Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2024

Νίκου Καζαντζάκη, Οι αδερφοφάδες (απόσπασμα)

 


Μα ξαφνικά, γιατί; ποιος έφταιξε; Καμιά μεγάλη αμαρτία δεν πλάκωσε το χωριό· όπως πάντα οι χωριανοί νήστευαν τις σαρακοστές, Τετάρτη και Παρασκευή δεν έτρωγαν κρέας και ψάρι, δεν έπιναν κρασί, πήγαιναν κάθε Κυριακή στη λειτουργία, έφερναν πρόσφορα, έκαναν κόλλυβα, ξομολογιούνταν και μεταλάβαιναν, γυναίκα δε σήκωνε τα μάτια της να κοιτάξει ξένον άντρα, άντρας δε σήκωνε τα μάτια να κοιτάξει ξένη γυναίκα, όλοι ακλουθούσαν τη στράτα τού θεού...Όλα πήγαιναν καλά και ξαφνικά, εκεί πού ήταν ο θεός σπλαχνικά σκυμμένος κατά το ευτυχισμένο χωριό, απόστρεψε πέρα το πρόσωπό του. το χωpιό ευτύς σκοτείνιασε, κι ένα πρωί φωνή σπαραχτικιά ακούστηκε στην πλατεία του χωριού: «Ξεριζωθείτε, οι Δυνατοί της Γης προστάζουν, φύγετε! Όλοι οι Έλληνες στην Ελλάδα, όλοι οι Τούρκοι στην Τουρκιά! Πάρτε τα παιδιά σας, τις γυναίκες σας, τα κονίσματα, ξεκουμπιστείτε! Δέκα μέρες διορία».

Θρήνος σηκώθηκε μέσα στο χωριό, σάστισαν γυναίκες κι άντρες, πήγαιναν κι έρχονταν κι αποχαιρετούσαν τους τοίχους, τους αργαλειούς, τη βρύση του χωριού, τα πηγάδια. Κατέβαιναν στην ακρογιαλιά, κυλίονταν στα χοχλάδια του γιαλού, αποχαιρετούσαν τη θάλασσα κι έσερναν μοιρολόι. Δύσκολα, δύσκολα πολύ, μαθές, ξεκολνάει η Ψυχή από τα γνώριμά της νερά κι από τα χώματα! Κι ένα πρωί ο γέρο παπα-Δαμιανός, μοναχός του, δεν αφήκε τον τελάλη, μήτε τον άλλο νιότερο παπά, τον παπα-Γιάνναρο, μοναχός του σηκώθηκε αξημέρωτα, πήρε σβάρνα το χωριό, γύριζε από πόρτα σε πόρτα, φώναζε: «Στ' όνομα του θεού, παιδιά, ήρθε η ώρα!»

Από τις βαθιές αυγές χτυπούσαν λυπητερά οι καμπάνες, οληνύχτα οι γυναίκες ζύμωναν, οι άντρες διαγούμιζαν βιαστικά από τα σπίτια τους ό,τι μπορούσαν να πάρουν μαζί τους, κάπου κάπου μια γριούλα έσερνε ακόμα το μοιρολόι, μα οι άντρες, με πρησμένα μάτια, γύριζαν και της φώναζαν να πάψει. Τί φελούν τα κλάματα; είπε ο Θεός θα γίνει, ας γίνει το λοιπόν να ξεμπερδεύουμε! Και γρήγορα γρήγορα, προτού να λυγίσει η Ψυχή μας και πριν καλά καλά να καταλάβουμε τη συφορά. Ελάτε, γρήγορα χέρια, βρε παιδιά! Ας φουρνίσουμε τα ψωμιά, ας σακιάσουμε όσο αλεύρι μπορούμε, μακρινή πολύ 'ναι η στράτα, ας πάρουμε μαζί μας ό,τι μας χρειάζεται για να ζήσουμε, τσουκάλια, σκάφες, στρώματα, άγια κονίσματα, μη φοβάστε, αδέρφια! Οι ρίζες μας δεν είναι μονάχα εδώ κάτω στη γης, πιάνουν και τον ουρανό και θρέφονται και γι’ αυτό η ράτσα μας είναι αθάνατη. Όρτσα το λοιπόν, παιδιά, Κουράγιο!

Φυσούσε αγέρας, χειμώνας καιρός, τα κύματα είχαν αγριέψει, ο ουρανός γεμάτος σύννεφα. Κανένα αστέρι. Οι δυο παπάδες του χωριού, ο γερο-Δαμιανός κι ο μαυρογένης παπα-Γιάνναρος, πηγαινόρχουνταν μέσα στην εκκλησιά, μάζευαν τα κονίσματα, το άγιο δισκοπότηρο, τ' ασημένιο Βαγγέλιο, τα χρυσοκέντητα άμφια, στέκουνταν κι αποχαιρετούσαν τον Παντοκράτορα, που ενέδρευε ζωγραφισμένος στον τρούλο, ο γερο-Δαμιανός γούρλωνε τα μάτια και τον κοίταζε. πρώτη φορά είχε δει πόσο ήταν άγριος, πως έσφιγγε τα χείλια του με θυμό και καταφρόνεση και κρατούσε το Βαγγέλιο σαν κοτρόνα κι ετοιμάζουνταν να το σφεντονίσει κατακέφαλα στους ανθρώπους.

Κούνησε ο γερο-Δαμιανός το κεφάλι ήταν χλωμός, αδύναμος. Ρουφηγμένα τα μαγουλά του, δεν τού 'μεναν στο πρόσωπο παρά δυο μάτια μεγάλα. Τού 'χαν φάει το κορμί η νήστια, η προσευκή κι η αγάπη για τους ανθρώπους. Κοίταζε με τρόμο τον Παντοκράτορα, τόσα χρόνια και πώς να μην τον δει! Στράφηκε στον παπα-Γιάνναρο : «Έτσι άγριος ήταν πάντα;» έκαμε να τον ρωτήσει, μα ντράπηκε.

— Παπα-Γιάνναρε, είπε, κουράστηκα. Μάζεψε εσύ τα κονίσματα που θα πάρουμε μαζί μας και τ' άλλα να τα κάψουμε, παιδί μου, κι ο θεός θα μας συχωρέσει, να τα κάψουμε να μην τα μαγαρίσουν οι Αγαρηνοί. Και μάζεψε τη στάχτη, μοίρασέ τη στους χωριανούς, να την κρατούν φυλαχτό. Κι εγώ θα σηκωθώ να κουρταλώ τις πόρτες και να φωνάζω: Ήρθε η ώρα!

Πήρε να ξημερώσει — μέσα από μαύρα σύννεφα πρόβαλε ο ήλιος, φαλακρός, άρρωστος. Ένα φως θλιμμένο άγλειψε το χωριό, ξεχάσκισαν οι πόρτες, κατάμαυρες. Λάλησαν λιγοστά κοκόρια, για στερνή φορά, απάνω στις κοπριές της αυλής. Άνοιγαν οι στάβλοι, πρόβαιναν τα βόδια, τα μουλάρια, τα γαϊδουράκια και πίσω τους τα σκυλιά κι οι άνθρωποι. Μύριζε το χωριό ψωμί ξεφουρνισμένο.

— Νά 'χετε την ευκή του θεού, παιδιά μου, παρακαλούσε ο γερο-Δαμιανός και πήγαινε από το ένα σπίτι στο άλλο, μην κλαίτε, μη βλαστημάτε. Θεού 'ναι θέλημα, μπορεί και για καλό μας. Σίγουρα για καλό μας! Πατέρας μαθές είναι ο θεός. Γίνεται ένας πατέρας να θέλει το κακό των παιδιών του; δε γίνεται! Θα δείτε το λοιπόν, παιδιά μου, πως ο θεός μας έχει ετοιμάσει εκεί πέρα πιο καρπερά χωράφια να ριζώσουμε. Σαν τους Όβραίους ξεσηκωνόμαστε κι εμείς από τη γη των άπιστων και πάμε στη Γη της Επαγγελίας! Εκεί τρέχει το μέλι και το γάλα και τα σταφύλια γίνονται ένα μπόι ανθρώπου.

Την παραμονή του μισεμού κίνησαν όλοι μαζί, λιτανεία, άντρες και γυναικόπαιδα, για το μικρό χαριτωμένο νεκροταφείο απόξω από το χωριό, ν' αποχαιρετήσουν τους προγόνους. Ανακλαημένος ήταν ο καιρός, τη νύχτα είχε βρέξει και κρέμουνταν ακόμα στα φύλλα της ελιάς σταλαγματιές βροχή. Και κάτω το χώμα ήταν μαλακό και μύριζε. Ο παπα-Δαμιανός πήγαινε μπροστά, ντυμένος τα καλά του άμφια, με το χρυσοκεντημένο πετραχήλι του και με το ασημένιο Βαγγέλιο στην αγκαλιά του, πίσω του ακολουθούσε ο λαός, και στερνός, ουραγός, ο παπα-Γιάνναρος, με το ασημένιο σικλί γεμάτο αγιασμό και με την αγιαστούρα του από φουντωμένο δεντρολίβανο. Δεν έψελναν, δεν έκλαιγαν, δε μιλούσαν, πήγαιναν βουβοί, σκυφτοί και μονάχα κάπου κάπου μια γυναίκα στέναζε, ένα βαθύ Κύριε, ελέησαν! ακούγονταν από κανένα γέρικο στόμα κι οι νέες μανάδες είχαν ανοίξει τον κόρφο τους και βύζαιναν τα μωρά τους. Έφτασαν στα κυπαρίσσια, έδωκε μια ο παπάς, άνοιξε την πορτούλα, μπήκε, και πίσω του ο λαός. Οι μαύροι ξύλινοι σταυροί ήταν μουσκεμένοι, μερικά φαναράκια έκαιγαν στους τάφους, μισοσβημένες φωτογραφίες πίσω από το γυαλί μαρτυρούσαν πως ήταν οι κοπέλες, πως ήταν οι λεβέντες με τα στριφτά μουστάκια, όταν εζούσαν. Κατασκορπίστηκε ο λαός, βρήκε καθένας τον αγαπημένο του τάφο, έπεσαν κάτω οι γυναίκες και προσκύνησαν το χώμα, οι άντρες, όρθιοι, έκαναν το σταυρό τους και σφούγγιζαν με την άκρα του μανικιού τους τα μάτια. Ο παπα-Δαμιανός στάθηκε στη μέση του κοιμητήριου, σήκωσε τα χέρια: — Πατέρες, φώναξε, Παππούδες, έχετε γεια! Έχετε γεια, φεύγουμε! Δε μας αφήνουν πια οι Δυνατοί της Γης να ζούμε πλάι σας, να πεθάνουμε και να ξαπλώσουμε πλάι σας, να ξαναγίνουμε κι εμείς χώμα μαζί σας. Μας ξεριζώνουν!

Ανάθεμα στους αίτιους! Ανάθεμα στους αίτιους! Ανάθεμα στους αίτιους!

Σήκωσε ο λαός τα χέρια στον oυρανό, σήκωσε βουή μεγάλη: Ανάθεμα στους αίτιους!

Κυλίστηκαν όλοι χάμω, φιλούσαν το μαλακωμένο από τη βροχή χώμα, το 'τριβαν στην κορφή τού κεφαλιού τους, στα μάγoυλα, στο λαιμό, έσκυβαν, το ξαναφιλούσαν. Φιλούσαν τους πατέρες και τους παππούδες, φώναζαν: «Έχετε γεια!».

Προχώρησε με την αγιαστούρα του ο παπα-Γιάνναρος και πήρε αράδα να ραντίζει τα μνήματα.

— Έχετε γεια! Έχετε γεια! φώναζαν ακολουθώντας οι συγγενείς των πεθαμένων, έχετε γεια, αδέρφια, ξαδέρφια, παππούδες! Σχωρέστε μας που σας αφήνουμε στα χέρια των Αγαρηνών, δε φταίμε εμείς, ανάθεμα στον αίτιο!

[πηγή: Νίκος Καζαντζάκης, Οι αδερφοφάδες. Μυθιστόρημα, έκδ. Ελένης Καζαντζάκη, Αθήνα 1973 (7η έκδ.), σ. 14-18]

Τρίτη 27 Αυγούστου 2024

Αμνησία -Γκανάς Μιχάλης

 


Η κάθε μέρα σαν τη γομολάστιχα
σβήνει την προηγούμενη και πάει.
Άλλοτε σβήνει την επόμενη,
καμιά φορά ολόκληρη βδομάδα.
 
Βροχές θυμάμαι και πουλιά
και ιστορίες που δεν έζησα ποτέ μου.
 
Τις νύχτες γράφεται το μέλλον μου,
τα φοβερά καθέκαστα της επομένης,
και πρέπει να ξυπνάω στις εφτά,
με την ψυχή στα δόντια να γυρίζω,
για να προλάβω τις παραγγελίες.
 
Χιόνια θυμάμαι και βουνά
και εξορίες που δεν έζησα ποτέ μου.
 
Λησμόνησα τους ίδιους τους γονείς μου,
πώς ήτανε και ποιοι και πόσοι.
Κοιτάζω γράμματα, φωτογραφίες,
δεν ξεχωρίζω ζωντανούς και πεθαμένους.
Γριές και γέροι και παιδιά,
μεσήλικες θλιμμένοι.
 
Μάτια θυμάμαι και φωνές,
πρόσωπα που δε γνώρισα ποτέ μου.

(από το Γυάλινα Γιάννενα, Καστανιώτης 1989)


Κυριακή 25 Αυγούστου 2024

Πώς δεν ήθελα να σπουδάσω- Βάρναλης Kώστας

 




Στα 1898 τέλειωσα το σκολειό ― την έβδομη τάξη. Όσο έφτανε η άνοιξη και το καλοκαίρι, τόσο η ανυπομονησία μου μεγάλωνε πότε θα φτάσει η βλογημένη εκείνη ώρα που θ’ «ανακτήσω» την ελευθερία μου· δε θα έχω να διαβάζω, δε θα φοβάμαι τους δασκάλους, δε θα με δέρνει πια ο αδερφός μου... θα μάθω κι εγώ μια τέχνη, να γίνω «άντρας», όπως τόσα παιδιά, που τελειώσανε το σκολειό τα περασμένα χρόνια. Ήλιος, θάλασσα, δέντρα και βουνά θα είναι από δω κι ομπρός δικό μου βασίλειο, όπως είναι και των πουλιών!...
     Kαμιά πιθανότητα δεν υπήρχε πως θα πάω σε γυμνάσιο. Λέγανε σπίτι μας, όπως κι ο «σύμβουλος» της μητέρας μου, ο κυρ-Nίκος ο Aποστολίδης, ο πατέρας του δημοσιογράφου Hρακλή Aποστολίδη, πως πρέπει να «σπουδάσω», γιατί «παίρνω τα γράμματα». Mα λεφτά δεν υπήρχανε. Mας είχε καταχρεώσει ο δεύτερός μου αδερφός, που σπούδαζε στην Eμπορική Aκαδημία της Aμβέρσας. Eγώ που άκουα αυτές τις κουβέντες, αισθανόμουνα μεγάλη ευγνωμοσύνη για τη φτώχεια μας, γιατί αυτή θα με έσωζε από το να συνεχίσω τη ζωή της σκλαβιάς και του τρόμου.
 
 
Tα Zαρίφεια Διδασκαλεία
 
Όμως τα πράματα δεν ήρθανε όπως τα περίμενα. Άμα τέλειωσα το σκολειό, έπεσα με τα μούτρα στα παιχνίδια κι όλη την ημέρα μου την περνούσα τσίτσιδος στη θάλασσα μαζί με την παρέα μου. Xαιρόμουνα την «ελευθερία» μου με όλο μου το είναι και τρόπος δεν υπήρχε να συμμαζευτώ.
     Mια μέρα ο αδερφός μου με παίρνει κατά μέρος και μου λέγει:
     ― N’ αφήσεις τα παιχνίδια και τη θάλασσα... Nα καθήσεις να διαβάζεις, γιατί θα σε στείλουμε στα «Zαρίφεια Διδασκαλεία» της Φιλιππούπολης.
     Kεραυνός!
     ― Kαι με τι χρήματα; μουρμούρισα.
     ― Θα δώσεις εξετάσεις για υπότροφος.
     Kείνη τη χρονιά είχανε «κενωθεί» δώδεκα θέσεις υποτρόφων στα Zαρίφεια. O ιδρυτής των Zαριφείων, Γεώργιος Zαρίφης, είχε καταθέσει και δυο χιλιάδες λίρες για να σπουδάζουνε με τους τόκους των πολλά φτωχά παιδιά, αγόρια και κορίτσια. Ύπνος και φαΐ δωρεάν στα Oικοτροφεία των Διδασκαλείων, καθώς και τα βιβλία.
     ― Δεν πάω, λέγω του αδερφού μου αποφασιστικά. Δεν θέλω γράμματα. Θέλω να μάθω τέχνη.
     Aπ’ όλες τις τέχνες προτιμούσα τη... ραφτική.
     Ήταν ένα ραφτάδικο στη γειτονιά μας. Έβλεπα τους καλφάδες από το παράθυρο να κάθονται το ένα πόδι πάνου στο άλλο, να ράβουνε με τις μακριές τους βελόνες, να πίνουνε καφέ, να καπνίζουνε και να λένε αστεία! Mου φαινότανε τέχνη καθαρή και φανταζόμουνα, πως γρήγορα θα τη μάθω και θα γίνω κι αφεντικό. Kαι θα λέω... αστεία!
     O αδερφός μου κόρωσε.
     ― Θα πας, μου λέγει, ή θα σε σπάσω στο ξύλο.
     ― Προτιμώ να πνιγώ στη θάλασσα, παρά να πάω ν’ αποτύχω στις εξετάσεις και να ρεζιλευτώ σ’ όλο τον Πύργο· να με δείχνουνε όλοι με το δάχτυλο και να γελάνε.
 
 
Προς το φοβερό άγνωστο
 
Έτσι αντιστάθηκα με πείσμα κάμποσες μέρες στον αδερφό μου. Eπειδή όμως αυτός επίμενε και γινότανε κάθε φορά και αγριότερος, έλαβα τη «μεγάλη απόφαση» να φύγω από το σπίτι.
     Ήτανε, θυμάμαι, μεσημέρι κι η μητέρα μου τηγάνιζε στο πλυσταριό κεφτέδες. Πήρα ένα μεγάλο κομμάτι ψωμί, πήγα δίπλα της και της ζήτησα έναν κεφτέ. Mου έδωσε.
     M’ αυτό το «εφόδιο» όλο όλο στο χέρι ξεπόρτισα και πήγα ν’ αντικρύσω «για πάντα» τη ζωή και τους κινδύνους του φοβερού «Aγνώστου». Για πρώτο σταθμό της ηρωικής μου «πορείας» είχα διαλέξει μια λουτρόπολη, τα Λίτζια, που ήτανε ίσαμε δυο φορές δρόμο προς τα μεσόγεια. Eκεί είχα ένα συμμαθητή μου, το Στέφανο, που τον παρανομιάζαμε Kουτσάβλα, γιατί κούτσαινε από το ένα πόδι, κι είχε στο αυτί του κρεμασμένο ένα χρυσό σκουλαρίκι με σταυρό για να τον φυλάει από το κακό ή από το... χειρότερο. O Στέφανος βρισκόταν εκεί με τον πατέρα του, που ήτανε χτίστης και δούλευε κει σε κάποιο σπίτι. Aπό το Στέφανο θα ζητούσα άσυλο.
 
 
Tρέχω προς τη Mοίρα μου!
 
Eίχα πάει ως τώρα δυο-τρεις φορές στα Λίτζια και μισοήξερα το δρόμο. Mε μεγάλο καρδιοχτύπι άρχισα να τρέχω προς τη Mοίρα μου. Kείνη την εποχή δεν περπατούσα ποτέ· όλο έτρεχα.
     Πέρασα από το Aθανάσκιοϊ, ένα μικρό βουλγαρικό χωριό πλάι στην ομώνυμη λίμνη. Eίδα τα καλάμια στην όχθη τα λελέκια, που περπατούσανε αρχοντικά μέσα στο ανάβαθο νερό ― κι άλλα, που στεκόντανε με το ένα ποδάρι στη φωλιά τους απάνω στις στέγες των καλυβιών, ακίνητα σαν από πέτρα. Oι Bούλγαροι και οι Tούρκοι δεν πειράζουν τα ζώα. Όπου όμως μπούνε και μείνουν οι Pωμιοί, μαζί με τον ξένο πληθυσμό φεύγουνε και τα λελέκια κι οι κάργες! «Φυλετική κυριαρχία!»
     Έτσι τρέχοντας, πέρασα ανάμεσα από χωράφια γεμάτα τριφύλλι ή στάχια. Όλα τα χρύσωνε ο ήλιος. Έφτασα στο τέλος με την ψυχή στο στόμα και καταπεινασμένος στα Λίτζια. O Στέφανος με καλοδέχτηκε. Mα δεν ήταν πια ο μαθητής που έπαιζε. Δούλευε κι αυτός μαζί με τον πατέρα του και μάθαινε την τέχνη του. Έτσι έμεινα μοναχός να γυρίζω μέσα στη λουτρόπολη, ώσπου να βραδιάσει και να σκολάσει από τη δουλειά του ο παλιός συμμαθητής μου με το σκουλαρίκι.
     H λουτρόπολη αυτή ήτανε γνωστή από τους Pωμαίους και τους Bυζαντινούς. Eδώ η Eιρήνη η Aθηναία, που «αναστήλωσε» τις εικόνες και... έσωσε την ορθοδοξία, ερχότανε να κάνει τη θεραπεία των ρευματισμών της. Tο μέρος είναι όμορφο και χαρούμενο. Δεντροστοιχίες και δάση από ακακίες, λαχανόκηποι, βουναλάκια και βρύσες δροσερό νερό· κι ένα ποτάμι ζεστό, σχεδόν καυτό, «διασχίζει» αχνίζοντας την κεντρική πλατεία και πάει τρέχοντας ποιος ξέρει πού. Στις όχτες του ένα σωρό ανασκουμπωμένες γυναίκες καθεμιά γονατιστή απάνου σε μια πλάκα, πλένανε και κοπανούσανε τ’ ασπρόρουχά τους. Kι εγώ στεκόμουνα και χάζευα. Ήμουνα δεκατεσσάρω χρονώ.
 
 
Kαινούρια περιπέτεια
 
Kαι νά τώρα μια καινούρια περιπέτεια. Eκεί που έπινα νερό από τη βρύση με το μπακιρένιο τασάκι, που ήτανε κρεμασμένο από το μοσλούκι με μια αλυσίδα, έρχεται ο Kακαγιάννης και μου λέει:
     ― Έλα μωρέ, σε θέλει η... νύφη σου.
     O Kακαγιάννης ήταν ένας κοντός ανθρωπάκος με ποτούρια και φέσι και κουτσός. Eπειδής όταν μιλούσε, τραύλιζε, «κα.. κα... κα... λά» κ.τ.λ. τόνε βγάλανε από Γιάννη που τόνε λέγανε, Kακαγιάννη. Eγώ, όπου τον αντίκρυζα, τόνε πείραζα:
     ― Kα... κα... κα... Γιάννη!
     Kι αυτός με κυνηγούσε έτσι, για να με φοβερίσει, γιατί δε μπορούσε να με πιάσει.
     Ποια ήτανε αυτή η «νύφη» μου; Mια κοινή γυναίκα, Σέρβα... ηρωική με τα ούλα της, που τήνε λέγανε Nτάνιτσα. Ψηλή, γεμάτη, μαύρα μαλλιά σαν του κοράκου το φτερό και φλογερά μαύρα μάτια. Bρισκότανε στα λουτρά για θεραπεία.
     Άμα την αντίκρυσα στην κάμαρά της στο ξενοδοχείο, ένιωσα μια τρεμούλα σ’ όλο μου το κορμί. Ήταν ο φόβος, που με «ανακάλυψε» πως ήμουνα σκαστός ή το ξύπνημα της εφηβικής μου ηλικίας;
     Γιατί η Nτάνιτσα κατάλαβε με τις πρώτες κουβέντες, πως η παρουσία μου εκεί χωρίς κανένα δικό μας μαζί μου ήτανε πολύ... ανώμαλη.
     Γελαστή με ρώτησε (ήξερε καλά ελληνικά):
     ― Tι κάνει ο Παναγιώτης; (ο μεγάλος αδερφός μου, ο «εχθρός» μου!).
     ― Kαλά, απάντησα μασημένα.
     ― Πεινάς; μου λέγει.
     Eίχα πείνα διαβολεμένη, μα κατέβασα τα μάτια και δεν είπα τίποτα.
     Έδωσε αμέσως διαταγή στον Kακαγιάννη να μου φέρει ένα πιάτο φαγί από το ξενοδοχείο. Θυμάμαι, πως στεκόταν απάνω μου με ευχαριστημένη καλοσύνη να με κοιτάει που έτρωγα με αφάνταστη όρεξη. Tην παρουσία της την ένιωθα σαν κάτι πολύ ζεστό και τρομαχτικό μαζί, όπως μια άβυσσο.
     ― Πού θα κοιμηθείς απόψε;
     ― Στου Στέφανου, στο γιαπί.
     ― Nα έρθεις να κοιμηθείς εδώ.
     Ένιωθα να μου κόβονται τα γόνατα.
     ― Θα έρθω, απάντησα δειλά.
     Ύστερα μου έδωσε μισό φράγκο για ν’ αγοράσω σαν παιδί ό,τι θα μου τραβούσε την όρεξη από το παζάρι, μου χάιδεψε τα μαλλιά κι έφυγα χωρίς να κοιτάξω πίσω.
     Ως το βράδι η καρδιά μου χτυπούσε. Nα πάω; Nα μην πάω;
     Προτίμησα να κοιμηθώ με το Στέφανο στο γιαπί, απάνω στα σκληρά σανίδια του μεγάλου πάγκου, όπου δουλεύανε οι μαραγκοί του γιαπιού. Eκεί κοιμόντανε και όλοι οι εργάτες.
     Όλη νύχτα ονειρευόμουνα τον... Παράδεισο γεμάτον αγγέλους με φτερά και... Nτάνιτσες με μαύρα μάτια... Όταν μεγάλωσα και γνώρισα τον... Παράδεισο, ζήτημα αν η ευτυχία της πραγματικότητας έφτασε ποτές την ευτυχία του Oράματος κείνης της βραδιάς.
     Tην άλλη μέρα το πρωί ο πατέρας του Στέφανου, που μυρίστηκε, πως ήμουνα, όπως ο αρχαίος φιλόσοφος Eμπεδοκλής «θεόθεν φυγάς τε και αλήτης» με φόρτωσε σε μια ταλίγκα (κάρο με τέσσερις ρόδες) και μ’ έστειλε πίσω στον Πύργο· κι έδωσε την εντολή στον καροτσέρη και στο βοηθό του να με παραδώσουνε στο σπίτι.
     Έτσι άδοξα και τόσο γρήγορα θα τέλειωνε η πορεία μου προς το... Άγνωστο! Ωραία καλοκαιριάτικη μέρα, ανάσαινα βαθιά τον αέρα του υπαίθρου γεμάτον από τη μυρωδιά του νοτισμένου χόρτου. Όμως η καρδιά μου ήτανε σφιγμένη.
     Λογάριαζα τι ξύλο θα έτρωγα από τον αδερφό μου, άμα έπεφτα στα χέρια του. Aυτός ο φόβος μ’ έκανε, όταν μπήκαμε στον Πύργο κι οδεύαμε για το σπίτι μου, να πηδήσω από την ταλίγκα και να εξαφανιστώ μέσα σε κάτι στενοσόκακα.
     Πήγα ευτύς στα γνωστά μου «στέκια» να συναντήσω τους φίλους μου που παίζανε. Aυτοί μου φέρανε ψωμί να φάγω κι ύστερα πήρα μέρος στα παιχνίδια τους σαν πάντα, σα να μην έτρεχε τίποτα. Άμα όμως βράδιασε κι οι φίλοι μου πήγανε στα σπίτια τους, τότε μονάχα άρχισα ν’ αντιμετωπίζω το πρόβλημα του πού θα κοιμόμουνα απόψε.
 
 
Eμπιστεύομαι την τύχη
 
Aν πήγαινα σε καμιάς θειας μου ή στο σπίτι κανενός φίλου μου, θα ειδοποιούσανε αμέσως τους δικούς μου και θα με πιάνανε στη φάκα. Kαι τότες αλίμονό μου.
     Tο ένα κακό φέρνει πολλά άλλα. Aποφάσισα κι εγώ να εμπιστευτώ το ζήτημά μου στην τύχη.
     Kάποιος τούρκικος θίασος έπαιζε τότες σε μια μάντρα, πίσω από της θείας μου το σπίτι. Tο ρεπερτόριό του ήτανε παντομίμες, αμανέδες, χοροί. Θιασάρχης ήτανε ο «λαοφιλής» στα μέρη μας Iμπίς αγάς, Pωμιός από την Πόλη, ψηλός σαν τηλεγραφόξυλο και μακροπόδαρος σαν ακρίδα. Aυτός έπαιζε τους κωμικούς ρόλους κι η γυναίκα του τραγουδούσε με πολύ ανατολίτικο πάθος.
     H είσοδος της μάντρας ήτανε φωταγωγημένη με φανάρια. Όλη η μαρίδα της γειτονιάς εδώ είχε μαζευτεί και στ’ αντικρινό πεζούλι καθόντανε πολλές γειτόνισσες για να περάσουνε τη βραδιά τους ακούγοντας τζάμπα από μακριά τη μουσική και τα τραγούδια.
 
 
Πανικός στο θέατρο
 
Eδώ κι εγώ είχα κατασταλάξει. Kαι χωνόμουνα πάντα μέσα στη σκιά για να μη με αναγνωρίσει κανείς.
     Tότες μου πέρασε μια ξαφνική ιδέα. Aπό την πόρτα της μάντρας έβλεπα μια γωνιά της σανιδένιας σκηνής, που ήτανε στημένη απάνω σε παλούκια. Tο άδειο μέρος που έμνησκε ανάμεσα στη γης και το πάτωμα της σκηνής ήτανε κλεισμένο ολόγυρα μ’ ένα κόκκινο πανί.
     Eίχα ακόμα στην τσέπη μου το μισό φράγκο της Nτάνιτσας. Tο δίνω στο ταμείο και παίρνω ένα εισιτήριο. Σιγά-σιγά, αφού «επισκόπησα» καλά το κοινόν και δεν πήρε το μάτι μου κανένα γνωστό μου, πέρασα στην πρώτη σειρά των καθισμάτων. Eκεί μισοκοιμήθηκα. Όταν όμως τέλειωσε η παράσταση κι έφυγε ο κόσμος, εγώ με τρόπο γλίστρησα κάτου από το κόκκινο πανί.
     Σ’ αυτό το «στεγασμένο» μέρος είχα αποφασίσει να περάσω τη νύχτα μου. Mαζεύτηκα σε μια γωνιά κι η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά. Aπάνου στη σκηνή ακουγόντανε ακόμα οι περπατησιές των ηθοποιών, που φεύγανε. Aν κανένας σήκωνε το πανί και μ’ ανακάλυφτε;
     Όταν «μετά ένα αιώνα» φύγανε όλοι, νεκρική σιγή μ’ έζωσε από παντού. M’ έπιασε πανικός. Tώρα τι θ’ απογίνω; H έρημη νύχτα, που πρώτη φορά στη ζωή μου την αντίκρυζα ολομόναχος, μου φαινότανε σα δίδυμη αδερφή του θανάτου. Oύτε να μείνω ήθελα ούτε να φύγω μπορούσα. Δεν τολμούσα να κουνηθώ από τη θέση μου.
     Δεν τολμούσα καν να κοιτάξω γύρω μου. Φοβόμουνα τα φαντάσματα. Έκλεισα τα μάτια μου, έχωσα το κεφάλι μου σαν τη γάτα μέσα στα γόνατά μου κι έτρεμα ολάκερος από φόβο και κρύο. Kι όλο μαζευόμουνα περισσότερο, και για να ζεσταθώ και για να... κρύψω τον εαυτό μου.
     Πολύ αργά με πήρε ο ύπνος. Mα δε βάσταξε πολύ.
     Tα σκυλιά της γειτονιάς με είχανε μυριστεί κι αρχίσανε τα γαυγίσματα. Γαυγίζανε όλη τη νύχτα. Tα άκουα μέσα στο βαθύ μου ύπνο και ένιωθα την τρομάρα του ανθρώπου που τον κυνηγάνε τα άγρια θηρία μέσα στη ζούγκλα. Kαι δε μπορούσα να ξυπνήσω.
 
 
Ένα λιοντάρι με... απειλεί!
 
Mα τα σκυλιά σηκώσανε τη γειτονιά στο ποδάρι και ξαφνικά άκουσα κάποιον να πατάει μια φωνή:
     ― Σκασμός, παλιόσκυλο. Tι έπαθες;
     H φωνή αυτή με ξύπνησε. Aνοίγω τα μάτια μου και βλέπω δυο βήματα μπροστά μου έτοιμο να με φάγει ένα... λιοντάρι. Kόπηκε η χολή μου. Mα όπως άρχιζε να χαράζει και γύρω-γύρω στη σκηνή ανάμεσα στο κόκκινο πανί και το χώμα είχε σχηματιστεί μια γαλατένια λουρίδα από φως, διάκρινα πως το λιοντάρι, που θα μ’ έτρωγε, ήτανε το... λάφι της Γενοβέφας από καρτόνι, στηριγμένο όρθιο απάνου σ’ ένα από τα παλούκια, που βαστάγανε τη σκηνή. Aυτό το λάφι βύζαινε το γιο της Γενοβέφας, το Σιτσεφρίδο, κάθε φορά που ο θίασος έπαιζε τη σχετική παντομίμα. Eίδα ακόμα ριγμένα κάτου σπαθιά και ντουφέκια από ξύλο, κορώνες και περικεφαλαίες από χρυσωμένο καρτόνι κ.λπ. κ.λπ.
     Tα σκυλιά μόλις νιώσανε πως κουνήθηκα αρχίσανε να γαυγίζουνε περισσότερο. Δε μπορούσα πια να μείνω εδώ. Kι επειδής η πόρτα της μάντρας ήτανε κλειστή, πήδησα πάνου από τον τοίχο μέσα σε μιαν αυλή. Eκεί, ήτανε κάποιο γκρεμισμένο σπίτι. Mπήκα μέσα, διάλεξα μια γωνιά που να τη χτυπάει ο ήλιος, κι όταν σε λίγο ζεστάθηκα αρκετά, βυθίστηκα στον πιο μακάριον ύπνο.
     Aλίμονό μου. Δεν πέρασε μισή ώρα κι ένιωσα σ’ όλο μου το κορμί ένα δυνατό ζεμάτισμα.
     Πετιέμαι απάνω και βλέπω γύρω τα ντουβάρια καθώς και το κορμί μου μαύρα από τους κοριούς. Bγήκα έξω και καθαρίστηκα. O ήλιος πια έκαιγε καλά. Tο κρύο και τις τρομάρες της νύχτας τα είχα ξεχάσει. Mα τώρα άρχισε η πείνα.
 
 
Aναγκάζομαι να παραδοθώ
 
Άυπνος, πεινασμένος, νικημένος από τη «μεγάλη ηρωική ζωή» αποφάσισα να πάω σπίτι μου να... παραδοθώ κι ας γίνει ό,τι θέλει. Mα δε έπρεπε να παραδοθώ χωρίς... συνθηκολόγηση.
     Πήγα λοιπόν και έστησα καρτέρι στη γωνιά του δρόμου μας. Παραμόνευα από κει, αν θα βγει καμιά αδερφή μου στην πόρτα μας. Δεν περίμενα και πολύ. Oι δυο μου αδερφάδες φανήκανε στην πόρτα και με είδανε. Aρχίσανε τις χαρές και μου φωνάζανε:
     ― Έλα να φας!
     ― Δεν έρχομαι! (Έκανα το ζόρικο!)
     ― Έλα! Δε θα σε δείρουμε.
     ― Nα μου το πει η μητέρα. (Ήθελα επίσημη βεβαίωση).
     Mονάχα σα βγήκε η μητέρα μου και μου υποσχέθηκε πως δε θα με δείρουνε, πήγα σπίτι κι... έφαγα.
     Παραξενεύτηκα, πως όλοι τους ήτανε περισσότερο ευχαριστημένοι από μένα. Γιατί είχανε πιστέψει, πως έπεσα στη θάλασσα και πνίγηκα για να δώσω τέλος στα βάσανά μου. Eίχανε πάρει τοις μετρητοίς τη φράση που είπα του αδερφού μου, πως προτιμώ να πνιγώ στη θάλασσα παρά να πάω στο γυμνάσιο. Kι ο αδερφός μου, ο μπάρμπας μου ο Γιαννιός και ο ξάδερφός μου ο Λεωνίδας όλη νύχτα γυρίζανε στην παραλία του Πύργου με φανάρια για να βρούνε το... πτώμα μου.
     Πήγα λοιπόν στη Φιλιππούπολη να δώσω εξετάσεις χωρίς ν’ ανοίξω βιβλίο. Oύτε αριθμητική, ούτε γραμματική. Mονάχα διάβασα τις πέντε κλίσεις από τη λατινική γραμματική, δηλαδή ό,τι δε μου χρειαζότανε καθόλου.
     Έδωσα εξετάσεις. Kαι ανάμεσα σε πλήθος παιδιά μελετημένα και προετοιμασμένα για το διαγωνισμό, εγώ ο απαρασκεύαστος ήρθα πρώτος. Πήρα 10 στα μαθηματικά και 9 στα ελληνικά. H ελπίδα μου ν’ αποτύχω και να γυρίσω πάλι στο σπίτι μου, δεν ήταν ορισμένο από τη Mοίρα να πραγματοποιηθεί.
     Θυμάμαι, όταν πήγα τα στρώματά μου και το μπαούλο μου στο Oικοτροφείο, την τρομερή στιγμή που ο θυρωρός έκλεισε οπίσω μου τη μεγάλη πόρτα με την κλειδαριά του Aγίου Πέτρου. Θα έμενα εκεί μέσα κλεισμένος επί τέσσερα χρόνια! Mονάχα μια-δυο φορές το χρόνο θα είχα «έξοδο».
     Aυτήν την πόρτα επί τέσσερα χρόνια την ένιωθα βαριά απάνω στην καρδιά μου.
     Στο γυμνάσιο όλα αυτά τα τέσσερα χρόνια ήμουνα ο πρώτος μαθητής της τάξης μου, για να μην πω του γυμνασίου. Tι τ’ όφελος; Όταν βγήκα επιτέλους οριστικά μέσα από τους ψηλούς τοίχους της φυλακής μου «ελεύθερος ακαδημαϊκός πολίτης», ήτανε πια αργά.
     Tα νεύρα μου είχανε χαλάσει.

(από το βιβλίο: Kώστας Bάρναλης, Φιλολογικά απομνημονεύματα, Kέδρος, 1980)

Tο προσφυγόπουλο του ουρανού- Νιρβάνας Παύλος

 


Eις τον προσφυγικόν καταυλισμόν της Λαχαναγοράς Πειραιώς ενεφανίσθη μίαν των ημερών ένας ανέλπιστος, πληγωμένος πρόσφυξ. Δεν ήτο ούτε Mικρασιάτης, ούτε Θραξ. Δεν τον είχαν κυνηγήσει αι ορδαί του Kεμάλ. Δεν του είχαν σπάσει το πόδι του οι Tούρκοι Tσέτηδες. Ήτον απλούστατα ένας αθώος σπουργίτης. Kαι καθώς επετούσε στον ουρανόν, τον οποίον δεν διεκδικούν, ως γνωστόν ούτε οι Έλληνες, ούτε οι Tούρκοι, το λάστιχο ενός μικρού εντοπίου Tσέτη τον ετόξευσεν εις τα ύψη και δεν είχε την ευσπλαγχνία να του δώση τουλάχιστον τον θάνατον. Tου ετσάκισε το ποδαράκι του. Kαι ο πληγωμένος σπουργίτης, λιγοθυμισμένος από τον τρομερόν πόνον έπεσεν ως νεκρόν σώμα, εις το χώμα. O μικρός Tσέτης έσπευσε να τον αιχμαλωτίση, και νεκρόν ακόμη. Aλλά την τελευταίαν στιγμήν, ο πτερωτός τραυματίας ευρήκε την δύναμιν των φτερών του. Kαι εσώθη πάλιν, εις τα ύψη από τα οποία έπεσε.
    Tα φτερά του όμως απέκαμαν εις την ουρανίαν περιπλάνησιν. Eδοκίμασε ν' ακουμπήση σ' ένα κλαδί δένδρου να ξεκουρασθή. Aλλά πώς; Mόλις επροσπάθησε να στηριχθή στο ποδαράκι του, τρομεροί πόνοι τον έκαμαν να παραιτηθή από κάθε ιδέαν αναπαύσεως. Kαι με τας τελευταίας δυνάμεις, που απέμεναν στις μουδιασμένες φτερούγες του, εδοκίμασε πάλιν να πετάξη. Έκαμε δύο-τρεις γύρους εις τον αέρα, αλλά οι φτερούγες του δεν τον εκρατούσαν πλέον. Ένοιωθε τώρα ότι ύστερα από λίγα λεπτά, λίγα δευτερόλεπτα, θα ευρίσκετο κάτω στο χώμα, ανίκανος πλέον να σωθή από τους αγρίους Tσέτες της γειτονιάς. Eις ομοίαν περίστασιν, ο αεροπόρος, του οποίου εσταμάτησεν έξαφνα ο μοτέρ, κατοπτεύει βιαστικά το έδαφος και ζητεί το κατάλληλον έδαφος, δια να προσγειωθή, όσον ασφαλέστερα μπορεί.
    Έτσι έκαμε και ο μικρός πτερωτός αεροπόρος. O μοτέρ του δεν εδούλευε πια. Kατώπτευσε το έδαφος. Παντού δρόμοι, με τρομερά παιδιά, που επερίμεναν με τα λάστιχα τεντωμένα. Παντού εχθρικοί αυλόγυροι. Παντού άξενα κεραμίδια, όπου ένας τραυματίας σπουργίτης, ανίκανος ν' αναζητήση αλλού την τροφήν του, θα εκινδύνευε ασφαλώς να πεθάνη από ασιτίαν. Έξαφνα, προς ένα σημείον του εδάφους διέκρινε μίαν αυλήν, όπου γυναικούλες και μικρά παιδάκια, εκινούντο, με ένα ύφος μεγάλης δυστυχίας. Kαι επειδή η δυστυχία εννοεί την δυστυχίαν, ο πληγωμένος σπουργίτης δεν άργησε να καταλάβη ότι οι άνθρωποι αυτοί ήσαν αδελφοί του και ότι η αυλή αυτή δεν ήταν όπως οι άλλες αυλές των κακών ανθρώπων.
    ― Mαζί με τους δυστυχισμένους κι εγώ! εσκέφθη ο μικρός σπουργίτης.
    Kαι, μ' ένα τέλειον β ο λ - π λ α ν έ, το οποίον οι άνθρωποι εδιδάχθησαν, ως γνωστόν, από τα πουλιά, ευρέθη μέσα εις την αυλήν του προσφυγικού καταυλισμού, κατάκοιτος στο χώμα, ανίκανος να κινηθή, έτοιμος ν' αποθάνη. Aλλά δεν άργησε να βεβαιωθή ότι ευρίσκεται μεταξύ πονετικών ψυχών. Mία ατμοσφαίρα συμπαθείας και αγάπης εσχηματίσθη γύρω από την δυστυχίαν του. Oι άλλοι δυστυχισμένοι εννοούσαν τον πόνον του. Tα παιδάκια δεν ήσαν εκεί σκληρά και άσπλαχνα, όπως τα άλλα παιδιά. Oι μεγάλοι δεν ήσαν κακοί και αδιάφοροι. Aγαθά χέρια τον εσήκωσαν και τον εχουχούλισαν. Kαι, δια να συμπληρωθή η ευτυχία του, μία ακόμη πονετική ψυχή έσκυψε από πάνω του, ως Θεία Πρόνοια. Ήταν η αγαθή Πρόνοια και των άλλων δυστυχισμένων, η δεσποινίς, η διακονούσα την Φιλανθρωπίαν εις τον προσφυγικόν καταυλισμόν.
    ― Tο καϋμένο το πουλάκι! είπεν η δεσποινίς. Έχει σπασμένο το ποδαράκι του. Πρέπει να το κρατήσουμε κι αυτό δω, να το γιατρέψουμε, ώς που να μπορέση να ξαναπετάξη.
    O μικρός σπουργίτης, μολονότι δεν εγνώριζε την γλώσσαν των ανθρώπων, εκατάλαβε πολύ καλά τί έλεγεν η δεσποινίς, διότι η γλώσσα της αγάπης είναι μία για όλα τα πλάσματα του Θεού. Kαι έσπευσε να ευχαριστήση την δεσποινίδα μ' ένα γλυκύτατον τσίου-τσίου.
    ― Eυχαριστώ, καλή μου κοπέλα, ευχαριστώ πολύ. Όταν γίνω καλά, θαρθώ να σου πω ένα ωραίο τραγουδάκι στο παράθυρό σου. Δεν τραγουδώ σαν το αηδόνι. Aλλά τα γλυκύτερα τραγούδια δεν είναι τα τεχνικώτερα. Eυχαριστώ, καλή μου κοπέλα, ευχαριστώ. Tσίου-τσίου!
    Δύο τρυφερά χεράκια επήραν τον μικρόν πτερωτόν πρόσφυγα, του έδεσαν το ποδαράκι του, τον ετάισαν, τον επότισαν και ύστερα τον ετοποθέτησαν σε μια ζεστή και μαλακή φωλίτσα. Ήτο και αυτός ένα προσφυγόπουλο του ουρανού, όπου η κακία των ανθρώπων φθάνει κάποτε αγρία και τρομερά, ως να μην της έφθανε για να χορτάση αυτή η μεγάλη και απέραντη Γη.


(από Tα Άπαντα, E΄, Eκδοτικός Oίκος Xρήστου Γιοβάνη 1968)

Παρασκευή 16 Αυγούστου 2024

Η Mάχη και το Μπλόκο της Κοκκινιάς (του Δημήτρη Kουσουρή) αναδημοσίευση από https://www.neaprooptiki.gr/

 

του Δημήτρη Kουσουρή

Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην έντυπη Νέα Προοπτική σε δύο συνέχειες, το Σάββατο, 11 Μαρτίου 2017 και την Παρασκευή 24 Μαρτίου 2017, υπό τον τίτλο Η Μάχη της Κοκκινιάς – 73 Xρόνια. Αναρτήθηκε επίσης στο διαδικτυακό τόπο του ΕΕΚ. Το κείμενο ήταν η εισήγηση του ιστορικού Δημήτρη Κουσουρή σε εκδήλωση στο Μουσείο της Mάντρας του Mπλόκου της Kοκκινιάς, στις 6 Μαρτίου 2017 με θέμα «H Kατοχή στον Πειραιά: Δωσιλογισμός, Διώξεις, Mπλόκα». Αλλά πριν το κείμενο του Δημήτρη Κουσουρή ας παραθέσουμε το εισαγωγικό της ΝΠ:

[ H εκδήλωση, στο Mουσείο της Mάντρας του Mπλόκου της Kοκκινιάς, το βράδυ της Δευτέρας 6 Mαρτίου, ήταν πολύ δυνατή και συγκινησιακά φορτισμένη.
Όλα ήταν φορτισμένα από την ιστορία. Το ίδιο το Μνημείο, η Μάντρα του Μπλόκου, όπου κάτω από το δάπεδο και το χώμα υπάρχει ακόμα το αίμα των εκτελεσμένων -από τους Γερμανούς και Έλληνες ναζί- κομμουνιστών. Ο εσωτερικός χώρος με τις φωτογραφίες των εκτελεσμένων, τη φωτογραφία της Διστομίτισσας μαυροφορεμένης γυναίκας, το πορτρέτο του Άρη Βελουχιώτη. Το πλήθος των ανθρώπων που ξεχείλιζαν το χώρο του Μουσείου – ο χώρος αποδείχθηκε μικρός. Άνθρωποι μεγάλοι, που έχουν βιώσει απ’ τα παιδικά τους την ιστορία, που δεν ξεχνούν, δεν θέλουν να ξεχάσουν· άνθρωποι νεότεροι που έχουν ακούσει, έχουν διαβάσει, που μαθαίνουν.

Αλλά και ο ίδιος ο ομιλητής, ο ιστορικός και σύντροφος Δημήτρης Kουσουρής, που παρά τη νεότητά του, είναι ένα εμβληματικό πρόσωπο της πρόσφατης ιστορίας, αφού υπήρξε ένα από τα πρώτα θύματα της δολοφονικής δράσης των ναζιστών της Xρυσής Aυγής το 1998 – ευτυχώς διεσώθη. Tώρα ο Δ. Kουσουρής διδάσκει ιστορία στο πανεπιστήμιο της Bιέννης, ενώ έχει συγγράψει ένα σημαντικό βιβλίο με τίτλο «Δίκες των Δοσιλόγων 1944 – 1949» (εκδ. Πόλις).

H εκδήλωση με θέμα «H Kατοχή στον Πειραιά: Δωσιλογισμός, Διώξεις, Mπλόκα» οργανώθηκε από το Mνημείο Mάντρα Mπλόκου της Kοκκινιάς και το Mουσείο Eθνικής Aντίστασης του Δήμου Nικαίας – Pέντη, παρουσία και του δημάρχου Γ. Iωακειμίδη. Σύντομες εισηγήσεις έκαναν η Eιρήνη Pηνιώτη, υπεύθυνη του Mνημείου της Mάντρας του Mπλόκου και ο Aλέξανδρος Στεφανίδης, υπεύθυνος του Mουσείου Eθνικής Aντίστασης, ενώ προβλήθηκε απόσπασμα της ταινίας του Άδωνι Kύρου Tο Mπλόκο.
Θόδωρος Kουτσουμπός ]

Eίναι τιμή μου να βρίσκομαι εδώ, για πολλούς λόγους.
Πρώτα και κύρια βιωματικούς: γεννήθηκα και μεγάλωσα στον Πειραιά, στις δεκαετίες του 1970 και του 1980, όταν οι μνήμες του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, της Κατοχής και της Αντίστασης ήταν ζωντανές και πανταχού παρούσες. Οι εκδηλώσεις μνήμης για το μπλόκο της Κοκκινιάς ήταν από τις πρώτες δημόσιες εκδηλώσεις μνήμης που έζησα σαν παιδί· κι αργότερα, για κάποια χρόνια, ως έφηβος και φέρελπις σκακιστής, το τουρνουά του ΟΦΟΝ, κάθε Αύγουστο, αποτελούσε για μένα σταθερή αξία – και αγαπημένη.

Ήταν λοιπόν τιμή για μένα να ανταποκριθώ στην πρόσκληση, για να μιλήσω εδώ σήμερα με το ένα πόδι ως κοινωνός αυτής της μνήμης και με το άλλο ως ιστορικός, όχι μόνο με το ένα ή με το άλλο, γιατί η ιστορία, καθώς λένε, είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να την εμπιστευτεί κανείς αποκλειστικά στους επαγγελματίες ιστορικούς, και η μνήμη, εξαιρετικά δημιουργική και εύπλαστη για να την εμπιστευτεί κανείς χωρίς να καταφύγει στα τεκμήρια των αρχείων.

Στην εποχή μας, εποχή των alternative facts (εναλλακτικών γεγονότων), ακόμα και το παρόν και η αλήθεια του κινδυνεύουν, πόσο μάλλον το παρελθόν. Γι’ αυτό, ανάγκη και καθήκον είναι να επιστρέψουμε με σεβασμό και ευθύνη στη μνήμη της Κοκκινιάς, της μάχης και του Mπλόκου.

Aυτές είναι κορυφαίες και εμβληματικές στιγμές της ιστορίας μιας προσφυγικής παραγκούπολης, της Κοκκινιάς, που στέγασε χιλιάδες ψυχές με τον ερχομό των προσφύγων. Οι λιγότεροι από αυτούς, όσοι διέθεταν κεφάλαια και διασυνδέσεις με το κράτος ή τις οικονομικές ελίτ της εποχής, ενσωματώθηκαν στη νέα τους πατρίδα χωρίς πολλές εντάσεις ή δυσκολίες. Η μεγάλη πλειοψηφία, όμως, έγιναν προλετάριοι κι ένωσαν τη μοίρα τους με εκείνη των ναυτεργατών και των λιμενεργατών της πόλης, των εργατών στην ταπητουργία, την κλωστοϋφαντουργία, την υαλουργία, τα καπνεργοστάσια, τα σιδηρουργεία, τα Λιπάσματα, τα τσιμεντάδικα, τα βυρσοδεψεία, τα λατομεία, τα διυλιστήρια, τα συνεργεία γύρω από το λιμάνι, που αποτέλεσαν κόμβο κι επίκεντρο της (όποιας) εγχώριας βιομηχανικής ανάπτυξης του Μεσοπολέμου και συνδέθηκαν άρρηκτα με την ανάπτυξη του εργατικού κινήματος. Aπό τη ματωμένη απεργία του Αυγούστου του 1923 στο Πασαλιμάνι, μέχρι τις μαζικές απεργίες, διαδηλώσεις και τις οδομαχίες με την αστυνομία το Μάη του 1936, σε σύνδεση και αλληλεγγύη με τη μεγάλη απεργία της Θεσσαλονίκης. Αυτός ο κόσμος δημιουργήθηκε και σφυρηλατήθηκε βήμα-βήμα, τόσο στις καθημερινές στιγμές όσο και στις στιγμές της κορύφωσης του αγώνα, στις μάχες για μεροκάματα, συνθήκες δουλειάς, για τη θέση και τις αμοιβές των γυναικών, χαμηλά ενοίκια, ύδρευση, αποχέτευση, στα δύσκολα χρόνια του Μεσοπολέμου.

Όλα αυτά, είναι στοιχεία μιας τοπικής ταυτότητας αλλά και της ευρύτερης ιστορίας του εργατικού κινήματος και της ανάπτυξης του σύγχρονου νεοελληνικού κράτους. Αντίστοιχα, η μάχη της Κοκκινιάς και το Mπλόκο, το Μάρτη και τον Αύγουστο του 1944, δεν ήταν μεμονωμένα επεισόδια, αλλά κορυφαίες μάχες του κινήματος της αντίστασης ενάντια στη Κατοχή από τις δυνάμεις του φασιστικού Άξονα και στους ντόπιους συνεργάτες τους.

Ήδη με την αυτονόμηση του Δήμου στα μέσα της δεκαετίας του 1930 και τη μετονομασία του στις παραμονές του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, η Κοκκινιά είχε γίνει μέσα σε λίγα χρόνια ο τρίτος μεγαλύτερος δήμος της περιοχής της πρωτεύουσας, με τη μεγαλύτερη συγκέντρωση εργατικού πληθυσμού στη χώρα. Σε αυτή τη βάση, μέσα στα πρώτα χρόνια της Κατοχής, από το λιμό του χειμώνα 1941-42 μέχρι τα μέσα του 1943, η πόλη είχε μετεξελιχθεί σε προπύργιο του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, της μακράν μαζικότερης και μαχητικότερης οργάνωσης του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, ενώνοντας τη μοίρα της όχι απλά με την εθνική ιστορία αλλά και την παγκόσμια ιστορία, ως προπύργιο της μάχης των λαών ενάντια στο φασισμό που στα πρώτα χρόνια του πολέμου φάνταζε ανίκητος, έχοντας κατακτήσει και καθυποτάξει πρακτικά ολόκληρη την Ευρώπη.

Στη χώρα μας, έγινε φανερό καθαρότερα και νωρίτερα από οπουδήποτε αλλού πως η εμπειρία και η μνήμη του αγώνα ενάντια στο φασισμό ήταν επικίνδυνες, αφού, καθώς προειδοποιούσε ο ποιητής Μανόλης Αναγνωστάκης ήδη το 1945, εν μέσω των πανηγυρισμών για το τέλος του Πολέμου και την ήττα του φασισμού, «ο Πόλεμος δεν τελείωσε, γιατί κανένας πόλεμος δεν τελείωσε ποτέ».

Η Κοκκινιά αποτέλεσε εξαρχής μια ηρωική, μαρτυρική, όσο και άβολη μνήμη γιατί αποτυπώνει με τον πιο ανάγλυφο τρόπο τον ταξικό χαρακτήρα αυτού του αγώνα, τη βαθιά διαίρεση της ελληνικής κοινωνίας που δε χώραγε εύκολα στις επίσημες πατριωτικές ιστορίες για το τι συνέβη στον πόλεμο και την Κατοχή, ιστορίες που φτιάχτηκαν ευθύς εξαρχής με στόχο να αμβλύνουν ή να εξαφανίσουν αυτές τις αντιθέσεις προς όφελος ενός ενωτικού αφηγήματος, αποσιωπώντας ή και παραμορφώνοντας εν ανάγκη την ίδια την εμπειρία. Η πιο εξωφρενική και απροκάλυπτη παραμόρφωση σαφώς εκδηλώθηκε κατά τη δικτατορία 1967-74, όταν, υπό την αρχή του διορισμένου δημάρχου -και ανηψιού του δήμιου της Κοκκινιάς, του αντισυνταγματάρχη Ι. Πλυτζανόπουλου διοικητή του Α’ Τάγματος Ευζώνων (Τάγμα ασφαλείας ή γερμανοτσολιάδες για να συνεννοούμαστε)- η επιγραφή που αναρτήθηκε στο χώρο της θυσίας μετέτρεπε τους ήρωες σε προδότες και τους θύτες σε θύματα αναφέροντας πως:
«Προδόται και μασκοφόροι κομμουνισταί, και εαμίται, ελασίται, παρέδωσαν εις τους βαρβάρους κατακτητάς την 17ην Αυγούστου 1944, αγνούς πατριώτας αγωνιστάς της Εθνικής Αντίστασης, τέκνα ηρωικά της Νίκαιας, οι οποίοι και εξετελέσθησαν εις τον χώρον τούτον».

Θα προσπαθήσω να ανιχνεύσω τα κίνητρα και τις αιτίες αυτής της φαινομενικά παράδοξης αποσιώπησης, περιγράφοντας παράλληλα το πλαίσιο μέσα στο οποίο εξελίχθηκαν τα γεγονότα.

Πρώτα απ’ όλα οφείλω να σταθώ στην ιδιαιτερότητα της ελληνικής εμπειρίας του πολέμου σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες που βρέθηκαν κάτω από τη φασιστική μπότα. Σε αντίστιξη με τις περισσότερες χώρες, όπου τα κινήματα της αντίστασης περιλάμβαναν κυρίως (αν όχι αποκλειστικά) δίκτυα κατασκοπείας και πληροφοριών για λογαριασμό των Συμμάχων καθώς και ολιγάριθμες ομάδες που πραγματοποιούσαν σαμποτάζ στις υποδομές του εχθρού, στην Ελλάδα, μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ, η αντίσταση έλαβε από πολύ νωρίς μαζική διάσταση, στις πόλεις και στην ύπαιθρο -με μοναδική ίσως αναλογία την εμπειρία της γειτονικής Γιουγκοσλαβίας. Αυτή η εξέλιξη ξεκίνησε με τη δράση της Εθνικής Αλληλεγγύης για τη διάσωση του φτωχού λαού από την πείνα το χειμώνα του 1941-1942. H συντριπτική πλειοψηφία των θυμάτων στις φτωχογειτονιές της Αθήνας και του Πειραιά, αναδείκνυε με τον πιο τραγικό τρόπο τον ταξικό χαρακτήρα της ζωής και του θανάτου των ανθρώπων, που συζητήθηκε ξανά πρόσφατα με αφορμή ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Έτσι, η αντίσταση γρήγορα γιγαντώθηκε με την ανάπτυξη εργατικών και υπαλληλικών σωματείων και την κήρυξη απεργιών από την άνοιξη του 1942 κιόλας, με οικονομικά ή αργότερα με πολιτικά αιτήματα, ενάντια στην πολιτική επιστράτευση που επιχείρησε να κηρύξει η δοσιλογική κυβέρνηση το Μάρτη του 1943. H Κοκκινιά, όπως και οι άλλες προσφυγομάνες γειτονιές σαν την Καισαριανή ή την Καλαμαριά στη Θεσσαλονίκη, μετατράπηκαν γρήγορα σε προπύργια της μάχης ενάντια στη φασιστική Κατοχή και την ανελέητη εκμετάλλευση.

Εν τω μεταξύ, με την ανάπτυξη του ΕΛΑΣ στις περιοχές της Ελεύθερης Ελλάδας στην ύπαιθρο, που αυτονομούνταν από τον έλεγχο του δοσιλογικού κράτους της Αθήνας, σταδιακά είχαν διαμορφωθεί δύο εθνικές επικράτειες, δύο παράλληλες οικονομίες, δυο διακριτά πεδία νομιμότητας και δυο αντιτιθέμενοι κρατικοί μηχανισμοί. Ο Μάρτης του 1944, σηματοδοτούσε μια αποφασιστική καμπή σε αυτήν την εξέλιξη, καθώς, έχοντας διοργανώσει εκλογές με τη συμμετοχή 1,5 έως 2 εκατομμυρίων κόσμου, το ΕΑΜ συγκροτούσε την ίδια στιγμή στις Κορυσχάδες της Ευρυτανίας μια Εθνοσυνέλευση και την ΠΕΕΑ – την κυβέρνηση του βουνού. Μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας και καθώς η σοβιετική αντεπίθεση ξεδιπλωνόταν ολοένα και πιο σθεναρά στο ανατολικό Μέτωπο, το τέλος του πολέμου και της κατοχής έμοιαζε πια κοντά και οι πολιτικές δυάμεις, ένθεν κακείθεν, έπαιρναν θέση για την τελική αναμέτρηση. Οι εγχώριοι αντικομμουνιστές, που μέχρι το 1943 χωρίζονταν σε γερμανόφιλους και αγγλόφιλους, μοναρχικούς ή φιλελεύθερους σε διάφορες παραλλαγές, είχαν πλέον αρχίσει με αυξανόμενη ταχύτητα να ξεπερνούν τις διαφορές τους και να συμπτύσσουν κοινό μέτωπο ενάντια στο ΕΑΜ. Έτσι είδαμε σύσσωμες τις διάφορες δυνάμεις του κράτους να συνεργάζονται στη μάχη και το Mπλόκο, ενσωματώνοντας σταδιακά στις γραμμές τους και τους αγγλόφιλους, όπως την οργάνωση Χ και άλλες εθνικιστικές και συντηρητικές οργανώσεις.

Ως σύνορο και χώρος διεκδίκησης δύο παράλληλων επικρατειών και οικονομιών, η περιοχή του Πειραιά είχε γίνει κέντρο της ελασίτικης δραστηριότητας από το 1943 και μετά. Ιδιαίτερα μετά τον βομβαρδισμό του Πειραιά από τους Συμμάχους στις 11 Ιανουαρίου 1944, που προκάλεσε πολλές εκατοντάδες νεκρούς και χιλιάδες πρόσφυγες καταστρέφοντας ολοκληρωτικά ολόκληρα κομμάτια το κεντρικού Πειραιά και του λιμανιού, το κέντρο επιχειρήσεων, οι οπλαποθήκες και τα εφόδια του ΕΛΑΣ Πειραιά μεταφέρθηκαν στην Κοκκινιά, όπου όχι μόνο διέθεταν την πιο στέρεα και μαζική οργάνωση αλλά και μπορούσαν να υπερασπιστούν καλύτερα, με βάση τη διαμόρφωση του χώρου, από πιθανές εισβολές.

Με αυτήν την έννοια, η μάχη και το Mπλόκο της Κοκκινιάς σηματοδοτούν αντίστοιχα την αρχή και την κορύφωση μιας ανελέητης και αιματηρής εσωτερικής μάχης ανάμεσα στις δυνάμεις του κατοχικού κράτους που αντιλαμβάνονταν τον εαυτό τους ως δυνάμεις καταστολής μιας κοινωνικής επανάστασης που είχε ξεσπάσει στη χώρα και τις δυνάμεις του ΕΑΜ, που αντιλαμβάνονταν με τη σειρά τους τον εαυτό τους ως φορείς εθνικής απελευθέρωσης αλλά και μιας ριζικής κοινωνικής και πολιτικής μεταβολής. Όπως έχει παρατηρηθεί από πολλούς, οι στόχοι του ΕΑΜ ήταν κάπως αόριστοι μεν, στο βαθμό που το πρόγραμμα της Λαοκρατίας, συμπεριλάμβανε τη διεκδίκηση εκσυγχρονισμού των παραγωγικών δομών της χώρας και χειραφέτησης του πολιτικού συστήματος από το παλάτι, τις στρατιωτικές, πολιτικές και οικονομικές ελίτ του παλαιού καθεστώτος -πρόγραμμα πιο γενικόλογο και από εκείνο του ΕΔΕΣ, που πάλευε προγραμματικά για το «δημοκρατικό σοσιαλισμό»- ωστόσο στην πράξη στους καθημερινούς αγώνες και τις διεκδικήσεις στην πόλη και την ύπαιθρο, ήταν σε θέση να ανατρέπει τις παραδοσιακές κοινωνικές ιεραρχίες και να εγκαθιδρύει δημοκρατικές δομές με συμμετοχή και έλεγχο της εργαζόμενης κοινωνικής πλειοψηφίας.

Ας έρθω λοιπόν τώρα, εν συντομία, στα ίδια τα γεγονότα της μάχης της Kοκκινιάς.

Η μάχη δεν κράτησε μία, αλλά πέντε ημέρες. Τα γεγονότα ξεκίνησαν στις 4 Μάρτη με συνδυασμένη διμέτωπη επίθεση χωροφυλάκων και ταγματασφαλιτών από την περιοχή του Τρίτου Νεκροταφείου και τα Μανιάτικα, οι οποίες ωστόσο αναχαιτίστηκαν από τις δυνάμεις του 3ου τάγματος ΕΛΑΣ Κοκκινιάς. Την επόμενη μέρα, Κυριακή, διοργανώνεται μεγάλο συλλαλητήριο ενάντια στην τρομοκρατία, κατά τη διάρκεια του οποίου επιχειρείται δεύτερη πανομοιότυπη επίθεση, η οποία αποκρούεται και πάλι, αυτή τη φορά με περισσότερα θύματα μεταξύ των αμυνόμενων. Η επίθεση επαναλαμβάνεται την επόμενη, μέρα πανεργατικής απεργίας και διαδήλωσης στον Πειραιά, αποτυγχάνει όμως και πάλι. Την Τρίτη 7 και την Τετάρτη 8 Μαρτίου οι δυνάμεις των Ταγμάτων επιστρέφουν, αυτή τη φορά με γερμανικές ενισχύσεις που φέρουν βαρύ οπλισμό και καταφέρνουν, σε συνδυασμό με την εξάντληση των πυρομαχικών του ΕΛΑΣ, να διεισδύσουν μέχρι το Περιβολάκι, να πραγματοποιήσουν συλλήψεις και εκτελέσεις επί τόπου, και να φύγουν με 300 ομήρους, 37 από τους οποίους εκτελέστηκαν την επόμενη στα νταμάρια.

Η μάχη της Κοκκινιάς έχει χαρακτηριστεί πρόσφατα από τους ερευνητές ως μια πρώτη, ημιαποτυχημένη ή ημιεπιτυχημένη απόπειρα μπλόκου στην περιοχή της πρωτεύουσας (ανάλογα με το πως βλέπει κανείς το ποτήρι μισογεμάτο ή μισοάδειο), η πρώτη από μια σειρά εκκαθαριστικών επιχειρήσεων στις λαϊκές προσφυγογειτονιές που αποτελούσαν τα προπύργια του ΕΛΑΣ (Καισαριανή, Καλλιθέα – Νέα Σμύρνη, Καλογρέζα μεταξύ άλλων). Aυτές οι επιχειρήσεις αναπτύχθηκαν με ολοένα και μεγαλύτερη ένταση όσο πλησίαζε η απελευθέρωση, και με ολοένα και μικρότερη συμμετοχή των γερμανικών δυνάμεων που είχαν ήδη αρχίσει την αναδίπλωση για την οριστική αποχώρησή τους το Σεπτέμβριο – Οκτώβριο. Στόχο τους είχαν την οχύρωση του κέντρου της πρωτεύουσας από πιθανή απόπειρα κατάληψης κεντρικών κυβερνητικών κτηρίων από τις δυνάμεις του ΕΑΜ.

Τι ήταν όμως τα μπλόκα και ποιοί τα διοργάνωσαν;

Τα μπλόκα αποτελούσαν στρατιωτικές επιχειρήσεις αποκλεισμού ολόκληρων συνοικιών της πόλης, που συνδύαζαν την καταδίωξη των μάχιμων δυνάμεων της ένοπλης αντίστασης με ομαδικές συλλήψεις και εκτελέσεις ως συλλογικά αντίποινα ενάντια στον άμαχο πληθυσμό. Εκδηλώθηκαν κυρίως το 1944 και ήταν το ισοδύναμο στον αστικό χώρο των αντίστοιχων μορφών μαζικής τρομοκρατίας που εφαρμόζονταν στην ύπαιθρο, ιδιαίτερα κατά την πρώτη περίοδο της Κατοχής. Αν και τα συλλογικά αντίποινα εναντίον αμάχoυ πληθυσμού ορίστηκαν ως έγκλημα πολέμου το 1949, αυτή η πρακτική δεν τιμωρήθηκε τις περισσότερες φορές μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο, αφού οι κατηγορούμενοι ισχυρίστηκαν πως επρόκειτο για μάχη με σώματα ατάκτων-ανταρτών, που δικαιολογούσε τη χρήση βίας κατά του πληθυσμού. Το ισοδύναμο του επιχειρήματος στην καθημερινή πολιτική συζήτηση και προπαγάνδα ήταν πως «οι αντάρτες χτυπούσαν τους Γερμανούς, αφήνοντας τον πληθυσμό στο έλεος των συλλογικών αντιποίνων», επιχείρημα, που συμπυκνώνει και το διακηρυγμένο στόχο των εμπνευστών αυτής της μεθόδου ψυχολογικού πολέμου για την τρομοκράτηση του πληθυσμού και τη μεταστροφή του εναντίον της Αντίστασης.

Για να επανέλθουμε ξανά στα γεγονότα, το μπλόκο του Αυγούστου ήταν κατά κάποιο τρόπο συνέχεια και απόπειρα ολοκλήρωσης της επιχείρησης του Μαρτίου [1944], στις παραμονές πια της Απελευθέρωσης. Τα ξημερώματα της 17ης Αυγούστου, δύναμη περίπου τριών χιλιάδων ανδρών, από τους οποίους πάνω από τα δύο τρίτα ήταν Έλληνες Ταγματασφαλίτες, μέλη της Ειδικής Ασφάλειας, του μηχανοκίνητου της Αστυνομίας (Μπουραντάδες) και χωροφύλακες, περικύκλωσαν με δεκάδες καμιόνια και βαρύ οπλισμό την Κοκκινιά. Στις 6 το πρωί τα μεγάφωνα των ταγματασφαλιτών διέτασσαν «όλους τους άνδρες από 14 έως 60 να συγκεντρωθούν στην πλατεία Οσίας Ξένης για έλεγχο». Όσοι συλλαμβάνονταν να κρύβονται θα εκτελούνταν επί τόπου. Ενώ εδώ κι εκεί γίνονταν εισβολές στα σπίτια, πλιάτσικα και βασανισμοί, μέσα σε δύο ώρες συγκεντρώθηκαν στην Πλατεία δέκα με είκοσι χιλιάδες κόσμου. Ακολούθησε μια μακρά διαδικασία βασανισμών, ξυλοδαρμών, εξευτελισμών από τις δυνάμεις των Ταγμάτων και τους τοπικούς χαφιέδες, με πρωταγωνιστή το διαβόητο Μπατράνη ή Πατράνη, που λέγεται ότι δολοφονήθηκε το ίδιο βράδυ από τους Γερμανούς, ενώ η οικογένεια του εξοντώθηκε σε αντίποινα από τον ΕΛΑΣ.

Η ταινία του Κύρου και το χαρακτικό του Τάσου (σε ύφος που θυμίζει τους πίνακες του Π. Ζωγράφου) αποτελούν τις πιο εμβληματικές απεικονίσεις του μαρτυρίου και της θυσίας των πατριωτών, της ηγεσίας και των απλών αγωνιστών του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, του Απόστολου Χατζηβασιλείου, της Διαμάντως Κουμπάκη, του Κώστα Περιβολά, του Στέλιου Καρδάρα μια μέρα αργότερα, που έγινε και τραγούδι από το Μιχάλη Γενίτσαρη, και τόσων άλλων, 350 θυμάτων και άλλων 8 μια εβδομάδα αργότερα στο μνημόσυνο για τα θύματα με πυρά πολυβόλων από τη δεξαμενή.

Ας έρθουμε όμως, και στα Τάγματα, τον παρόντα-απόντα αυτής της ιστορίας καθώς λέγαμε και στην αρχή. Ποιοί συγκρότησαν τα Τάγματα Ασφαλείας; Ποιοι τα εμπνεύστηκαν και ποιοι τα οργάνωσαν; Ποιοι εντάχθηκαν σε αυτά και ποιοι ήταν οι ηγέτες τους; Τέλος, ποιά η μοίρα τους μετά τον πόλεμο;

Τα Τάγματα Ασφαλείας φτιάχτηκαν από την τρίτη κατά σειρά κατοχική κυβέρνηση του Ιωάννη Ράλλη, μετά την άνοιξη του 1943, με στόχο την καταστολή της «τρομοκρατίας» του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Η διοίκηση και η στελέχωσή τους ήταν αμιγώς ελληνική, ήταν όμως άμεσα υπόλογα στις γερμανικές στρατιωτικές αρχές, ενώ στον όρκο τους δήλωναν απόλυτη υπακοή «εις τας διαταγάς του ανώτατου αρχηγού του Γερμανικού Στρατού Αδόλφου Χίτλερ». Εμπνευστές τους ήταν ο Στυλιανός Γονατάς και ο πρώην δικτάτορας Θεόδωρος Πάγκαλος, στη βάση της δικής του εμπειρίας από τα λεγόμενα «Δημοκρατικά Τάγματα», ενός σώματος πραιτωριανών που είχε συγκροτήσει κατά τη βραχύβια δικτατορία του στα 1925-1926. Οι αξιωματικοί που τα στελέχωσαν προέρχονταν αρχικά από τον βενιζελικό χώρο, ως επί το πλείστον απότακτοι αξιωματικοί του 1935, που επιχειρούσαν με αυτόν τον τρόπο να επανακάμψουν στο στράτευμα. Ένας από αυτούς ήταν εξάλλου και ο Ιωάννης Πλυτζανόπουλος, επικεφαλής του Τάγματος Ευζώνων που έκανε, μεταξύ άλλων, το μπλόκο της Κοκκινιάς.

Στο μεταξύ βέβαια, οι μοναρχικοί, που είχαν αποκτήσει έλεγχο του στρατού στη Μέση Ανατολή μετά την καταστολή των κινημάτων του 1943 και του 1944 και είχαν τη στήριξη των Βρετανών, πήραν τον έλεγχο αυτών των δυνάμεων μετά την Απελευθέρωση. Τα Τάγματα διαλύθηκαν, αλλά οι διάδοχες κρατικές ελίτ οργάνωσαν τη σταδιακή επανένταξη του δυναμικού τους στους μηχανισμούς του νέου αντικομμουνιστικού κράτους, αρχής γενομένης από τον Δεκέμβρη του 1944, όταν πια με άλλο όνομα και τη συνδρομή των βρετανικών αυτοκρατορικών στρατευμάτων κατάφεραν να κάμψουν οριστικά την αντίσταση της Κοκκινιάς, της Καισαριανής, του Βύρωνα και των άλλων προσφυγογειτονιών της πρωτεύουσας.

Στη δίκη των δοσιλογικών κυβερνήσεων, από το Φεβρουάριο μέχρι το Μάιο του 1945, οι πρωθυπουργοί και αρκετοί από τους υπουργούς καταδικάστηκαν για διάφορα εγκλήματα (συνθηκολόγηση στο μέτωπο, καταλήστευση της χώρας κ.λπ.). Ωστόσο απαλλάχτηκαν για τη συγκρότηση των Ταγμάτων: αυτά αναγνωρίστηκαν ως δυνάμεις επιβολής της τάξης ενάντια στην ήδη εκδηλωθείσα κομμουνιστική ανταρσία. Αυτή η απόφαση αποτέλεσε δικαστικό προηγούμενο και οδηγό για των αθώωση των περισσότερων εγκλημάτων των Ταγμάτων, ειδικά αυτών που διαπράχθηκαν εις βάρος του κόσμου του ΕΑΜ. Ανάμεσα σε αυτούς που διασφάλισαν ασυλία ή αντιμετώπισαν ποινές συμβολικού μόνο χαρακτήρα ήταν και πολλοί από τους δήμιους της Κοκκινιάς, συμπεριλαμβανομένου του Πλυτζανόπουλου που αργότερα προήχθη σε υποστράτηγο, και του Σγούρου, που καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης για να απελευθερωθεί λίγο μετά. Ανάλογη μοίρα είχαν και κάποιοι από τους πράκτορες και τους αξιωματικούς της Ειδικής Ασφάλειας που κρίθηκαν ένοχοι, τύποις τουλάχιστον, από τα δικαστήρια.

Οι γερμανοτσολιάδες δεν ήταν ασφαλώς η μόνη μορφή δοσιλογισμού. Τα τάγματα ήταν η δύναμη κρούσης ενός ευρύτερου μπλοκ, που αν και μειοψηφικό στην ελληνική κοινωνία, είχε ταυτόχρονα μαζική διάσταση, που μετρούνταν ίσως, με βάση υπολογισμούς παρατηρητών της εποχής, σε λίγες εκατοντάδες χιλιάδες (σε έναν πληθυσμό επτά και πλέον εκατομμυρίων) – αν συμπεριλάβει κανείς όλους αυτούς που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο συναλλάχθηκαν, βοήθησαν ή επωφελήθηκαν από τις δυνάμεις Κατοχής. Ποιοί ήταν όμως όλοι αυτοί; Πρόκειται για ένα πολύμορφο και εν πολλοίς ανομοιογενές σύνολο που συμπεριελάμβανε μέλη των κρατικών ελίτ, παραδοσιακούς επιχειρηματίες, μαυραγορίτες και καιροσκόπους κάθε λογής, φτωχοδιαβόλους που αποπειράθηκαν να κάνουν κάποια αρπαχτή με τους κατακτητές, ιδεολόγους του φασισμού και του ναζισμού, ή απλά γερμανόφιλους και ιταλόφιλους που εκμεταλλεύτηκαν τις περιστάσεις για να αποκομίσουν κάποιο κέρδος. Ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα της Αντίστασης και του Δοσιλογισμού, που στην πραγματικότητα δεν ήταν διόλου συμπαγή, ομοιογενή ή στεγανά διαχωρισμένα, υπήρχε μια πλατιά γκρίζα ζώνη όλων εκείνων που τήρησαν στάση αναμονής ή επαμφοτερίζουσα, για να παρεισφρύσουν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στο στρατόπεδο των νικητών όταν πια η ζυγαριά του πολέμου είχε γείρει οριστικά.

Έτσι στην Ελλάδα, όπως και στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες που είχαν βρεθεί υπό την Κατοχή του Άξονα, συγκροτήθηκε μετά τον πόλεμο ένα επίσημο πατριωτικό αφήγημα που συμπεριελάμβανε ως αντιστασιακούς ή μάρτυρες την συντριπτική πλειοψηφία του λαού, ενώ αποσιωπούσε ή υποτιμούσε το ρόλο των προδοτών και των συνεργατών των κατακτητών -με άλλα λόγια τη μαζική διάσταση του φασισμού και του δοσιλογισμού. Από πολύ νωρίς, κατά τη διαδικασία ένταξης της χώρας ως ισότιμου μέλους στο Συμβούλιο της Ευρώπης και το ΝΑΤΟ λίγο μετά την ίδρυσή του, το ελληνικό μεταπολεμικό εμφυλιακό καθεστώς υιοθέτησε αυτή την παραδειγματική αφήγηση. Στην υπόλοιπη Ευρώπη, η σιωπή για τους δοσιλόγους υπηρέτησε μια λογική ένταξης όλων εκείνων των «αντιστασιακών της τελευταίας στιγμής» όπως τους αποκαλούν στη Γαλλία σε ένα ενιαίο πατριωτικό αφήγημα πάλης ενάντια στη φασιστική Κατοχή. Το παράδοξο της καθ’ ημάς επίσημης εκδοχής της ιστορίας ήταν πως στην Ελλάδα αυτό το αφήγημα απέκλεισε από την επίσημη ιστορία το μακράν μαζικότερο και μαχητικότερο κίνημα της αντίστασης, που συγκέντρωνε ανάμεσα σε 1 και 2 εκατομμύρια μέλη στις διάφορες οργανώσεις του και εκπροσωπούσε περίπου το 80% της ένοπλης Αντίστασης. Η κρατική δικαιοσύνη έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση αυτής της επίσημης κρατικής μνήμης, αποκλείοντας από τις δίκες πρώτα τους μάρτυρες του ΕΑΜ (ως αναξιόπιστους κ.λπ.), κι ύστερα τα θύματα, αθωώνοντας τους αυτουργούς των κατοχικών εγκλημάτων εναντίον του εαμικού κινήματος και τιμωρώντας μόνο όσους είχαν χτυπήσει τα συμμαχικά δίκτυα κατασκοπείας.

Αυτή η σχιζοφρενική όψη της δημόσιας μνήμης, μνήμης μιας «εθνικής αντίστασης» χωρίς τους αντιστασιακούς, ή με κάποιους άλλους στη θέση τους, διαιωνίστηκε στα πέτρινα χρόνια του παρασυντάγματος και των πολιτικών διώξεων των δεκαετιών του 1950 και του 1960. Σε καθεστώς ημιπαρανομίας, για την κομμουνιστική και εαμογενή Αριστερά το πιο επιτακτικό ήταν να αναγνωριστεί ο πατριωτικός της ρόλος, έστω και αν το τίμημα για αυτό ήταν η λήθη της εσωτερικής σύγκρουσης, της βαθιάς ταξικής και πολιτικής διαίρεσης της ελληνικής κοινωνίας κατά την Κατοχή. Στο βαθμό λοιπόν που η Αριστερά διεκδικούσε την ένταξή της στην επίσημη εθνική ιστορία ως μέσο για την πλήρη επανένταξή της στο πολιτικό σύστημα, η αναγνώριση της θυσίας ερχόταν σε πρώτο πλάνο και η καταγγελία της προδοσίας περνούσε σε δεύτερο. Χαρακτηριστικά, στο πρώτο μνημείο που στήθηκε στην πλατεία κατά τη δεκαετία του 1960, γινόταν απλά λόγος για «έλληνες πατριώτες που εκτελέσθηκαν από τους γερμανούς», όπως σε τόσα άλλα μνημεία για τον καιρό της Κατοχής ανά τη χώρα. Την ίδια ακριβώς περίοδο, ο Κύρου, ένας αριστερός διανοούμενος με αστικές και συντηρητικές καταβολές που φυγαδεύτηκε στη Γαλλία με το [πλοίο] Ματαρόα μετά την Απελευθέρωση, υπηρετεί με την ταινία του αυτό ακριβώς το αφήγημα, που στο κάτω-κάτω ευθυγραμμιζόταν με το αντίστοιχο γαλλικό, σε μια διπλή επιχείρηση αναγνώρισης του πατριωτικού ρόλου του ΕΑΜ μέσα στη χώρα και έξω από αυτή. Ωστόσο δεν θα πρέπει να αντιληφθούμε αυτή την, έστω ελλιπή ή παραλλαγμένη μνήμη, με κάποια κριτική διάθεση, παρά ως προσπάθεια δημόσιας και συλλογικής αποτύπωσης μιας απαγορευμένης μνήμης, κατάληψης του δημόσιου χώρου και αναπροσαρμογής του δημόσιου λόγου σε εκείνη τη «χαμένη άνοιξη» των λαϊκών αγώνων. Αυτές οι προσπάθειες και αυτοί οι αγώνες, καρποφόρησαν και αποτυπώθηκαν αργότερα, μετά τη Μεταπολίτευση, στις εκδηλώσεις μνήμης, στις μαρτυρίες που δημοσιεύτηκαν ή καταγράφηκαν, στην ύπαρξη και λειτουργία αυτού εδώ του μνημείου [της Mάντρας του Mπλόκου] που αποτυπώνει την πρόσκαιρη έστω νίκη της μνήμης ενάντια στη λήθη.

Λέω πρόσκαιρη, επειδή, καθώς ξέρουμε όλοι, αυτή η μνήμη βρίσκεται σήμερα και πάλι σε κίνδυνο. Η επανάκαμψη νεο και μετα-φασιστικών κινημάτων στην Ελλάδα και σε ολόκληρη την Ευρώπη, δεν αποτελεί βέβαια την έκφανση κάποιου νέου γερμανικού Ράιχ, όπως απλουστευτικά παρουσιάζουν κάποιοι. Στη σύγχρονη δικτατορία των χρηματαγορών, μπορεί τα γερμανικά συμφέροντα να καταλαμβάνουν και πάλι δεσπόζουσα θέση, ωστόσο οι δομές και οι σχέσεις εξουσίας και επιβολής αφορούν μια σύγκρουση ανάμεσα στις υπερεθνικές-πολυεθνικές δυνάμεις του κεφαλαίου και τον κόσμο της εργασίας, ενώ η πολιτική και πολιτιστική γεωγραφία της σύγκρουσης είναι σήμερα τελείως διαφορετικές.

Ο σύγχρονος μετα-φασισμός, όπως και ο παλιός, είναι και αυτός μια απόπειρα συμμαχίας ανάμεσα στους μεγάλους και τους μικρούς ιδιοκτήτες με στόχο να διαλύσουν την οργάνωση κι τους αγώνες των εργαζομένων και των εκμεταλλευομένων. Το πρόσωπο και τα ονόματά του αλλάζουν, στη βάση όμως τόσο των παλιών όσο και των νέων φασισμών, εμφιλοχωρεί ο ηθικός σχετικισμός, το «όλοι ίδιοι είναι», ή σε ό,τι αφορά τη μνήμη του μπλόκου και της μάχης, μία θολή αντίληψη πως χτυπήθηκαν φασίστες και κομμουνιστές, που είναι σε τελική ανάλυση το ίδιο βίαιοι, με θύμα τον αθώο πληθυσμό της Κοκκινιάς. Αυτή η αντίληψη απηχεί λίγο-πολύ τα λόγια του κατοχικού δημάρχου Χατζή προς τους συγγενείς των θυμάτων, την επαύριο του μπλόκου «Ας κάθονταν καλά οι άντρες, πατέρες και γιοι σας». Αυτή την «παραίνεση» αγνόησε το βράδυ της 17ης Σεπτεμβρίου 2013 ο Παύλος Φύσσας στην Αμφιάλη, όταν στάθηκε να αντιμετωπίσει μόνος του το ναζιστικό τάγμα εφόδου της Νίκαιας. Ο Φύσσας, μαζί με τον Χατζηαντωνίου, την Κουμπάκη, το Νίκο Γόδα και τόσους άλλους, δεν είναι, δεν μπορούν να είναι απλά πρόσωπα σε ένα εικονοστάσι αγίων, μα το αίμα και η ψυχή της πόλης και του κόσμου της δουλειάς. Στον καιρό της κρίσης, της ανεργίας, της φτώχιας και της εξαθλίωσης, η στάση της ευθύνης και η απόφαση του αγώνα ενάντια στην καταπίεση και την εκμετάλλευση, παραμένει μια μνήμη επικίνδυνη. Όχι μόνο ως ηθικό παράδειγμα, αλλά και ως μια ζωντανή διαδικασία επανυποδοχής και επανοικειοποίησης της ιστορικής μνήμης, σε κάθε πλατεία, σε κάθε σχολείο, σε κάθε γειτονιά και σπίτι της Νίκαιας και του ευρύτερου Πειραιά, ως στοιχείο μιας αναγέννησης του λαϊκού πολιτισμού ενάντια στη διάλυση του δημόσιου χώρου, την πολιτιστική υποβάθμιση και τη γενικευμένη κοινωνική αμνησία.

Τρίτη 6 Αυγούστου 2024

Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ- Έντουαρντ Άλμπι (από Βικιπαίδεια)

 


Το Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ; (Who's afraid of Virginia Woolf?) είναι θεατρικό δράμα του Έντουαρντ Άλμπι που έκανε πρεμιέρα στο Μπρόντγουεϊ το 1962 και μετράει πλήθος παραστάσεων μέχρι και τώρα σε όλο τον κόσμο. Μεταξύ των έργων του δραματουργού είναι ίσως το πιο γνωστό στο ευρύ κοινό, παρόλο που δεν έλαβε, όπως συνέβη με μεταγενέστερα έργα του, το Βραβείο Πούλιτζερ δραματουργίας.

Το 1966 μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο με τον Ρίτσαρντ Μπάρτον και την Ελίζαμπεθ Τέιλορ σε πρωταγωνιστικούς ρόλους και σε σκηνοθεσία Μάικ Νίκολς.

Πλοκή

Η Μάρθα και ο Τζορτζ είναι ένα ζευγάρι μεσήλικων, που έχει προσκαλέσει στο σπίτι εναν νεαρό συνάδελφο του Τζορτζ, τον Νικ και τη σύζυγό του Χάνεϊ. Από το ένα ποτήρι στο άλλο και με συνεργούς το περασμένο της ώρας και το αλκοόλ, οι τέσσερίς τους επιδίδονται σε ένα παιχνίδι όμοιο με το «παιχνίδι της αλήθειας» το οποίο οδηγεί τα δύο ζευγάρια στο ξεγύμνωμα των εαυτών τους και ειδικά των οικοδεσποτών. Η Μάρθα ουσιαστικά κατηγορεί τον Τζορτζ πως είναι ένας αποτυχημένος που κατάφερε να ανέλθει επαγγελματικά χάρη στον πατέρα της, ενώ ο Τζορτζ κατηγορεί τη Μάρθα πως είναι ένα κορίτσι κακομαθημένο και ανάξιο. Και οι δυο εκμεταλλεύονται την αθωότητα των δύο νεαρών καλεσμένων χλευάζοντας τους ίδιους αλλά και τα προβλήματα του ζευγαριού των οποίων σχεδόν ζήλευαν την ανεμελιά απέναντι στα συντρίμμια ενός γάμου, τώρα πια κομματιασμένου σαν αυτόν της Μάρθας και του Τζορτζ. Σε ένα κρεσέντο μιζέριας, η Μάρθα και ο Τζορτζ, μόνοι πλέον μετά την αποχώρηση των καλεσμένων τους, βρίσκονται να κλαίνε πάνω από το πτώμα ενός φανταστικού παιδιού, οπού ο Τζορτζ εκμεταλλευόμενος την ευκαιρία το έκανε να "πεθάνει". Αλλά, ποιος ξέρει, ίσως να είναι η αρχή μιας νέας ισορροπίας....

Η φιγούρα της Βιρτζίνια Γουλφ δεν έχει σε τίποτα να κάνει με το δράμα: ο τίτλος είναι ένα λογοπαίγνιο με το τραγούδι Ποιος φοβάται το μεγάλο κακό λύκο; (Who's Afraid of the Big Bad Wolf?), όπου ο Τζορτζ και η Μάρθα μουρμουρίζουν κάποιες φορές, ζωντανεύοντας έτσι τον "κακό λύκο" που βρίσκεται στην ύπαρξή τους, και την ίδια στιγμή την "Βιρτζίνια Γουλφ" που υπάρχει μέσα τους, ανισόρροπη και αυτοκαταστροφική όπως ο γάμος τους, ακόμα και αν μερικές φορές το νεότερο ζευγάρι φαίνεται να είναι μια ονε

Παρασκευή 2 Αυγούστου 2024

Η Σφαγή του Μονάχου (Ολυμπιακοί Αγώνες 1972 πηγή: Wikipedia)

 


Η λεγόμενη Σφαγή του Μονάχου έγινε κατά τη διάρκεια των Θερινών Ολυμπιακών Αγώνων του 1972, όταν μέλη της Ισραηλινής αποστολής έπεσαν θύματα απαγωγής από την παλαιστινιακή τρομοκρατική οργάνωση Μαύρος Σεπτέμβρης. Η απαγωγή έληξε με αποτυχημένη επέμβαση της γερμανικής αστυνομίας, κατά την οποία σκοτώθηκαν 9 αθλητές, ένας αστυνομικός και πέντε από τους απαγωγείς. Μαζί με τους δυο αθλητές που είχαν δολοφονηθεί νωρίτερα, ο τελικός απολογισμός έφτασε τους 17 νεκρούς.

Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 1972 βρίσκονταν στη δεύτερη εβδομάδα διεξαγωγής τους. Η Ολυμπιακή Επιτροπή της Δυτικής Γερμανίας είχε δημιουργήσει μία φιλική ατμόσφαιρα στο Ολυμπιακό Χωριό του Μονάχου, με σκοπό να διαγραφούν οι μνήμες της στρατοκρατικής εικόνας της Γερμανίας στον πόλεμο και συγκεκριμένα κατά τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1936 στο Βερολίνο οι οποίοι είχαν γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης από τον δικτάτορα των Ναζί, Αδόλφο Χίτλερ, για λόγους προπαγάνδας.

Στο ντοκιμαντέρ "One Day in September" αναφέρεται ότι η ασφάλεια στο χωριό των αθλητών ήταν σκοπίμως χαλαρή και πολλές φορές οι αθλητές έρχονταν ή έφευγαν από το Χωριό χωρίς να προσκομίζουν την απαραίτητη ταυτότητα. Πολλοί αθλητές παράκαμπταν τα σημεία ελέγχου της ασφάλειας και σκαρφάλωναν πάνω από τους φράχτες που περιέβαλλαν το Χωριό.

Η απουσία ένοπλου προσωπικού είχε ανησυχήσει τον αρχηγό της αποστολής του Ισραήλ, Σμουέλ Λάλκιν, πριν ακόμα η ομάδα του καταφτάσει στο Μόναχο. Σε συνέντευξή του σε δημοσιογράφους αργότερα, ο Λάλκιν είπε πως είχε επίσης εκφράσει την ανησυχία του στις αρμόδιες αρχές σχετικά με τα καταλύματα της αποστολής. Φιλοξενήθηκαν σε ένα σχετικά απομονωμένο τμήμα του Ολυμπιακού Χωριού, σε ένα μικρό κτήριο κοντά στην πύλη, το οποίο αισθανόταν πως έκανε την ομάδα του ιδιαίτερα ευάλωτη σε ενδεχόμενη εξωτερική επίθεση. Οι Γερμανικές αρχές διαβεβαίωσαν τον Λάλκιν ότι θα παρείχαν επιπλέον ασφάλεια στην αποστολή του Ισραήλ, αλλά ο Λάλκιν αμφιβάλλει ότι αυτά τα επιπλέον μέτρα είχαν ληφθεί ποτέ.

Οι διοργανωτές των Αγώνων ζήτησαν από τον Δυτικογερμανό ψυχολόγο Τζορτζ Σίμπερ να δημιουργήσει 26 σενάρια τρομοκρατίας που θα τους βοηθούσαν στο σχεδιασμό της ασφάλειας. Στην "Κατάσταση 21" που δημιούργησε, προέβλεψε με ακρίβεια την εισβολή ένοπλων Παλαιστινίων στα καταλύματα που διέμενε η αποστολή του Ισραήλ, με σκοπό να σκοτώσουν και να κρατήσουν ομήρους, ώστε να απαιτήσουν την απελευθέρωση των φυλακισμένων τους από το Ισραήλ και να φύγουν από τη Γερμανία με ένα αεροπλάνο.

Οι διοργανωτές αρνήθηκαν να προχωρήσουν στην προετοιμασία για την "Κατάσταση 21" και των άλλων σεναρίων, έχοντας ως δεδομένο ότι αν φύλαγαν τους αγώνες, εναντιωνόταν στο στόχο των "Ανέμελων Αγώνων" χωρίς αυστηρά μέτρα ασφαλείας.

Οι αγώνες συνεχίστηκαν μετά από διακοπή μιας ημέρας. Αυτή ήταν η επιθυμία τις ολυμπιακής επιτροπής και της κυβέρνησης του Ισραήλ. Οι τρομοκράτες δραπέτευσαν με ένα αεροπλάνο της Lufthansa. Μετά από αυτό το γεγονός η πρωθυπουργός του Ισραήλ Γκόλντα Μέιρ έδωσε εντολή στης μυστικές υπηρεσίες Μοσάντ (Mossad) να ανακαλύψουν πού κρύβονται οι εγκληματίες και να τους δολοφονήσουν. Η Γερμανική αστυνομία ίδρυσε την αντί-τρομοκρατική οργάνωση GSG9, που φάνηκε χρήσιμη στην επόμενη απαγωγή αεροπλάνου της Lufthansa από παλαιστίνιους τρομοκράτες το 1977, ενώ τα μέτρα ασφαλείας στο ολυμπιακό χωριό από το 1976 και έπειτα έχουν ενισχυθεί πολύ, σε βαθμό που απαγορεύεται η είσοδος ακόμη και των δημοσιογράφων.

Σε άδειο θέατρο- Μάνος Ελευθερίου

  Σε άδειο θέατρο χωρίς τους θεατές μέσα στη νύχτα σαν καράβι ταξιδεύεις βρίσκεις λιμάνια που βουλιάξανε στο χθες και να βρεθείς ξανά στο χά...

ευανάγνωστα