσύ ξέρεις πόσο στοιχίζει στόν κόσμο νά σκοτώνονται
κεῖνοι πού ἀγάπησαν τή λευτεριά καί τήν εἰρήνη.
Εἶναι σκληρή ἐδῶ ἡ ζωή -
πάντα ἔτσι γίνεται ὅπου οἱ νεκροί πληθαίνουν.
Ἀνάμεσα ἀπ' τή σκαλωσιά μιᾶς κρεμάλας
κοιτᾶμε τόν οὐρανό.
Αὐτά εἶναι τά παράθυρά μας.
Κι ὡστόσο εἶναι νά κλαῖς ἀπό χαρά , Ζολιό -
γιά δές πῶς φέγγει ὁ ἥλιος -
ἀνάμεσα ἀπό τοῦτα τά παράθυρα μιά λυγαριά περνάει τό χέρι της - μᾶς χαιρετάει,
μᾶς χαιρετάει ὅλη ἡ ζωή - κι εἶναι νά κλαῖς ἀπό χαρά χαϊδεύοντας
ἐτοῦτο τό ἀργασμένο, τό ἱδρωμένο χέρι πού σοῦ ἁπλώνει ὁ κόσμος.
Ζολιό, πῶς φέγγει ὁ ἥλιος!
Θαρρῶ πῶς τοῦτο γίνεται
γιατί ἀγαπᾶμε κάθε μέρα πιό πολύ
ὅπως καί σύ, τή λευτεριά καί τήν εἰρήνη.
Ἐδῶ οἱ καρδιές εἶναι σάν τά καμένα σπίτια,
- οὔτε στέγη, οὔτε πόρτες, οὔτε παράθυρα,
παντοῦ καψαλιασμένες τρύπες
παντοῦ καπνισμένα δοκάρια,
ἀπό παντοῦ μπαίνει οὐρανός.
Κι εἶναι παράξενο, Ζολιό, - δέν εἶναι; -
νά βλέπεις ἀνάμεσα σ' αὐτές τίς τρύπες
νά περνᾶνε τά σύγνεφα καί τά χρόνια
νά περνᾶνε τά πουλιά καί τά δειλινά
ν' ἀνάβουν καί νά σβήνουν τ' ἀστέρια
ἀνάμεσα ἀπό τοῦτα τά μαῦρα δοκάρια.
Εἶναι παράξενο νά ὑπάρχουνε τόσα καμένα σπίτια
καί νά κοιτᾶς τόν οὐρανό μέσ' ἀπό τά καμένα σπίτια
καί πιό παράξενο νἆναι τόσο γαλάζιος ὁ οὐρανός
πάνου ἀπό τόσα καμένα σπίτια.
Κι ὅμως παράξενο καθόλου, μέσ' ἀπ' τά γυμνά πλευρά
νά φέγγει τήν καρδιά μας τόση λευτεριά καί εἰρήνη.
Κάθε μέρα πληθαίνουν οἱ τάφοι,
τάφοι, τάφοι, τάφοι,
γέμισε ἡ γῆ μας τάφους, ἀδελφέ μου,
δέν ἔμεινε μιά σπιθαμή στή γῆ μας
νά φυτέψουμε τριαντάφυλλα
νά παίξουν τόπι τά παιδιά
νά φιληθοῦν δυό ἀγαπημένοι.
Μά πάντα μένει πολύς τόπος
πάνου ἀπ' τούς τάφους μας, Ζολιό
γιά τή λευτεριά καί τήν εἰρήνη.
Πολύν καιρό δέν κουβεντιάσαμε παρά μόνο μέ τό θάνατο,
ψειρίσαμε στά γόνατά μας τό θάνατο
ὅπως ψειρίσαμε τή φανέλα μας
κι ἀκόμα μές στίς τσέπες μας μένουν τά ψίχουλα
ἀπ' τό ψωμί πού μοιραστήκαμε μέ τό θάνατο
γι' αὐτό καί τά λόγια μας εἶναι ἄβολα
γι' αὐτό κι εἶναι πικρό τό στόμα μας
πού δέν μπορέσαμε ἀκόμα νά φιλήσουμε στό κούτελο
τή λευτεριά καί τήν εἰρήνη.
Λίγο-λίγο γδυθήκαμε ἀπ΄ ὅλα τά στολίδια
μείναμε μόνο μέ τή γύμνια μας
γυμνοί, θεόγυμνοι,
κουβαλώντας τίς πέτρες στόν ἀνήφορο
κάτου απ' τίς βρισιές καί τά μαστίγια
σκάβοντας μέ τά νύχια μας τή νύχτα
γιά ν' ἀνοίξουμε μιά τρύπα στό φῶς
μαῦροι ἀπ' τό κάρβουνο τῆς νύχτας
μαῦροι σάν τούς ἀδελφούς μας τούς Μαύρους
σάν τούς ἀδελφούς μας ἀνθρακωρύχους
μέ μιά λάμπα μονάχα κρεμασμένη στή ζώνη μας
μ' ἕνα κόκκινο ἀστέρι μονάχα στήν καρδιά μας
φωτίζοντας τό δρόμο μή σκοντάψει
ἡ λευτεριά κι ἡ εἰρήνη.
Ἀγαπημένε μου Ζολιό,
ἔχω καιρό ν' ἀκούσω ἕνα ἀστέρι
νά σκάβει μιά γούβα στήν καρδιά μου
γιά νά φυτέψει ἕνα λουλούδι.
Σκληρή ἡ ζωή μας στάθηκε, Ζολιό,
νἄμαστε ὁλημερίς μέσα στόν ἥλιο
καί νά μήν ἔχουμε μιά θύμηση ἀπό ἥλιο,
νἄμαστε πλάι στή θάλασσα
καί νά μήν ἔχουμε δυό πῆχες θάλασσα
γιά νά τυλίξουμε τήν καρδιά μας πού καίγεται,
νά κουβαλᾶμε ὁλοχρονίς τό μπόγο μας,
ἕνα βαμμένο ἀμπέχονο, μιά καραβάνα, ἕνα παγούρι,
τόν καημό μας, τόν καημό τῶν δικῶνε μας, τόν καημό τοῦ κόσμου
καί νά μή βρίσκουμε μιά θέση ν' ἀπαγγιάσουμε
νά ζυμώσουμε τό χῶμα μέ τό δάκρυ μας
νά φτιάξουμε σταμνιά γιά τά φτωχά παράθυρα
νά κρυώνουν τό νερό τῆς λευτεριᾶς καί τῆς εἰρήνης.
Πές μας, Ζολιό, πῶς κοιμᾶται τό μεσημέρι
ἀνάμεσα στά στάχια καί τίς παπαροῦνες,
πῶς κατεβαίνει ἡ γαλήνη τό βράδι ἀπ' τό βουνό
(λέω, θἆναι τά μαλλιά της νοτισμένα ἀπ' τ' ἀστέρια),
πῶς λυγίζει ἕνα κλωνάρι στή μέση τῆς αὐγῆς,
πῶς εἶναι τά χέρια τῆς μητέρας
ὅταν διπλώνει τίς πετσέτες ὕστερ' ἀπ' τό δεῖπνο,
πῶς εἶναι ὁ ἴσκιος τῆς ἀδελφῆς πάνου στόν τοῖχο
ὅταν σιμώνει στή λάμπα νά περάσει τήν κλωστή στή βελόνα
καί νά μπαλώσει αιωπηλά τή λύπη τοῦ σπιτιοῦ μας;
Πές μας, Ζολιό, πῶς εἶναι;
Ξεχάσαμε, Ζολιό, ὅλα τα ξεχάσαμε
κι ὅλα μαζί τά βρήκαμε μέσα σέ μιά βουή ἀπό φῶς
κοιτάζοντας μόνο μπροστά τή λευτεριά καί τήν εἰρήνη.
Ἀλήθεια, δέ θυμόμαστε
πῶς χαιρετάει ἕνα πράσινο φύλλο τή μέρα
πῶς χτίζουν τά μερμήγκια τό σπίτι τους
πῶς σεργιανάει ἡ λιακάδα στά περβόλια
τί χρῶμα παίρνει ἡ σκιά τοῦ δέντρου μέσα στό νερό
τί λέει ἕνα σύγνεφο σταυρώνοντας τά χέρια του στό λιόγερμα
τί σχῆμα παίρνει τό σῶμα τῆς γυναίκας κάτου ἀπ' τ' ἄσπρο σεντόνι - δε θυμόμαστε,
θυμόμαστε μονάχα κείνους πού πεθάνανε
γιά τή λευτεριά καί τήν εἰρήνη.
Εἶναι δύσκολο τώρα νά ξεχωρίσεις τή φωνή τοῦ δειλινοῦ
καί τό βῆμα τοῦ καλοκαιριοῦ στ' ἀκρογιάλι,
εἶναι δύσκολο ν' ἀκούσεις μιάν ἀχτίνα πού διπλώνει τό δάχτυλο
καί χτυπάει τό τζάμι μιᾶς παιδικῆς κάμαρας τό ἀπόγευμα,
δύσκολο - σάν ἔχεις ἀκούσει τίς φωνές τῶν πληγωμένων στίς χαράδρες
σάν ἔχεις δεῖ τ' ἀστέρια σά σκουριασμένα κουμπιά στά χιτώνια τῶν ἐκτελεσμένων
σάν ἔχεις δεῖ τά φορεῖα ν΄ ἀνηφορίζουν τή νύχτα
σάν ἔχεις δεῖ τή νύχτα νά μή λέει "αὔριο"
σάν ἔχεις δεῖ πόσο δύσκολα κερδίζουμε
τή λευτεριά καί τήν εἰρήνη.
Ξεμάθαμε πολλά, Ζολιό,
ξεμάθαμε πῶς γλιστράει τό ψάρι τῆς γαλήνης στά ρηχά τῆς σιγαλιᾶς
πῶς μπλέκονται οἱ γαλάζιες φλέβες στά χέρια τῆς ἄνοιξης - ξεμάθαμε
μάθαμε τώρα κάτι πράματα ἁπλά
πολύ ἁπλά
πολύ σίγουρα
πῶς ὁ οὐρανός ἀρχίζει ἀπ' τό ψωμί
πῶς δέν εἶναι δίκιο ἄλλοι νά βγάζουν τό ψωμί
κι ἄλλοι νά τρῶνε τό ψωμί
πῶς δέν εἶναι δίκιο νά φτιάχνουν κανόνια
καί νά λείπουν τ' ἀλέτρια, - ἁπλά πράματα,
μπορεῖ κι ἕνα παιδί νά τά πεῖ σέ μιά φυσαρμόνικα τῆς τσέπης
μπορεῖ κι ἕνας καλός φαντάρος πού ὀνειρεύτηκε τή μάνα του
νά τιναχτεῖ ἀπ' τόν ὕπνο του καί νά τά πεῖ σέ μιά σάλπιγγα
κι οἱ νεκροί μας τά ξέρουν πιό καλά - κάθε νύχτα ἡ σιωπή τους τα φωνάζει - ἁπλά πράματα
- δέν εἴμαστε σοφοί, Ζολιό,
ἁπλά πράματα λέμε
πολύ ἁπλά τά λέμε
πώς ἀξίζει κανένας νά ζεῖ καί νά πεθαίνει
γιά τή λευτεριά καί τήν εἰρήνη.
Ζολιό, πολύν καιρό εἶχα μείνει
δίχως χαρτί, δίχως μολύβι, δίχως μουσική
μήν ξέροντας κάθε φορά ἀπό ποῦ βγαίνει ὁ ἥλιος
νιώθοντας ξένο τό χέρι τοῦ ἀγέρα πάνου στό χέρι μου
νιώθοντας ξένο τό στόμα τῆς στάμνας στό στόμα μου
δίχως νά κόβω τά γένια μου
δίχως νά γράφω στίχους -
ξέμαθα πιά, Ζολιό, νά γράφω στίχους
ἔμαθα μονάχα νά γράφω τοῦτες τίς δυό λέξεις
λευτεριά και εἰρήνη.
Ζολιό, τό ξέρω, τά τραγούδια μου
εἶναι χοντροκομμένα κι ἀπελέκητα,
φορᾶνε χοντροπάπουτσα οἱ στίχοι μου
μέ πολλές ἀράδες καρφιά γιά ν' ἀντέχουν στά κατσάβραχα
καθώς ἀνηφορᾶνε ὅλο τό θάνατο
γιά τή λευτεριά καί τήν εἰρήνη.
Ναί, σά χωριάτης εἶναι τό τραγούδι μου
μέ μπαλωμένο βρακί
μέ σκισμένο πουκάμισο
μέ τό χῶμα σφηνωμένο στά νύχια του
μέ τό πρόσωπο σκαμένο ἀπ' τήν ἁλμύρα καί τόν ἥλιο
ἀπ' τόν καημό κι ἀπ' τήν ἐλπίδα κι ἀπ' τήν ἀγάπη
καί μ΄ ἕνα κόκκινο γαρύφαλλο στ' ἀφτί του
- κοίτα πῶς σφίγγει ὁ στίχος μου μέσα στά δάχτυλά του τήν καρδιά μου
ὅπως σφίγγει ὁ χωριάτης τό σκοῦφο του
μπαίνοντας κι αὐτός στό Συνέδριό σας
μπαίνοντας γιά νά πεῖ κι αὐτός δυό λόγια
γιά τή λευτεριά καί τήν ειρήνη.
Μα αὐτοῦ μέσα, Ζολιό, εἶναι τ' ἀδέρφια μας,
εἶναι τ΄ ἀδέρφια μας πού τ' ἀνταμώσαμε στήν ἴδια πίκρα
ὅταν μασοῦσαν μιά μπουκιά ψωμί μπροστά στό γκρεμισμένο σπίτι τους
ὅταν βάζαν στό γυλιό τους τό μωρό τους καί τίς σφαῖρες τους
και πολεμοῦσαν γιά τήν εἰρήνη
ὅταν ψάχναν στίς στάχτες τῆς πυρκαϊᾶς νά βροῦν τό πόμολο τῆς πόρτας τους καί τά χνάρια τῆς ζωῆς τους,
γι' αὐτό δέ ντρέπεται ὁ στίχος μου
νά περπατήσει ἀνάμεσά σας μέ τίς ἀρβύλες του
ν' ἀφήσει τήν καρδιά μου ἀδέξια πάνου στό τραπέζι σας
ὅπως ἀφήνει ὁ χωρικός ἕνα μικρό ἄσπρο πρόβατο
ἀπάνου στήν ποδιά τῆς λευτεριᾶς καί τῆς εἰρήνης.
Εἶναι πικρή ἡ ζωή, Ζολιό, καί δέν μπορῶ νά τραγουδήσω
ὅταν πίσω ἀπ' τό στενό παράθυρο τῆς φυλακῆς
πίσω ἀπ' τά σιδερένια τετράγωνα
εἶναι στριμωγμένα τά πρόσωπα τῶν ἀγωνιστῶν
κοιτάζοντας τό δρόμο μέ τίς λίγες σκονισμένες πιπεριές
ἀκούγοντας τή φωνή ἑνός παιδιοῦ ἔξω ἀπ' τό φοῦρνο
καί τή θλιμμένη φυσαρμόνικα τοῦ δειλινοῦ πίσω ἀπ' τούς λόφους.
Μακριά σφυράει τό τραῖνο τῆς Λαρίσης - μές στό σφύριγμά του
κουβαλάει τή μυρωδιά τῶν θερισμένων κάμπων τῆς Θεσσαλίας.
Ἄχ, ἔξω νά βραδιάζει ἀργά ἕνα βράδι ἑλληνικό ὅλο διαφάνεια,
φῶτα ν' ἀνάβουν στίς ὑπαίθριες μπυραρίες τῆς λεωφόρου Ἀλεξάνδρας - στον ἀγέρα
μιά μυρωδιά τηγανητῆς μαρίδας και ροδάκινου -
Κι ἀκόμη αὐτά τά πρόσωπα νά μένουν στριμωγμένα πίσω ἀπό τά κάγκελα
κόβοντας ἕνα κλωναράκι ἀστέρια νά μυρίζουν στόν ὕπνο τους,
ν' ἀκοῦν τή δύναμη τους ἄνεργη νά σκάβει τά πλευρά τους
ν' ἀκοῦν τό βῆμα τοῦ δεσμοφύλακα στό διάδρομο
ν' ἀκοῦν τό μεγάλο κλειδί νά στρίβει στήν πόρτα
κι ὅλο νά περιμένουνε τή λευτεριά καί τήν εἰρήνη.
Θά ξέρεις βέβαια, Ζολιό, γιά τό Μανώλη Γλέζο
- ἄ, πῶς νά σοῦ τό πεῖ τό στόμα μου, Ζολιό,
ὅταν περνοῦσε μέ τά δυό του χέρια στίς τσέπες τοῦ παντελονιοῦ τά σοκάκια τῆς Πλάκας,
ὡραῖο παιδί χαμογελώντας στ' ὄνειρο τοῦ κόσμου πάνου ἀπ' τίς ὀροσειρές τῆς δυστυχίας
ὅταν σκαρφάλωνε τά βράχια τῆς Ἀκρόπολης
σφίγγοντας μές στίς δυό νεαρές γροθιές του
τήν ὀργή ὅλων τῶν λαῶν καί τήν ἐλπίδα τους
ὅταν κάτου ἀπό τ' ἀνοιχτά ρουθούνια τῶν πεινασμένων πολυβόλων
ἔσπαγε μέ τίς δυό γροθιές του τόν κυρτό σταυρό
ἔσπαγε μέ τίς δυό γροθιές του ὅλα τά δόντια τοῦ θανάτου -
Καί, νά πού χρόνια τώρα
ὁ Μανώλης ὁ Γλέζος, Ζολιό,
κοιτάει τό φῶς πίσω ἀπ' τά σίδερα
κι ἀκόμη μέ τά δυό του χέρια, σημαδεμένα ἀπ' τίς χειροπέδες,
σκουπίζει τά κλαμένα μάτια τοῦ κόσμου
σκουπίζει τό ἱδρωμένο μέτωπο
τῆς λευτεριᾶς καί τῆς εἰρήνης.
Ἔμαθες τίποτα, Ζολιό, γιά τή γιαγιά-Βαγίτσα;
Τήν ὥρα πού τήν παίρναν γιά νάν τή σκοτώσουν
εἶχε πλυθεῖ κι εἶχε φορέσει τά καλά της
εἶχε βάψει μονάχη τά παπούτσια της
κι εἶχε ἕνα φαρδύ χαμόγελο πίσω ἀπ' τίς ρυτίδες της
ὅπως εἶναι τό λιόγερμα πίσω ἀπ' τά κυπαρίσσια τοῦ χωριοῦ της.
Ἔβγαλε ἀπό τόν κόρφο της τό μαῦρο της μαντήλι
καί χόρεψε στό προαύλιο τῆς φυλακῆς "Ἔχετε γειά βρυσοῦλες",
"Ἔχετε γειά", ἡ γιαγιά-Βαγίτσα χόρεψε
ἀνεμίζοντας τό μαῦρο μαντήλι της.
Ζολιό, τήν εἶδες τή γιαγιά-Βαγίτσα;
Δέν μπορεῖ, θά τήν εἶδες, Ζολιό,
τήν ὥρα πού χόρευε πιασμένη ἀπ' τό χέρι
τῆς λευτεριᾶς καί τῆς εἰρήνης.
Εἶναι ὄμορφος ὁ κόσμος, Ζολιό,
ἄ, ναί, εἶναι ὄμορφος ὁ κόσμος
ὅταν ἡ γιαγιά-Βαγίτσα ἀνεμίζει τό μαῦρο μαντήλι της
κάτου ἀπ' τή μύτη τοῦ Χάροντα -
τόσο ὄμορφος ὁ κόσμος πού μποροῦμε νά πεθάνουμε
κρατώντας τό μαντήλι της γιαγιά-Βαγίτσας καί χορεύοντας
γιά τή λευτεριά καί τήν εἰρήνη.
Κι ἡ Μαρία Λεοντίδου, ἀδελφέ μου,
ἡ παραδουλεύτρα,
πού συγύριζε ξένα σπίτια καί σπίτι δέν εἶχε
ποὔπλενε τά ξένα ροῦχα καί δέν εἶχε πουκάμισο
κι εἶχε δυό χοντρά χέρια
δυό χέρια ἀπό καημό καί σίδερο
δυό χέρια βασανισμένα ἀπ' τόν πικρό μόχτο
δυό χέρια σά δυό καμένα δέντρα στό λιοβασίλεμα
- τή σκότωσαν, Ζολιό, τή Μαρία
μά λέω πού μεθαύριο θά μπουμπουκιάσουν τά χέρια της
μέσα στή λευτεριά καί στήν εἰρήνη.
Ζολιό, ἡ Μαρία εἶχε μάθει
ὅπως καί μεῖς πώς ὁ οὐρανός ἀρχίζει ἀπ' τό ψωμί,
γι' αὐτό, λίγο προτοῦ πεθάνει,
ἔδεσε τά χοντρά της χέρια στήν καρδιά της
κοίταξε ἀπ' τή μεριά πού βγαίνει ὁ ἥλιος
κι εἶπε:
"ἄν εἶναι νά χορτάσει ὁ κόσμος τό ψωμάκι
ἔτσι πού δέν τό χόρτασα ποτές μου ἐγώ
ἄς πάω κι ἐγώ -
μονάχα νά χορτάσει ὁ κόσμος τό ψωμάκι".
Τί λές, Ζολιό, δέ θά ξαναβροῦμε τή Μαρία
νά κρατάει μές στά χοντρά της χέρια μιά μεγάλη σκούπα πρωινές ἀχτίνες
καί νά σκουπίζει τά πλατιά πεζοδρόμια τοῦ μέλλοντος
ἤ νά κρατάει μιά θεόρατη καισαριανιώτικη σημαία,
μεθαύριο, λέω, πού θά γιορτάζουμε
τή λευτεριά καί τήν εἰρήνη;
Πῆρε τ' ἀφτί σου τίποτα, Ζολιό,
καί γιά τήν ἄλλη μας γιαγιά τή Μαμαλίνα;
Ἡ γιαγιά Μαμαλίνα
εἶναι μιά γριούλα ἐνενήντα χρονῶ
ἔχει δυό δεντράκια ρυτίδες γύρω στά μάτια της
ἔχει μιά μαύρη φούστα γιομάτη θάνατο
καί μιάν αὐλακιά περηφάνεια ἀνάμεσα στά φρύδια
σάν ἕνα καμπαναριό ἀνάμεσα στά σύγνεφα.
Τὄνα της τό παιδί σκοτώθηκε στήν Ἀλβανία
τ' ἄλλο της τῆς τό σκότωσαν οἱ Γερμανοί
τ' ἄλλο της τὄστησαν στόν τοῖχο τίς προάλλες,
κι ἡ γιαγιά-Μαμαλίνα,
ἡ γιαγιά μας, Ζολιό,
δικάστηκε ἰσόβια
γιατί ἀγαποῦσε ἡ καψερή
ὅπως κι ἐγώ κι ὅπως κι ἐσύ
τή λευτεριά καί τήν εἰρήνη.
Τώρα ἡ γιαγιά-Μαμαλίνα
μές στό κελί της μετράει τούς πεθαμένους
πλέκει τσουράπια γιά τούς πεθαμένους
πλέκει μιά μάλλινη χωριάτικη φανέλα γιά τόν κόσμο πού κρυώνει
πλέκει ἕνα κόκκινο σκουφάκι γιά τήν Ἄνοιξη.
Ἄ, δέν τό βάζει κάτου ἡ γιαγιά-Μαμαλίνα,
ἡ γιαγιά μας, Ζολιό,
ψήνει στό μπρίκι της τό καφεδάκι της -ἄν ἔχει-
κι ἀπ' τό ἴδιο πήλινο φλιτζάνι της κερνάει
τή λευτεριά καί τήν εἰρήνη.
Ζολιό, θἆχα χιλιάδες τέτοια νά σοῦ πῶ
μά δέ μέ παίρνει ἡ ὥρα.
Ζολιό, εἶναι τώρα κάπου δέκα χρόνια
πού οἱ νύχτες μας περνοῦν σκυφτές κάτου ἀπ' τ' ἀστέρια τους
ὅπως περνοῦν οἱ ἐργάτριες φορτωμένες τσουβάλια στάρι -
μές ἀπ' τίς τρύπες πέφτουνε στό δρόμο φοῦχτες τ' ἄστρα -
δέ μᾶς παίρνει ὁ καιρός νά μαζέψουμε τοῦτο τό στάρι
νά φτιάξουμε φαρδιά καρβέλια
νά τ' ἀραδιάσουμε στό μεσιανό δοκάρι τοῦ κόσμου,
- δέ μᾶς παίρνει ἡ ὥρα, Ζολιό, - μᾶς κυνηγᾶνε,
καί βιάζουμε νά σοῦ στείλω τό γράμμα μου
γιατί δέν ξέρεις αὔριο τί γίνεται
γιατί δέν ξέρεις τί γίνεται στή χώρα μας
γιά κεῖνον πού λέει τήν ἀλήθεια
γι' αὐτόν πού βιάζεται νά χαιρετήσει
τή λευτεριά καί τήν εἰρήνη.
Ζολιό,
θἄθελα ἀκόμα νά σοῦ ἐξομολογηθῶ
πώς τά βράδια ποά ἀρχίζει ὁ οὐρανός νά μᾶς γνωρίζει
κι ἡ Μεγάλη Ἄρκτος στέκεται ἔξω ἀπ' τήν αὐλόπορτα τῆς σιγαλιᾶς
μένουμε ὧρες μέ τό δάχτυλο ξεχασμένο στήν κουμπότρυπα τῆς λύπης
νά συλλογιόμαστε τόν κόσμο καί τά βάσανά του
ἕνα βιβλίο πού ἀπόμεινε μισοδιαβασμένο
ἕνα τραγούδι πού κόπηκε στή μέση
ένα τραγούδι που δε γράφτηκε ποτέ
μιά τσατσάρα πού ἀπόμεινε μονάχη σ' ἕνα κλεισμένο σπίτι
μιά ξυριστική μηχανή καί τό σαπούνι πάνου στό νιφτήρα
καί κεῖνον πού δέν ἔχει ἀνάγκη πιά νά ξυριστεῖ -
Ἄχ, έτσι τρυφερά νά συλλογιόμαστε τόν κόσμο
καί νά θυμώνουμε φορές - φορές, Ζολιό,
πού δέν μποροῦμε πιά νἄμαστε θυμωμένοι
πού δέν μποροῦμε νά μισοῦμε ὅσους μᾶς κάναν τό κακό
- βλέπεις ἡ ἀγάπη πάντοτε, Ζολιό, βαραίνει πιότερο ἀπ' τό μίσος -
καί πῶς πεινάει ἡ παλάμη μας νά σφίξει μιά παλάμη -
νά σφίξει καί τοῦ ἐχτροῦ μας τήν παλάμη
κι ὄχι πού κουραστήκαμε, Ζολιό,
κι ὄχι πού ξεροζιάσανε τά χέρια μας
μά εἶναι γιατί ἀγαπᾶμε, ὅπως καί σύ,
τή λευτεριά καί τήν εἰρήνη.
Ζολιό,
πολλοί θά βάζαν τήν ὑπογραφή τους κάτου ἀπ' τό γράμμα μου
ὅμως δέν ξέρουν γράμματα
θἄβαζαν μονάχα ἕνα σταυρό
σάν τούς χωρικούς τοῦ Μπονίκρο,
μά τοῦτοι πού δέν ξέρουνε νά βάζουν τήν ὑπογραφή τους
ξέρουν νά βάζουν ὅλη τήν καρδιά τους
γιά τή λευτεριά καί τήν εἰρήνη
καί γῶ ὑπογράφω γιά ὅσους ξέρουν
νά βάζουν ὅλη τήν καρδιά τους
γιά τή λευτεριά καί τήν εἰρήνη.
Ζολιό, πές καί στούς ἄλλους ἀδελφούς μας
στόν Ἔρενμπουργκ, στόν Ἀραγκόν καί στὀ Νερούντα,
στὀν Ἐλυάρ, στόν Πικασσό καί σ' ὅλα μας τ' ἀδέρφια
πώς εἴμαστε δῶ πέρα τρεῖς χιλιάδες ἐξόριστοι
ὄχι γιά τίποτ' ἄλλο, ἀδέρφια μου,
παρά μονάχα, νά, γιατί καί μεῖς ὅπως καί σεῖς
σηκώνουμε στή ράχη μας ἕνα ἀγκωνάρι ἀπ' τό καμένο σπίτι μας
νά χτίσουμε γιά κείνους πού θἀρθοῦν ἕνα καινούργιο σπίτι μέ πολλά παράθυρα
πολλά φαρδιά παράθυρα πρός τήν ἀνατολή
νά μή νυχτώνει ἀπό νωρίς ἡ καρδιά τῶν μανάδων
νά μήν κοιμοῦνται κάθε βράδι τά παιδιά δίπλα στό θάνατο.
Καί πού θά πάει, Ζολιό; - θά λυώσουμε μιά μέρα τίς ὀβίδες
νά φτιάξουμε σφυριά κι ἀλέτρια καί μπαλκόνια καί φτερά
κι ἕνα ἄγαλμα Ἄφτερης Χαρᾶς στή στάση, ἐκεῖ, τῶν λεωφορείων, στή φτωχογειτονιά μας
στή γειτονιά μας πού θά μερμηγκιάζει ἀπ' τά γιαπιά
κάτου ἀπ' τ' ἀσίγαστο χωνί τοῦ χειροδύναμου μεγάφωνου τῶν συνδικάτων
πού ὅλο θά λέει, θά λέει σταράτα καί μέ νούμερα
γιά τίς τεράστιες καταχτήσεις τῶν λαῶν στό πλάνο τῆς ἀνοικοδόμησης
καί θ' ἀπαγγέλλει ποιήματα τῶν νέων προλετάριων ποιητῶν
γιά τό χαρούμενο ἔρωτα
γιά τούς ὑδατοφράχτες
καί γιά τόν ἐξηλεκτρισμό τοῦ κόσμου.
Ἄχ, ἔτσι, ἀδέρφια μου, νά μήν ὑπάρχουν πιά καμένα σπίτια
μά νἆναι ὅλος ὁ κόσμος ἕνα σπίτι ἀσβεστωμένο μέ τή βούρτσα τοῦ ἥλιου
κι ἄχ, ἔτσι, ἀδέρφια μου, τοῦτο τό σπίτι νά τό συγυρνάει μονάχα
ἡ μάνα μας ἡ Λευτεριά κι ἡ πρωτοθυγατέρα της ἡ Εἰρήνη.

hers



Τετάρτη 5 Ιανουαρίου 2022

O Ken Loach για τον καπιταλισμό

 


«Το σινεμά μάς κάνει καμιά φορά να βλέπουμε καθαρότερα τον κόσμο κι ο κόσμος μας αυτή τη στιγμή κινδυνεύει, από τις ιδέες που αποκαλούμε νεοφιλελευθερισμό που απειλεί να μας φτάσει στην καταστροφή, στη δυστυχία εκατομμυρίων ανθρώπων, από την Ελλάδα ως τη Βραζιλία. Το σινεμά έχει πολλές παραδόσεις. Μία είναι το σινεμά της διαμαρτυρίας, αυτό που δείχνει τους ανθρώπους ενάντια στην εξουσία. Ελπίζω η ταινία μας να συνεχίζει αυτήν την παράδοση. Κινδυνεύουμε να απελπιστούμε κι όταν υπάρχει τόση απελπισία, η ακροδεξιά το εκμεταλλεύεται - πρέπει να πιστέψουμε ότι ένας διαφορετικός κόσμος είναι εφικτός κι απαραίτητος.» - Κεν Λόουτς

Κυριακή 26 Δεκεμβρίου 2021

Ο Πικάσο και ο Μπρεχτ για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες

 


Μπ. Μπρεχτ, Μετανάστες

Λαθεμένο μού φαινόταν πάντα τ’ όνομα που μας δίναν:
«Μετανάστες».
Θα πει, κείνοι που αφήσαν την πατρίδα τους. Εμείς, ωστόσο,
δε φύγαμε γιατί το θέλαμε,
λεύτερα να διαλέξουμε μιαν άλλη γη. Ούτε
και σε μιαν άλλη χώρα μπήκαμε
να μείνουμε για πάντα εκεί, αν γινόταν.
Εμείς φύγαμε στα κρυφά. Μας κυνηγήσαν, μας προγράψανε.
Κι η χώρα που μας δέχτηκε, σπίτι δε θα ‘ναι, μα εξορία.
Έτσι, απομένουμε δω πέρα, ασύχαστοι, όσο μπορούμε πιο κοντά
στα σύνορα,
προσμένοντας του γυρισμού τη μέρα, καραδοκώντας το παραμικρό
σημάδι αλλαγής στην άλλην όχθη, πνίγοντας μ’ ερωτήσεις
κάθε νεοφερμένο, χωρίς τίποτα να ξεχνάμε, τίποτα
ν’ απαρνιόμαστε,
χωρίς να συχωράμε τίποτ’ απ’ όσα έγιναν, τίποτα δε συχωράμε.
Α, δε μας ξεγελάει τούτη η τριγύρω σιωπή! Ακούμε ίσαμ’ εδώ
τα ουρλιαχτά που αντιλαλούν απ’ τα στρατόπεδά τους. Εμείς
οι ίδιοι
μοιάζουμε των εγκλημάτων τους απόηχος, που κατάφερε
τα σύνορα να δρασκελίσει. Ο καθένας μας,
περπατώντας μες στο πλήθος με παπούτσια ξεσκισμένα,
μαρτυράει την ντροπή που τη χώρα μας μολεύει.
Όμως κανένας μας
δε θα μείνει εδώ. Η τελευταία λέξη
δεν ειπώθηκε ακόμα.

Μπ. Μπρεχτ, Ποιήματα, μτφρ. Μάριος Πλωρίτης, Θεμέλιο

Πέμπτη 16 Δεκεμβρίου 2021

ΟΙ ΦΟΡΝΤΙΑΝΟΙ Η PHILIP MORRIS ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΕΔΩΔΙΜΑ ΚΑΙ ΑΠΟΙΚΙΑΚΑ

 

ΟΙ ΦΟΡΝΤΙΑΝΟΙ  Η PHILIP MORRIS ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΕΔΩΔΙΜΑ ΚΑΙ ΑΠΟΙΚΙΑΚΑ


 


Ένα από τα αγαπημένα θέματα συζήτησης που είχαμε μια παρέα αριστερών στα χρόνια της χούντας ήταν οι «Φορντιανοί». Έτσι αποκαλούσαμε τους -κατά την αυστηρή αριστερή μας κρίση- «εξωνημένους» προοδευτικούς διανοούμενους που δέχονταν ασμένως τη δωρεά ενός Φορντ πολυτελείας από την γνωστή αυτοκινητοβιομηχανία ως επιβράβευση του πνευματικού τους έργου. Είχαμε, μάλιστα, δημιουργήσει και λίστα γνωστών πανεπιστημιακών και λοιπών ανθρώπων του πνεύματος, αλλά ουδέποτε την δημοσιοποιήσαμε ούτε την «αξιοποιήσαμε» άλλως πως.

Το δόγμα ότι η προσφορά δωρεάς από ορκισμένους μέντορες του καπιταλισμού πάντα γίνεται με υστεροβουλία, αντικατοπτρίζεται εμφανώς σε μια περίπτωση από τις «εν πολλαίς αμαρτίες πεσούσα» αυτοκινητοβιομηχανία. Και δεν αποτελεί υπερβολή ότι για τους τέως, νυν και αεί καπιτα-ληστές ισχύει πως «τα κέρδη τους κοστίζουν ανθρώπινες ζωές» Ας μιλήσουμε συγκεκριμένα: Στη δεκαετία του 1970, τα αυτοκίνητα Ford Pinto παρουσίαζαν ρεκόρ πωλήσεων στις Η.Π.Α., αλλά είχαν ένα κατασκευαστικό μειονέκτημα που κάποιες φορές κόστιζε ακόμη και την απώλεια ζωής του οδηγού του οχήματος: Το ντεπόζιτο βενζίνης ήταν στην πίσω πλευρά του αυτοκινήτου, οπότε σε περίπτωση που το όχημα που ακολουθούσε τύχαινε να προσκρούσει στο Ford Pinto, συνήθως ακολουθούσε έκρηξη του ρεζερβουάρ «κι όποιον πάρει ο χάρος» . Κάποια στιγμή , όταν οι νεκροί ξεπέρασαν τους 500, ένας οδηγός που τη γλίτωσε με σοβαρά εγκαύματα κινήθηκε δικαστικά κατά της αυτοκινητοβιομηχανίας. Και τότε αποδείχθηκε πως ήταν γνωστό το πρόβλημα, ότι υπήρχε λύση ώστε να «θωρακιστεί» το ντεπόζιτο βενζίνης αλλά ήταν οικονομικά ασύμφορη! Τα έβαλαν κάτω με μολύβι και χαρτί οι οικονομικοί εγκέφαλοι της Ford  υπολόγισαν ότι για παράδειγμα: 180 θάνατοι και 180 θύματα εγκαυμάτων που θα συνέβαιναν λόγω του υπάρχοντος προβλήματος στο ντεπόζιτο βενζίνης συν την αξία του καμένου οχήματος θα επιβάρυναν την εταιρία με 49,5 εκατομμύρια δολάρια. Αντιστοίχως, αν πρόσθεταν ένα προστατευτικό κάλυμμα στο ρεζερβουάρ αξίας 11 δολαρίων στα  12,5 εκατομμύρια αυτοκίνητα που ήδη κυκλοφορούσαν, το κόστος για την εταιρία θα ανερχόταν σε 137,5 εκατομμύρια δολάρια. Φυσικά, η Ford δεν έβγαλε αυθαίρετα το κόστος απώλειας ανθρώπινων ζωών ή τραυματισμών. Στις αρχές της δεκαετίας του ’70, ο Εθνικός Οργανισμός Ασφάλειας της Κυκλοφορίας στους Αυτοκινητοδρόμους είχε «τιμολογήσει» τους θανάτους και τους τραυματισμούς. Δεν έχουμε , εν προκειμένω, υπολογίσει το συνολικό κόστος των δωρεάν αυτοκινήτων στους «Φορντιανούς διανοούμενους», αλλά έχουμε απόλυτη εμπιστοσύνη στους οικονομικούς διευθυντές που πάντα φροντίζουν για το καλό της εταιρίας.

Δεν είναι σωστό να μπούμε στον πειρασμό και να υποψιαστούμε ότι κάπως ανάλογα σκέφτονται και οι νεοφιλεύθεροι κυβερνήτες μας. Μακριά από μας οι πονηρές σκέψεις ότι κάθονται και κάνουν cost- benefit analysis για το Εθνικό Σύστημα Υγείας και τις απώλειες χιλιάδων ζωών λόγω πανδημίας. Και να θέλαμε δηλαδή, πάλι δεν θα είχαμε τις γνώσεις να βρούμε το ισοζύγιο του συνθήματος «αυτοί μιλάνε για κέρδη και ζημιές, εμείς μιλάμε για ανθρώπινες ζωές» . Ας δούμε, ωστόσο, μια σχετική μελέτη που έγινε τα τελευταία χρόνια στην Τσεχία, όχι με αφορμή την πανδημία αλλά σχετικά με τις βλαβερές επιπτώσεις του καπνίσματος σε μια χώρα θεριακλήδων καπνιστών. Αξίζει και μόνο για συνειδητοποιήσουμε τον «ψύχραιμο» τρόπο που σκέφτονται οι σπουδαγμένοι στα Αμερικάνικα πανεπιστήμια του Σικάγο και του Χάρβαρντ.

Η κυβέρνηση της Τσεχίας, ανησυχώντας για την αύξηση των παθήσεων στους πολίτες της, λόγω καπνίσματος, μελετούσε την επιβολή μιας μεγάλης αύξησης στη φορολογία των προϊόντων καπνού ώστε να μειώσει τον αριθμό των καπνιστών. Η Philip Morris, που κάνει χρυσές δουλειές στην Τσεχία, θορυβήθηκε και έσπευσε να αποτρέψει την ελάττωση των κερδών της, πείθοντας την κυβέρνηση ότι η απόφασή της θα ήταν ασύμφορη για τα οικονομικά της χώρας. Έβαλε λοιπόν, η καπνοβιομηχανία τα σαΐνια της να παρουσιάσουν μια ανάλυση κόστους- οφέλους στην κυβέρνηση. Τα νούμερα της μελέτης έπειθαν πως παρόλο που οι καπνιστές επιβαρύνουν το σύστημα υγείας όσο βρίσκονται στη ζωή, εντούτοις πεθαίνουν πρόωρα και έτσι απαλλάσσουν το κράτος από περαιτέρω περίθαλψη, συντάξεις και στέγαση σε γηροκομεία. Υπολόγισαν μάλιστα οι αθεόφοβοι ότι μαζί με τους ήδη υπάρχοντες φόρους καπνού, στα ταμεία της χώρας θα έμπαιναν147 εκατομμύρια δολάρια ετησίως!

Ψυχρή και τετράγωνη η λογική των νεοφιλελεύθερων ταγών της ανθρωπότητας. Ευφάνταστοι και πειστικότατοι στον εγκλωβισμό κυβερνήσεων και πολιτών στο παράλογο και αντι-κοινωνικό αφήγημά τους. Αναζητείται το αριστερό αφήγημα που θα εμπνεύσει τους πολίτες να σκέφτονται έξω από το νεοφιλελεύθερο κουτί, να πάψουν να γονατίζουν υπάκουα σαν την καμήλα που φορτώνεται μέχρι να σπάσει η ράχη της. Αν η πανδημία δεν μας ταρακουνήσει, τότε ας αναμένει η ανθρωπότητα την επόμενη πτώση μετεωρίτη που θα αφανίσει τους Ρινόκερους αυτή τη φορά.

Παρασκευή 12 Νοεμβρίου 2021

Όλιβερ Σακς: Η φύση, οι ορμές, η επιστήμη, η νευρολογική καταστροφή

 


O κορυφαίος νευρολόγος Όλιβερ Σακς (1933-2015) είναι πιο λογοτέχνης από πολλούς μεγάλους λογοτέχνες.

 Μεγάλο μέρος του παγκόσμιου κοινού τον ανακάλυψε και τον αγάπησε για την καθηλωτική και ταυτόχρονα απελευθερωτική

 δύναμη της αφήγησής του μέσα από το βιβλίο του Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο, ιστορίες

 ασθενών που είναι παγιδευμένοι σε νευρολογικές διαταραχές.

Αυτή την αφηγηματική ποιότητα, μαζί με χιούμορ, ευαισθησία και ενσυναίσθηση, ξαναβρίσκουμε τώρα στη συλλογή 

Κάθε πράγμα στη θέση του, τριάντα τρεις ιστορίες ταξινομημένες σε τρεις μεγάλες θεματικές περιοχές: στο παρελθόν, 

γιατί όσες επαναστατικές αλλαγές κι αν έχουν γίνει στην ιατρική και στην τεχνολογία, η ανθρώπινη εμπειρία δεν έχει αλλάξει.

 Το μέρος αυτό τιτλοφορείται «Πρώτες αγάπες». Στην κλινική παρατήρηση, γιατί κάθε άνθρωπος με διαταραχή είναι και μια

 μοναδική ιστορία. Το μέρος αυτό τιτλοφορείται «Κλινικές ιστορίες». Και στο μέλλον, καθώς η ζωή συνεχίζεται και χωρίς εμάς.

 Το μέρος αυτό τιτλοφορείται «Η ζωή συνεχίζεται».

Γιατί, όπως γράφει ο Όλιβερ Σακς στην ακροτελεύτια φράση του βιβλίου του, που κυκλοφόρησε στα αγγλικά το 2019,

«αντιμέτωπος με τη δική μου επικείμενη αναχώρηση από τον κόσμο, θέλω να πιστεύω πως το ανθρώπινο είδος και ο

 

πλανήτης μας θα επιβιώσουν, πως η ζωή θα συνεχιστεί και πως αυτή δεν θα είναι η “στερνή μας ώρα”». 

Μερικά χρόνια πριν ο Όλιβερ Σακς πεθάνει, του είχε ζητηθεί να πάρει μέρος σε μια δημόσια συζήτηση με θέμα 

«Πληροφορία και επικοινωνία τον 21ο αιώνα». Ένας από τους συμμετέχοντες στη συνάντηση αυτή, πρωτοπόρος του 

διαδικτύου, είχε δηλώσει με υπερηφάνεια ότι η κόρη του πλοηγούνταν καθημερινά στο διαδίκτυο επί δώδεκα ώρες, έχοντας έτσι 

πρόσβαση σε ένα μεγάλο φάσμα πληροφοριών που κανένας από τις προηγούμενες γενιές δεν θα μπορούσε να είχε στη διάθεσή του.

Ο Όλιβερ Σακς τον ρώτησε αν η κόρη του είχε διαβάσει κάποιο μυθιστόρημα της Τζέιν Όστιν. Ο «πρωτοπόρος» απάντησε ότι 

η κόρη του δεν είχε χρόνο για τέτοια πράγματα. Τότε ο Σακς αναρωτήθηκε, στρεφόμενος στο ακροατήριο, αν αυτό το κορίτσι θα 

μπορούσε να κατανοήσει ουσιαστικά την ανθρώπινη φύση και την κοινωνία. Οι πληροφορίες διαφέρουν από τη γνώση, είπε, 

εκδηλώνοντας την ανησυχία του για το μέλλον αυτού του κοριτσιού που κινδύνευε να μείνει μ’ ένα μυαλό ρηχό και 

ανίκανο να επικεντρώνεται στην ουσία. Το μισό ακροατήριο χειροκρότησε τον Όλιβερ Σακς. Το άλλο μισό τον αποδοκίμασε.

Η ιστορία αυτή, με την οποία κλείνει το βιβλίο και η οποία έχει τίτλο «Η ζωή συνεχίζεται», συμπυκνώνει όλες τις ανησυχίες αλλά και την ελπίδα του Όλιβερ Σακς για το μέλλον. Ο μεγάλος νευρολόγος υποστηρίζει εδώ ότι βιώνουμε σήμερα κάτι σαν νευρολογική 

καταστροφή σε γιγαντιαία κλίμακα. Συστατικά αυτής της καταστροφής είναι η απώλεια της ιδιωτικής ζωής, λόγω της τεχνολογίας και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, και η παραίτηση από τις μεγάλες κατακτήσεις του πολιτισμού μας, όπως η μοναξιά, ο ελεύθερος 

χρόνος και το δικαίωμα του να είναι κανείς ο εαυτός του, δηλαδή να είναι πραγματικά απορροφημένος από αυτό που κοιτά, είτε

 είναι ένα έργο τέχνης ή μια επιστημονική θεωρία είτε ένα ηλιοβασίλεμα και το πρόσωπο ενός αγαπημένου.

Υπάρχει όμως και η ελπίδα, που είναι η επιστήμη. Πέρα από τη λογοτεχνία, την τέχνη ή τη μουσική, μόνο η επιστήμη,

«συνεπικουρούμενη από την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, την κοινή λογική, τη διορατικότητα κα φροντίδα για τους άτυχους και  φτωχούς, φέρνει κάποια ελπίδα στον αποτελματωμένο κόσμο μας», γράφει ο Σακς.

Για τον Όλιβερ Σακς, η επιστήμη έχει παρελθόν. Τα έξι κείμενα που αποτελούν το πρώτο μέρος του βιβλίου, τις «Πρώτες

 αγάπες», είναι αφιερωμένα σε παλιούς στοχαστές και επιστήμονες αλλά και στις βιβλιοθήκες, στην ελευθερία που σου δίνουν και στις εκπλήξεις που κρύβουν. Ο Σακς ομολογεί εδώ ότι το διάσημο βιβλίο του Ημικρανία εμπνέεται από ένα παλιό ομότιτλο 

βιβλίο του Έντουαρντ Λάιβινγκ που είχε κυκλοφορήσει το 1870 και το είχε βρει στο ιστορικό τμήμα της Βιβλιοθήκης της Ιατρικής Σχολής.

Ομολογεί, επίσης, ότι γύρω στα δεκατρία-δεκατέσσερα χρόνια του διάβασε το βιβλίο του Ούγγρου Φρίγκιες Καρίνθι 

(1887-1938) Ταξίδι γύρω από το κρανίο μου (η περιγραφή της επέμβασης στην οποία υποβλήθηκε ο συγγραφέας για την 

αφαίρεση όγκου από τον εγκέφαλό του), ένα βιβλίο που τον επηρέασε όταν ήρθε η ώρα να γράψει τις δικές του νευρολογικές ιστορίες.

«Πώς θα ήταν δυνατό να πιστεύω ότι η ιστορία της επιστήμης δεν έχει σχέση με το σήμερα;»

αναρωτιέται ο Σακς. Και ομολογεί ότι η επιστήμη προχωρά έξω από το παρελθόν της, αλλά ποτέ δεν του ξεφεύγει, όπως δεν

 ξεφεύγουμε ποτέ από την παιδική μας ηλικία.

O Σακς σε νεαρή ηλικία.
Φωτ.: Douglas White

Μία από τις πιο ενδιαφέρουσες «κλινικές ιστορίες» που παρουσιάζει ο Σακς στο δεύτερο μέρος του βιβλίου έχει τίτλο 

«Ορμές». Είναι η περίπτωση ενός 49χρονου άντρα, του Ουόλτερ, που μετά από μια επέμβαση στον κροταφικό λοβό για την 

αντιμετώπιση της επιληψίας άλλαξε εντελώς συμπεριφορά και χαρακτήρα. Μία από τις εκδηλώσεις αυτής της αλλαγής ήταν η 

ακόρεστη σεξουαλική επιθυμία. «Ήθελε να κάνει σεξ όλη την ώρα» είχε πει η γυναίκα του, η οποία έφτασε στα όρια της 

απόλυτης κόπωσης.

Τώρα ο ήρωας της ιστορίας βρήκε διέξοδο στον αυνανισμό με τη βοήθεια της διαδικτυακής πορνογραφίας. Άρχισε να

 καταναλώνει πορνογραφικό υλικό για ενηλίκους και, χωρίς να το καταλάβει, πέρασε και στην παιδική πορνογραφία.

Κάποια στιγμή συνέβη το αναπόφευκτο: τον συνέλαβε το FBI για κατοχή υλικού παιδικής πορνογραφίας. Στη δίκη που 

ακολούθησε, ο θεράπων ιατρός του παρουσιάστηκε ως μάρτυρας υπεράσπισης, ενώ διαβάστηκε επιστολή του Όλιβερ Σακς όπου 

εξηγούσε τις επιπτώσεις της επέμβασης στον εγκέφαλο και κυρίως τα συμπτώματα του συνδρόμου Κλίβερ-Μπουσί, από το οποίο

 έπασχε ο κατηγορούμενος, ένα σύνδρομο που προκαλεί ακόρεστη βουλιμική και σεξουαλική ορμή. Το δικαστήριο 

πείστηκε, αλλά καταδίκασε τελικά τον Ουόλτερ, όχι για την κατοχή υλικού παιδικής πορνογραφίας αλλά γιατί δεν είχε 

ενημερώσει νωρίτερα τους γιατρούς του.

Η ζωή, όμως, συνεχίζεται. Κι ένα από τα ωραιότερα κείμενα του βιβλίου του Όλιβερ Σακς έχει τίτλο «Γιατί χρειαζόμαστε τους

 κήπους». Ο Σακς γράφει ότι

«στα σαράντα χρόνια που ασκώ την Ιατρική, έχω βρει μόνο δύο τύπους μη φαρμακευτικής θεραπείας με ζωτική επίδραση

 

στους ασθενείς με χρόνιες νευρολογικές παθήσεις: τη μουσική και τους κήπους». 

Θεωρεί ότι η επίδραση των χαρακτηριστικών της φύσης στην υγεία δεν είναι μόνο πνευματική και ψυχολογική αλλά και

 σωματική και νευρολογική. 

«Σε πολλές περιπτώσεις, οι κήποι και η φύση έχουν αποδειχτεί αποδοτικότεροι από τα φάρμακα».

Τώρα που γράφω αυτό το κείμενο για το βιβλίο του Σακς «ζω» ταυτόχρονα το δικό του κείμενο του για τους κήπους. Από το 

παράθυρό μου βλέπω τη ροδιά που αρχίζει να παίρνει το χρυσό χρώμα του φθινοπώρου, ενώ πίσω της απλώνεται ακόμα η πράσινη θάλασσα των φιστικόδεντρων.

Η απόλαυση του βιβλίου δεν θα ήταν δυνατή χωρίς την πολύ καλή μετάφραση των Κώστα Πόταγα και Άννυς Σπυράκου.

***

Πηγή:  –  lifo.gr

by Αντικλείδι , https://antikleidi.com

Σε άδειο θέατρο- Μάνος Ελευθερίου

  Σε άδειο θέατρο χωρίς τους θεατές μέσα στη νύχτα σαν καράβι ταξιδεύεις βρίσκεις λιμάνια που βουλιάξανε στο χθες και να βρεθείς ξανά στο χά...

ευανάγνωστα