Πέμπτη 18 Απριλίου 2024

Θανάση Βαλτινού, Συναξάρι Ανδρέα Κορδοπάτη. Βιβλίο πρώτο: Αμερική (απόσπασμα

 

 Οι Ελληνες μετανάστες στην Αμερική στον 20ό αιώνα | ΕΦΣΥΝ

Θανάση Βαλτινού, Συναξάρι Ανδρέα Κορδοπάτη. Βιβλίο πρώτο: Αμερική (απόσπασμα)

[…]

Πλεύρισε το καράβι στο λιμάνι, το λιμάνι πατωμένο, το τελωνείο απάνω στα νερά.

Φαίνεται πως η Αυστροαμερικάνα έβγαζε πολλούς λαθραίους ελεύθερους να φεύγει ο καθένας για το δικό του μέρος, και οι άλλες εταιρείες παραπονέθηκαν.

Έτσι η αμερικάνικη κυβέρνηση έστειλε επιτροπή να επιθεωρήσει πάλι τους ανθρώπους.

Ήρθε ο γιατρός κι άρχισε να εξετάζει έναν έναν.

Όποιος ήταν καλός του ’δινε μια κάρτα με μπλε μολύβι κι έγραφε απάνω οράιτ, αμερικάνικα. Όποιος δεν ήταν καλός του ’δινε σκαρτ με κόκκινο.

Καθένας που πέρναγε με μπλε πήγαινε στην επιτροπή, έδινε το χαρτί, το διάβαζαν καλά, τον έδιωχναν.

Τους άλλους τούς έβαζαν κάτω στο αμπάρι. Έφτασε η σειρά της παρέας μου, άρχισαν από τον πρώτο μέχρι τον τελευταίο που ήμουνα εγώ. Μου ’δωσε κόκκινο ο γιατρός, των άλλων μπλε.

Πάει, γυρίζω πίσω, λέω.

Και οι σύντροφοί μου με κοίταζαν αμίλητοι. Γυρίζω, το σκαρτ είναι γύρισμα το οράιτ όχι.

Πέρασαν όλοι από την επιτροπή, τους έδιωξαν.

Φτάνω εγώ, με παίρνουν με κατεβάζουν κάτω. Πρόλαβα φώναξα του αδερφού μου, είχε είκοσι δολάρια απάνω του. Του είπα να μου αφήσει τα μισά, θα τα χρειαζόμουν.

Κόντευε βράδυ, ο ήλιος έπεφτε.

Του λέω, αν είσαι ακόμα το πρωί εδώ, έλα να ιδωθούμε και φέρε τίποτα καλά.

Δεν ήρθε. Κι έμεινα μαζί με τους άλλους.

[…]

Την επαύριο ήρθε πάλι η επιτροπή, μας ξανακοίταξαν, μας έκριναν δεύτερη φορά σκάρτους. Σε τρεις μέρες καινούργια επιτροπή, ανώτερη. Έβαλαν μπροστά και μας εξέταζαν από την αρχή. Μας όρκισαν ότι ποτέ η κυβέρνηση δεν επιτρέπει σε αρρώστους, κλέφτες και εγκληματίες να πατήσουν αμερικάνικο έδαφος.

Τότε πήραμε απόφαση ότι μας γυρίζουν πίσω.

Κακό μού ήρθε να φτάσω στο χείλος της Αμερικής και μονάχα ώς εκεί.

Μ’ έκλεισαν στο μπουντρούμι με τους εξήντα άλλους, διάφορες φυλές. Ήσαν και Εβραίοι ανάμεσά μας. Ένας απ’ αυτούς, κάθε που μας έφερναν νερό βούταγε να παίρνει πρώτος. Μια δυο, την τρίτη κάποιος είχε ένα σουγιά της φυλακής, του κόβει μια στα λαγαρά, ήρθε τούμπα.

Ούτε να ξαναπλώσει πια. Κρέας, αν δεν σφάξει ο παπάς τους δεν τρώνε οι Εβραίοι.

Στις τριάντα Νοεμβρίου, ημέρα Κυριακή, έρχεται ο διερμηνέας του πλοίου, ένας Κώστας Πυλίας.

Τί κάνετε, παιδιά;

Του λέμε, πουντιάσαμε εδώ μέσα.

Θα πω να σας βγάλουν σήμερα.

Το μεσημέρι, είχαμε φάει καλά, μας άνοιξαν τις πόρτες να ανεβούμε.

Είχα γράψει στα αδέρφια μου, γυρίζω πάλι για Ελλάδα, αλλά γράφτε μου εις Κώσταν Πυλίαν, κι αν είμαι εδώ το παίρνω.

Μου έγραψαν αυτοί αλλά δεν με πρόλαβε το γράμμα.

Μόλις μας έβγαλαν απάνω, άρχισε ο νους μου να γυρίζει.

Σκεβόμουν να το σκάσω.

Είχα τριάντα δολάρια με αυτά που μου έδωσε ο Πάνος. Είχα χαλάσει πέντε, τα άλλα τα είχα στον κόρφο μου.

Με τη σκούφια, τα παπούτσια λυτά, το πανωφόρι στον ώμο, είπα να μπω σε μια βάρκα να κρυφτώ, τη νύχτα να σούρω στη σκιά του πλοίου να πέσω στο νερό.

Φοβήθηκα μην πνιγώ, δεν το ’βρισκα καλό. Αποφάσισα να κάνω τον κουτό να κατεβώ από τη σκάλα.

Βάνω τα χέρια πίσω, κατεβαίνω μπροστά στους κλητήρες. Μπαίνω τάχα για το νερό μου, βαρώ μια πόρτα, άλλοι κλητήρες μέσα δεν δώσαν σημασία. Στρίβω δεξιά, τραβάω κάτι διαδρόμους, βλέπω γυαλί και απόξω κόσμο να περνάει.

Βγαίνω και δεν το πίστευα.

Παίρνω ένα τερσέκι έρημο, κάποιος από πίσω με ακολουθούσε.

Αλλάζω δρόμο, αυτός από κοντά. Τα χρειάστηκα.

Σταματάω στη γωνιά, ο άνθρωπος με προσπέρασε, ούτε γύρισε να με κοιτάξει.

[πηγή: Θανάσης Βαλτινός, Συναξάρι Ανδρέα Κορδοπάτη. Βιβλίο πρώτο: Αμερική, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 2007 (7η έκδοση), σ. 48-52]

Δευτέρα 15 Απριλίου 2024

Η ζωή εν τάφω (απόσπασμα) Στρατής Μυριβήλης

 

 How the Trauma and Struggles of World War I Helped Shape the Modern World |  Duke Today

Η μυστική παπαρούνα

Το πόδι απόψε το νιώθω πολύ καλύτερα.

Μου 'ρχεται να σηκωθώ σιγά σιγά, να προχωρέσω μέσα στο σιωπηλό χαράκωμα. Είναι πολύ παράξενο το χαράκωμα με τόσο φως. Φέγγει σαν μέρα και όμως δεν έχει φόβο. Το φεγγαρόφωτο από μακριά, σα δεν αντιλαμπίζει σε γυαλιστερό μέταλλο, δεν ξεσκεπάζει τίποτε. Μπορώ το λοιπόν να περπατώ λεύτερα κάτω από τον αχνό πέπλο του που προστατεύει σαν ασημί σκοτάδι.

Για μια στιγμή πάλι μου περνά η ιδέα πως ετούτη η μοναξιά είναι αληθινή. Πως τάχα σηκώθηκαν όλοι και φύγανε και μ' αφήσαν μονάχον, ολομόναχον εδώ πάνω. Τότες μια κρυάδα περνά, λεπίδι, την καρδιά μου. Θα προτιμούσα να ξέρω πως ζούνε γύρω μου κρυμμένοι άνθρωποι, κι ας ήτανε μόνο οχτροί.

Προχώρεσα ως την άκρη του χαρακώματος του λόχου μας. Ως την έβγαση των συρματοπλεγμάτων. Εκεί είναι μια μυστική πόρτα που σφαλνά μ' ένα αδράχτι οπλισμένο με αγκαθωτά τέλια. Επειδή το μέρος είναι ένα νταμάρι όλο πέτρα και δε σκάβεται, σήκωσαν ένα προκάλυμμα με γεώσακους. Έτσι λένε κάτι σακιά μεγάλα με χώμα που μ' αυτά οχυρώνουν τα πετρώδικα χαρακώματα. Τα τσουβάλια αυτά κείτουντ' εδώ χρόνον-καιρό έτσι. Θα φάγαν υγρασίες, βροχάδες, χιόνια και ήλιους. Ήρθαν και σάπισαν από τα νερά, ο ήλιος τα τσουρούφλισε και τα 'καψε. Τραβώ το δάχτυλό μου πάνω τους. Λιώνει η λινάτσα. Σαν τα ξεθαμμένα ρούχα των πεθαμένων που ξεφτάνε, σταχτωμένα, με το πρώτο άγγιγμα. Είναι τσουβαλάκια φουσκωμένα-κάργα, όπως τα πρωτογέμισαν. Άλλα πάλι κρεμάζουν σαχλά, μισοαδειανά. Κάτου από το δυνατό φεγγάρι μοιάζουν με ψοφίμια σκυλιών, άλλα πρησμένα κι άλλα ξαντεριασμένα, σωριασμένα τόνα πάνου στ' άλλο.

Από δω το θέαμα θα 'ναι πιο όμορφο. Τώρα το κρυμμένο ποτάμι ακούγεται καλύτερα όπως φωνάζει μακριά, μες από τη βαθιά κοίτη του. Θέλω να βγάλω το κεφάλι ψηλά από το προπέτασμα, να ιδώ πέρα. Αν μπορούσα μάλιστα θα καβαλίκευα το χαράκωμα. Ακουμπώ το μπαστούνι στο τοίχωμα, σηκώνουμαι στη μύτη της αρβύλας του γερού μου ποδιού και γαντζώνω τα δάχτυλα στους γεώσακους που 'ναι πάνω πάνω. Ένας απ' αυτούς λιώνει με μιας κι αδειάζει τον άμμο του πάνω μου. Λοιπόν τότες έγινε μιαν αποκάλυψη! Μόλις ξεφούσκωσε αυτό το σακί, χαμήλωσε η καμπούρα του και ξεσκέπασε στα μάτια μου μια μικρήν ευτυχία. Αχ, μου 'καμε τόσο καλό στην ψυχή, λίγο ακόμα και θα πατούσα μια τσιριξιά χαράς.

Ήταν ένα λουλούδι εκεί! Συλλογίσου. Ένα λουλούδι είχε φυτρώσει εκεί μέσα στους σαπρακιασμένους γεώσακους. Και μου φανερώθηκε έτσι ξαφνικά τούτη τη νύχτα που 'ναι γιομάτη θάματα. Απόμεινα να το βλέπω σχεδόν τρομαγμένος. Τ' άγγισα με χτυποκάρδι, όπως αγγίζεις ένα βρέφος στο μάγουλο. Είναι μια παπαρούνα. Μια τόση δα μεγάλη, καλοθρεμμένη παπαρούνα, ανοιγμένη σαν μικρή βελουδένια φούχτα.

Αν μπορούσε να τη χαρεί κανένας μέσα στο φως του ήλιου, θα 'βλεπε πως ήταν άλικη, μ' ένα μαύρο σταυρό στην καρδιά, με μια τούφα μαβιές βλεφαρίδες στη μέση. Είναι καλοθρεμμένο λουλούδι, γεμάτο χαρά, χρώματα και γεροσύνη. Το τσουνί* του είναι ντούρο και χνουδάτο. Έχει κι έναν κόμπο που δεν άνοιξε ακόμα. Κάθεται κλεισμένος σφιχτά μέσα στην πράσινη φασκιά του και περιμένει την ώρα του. Μα δεν θ' αργήσει ν' ανοίξει κι αυτός. Και θα 'ναι δυο λουλούδια τότες! Δυο λουλούδια μέσα στο περιβόλι του Θανάτου. Αιστάνουμαι συγκινημένος ξαφνικά ως τα κατάβαθα της ψυχής.

Ακουμπώ πάνω στο προπέτασμα σαν να κουράστηκα ξαφνικά πολύ.

Από μέσα μου αναβρύζουν δάκρυα απολυτρωτικά. Στέκουμαι έτσι πολλήν ώρα, με το κεφάλι όλο χώματα, ακουμπισμένο στα σαπισμένα σακιά. Με δυο δάχτυλα λαφριά, προσεχτικά, αγγίζω την παπαρούνα. Ξαφνικά με γεμίζει μια έγνοια, μια ζωηρή ανησυχία πως κάτι μπορεί να πάθει τούτο το λουλούδι, που μ' αυτό μου αποκαλύφθηκε απόψε ο Θεός. Παίρνω τότες στη ράχη ένα γερό τσουβάλι (δαγκάνω τα χείλια από την ξαφνική σουβλιά του ποδιού), και τ' ακουμπώ με προφύλαξη μπροστά στο λουλούδι. Έτσι λέω θα 'ναι πάλι κρυμμένο για όλους τους άλλους. Χαμογελώ πονηρά. Κατόπι σηκώνουμαι ξανά στα νύχια κι απλώνω το μπράτσο έξω. Ναι. Το άγγισα λοιπόν πάλι! Τρεμουλιάζω από ευτυχία. Νιώθω τα τρυφερά πέταλα στις ρώγες των δαχτύλων. Είναι μια ανεπάντεχη χαρά της αφής. Μέσα στο χέρι μου μυρμιδίζει μια γλυκιά ανατριχίλα. Ανεβαίνει ως τη ράχη. Είναι σαν να πεταλουδίζουν πάνω στην επιδερμίδα τα ματόκλαδα μιας αγαπημένης γυναίκας. Φίλησα τις ρώγες των δαχτύλων μου. Είπα σιγά σιγά:

— Καληνύχτα... καληνύχτα και να 'σαι βλογημένη.

Γύρισα γρήγορα στ' αμπρί. Ας μπορούσα να κάμω μια μεγάλη φωταψία... Να κρεμάσω παντού σημαίες και στεφάνια! Άναψα στο λυχνάρι τέσσερα φιτίλια και τώρα πασχίζω να τη χωρέσω εδώ μέσα, μέσα σε μια τόσο μικρή γούβα, μια τόσο μεγάλη χαρά. Η ψυχή μου χορεύει σαν μεγάλη πεταλούδα. Χαμογελώ ξαπλωμένος ανάσκελα. Κάτι τραγουδάει μέσα μου. Τ' αφουκράζουμαι. Είναι ένα παιδιάστικο τραγούδι:

Φεγγαράκι μου λαμπρό...

Κυριακή 14 Απριλίου 2024

Το προσφυγόπουλο του ουρανού - Παύλος Νιρβάνας

 1,658 Wounded Bird Images, Stock Photos, 3D objects, & Vectors |  Shutterstock

 

Τὸ προσφυγόπουλο τοῦ οὐρανοῦ

Εἰς τὸν προσφυγικὸν καταυλισμὸν τῆς Λαχαναγορᾶς Πειραιῶς ἐνεφανίσθη μίαν τῶν ἡμερῶν ἕνας ἀνέλπιστος, πληγωμένος πρόσφυξ. Δὲν ἦτο οὔτε Μικρασιάτης, οὔτε Θράξ. Δὲν τὸν εἶχαν κυνηγήσει αἱ ὀρδαὶ τοῦ Κεμάλ. Δὲν τοῦ εἶχαν σπάσει τὸ πόδι του οἱ Τοῦρκοι Τσέτηδες. Ἦτον ἁπλούστατα ἕνας ἀθῷος σπουργίτης. Καὶ καθὼς ἐπετοῦσε στὸν οὐρανόν, τὸν ὁποῖον δὲν διεκδικοῦν, ὡς γνωστὸν οὔτε οἱ Ἕλληνες, οὔτε οἱ Τοῦρκοι, τὸ λάστιχο ἑνὸς μικροῦ ἐντοπίου Τσέτη τὸν ἐτόξευσεν εἰς τὰ ὕψη καὶ δὲν εἶχε τὴν εὐσπλαγχνία νὰ τοῦ δώσῃ τουλάχιστον τὸν θάνατον. Τοῦ ἐτσάκισε τὸ ποδαράκι του. Καὶ ὁ πληγωμένος σπουργίτης, λιγοθυμισμένος ἀπὸ τὸν τρομερὸν πόνον ἔπεσεν ὡς νεκρὸν σῶμα, εἰς τὸ χῶμα. Ὁ μικρὸς Τσέτης ἔσπευσε νὰ τὸν αἰχμαλωτίσῃ, καὶ νεκρὸν ἀκόμη. Ἀλλὰ τὴν τελευταίαν στιγμήν, ὁ πτερωτὸς τραυματίας εὑρῆκε τὴν δύναμιν τῶν φτερῶν του. Καὶ ἐσώθη πάλιν, εἰς τὰ ὕψη ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἔπεσε.

Tα φτερὰ του ὅμως ἀπέκαμαν εἰς τὴν οὐρανίαν περιπλάνησιν. Ἐδοκίμασε ν᾿ ἀκουμπήσῃ σ᾿ ἕνα κλαδὶ δένδρου νὰ ξεκουρασθῆ. Ἀλλὰ πῶς; Μόλις ἐπροσπάθησε νὰ στηριχθῇ στὸ ποδαράκι του, τρομεροὶ πόνοι τὸν ἔκαμαν νὰ παραιτηθῇ ἀπὸ κάθε ἰδέαν ἀναπαύσεως. Καὶ μὲ τὰς τελευταίας δυνάμεις, ποὺ ἀπέμεναν στὶς μουδιασμένες φτεροῦγες του, ἐδοκίμασε πάλιν νὰ πετάξῃ. Ἔκαμε δυὸ-τρεῖς γύρους εἰς τὸν ἀέρα, ἀλλὰ οἱ φτεροῦγες του δὲν τὸν ἐκρατοῦσαν πλέον. Ἔνοιωθε τώρα ὅτι ὕστερα ἀπὸ λίγα λεπτά, λίγα δευτερόλεπτα, θὰ εὑρίσκετο κάτω στὸ χῶμα, ἀνίκανος πλέον νὰ σωθῇ ἀπὸ τοὺς ἀγρίους Τσέτες τῆς γειτονιᾶς. Εἰς ὁμοίαν περίστασιν, ὁ ἀεροπόρος, τοῦ ὁποίου ἐσταμάτησεν ἔξαφνα ὁ μοτέρ, κατοπτεύει βιαστικὰ τὸ ἔδαφος καὶ ζητεῖ τὸ κατάλληλον ἔδαφος, διὰ νὰ προσγειωθῆ, ὅσον ἀσφαλέστερα μπορεῖ.

Έτσι ἔκαμε καὶ ὁ μικρὸς πτερωτὸς ἀεροπόρος. Ὁ μοτέρ του δὲν ἐδούλευε πιά. Κατώπτευσε τὸ ἔδαφος. Παντοῦ δρόμοι, μὲ τρομερὰ παιδιά, ποὺ ἐπερίμεναν μὲ τὰ λάστιχα τεντωμένα. Παντοῦ ἐχθρικοὶ αὐλόγυροι. Παντοῦ ἄξενα κεραμίδια, ὅπου ἕνας τραυματίας σπουργίτης, ἀνίκανος ν᾿ ἀναζητήσῃ ἀλλοῦ τὴν τροφήν του, θὰ ἐκινδύνευε ἀσφαλῶς νὰ πεθάνῃ ἀπὸ ἀσιτίαν. Ἔξαφνα, πρὸς ἕνα σημεῖον τοῦ ἐδάφους διέκρινε μίαν αὐλήν, ὅπου γυναικοῦλες καὶ μικρὰ παιδάκια, ἐκινοῦντο, μὲ ἕνα ὕφος μεγάλης δυστυχίας. Καὶ ἐπειδὴ ἡ δυστυχία ἐννοεῖ τὴν δυστυχίαν, ὁ πληγωμένος σπουργίτης δὲν ἄργησε νὰ καταλάβη ὅτι οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ἦσαν ἀδελφοί του καὶ ὅτι ἡ αὐλὴ αὐτὴ δὲν ἦταν ὅπως οἱ ἄλλες αὐλὲς τῶν κακῶν ἀνθρώπων.

- Μαζὶ μὲ τοὺς δυστυχισμένους κι ἐγώ! ἐσκέφθη ὁ μικρὸς σπουργίτης.

Kαι, μ᾿ ἕνα τέλειον βὸλ-πλανέ, τὸ ὁποῖον οἱ ἄνθρωποι ἐδιδάχθησαν, ὡς γνωστόν, ἀπὸ τὰ πουλιά, εὑρέθη μέσα εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ προσφυγικοῦ καταυλισμοῦ, κατάκοιτος στὸ χῶμα, ἀνίκανος νὰ κινηθῇ, ἕτοιμος ν᾿ ἀποθάνῃ. Ἀλλὰ δὲν ἄργησε νὰ βεβαιωθῇ ὅτι εὑρίσκεται μεταξὺ πονετικῶν ψυχῶν. Μία ἀτμοσφαίρα συμπαθείας καὶ ἀγάπης ἐσχηματίσθη γύρω ἀπὸ τὴν δυστυχίαν του. Οἱ ἄλλοι δυστυχισμένοι ἐννοοῦσαν τὸν πόνον του. Τὰ παιδάκια δὲν ἦσαν ἐκεῖ σκληρὰ καὶ ἄσπλαγχνα, ὅπως τὰ ἄλλα παιδιά. Οἱ μεγάλοι δὲν ἦσαν κακοὶ καὶ ἀδιάφοροι. Ἀγαθὰ χέρια τὸν ἐσήκωσαν καὶ τὸν ἐχουχούλισαν. Καί, διὰ νὰ συμπληρωθῇ ἡ εὐτυχία του, μία ἀκόμη πονετικὴ ψυχὴ ἔσκυψε ἀπὸ πάνω του, ὡς Θεία Πρόνοια. Ἦταν ἡ ἀγαθὴ Πρόνοια καὶ τῶν ἄλλων δυστυχισμένων, ἡ δεσποινίς, ἡ διακονοῦσα τὴν Φιλανθρωπίαν εἰς τὸν προσφυγικὸν καταυλισμόν.

- Τὸ καημένο τὸ πουλάκι! εἶπεν ἡ δεσποινίς. Ἔχει σπασμένο τὸ ποδαράκι του. Πρέπει νὰ τὸ κρατήσουμε κι αὐτὸ δῶ, νὰ τὸ γιατρέψουμε, ὡς ποὺ νὰ μπορέση νὰ ξαναπετάξῃ.

Ὁ μικρὸς σπουργίτης, μολονότι δὲν ἐγνώριζε τὴν γλῶσσαν τῶν ἀνθρώπων, ἐκατάλαβε πολὺ καλὰ τί ἔλεγεν ἡ δεσποινίς, διότι ἡ γλῶσσα τῆς ἀγάπης εἶναι μία γιὰ ὅλα τὰ πλάσματα τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἔσπευσε νὰ εὐχαριστήσῃ τὴν δεσποινίδα μ᾿ ἕνα γλυκύτατον τσίου-τσίου.

- Εὐχαριστῶ, καλή μου κοπέλα, εὐχαριστῶ πολύ. Ὅταν γίνω καλά, θαρθῶ νὰ σοῦ πῶ ἕνα ὡραῖο τραγουδάκι στὸ παράθυρό σου. Δὲν τραγουδῶ σὰν τὸ ἀηδόνι. Ἀλλὰ τὰ γλυκύτερα τραγούδια δὲν εἶναι τὰ τεχνικώτερα. Εὐχαριστῶ, καλή μου κοπέλα, εὐχαριστῶ. Τσίου-τσίου!

Δύο τρυφερὰ χεράκια ἐπῆραν τὸν μικρὸν πτερωτὸν πρόσφυγα, τοῦ ἔδεσαν τὸ ποδαράκι του, τὸν ἐτάισαν, τὸν ἐπότισαν καὶ ὕστερα τὸν ἐτοποθέτησαν σὲ μιὰ ζεστὴ καὶ μαλακὴ φωλίτσα. Ἦτο καὶ αὐτὸς ἕνα προσφυγόπουλο τοῦ οὐρανοῦ, ὅπου ἡ κακία τῶν ἀνθρώπων φθάνει κάποτε ἀγρία καὶ τρομερά, ὡς νὰ μὴν τῆς ἔφθανε γιὰ νὰ χορτάση αὐτὴ ἡ μεγάλη καὶ ἀπέραντη Γῆ.

(ἀπὸ Τὰ Ἅπαντα, E´, Ἐκδοτικὸς Οἶκος Χρήστου Γιοβάνη 1968)


Σάββατο 13 Απριλίου 2024

Μορφώνοντας το λαό- Κουάνγκ- Τσέου

 Top 12 Pioneers in Education - TeachHUB

 

Αν δώσεις ένα ψάρι σ' έναν άνθρωπο,
θα φάει μια φορά.
Αν τον μάθεις να ψαρεύει,
θα τρώει σ' όλη του τη ζωή.

Αν τα σχέδιά σου είναι για ένα χρόνο, σπείρε σπόρους.
Αν είναι για δέκα χρόνια, φύτεψε δέντρο.
Αν είναι για εκατό χρόνια, μόρφωσε το λαό.
Σπέρνοντας μια φορά σπόρους, σοδιάζεις μια φορά.
Φυτεύοντας ένα δέντρο, σοδιάζεις δέκα φορές.
Μορφώνοντας το λαό, σοδιάζεις εκατό φορές.

Κουάνγκ-Τσέου, 4ος-3ος αι. π.Χ., Κίνα

Άντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ, Ο Μικρός Πρίγκιπας

 Le Petit Prince' - Paint It Easy

 – Έλα να παίξεις μαζί μου, της πρότεινε ο μικρός πρίγκιπας. Είμαι τόσο λυπημένος…
– Δεν μπορώ να παίξω μαζί σου, είπε η αλεπού. Δεν είμαι εξημερωμένη.
– Α, συγγνώμη, είπε ο μικρός πρίγκιπας. Όμως, ύστερα από σκέψη, πρόσθεσε:
– Τι πάει να πει «εξημερώνω»;
– Εσύ δεν είσαι από εδώ, είπε η αλεπού, τι γυρεύεις;
– Γυρεύω τους ανθρώπους, είπε ο μικρός πρίγκιπας. Τι πάει να πει «εξημερώνω»;
– Οι άνθρωποι, είπε η αλεπού, έχουν τουφέκια και κυνηγάνε… Μεγάλος μπελάς. Εκτρέφουν και κότες. Είναι το μόνο τους καλό. Κότες γυρεύεις;
– Όχι, είπε ο μικρός πρίγκιπας. Γυρεύω φίλους. Τι πάει να πει «εξημερώνω»;
– Είναι κάτι που έχει ξεχαστεί από καιρό, είπε η αλεπού. Σημαίνει «δημιουργώ δεσμούς…».
– Δημιουργώ δεσμούς;
– Βέβαια, είπε η αλεπού. Για μένα ακόμα δεν είσαι παρά ένα αγοράκι ολόιδιο μ' άλλα εκατό χιλιάδες αγοράκια. Και δε σε χρειάζομαι. Κι ούτε εσύ με χρειάζεσαι. Για σένα δεν είμαι παρά μια αλεπού ίδια μ' εκατό χιλιάδες άλλες αλεπούδες. Αν όμως μ' εξημερώσεις, θα χρειαζόμαστε ο ένας τον άλλο. Θα είσαι για μένα μοναδικός στον κόσμο, θα είμαι για σένα μοναδική στον κόσμο...
– Αρχίζω να καταλαβαίνω, είπε ο μικρός πρίγκιπας. Ξέρω ένα λουλούδι... νομίζω πως μ' εξημέρωσε...
– Πολύ πιθανόν, είπε η αλεπού. Βλέπει κανείς στη Γη τα πιο τρελά πράματα...
– Α, δεν είναι στη Γη, είπε ο μικρός πρίγκιπας. Η αλεπού φάνηκε πολύ παραξενεμένη:
– Σ' έναν άλλο πλανήτη;
– Ναι.
– Υπάρχουν κυνηγοί σ' εκείνο τον πλανήτη;
– Όχι.
– Ενδιαφέρον. Και κότες;
– Όχι.
– Τίποτα δεν είναι τέλειο, αναστέναξε η αλεπού. Όμως η αλεπού ξαναγύρισε στην προηγούμενη σκέψη της:
– Η ζωή μου είναι μονότονη. Κυνηγάω κότες, οι άνθρωποι με κυνηγάν. Όλες οι κότες μοιάζουν κι όλοι οι άνθρωποι μοιάζουν. Γι' αυτό λοιπόν, βαριέμαι λίγο. Αν όμως μ' εξημερώσεις, η ζωή μου θα γίνει ηλιόλουστη, θ' αναγνωρίζω το θόρυβο ενός βήματος διαφορετικού απ' όλα τ' άλλα. Τα άλλα βήματα θα με κάνουν να κρύβομαι κάτω απ' τη γη. Το δικό σου, σαν μουσική, θα με τραβάει έξω απ' τη φωλιά μου. Κι έπειτα κοίτα. Βλέπεις εκεί πέρα, τα χωράφια με το στάρι; Δεν τρώω ψωμί. Το στάρι για μένα είναι άχρηστο. Τα χωράφια με το στάρι δε μου θυμίζουν τίποτα. Κι αυτό είναι λυπηρό. Όμως εσύ έχεις μαλλιά χρυσαφένια. Θα είναι υπέροχο λοιπόν όταν θα με έχεις εξημερώσει. Το στάρι, που είναι χρυσαφένιο, θα μου θυμίζει εσένα. Και θα μ' αρέσει ν' ακούω τον άνεμο μέσα στα στάχυα... Η αλεπού σώπασε και κοίταξε ώρα πολλή το μικρό πρίγκιπα:
– Σε παρακαλώ... εξημέρωσε με, είπε.
– Το θέλω, απάντησε ο μικρός πρίγκιπας, αλλά δεν έχω πολύ χρόνο. Έχω ν' ανακαλύψω φίλους και πολλά πράματα να γνωρίσω.
– Γνωρίζουμε μονάχα τα πράματα που εξημερώνουμε, είπε η αλεπού. Οι άνθρωποι δεν έχουν πια καιρό να γνωρίζουν τίποτα. Τ' αγοράζουν όλα έτοιμα απ' τους εμπόρους. Επειδή όμως δεν υπάρχουν έμποροι που να πουλάν φίλους, οι άνθρωποι δεν έχουν πια φίλους. Αν θέλεις ένα φίλο, εξημέρωσέ με.

Παρασκευή 12 Απριλίου 2024

Λέξεις - Έκτωρ Κακναβάτος

 Οι αληθινές Αμαζόνες: Οι πολεμίστριες με τα τατουάζ που έτρεμαν οι αρχαίοι  ήρωες - iefimerida.gr

 .... Κι έγινε να ψάχνω για λέξεις άφοβες
για λέξεις μάχιμες κι αθάνατες
για λέξεις παρατεταμένες
που ατές τους παρατείνονται
ανυπόμονες, πεισματικές
για λέξεις αμαζόνες απόκρημνες
έψαχνα για τη λέξη που όλη απόγνωση
πηδάει στο κενό
και που στην προσγείωση
χίλια κομμάτια.

Πέμπτη 11 Απριλίου 2024

Ζητείται ελπίς- Αντών Σαμαράκη

 Despaired hopeless man portrait. Stock Photo | Adobe Stock

Του φάνηκε φοβερό που ήτανε χωρίς ελπίδα. Είχε την αίσθηση πως οι άλλοι στο καφενείο τον κοιτάζανε κι άλλοι από το δρόμο σκέπτονταν και ψιθυρίζανε μεταξύ τους: «Αυτός εκεί δεν έχει ελπίδα!» Σα να ήταν έγκλημα αυτό. Σα να είχε ένα σημάδι πάνω του που το μαρτυρούσε. Σα να ήταν γυμνός ανάμεσα σε ντυμένους.
Σκέφτηκε τα διηγήματα που είχε γράψει δίνοντας έτσι μία διέξοδο στην αγωνία του. Άγγιζε θέματα του καιρού μας: «τον πόλεμο, την κοινωνική δυστυχία… Ωστόσο, δεν το αποφάσιζε να τα εκδώσει. Φοβότανε! Φοβότανε την ετικέτα που θα του δίνανε σίγουρα οι μεν και οι δε. Όχι, έπρεπε να τα βγάλει. Στο διάολο η ετικέτα! Αυτός ήταν ένας άνθρωπος, τίποτε άλλο. Ούτε αριστερός ούτε δεξιός. Ένας άνθρωπος που είχε ελπίσει άλλοτε, και τώρα δεν έχει ελπίδα, και που νιώθει το χρέος του να το πει αυτό. Βέβαια, άλλοι θάχουν ελπίδα, σκέφτηκε. Δεν μπορεί παρά νάχουν.
Ξανάριξε μία ματιά στην εφημερίδα: η Ινδοκίνα, η «Κοσμική Κίνησις», το ρεσιτάλ πιάνου, οι δύο αυτοκτονίες για οικονομικούς λόγους, οι «Μικρές Αγγελίες»…
ΖΗΤΕΙΤΑΙ γραφομηχανή…
ΖΗΤΕΙΤΑΙ ραδιογραμμόφωνον…
ΖΗΤΕΙΤΑΙ τζιπ εν καλή καταστάσει…
ΖΗΤΕΙΤΑΙ τάπης γνήσιος περσικός…
Έβγαλε την ατζέντα του, έκοψε ένα φύλλο κι έγραψε με το μολύβι του:
ΖΗΤΕΙΤΑΙ ελπίς
Ύστερα πρόσθεσε το όνομα του και τη διεύθυνση του. Φώναξε το γκαρσόνι. Ήθελε να πληρώσει, να πάει κατευθείαν στην εφημερίδα, να δώσει την αγγελία του, να παρακαλέσει να μπει οπωσδήποτε στο αυριανό φύλλο.

Σε άδειο θέατρο- Μάνος Ελευθερίου

  Σε άδειο θέατρο χωρίς τους θεατές μέσα στη νύχτα σαν καράβι ταξιδεύεις βρίσκεις λιμάνια που βουλιάξανε στο χθες και να βρεθείς ξανά στο χά...

ευανάγνωστα