Πέμπτη 27 Ιουλίου 2023

Κάιρο -Μπουρλάς Μωυσής Μιχαήλ

 ☆ Το αποτύπωμα των Ελλήνων στο Κάιρο και το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας •  Fractal

 Κάιρο -Μπουρλάς Μωυσής Μιχαήλ

 

Γεννήθηκα στο Κάιρο της Αιγύπτου από πατέρα Βολιώτη και μάνα Χιώτισσα, στις 9 του Μάη του 1918. Η αλήθεια είναι πως δεν θυμάμαι πολλά πράματα, παρά μόνο αμυδρά τους περιπάτους μας με τις μεγαλύτερες αδελφές μου και τη μητέρα μου στα πάρκα της πόλης, ή όταν πηγαίναμε και χαζεύαμε ώρες ολόκληρες στη γέφυρα του Νείλου που άνοιγε για να περάσουν τα καράβια και ξανάκλεινε για να περάσουν αυτοκίνητα και κάρα.
     Για το πώς βρεθήκαμε εκεί και πώς ήταν η ζωή μας, μάθαμε κυρίως από αφηγήσεις της μητέρας μας. Μας διηγόταν πως ο πατέρας μου την είχε κλέψει από το πατρικό της στη Χίο, και επειδή και οι δυο οικογένειες, και του πατέρα αλλά και της μητέρας, δεν ενέκριναν αυτόν τον δεσμό, αναγκάστηκαν να μεταναστέψουν στην Αίγυπτο που ζούσε η μεγαλύτερη αδερφή της μητέρας μας με την οικογένειά της. Τότε πολλοί Έλληνες ζούσαν στην Αίγυπτο και πολλοί Εβραίοι.
     Βοήθησαν τον πατέρα μου για δουλειά και πιάστηκε πολύ γρήγορα, και με τη βοήθεια της εκεί εβραϊκής κοινότητας άνοιξε μια μικρή βιοτεχνία για πλεκτά και τρικό. Οι δουλειές πήγαιναν καλά και σιγά σιγά μεγάλωνε η επιχείρηση και εργάζονταν σ’ αυτήν πενήντα εργάτριες. Το προϊόν γινόταν ανάρπαστο στην αγορά. Η ζωή μας ήταν ευχάριστη και ήμασταν, όπως έλεγε η μαμά, ευτυχισμένοι. Αλλά ο πατέρας μου ―σχεδόν αγράμματος, είχε βγάλει με το ζόρι τη δευτέρα δημοτικού, όπως έλεγε― έμπλεξε με μια παρέα πλουσίων Εβραίων και Αράβων και έπαιζαν χαρτιά. Η μητέρα μου και οι δικοί της τον συμβούλευαν να αφήσει τα χαρτιά και να αφοσιωθεί περισσότερο στην οικογένεια, στα παιδιά και στη δουλειά του.
     Ήμασταν τότε τέσσερα παιδιά με διαφορά ηλικίας λιγότερο του ενάμιση χρόνου, τρία κορίτσια κι εγώ ο τέταρτος, ο κανακάρης, που με τις εντολές του πατέρα έπρεπε να μου κάνουν όλα τα χατίρια. Η μητέρα εργαζόταν σκληρά με τα τέσσερα παιδιά και το νοικοκυριό, ενώ ο πατέρας μόνον χρήματα της έδινε, κι αυτά μετρημένα, για να ξοδεύει για τις ανάγκες του σπιτιού, ενώ του ίδιου καρφί δεν του καίγονταν πώς τα φέρνει βόλτα μόνη της η καημένη. Ήταν πολύ στοργική και καλή και ό,τι δεν γνώριζε από τις δουλειές του νοικοκυριού τής το μάθαινε η αδελφή της. Ευτυχώς που ο πατέρας δεν ήταν ιδιότροπος στο φαΐ και έτρωγε ό,τι του προσφερόταν ή έτρωγε έξω και έλεγε ότι δεν πεινάει.
     Πολλές φορές έφερνε και την παρέα του στο σπίτι για να παίξουν χαρτιά και η μητέρα κόβονταν να τους περιποιηθεί και έλεγε, ασφαλώς έτσι και καλύτερα θα περιποιούνταν τον πατέρα μας στα σπίτια τους, όταν πηγαίνουν εκεί για παιχνίδι. Τα υπόμενε όλα αυτά η μητέρα, μα και πάλι τον συμβούλευε, αλλά αυτός αλλού βρέχει, ήλπιζε να πιάσει την καλή, όπως έλεγε, δηλαδή να κερδίσει, αλλά το κακό δεν άργησε να έλθει. Τα έχασε όλα, και εργοστάσιο και σπίτι και όλες τις οικονομίες που είχε. Από τη ντροπή του δεν ήξερε τι να κάνει και υποχρεώθηκε, με τη βοήθεια της εβραϊκής Κοινότητας πάλι και της ελληνικής παροικίας, να βγάλουμε τα εισιτήρια για να επιστρέψουμε στην Ελλάδα όπου ζούσαν άλλα τέσσερα αδέλφια του πατέρα μου και ο παππούς, και ήλπιζε πως θα τον στήριζαν. Η οικογένεια της μητέρας μου στην Αίγυπτο τον είχε αποκληρώσει για τις πράξεις του και όχι μόνο δεν μας βοήθησαν, αλλά ούτε και ήρθαν στο λιμάνι να μας αποχαιρετήσουν. Και να ’μαστε, αντίο Αίγυπτος, και ταξιδεύουμε με το καράβι για τη μητέρα Ελλάδα.


(από το βιβλίο: Μωυσής Μιχαήλ Μπουρλάς, Έλληνας, Εβραίος και αριστερός, Νησίδες, 2000)

Άντον Τσέχωφ, Ένας αριθμός

 Renoir In The 20th Century': A Master's Last Works : NPR

 Άντον Τσέχωφ, Ένας αριθμός

 

Τις προάλλες φώναξα στο γραφείο μου τη δεσποινίδα Ιουλία, τη δασκάλα των παιδιών. Έπρεπε να της δώσω το μισθό της.

- Κάθισε να κάνουμε το λογαριασμό, της είπα. Θα 'χεις ανάγκη από χρήματα και συ ντρέπεσαι να ανοίξεις το στόμα σου... Λοιπόν... Συμφωνήσαμε για τριάντα ρούβλια το μήνα...

- Για σαράντα.

- Όχι, για τριάντα, το έχω σημειώσει. Εγώ πάντοτε τριάντα ρούβλια δίνω στις δασκάλες... Λοιπόν, έχεις δύο μήνες εδώ...

- Δύο μήνες και πέντε μέρες...

- Δύο μήνες ακριβώς... Το 'χω σημειώσει... Λοιπόν, έχουμε εξήντα ρούβλια. Πρέπει να βγάλουμε εννιά Κυριακές... Δε δουλεύετε τις Κυριακές. Πηγαίνετε περίπατο με τα παιδιά. Έπειτα έχουμε τρεις γιορτές...

Η Ιουλία έγινε κατακόκκινη και άρχισε να τσαλακώνει νευρικά την άκρη του φουστανιού της, μα δεν είπε λέξη.

- Τρεις γιορτές... μας κάνουν δώδεκα ρούβλια το μήνα... Ο Κόλιας ήταν άρρωστος τέσσερις μέρες και δεν του έκανες μάθημα... Μονάχα με τη Βαρβάρα ασχολήθηκες... Τρεις μέρες είχες πονόδοντο και η γυναίκα μου σου είπε να αναπαυτείς μετά το φαγητό... Δώδεκα και εφτά δεκαεννιά. Αφαιρούμε, μας μένουν... Χμ! σαράντα ένα ρούβλια... Σωστά;

Το αριστερό μάτι της Ιουλίας έγινε κατακκόκινο και νότισε. Άρχισε να τρέμει το σαγόνι της. Την έπιασε ένας νευρικός βήχας, έβαλε το μαντίλι στη μύτη της, μα δεν έβγαλε άχνα.

- Την παραμονή της πρωτοχρονιάς έσπασες ένα φλιτζάνι του τσαγιού με το πιατάκι του... Βγάζουμε δύο ρούβλια... Το φλιτζάνι κάνει ακριβότερα γιατί είναι οικογενειακό κειμήλιο, μα δεν πειράζει... Τόσο το χειρότερο! Προχωρούμε! Μια μέρα δεν πρόσεξες τον Κόλια, ανέβηκε ο μικρός στο δέντρο και έσκισε το σακάκι του... Βγάζουμε άλλα δέκα ρούβλια... Άλλη μια μέρα που δεν πρόσεχες, έκλεψε μια καμαριέρα τα μποτάκια της Βαρβάρας. Πρέπει να 'χεις τα μάτια σου τέσσερα, γι' αυτό σε πληρώνουμε... Λοιπόν, βγάζουμε άλλα πέντε ρούβλια. Στις δέκα του Γενάρη σε δάνεισα δέκα ρούβλια...

- Όχι, δεν έγινε τέτοιο πράμα. μουρμούρισε η Ιουλία.

- Το 'χω σημειώσει!

- Καλά...

- Βγάζουμε είκοσι επτά ρούβλια, μας μένουν δεκατέσσερα…

Τα μάτια της Ιουλίας γέμισαν δάκρυα. Κόμποι ιδρώτα γυάλιζαν πάνω στη μύτη της. Κακόμοιρο κορίτσι!

- Μα εγώ μια φορά μονάχα δανείστηκα χρήματα. Μονάχα τρία ρούβλια, από την κυρία, μουρμούρισε η Ιουλία και η φωνή της έτρεμε.......Αυτά είναι όλα όλα που δανείστηκα.

- Μπα; Και γω δεν τα είχα σημειώσει αυτά. Λοιπόν, δεκατέσσερα έξω τρία, μας μένουν έντεκα. Πάρε τα χρήματά σου, αγαπητή μου! Τρία... τρία, τρία.... ένα και ένα... Πάρ' τα...

Και της έδωσα έντεκα ρούβλια. Τα πήρε με τρεμουλιαστά δάχτυλα και τα έβαλε στην τσέπη της.   

- Ευχαριστώ, ψιθύρισε.

Πετάχτηκα ορθός και άρχισα να βηματίζω πέρα δώθε στο γραφείο. Με έπιασαν τα δαιμόνια μου.

- Και γιατί με ευχαριστείς;

- Για τα χρήματα.

- Μα, διάολε, εγώ σε έκλεψα, σε λήστεψα! Και μου λες κι ευχαριστώ;

- Οι άλλοι δε μου 'διναν τίποτα!...

- Δε σου 'διναν τίποτα. Φυσικά!... Σου έκανα μια φάρσα για να σου γίνει σκληρό μάθημα.

Πάρε τα ογδόντα σου ρούβλια! Τα είχα έτοιμα στο φάκελο! Μα γιατί δε φωνάζεις για το δίκιο σου; Γιατί στέκεσαι έτσι σαν χαζή; Μπορείς να ζήσεις σ' αυτό τον κόσμο αν δεν πατήσεις λίγο πόδι, αν δε δείξεις τα δόντια σου;    Γιατί είσαι άβουλη;

Μουρμούρισε μερικά ευχαριστώ και βγήκε.

 

Τετάρτη 26 Ιουλίου 2023

Ο Βασίλης Παλαιοκώστας για την Αριστερά (απόσπασμα από το βιβλίο του)

 Μια Φυσιολογική Ζωή, Δράσεις και αποδράσεις ενός επικηρυγμένου

 

...Εκείνο που με θλίβει είναι η στάση της κοινοβουλευτικής αριστεράς, η οποία γνωρίζει (έτσι λέει) από πρώτο χέρι τι σημαίνει φασισμός. Καθόλη τη διάρκεια του εγκλεισμού μου στις ελληνικές φυλακές, μια αντιπροσωπεία αριστερών κομμάτων να επισκέπτεται χώρους κράτησης για να διαπιστώσει τα πραγματικά προβλήματα των κρατουμένων και πώς αυτοί βιώνουν τον εγκλεισμό δεν είδα. Τα στελέχη της πρώην επαναστατημένης και νυν επαναπαυμένης στις δάφνες και τις περγαμηνές του παρελθόντος αριστεράς δεν ενδιαφέρονται για τις σημερινές φυλακές. Συνοδευόμενα από τηλεοπτικά συνεργεία και πολλή υποκρισία, επισκέπτονταν συχνά-πυκνά τόπους εξορίας όπου φυλακίστηκαν και βασανίστηκαν αγωνιστές (αν ζούσαν θα τους έφτυναν κατάμουτρα), να αναπολήσουν τα περασμένα μεγαλεία…

“Εμείς αγωνιστήκαμε και συνεχίζουμε να αγωνιζόμαστε για ιερό, ανώτερο σκοπό”, κραυγάζουν…. Σώωωπα!

Αν η πολιτική αυτή προσέγγιση δεν είναι έμμεση συγκατάθεση στο βασανισμό όσων δεν αγωνίζονται για “ιερούς σκοπούς”, τότε τι είναι; Αφού ο κρατούμενος δεν ασπάζεται τις αριστερές αντιλήψεις, καλά του κάνουν, του αξίζει ένα μπερντάχι ξύλο…

Ξέρω, ξέρω… Δεν μπορούν να συγκριθούν οι εποχές και τα διακυβεύματά τους! Φυσικά και δεν μπλορούν να συγκριθούν, αφού σήμερα δεν είναι εκείνοι οι καταδιωκόμενοι και οι φυλακισμένοι αλλά κάποιοι άλλοι… Άλλωστε ποτέ δεν άκουσα αριστερό να μιλά για κατάργηση των φυλακών. Οι φυλακές δεν έχουν κανένα ενδιαφέρον, αν οι φυλακισμένοι δεν είναι αριστεροί και κομμουνιστές! Δεν ξέρω αν καταλάβατε, κύριοι της αριστεράς, που “βουλευτήκατε” με τα κοπαδάκια σας… Αποτελούσατε κι αποτελείτε τμήμα του κοινοβουλίου, είχατε και έχετε ευθύνη. Ακόμα περισσότερη γιατί είστε αριστεροί. Πολλοί από σας τώρα τελευταία κυβερνάτε κιόλας… Ποιος θα το έλεγε! Φροντίστε μην η ιστορία σας καταγράψει σαν τις αριστερές καθαρίστριες που ανέλαβαν με προθυμία να καθαρίσουν τα βουνά σκουπιδιών μισού αιώνα ξέφρενου πανηγυριού, εξαιτίας του οποίου εξαθλιώθηκε ο έλληνας πολίτης και παραδώσετε τα κλειδιά στους γνωστούς γλεντζέδες της φυλής μας! Τους έξω καρδιά! Για να ξαναζωντανέψει το χουντογλέντι τους στο κέντρο διασκέδασης “βουλή των Ελλήνων”, όπου τα νταούλια και βιολιά του ελληνικού συντάγματος θα παίζουν μερακλίδικους δημοκρατικούς σκοπούς. Α, ρε Έλληνα… Όσο ξεφτέρι στα επουσιώδη άλλο τόσο μπούφος στα ουσιώδη…

Το τελευταίο γράμμα του Τσε Γκεβάρα στον Φιντέλ Κάστρο

 

 Che and Fidel: Revolutionaries to the end – Socialist Voice

Το τελευταίο γράμμα του Τσε Γκεβάρα στον Φιντέλ Κάστρο 

 «Φιδέλ,

Θυμάμαι τούτη τη στιγμή πολλά πράγματα, τότε που σε γνώρισα στο σπίτι της Μαρίας Αντονία, τότε που μου πρότεινες να έρθω μαζί σας, όλη την ένταση των προετοιμασιών.

Κάποια μέρα ήρθαν και ρώτησαν ποιος θα έπρεπε να ειδοποιηθεί σε περίπτωση θανάτου μας, και η υπαρκτή πιθανότητα να γίνει κάτι τέτοιο μας συγκλόνισε όλους. Αργότερα μάθαμε πως ήταν αλήθεια, πως σε μία επανάσταση ή νικάς ή πεθαίνεις (αν είναι αληθινή). Πολλοί σύντροφοι έπεσαν στο δρόμο προς τη νίκη.

Σήμερα όλα έχουν ένα τόνο λιγότερο δραματικό, γιατί είμαστε πιο ώριμοι. Τα γεγονότα όμως επαναλαμβάνονται. Νιώθω πως έχω πια εκπληρώσει το μέρος εκείνο του χρέους μου, που με έδενε με την κουβανική επανάσταση στο έδαφος της, και σας αποχαιρετώ, εσένα, τους συντρόφους, τον λαό σου που είναι και πια δικός μου.

 

Παραιτούμαι επίσημα από τα καθήκοντα μου στην ηγεσία του Κόμματος, από τη θέση του υπουργού, από το βαθμό του κομαντάντε, από την κουβανική υπηκοότητα. Καμιά νομική σχέση δεν με συνδέει με την Κούβα, μόνο δεσμοί άλλου είδους, που δεν μπορούν να σπάσουν, όπως οι διορισμοί σε κάποιες θέσεις.

Κοιτάζοντας τη ζωή μου μέχρι τώρα, πιστεύω πως έχω δουλέψει με αρκετή τιμιότητα και αφοσίωση για την εδραίωση της επαναστατικής νίκης. Το μοναδικό μου κάπως σοβαρό σφάλμα είναι που δεν είχα περισσότερη εμπιστοσύνη σ’ εσένα και τις πρώτες στιγμές στη Σιέρα Μαέστρα και που δεν είχα καταλάβει αρκετά γρήγορα τις δυνατότητες σου σαν καθοδηγητή και επαναστάτη. Έζησα θαυμάσιες ημέρες και ένιωσα πλάι σου την περηφάνια να ανήκω στο λαό μας τις λαμπερές μέρες μα και τις θλιβερές μέρες  της κρίσης στην Καραϊβική.

Σπάνια έλαμψε τόσο ένας πολιτικός όσο εκείνες τις ημέρες, και νιώθω περήφανος που σε ακολούθησα δίχως δισταγμούς, που ταυτίστηκα με τον τρόπο που σκέφτεσαι, βλέπεις και εκτιμάς τους κινδύνους και τις αρχές.

Άλλες χώρες του κόσμου ζητάνε τη συμβολή των σεμνών μου προσπαθειών. Εγώ μπορώ να κάνω αυτό που εσένα δεν σου επιτρέπεται, λόγω των ευθυνών σου απέναντι στη Κούβα, και έφτασε η ώρα να αποχωριστούμε.

Ας γίνει γνωστό λοιπόν πως το κάνω με ένα μίγμα χαράς και πόνου. Αφήνω εδώ ό,τι πιο αγνό ανάμεσα στις ελπίδες σαν δημιουργού και ό,τι πιο αγαπητό ανάμεσα στις αγαπημένες μου υπάρξεις. Και αφήνω έναν λαό που με αγάπησε σαν παιδί του. Αυτό αποδυναμώνει ένα μέρος από το πνεύμα μου. Στα νέα πεδία μαχών θα μεταφέρω την πίστη που εσύ μου έχεις εμπνεύσει, το επαναστατικό πνεύμα του λαού μου, την αίσθηση ότι εκπληρώνω το πιο ιερό χρέος μου: να αγωνίζομαι ενάντια στον ιμπεριαλισμό όπου και αν αυτός βρίσκεται. Αυτό ανακουφίζει και θεραπεύει οποιαδήποτε βαθιά πληγή.

 

Λέω για ακόμη μία φορά πως απαλλάσσω την Κούβα από οποιαδήποτε ευθύνη, εκτός από αυτή που πηγάζει από το παράδειγμα της. Και αν οι τελευταίες μου ώρες με βρουν κάτω από άλλους ουρανούς, η τελευταία μου σκέψη θα είναι γι’ αυτόν τον λαό και ειδικά για σένα.

Σε ευχαριστώ για όσα με έμαθες και για το παράδειγμα σου, στο οποίο θα προσπαθήσω να είμαι πιστός μέχρι και τις τελευταίες συνέπειες των πράξεων μου. Ταυτίστηκα πάντα με την εξωτερική πολιτική της επανάστασης μας και εξακολουθώ να νιώθω αυτή την ταύτιση. Οπουδήποτε και να σταθώ θα νιώθω την ευθύνη του να είμαι κουβανός επαναστάτης και σαν τέτοιος θα δρω. Δεν αφήνω στην γυναίκα και στα παιδιά μου τίποτα υλικό και δεν λυπάμαι: χαίρομαι που είναι έτσι τα πράγματα. Δεν ζητώ τίποτα γι’  αυτούς, γιατί το κράτος θα τους δώσει τα απαραίτητα για να ζήσουν και να μορφωθούν.

Πολλά θα ήταν τα πράγματα που θα είχα να πω σε εσένα και στον λαό μας, μα νιώθω πως είναι περιττά. Οι λέξεις δεν μπορούν να εκφράσουν όσα θα ήθελα και δεν αξίζει τον κόπο να μουτζουρώνω τα χαρτιά.

Πάντοτε ως τη νίκη!

Πατρίδα ή θάνατος!

Σε αγκαλιάζω με όλη μου την επαναστατική ζέση».

 

Τρίτη 25 Ιουλίου 2023

Άκου, Ανθρωπάκο -Βίλχελμ Ράιχ

 ArtStation - "Their Obedience" - Kenshi Model Remake


Άκου, Ανθρωπάκο -Βίλχελμ Ράιχ 


(απόσπασμα)

Σε φωνάζουν Ανθρωπάκο, Κοινό Άνθρωπο. Λένε πως χάραξε η εποχή σου, Η «Εποχή του Κοινού Ανθρώπου».

Μα δεν είσαι συ που το λες, ανθρωπάκο. Το λένε εκείνοι, οι αντιπρόεδροι των μεγάλων εθνών, οι εργατοπατέρες, οι μετανιωμένοι γιοι των αστών, οι πολιτικοί και οι φιλόσοφοι. Σου προσφέρουν το μέλλον, μα δε ρωτούν για το παρελθόν σου.

Κι όμως, είσαι κληρονόμος ενός τρομερού παρελθόντος. Τούτη η κληρονομιά καίει στη χούφτα σου σα διαμάντι φλεγόμενο. Εγώ αυτό έχω να σου πω.

Ο γιατρός, ο τσαγκάρης, ο μηχανικός ή ο εκπαιδευτικός, για να προκόψουν στη δουλειά τους και να κερδίσουν το ψωμί τους, πρέπει να γνωρίζουν τις ελλείψεις τους. Εδώ και κάμποσες δεκαετίες παίρνεις παγκοσμίως τα ηνία στα χέρια σου. Το μέλλον της ανθρωπότητας θα εξαρτηθεί από τις σκέψεις και τις πράξεις σου. Όμως, οι δάσκαλοι και οι αφέντες σου δε σου μιλάνε για τον τρόπο που σκέφτεσαι πραγματικά. Δε σου λένε ποιος είσαι στα αλήθεια. Κανένας δεν τολμά να σε φέρει αντιμέτωπο με τη μοναδική πραγματικότητα που έχει τη δύναμη να σε καταστήσει κύριο του πεπρωμένου σου. Είσαι «ελεύθερος» από μια άποψη μονάχα: ελεύθερος από την αυτοκριτική, που μπορεί να σε βοηθήσει να κουμαντάρεις τη ζωή σου.

Δε σ' άκουσα να παραπονιέσαι ποτέ: «Με εκθειάζετε σαν το μελλοντικό αφέντη του εαυτού μου και του κόσμου μου. Αλλά δε μου λέτε πώς γίνεται κανείς αφέντης του εαυτού του. Δε μου λέτε ποια είναι τα λάθη και τα ελαττώματα μου, πού σφάλλω στον τρόπο που σκέφτομαι και πράττω».

Επιτρέπεις στους ισχυρούς να απαιτούν τη δύναμη εν ονόματι «του ανθρωπάκου». Όμως, εσύ ο ίδιος παραμένεις βουβός. Ενισχύεις τους ισχυρούς με περισσότερη δύναμη. Επιλέγεις για εκπροσώπους ανθρώπους αδύναμους και κακοήθεις. Τελικά διαπιστώνεις πάντα, πολύ αργά, πως σ' έπιασαν κορόιδο.

Σε καταλαβαίνω! Κι ετούτο επειδή αντίκρισα αμέτρητες φορές το γυμνό κορμί και την ψυχή σου. Σε είδα δίχως τη μάσκα σου, την κομματική σου ταυτότητα ή την εθνική σου υπερηφάνεια. Γυμνό σα νεογέννητο, γυμνό σα στρατάρχη ξεβράκωτο. Σ' άκουσα να κλαις και να οδύρεσαι. Μου μίλησες για τα προβλήματά σου, τις αγάπες και τους πόθους σου. Σε ξέρω και σε καταλαβαίνω. Και θα σου πω τι είσαι, ανθρωπάκο, επειδή πιστεύω πραγματικά στο τρανό σου μέλλον. Μα επειδή το μέλλον σου ανήκει, αναμφίβολα σου ανήκει, ρίξε μια ματιά στον εαυτό σου. Κοίτα τον όπως είναι πραγματικά. Άκου αυτό που κανένας από τους ηγέτες και τους αντιπροσώπους σου δεν τολμά να σου πει:

Είσαι «άνθρωπος μικρός, κοινός». Συλλογίσου τη διπλή έννοια που έχουν τούτες οι λέξεις, «μικρός» και «κοινός»...

Μην το βάζεις στα πόδια! Βρες το κουράγιο να αντικρίσεις τον εαυτό σου!

«Με ποιο δικαίωμα μου κάνεις κήρυγμα; Βλέπω την ερώτηση στο τρομαγμένο βλέμμα σου. Σ' ακούω να την ξεστομίζεις όλο αυθάδεια. Φοβάσαι να αντικρίσεις τον εαυτό σου, ανθρωπάκο. Φοβάσαι την κριτική, όσο και τη δύναμη που σου υποσχέθηκαν. Αλήθεια, πώς σκέφτεσαι να χρησιμοποιήσεις τη δύναμή σου; Δεν ξέρεις. Φοβάσαι και να σκεφτείς ακόμη πως μπορεί κάποια μέρα να 'σαι διαφορετικός: ελεύθερος αντί φοβισμένος, ειλικρινής αντί ραδιούργος, να χαίρεσαι τον έρωτα, όχι σαν τον κλέφτη μες στη νύκτα, αλλά ανοικτά, στο φως του ήλιου. Απεχθάνεσαι τον εαυτό σου, ανθρωπάκο. Αναρωτιέσαι, «Ποιος είμαι εγώ που θα 'χω άποψη, θα κουμαντάρω τη ζωή μου και θα αποκαλώ ολάκερη την οικουμένη δική μου;» Δίκιο έχεις. Ποιος είσαι εσύ που θα διεκδικήσεις τη ζωή σου; Ε, λοιπόν, θα σου πω ποιος είσαι.

Διαφέρεις από τον ισχυρό σε τούτο μόνο, ο ισχυρός υπήρξε κάποτε ένας πολύ μικρός ανθρωπάκος, αλλά ανέπτυξε μια σημαντική ικανότητα. Αναγνώρισε την ποταπότητα και την ανεπάρκεια των σκέψεων και των πράξεών του. Κάτω από την πίεση κάποιου έργου που θεώρησε σημαντικό, έμαθε να διακρίνει ότι η μικρότητα κι η ευτέλειά του απειλούσαν την ευτυχία του. Με άλλα λόγια ο ισχυρός γνωρίζει πότε και σε τι είναι ανθρωπάκος. Ο ανθρωπάκος, όμως, δε γνωρίζει ότι είναι ποταπός και φοβάται να το μάθει. Κρύβει την ποταπότητα και την ανεπάρκειά του πίσω από αυταπάτες δύναμης και μεγαλείου, τη δύναμη και του μεγαλείου κάποιου άλλου. Είναι περήφανος για τους μεγάλους στρατηγούς του, αλλά όχι για τον εαυτό του. Θαυμάζει την ιδέα που δεν είχε κι όχι εκείνη που είχε. Όσο λιγότερο καταλαβαίνει κάτι, τόσο περισσότερο πιστεύει σ' αυτό. Κι όσο καλύτερα αντιλαμβάνεται μια ιδέα, τόσο η πίστη του σ' αυτήν κλονίζεται.

Τετάρτη 19 Ιουλίου 2023

Μάριου Χάκκα, «Ο μπιντές» (διήγημα)

 

 Humorous Birthday With Cartoon Bidet I Meant Happy B Day (1681190)

Μάριου Χάκκα, «Ο μπιντές» (διήγημα)

Είχαμε φαγωθεί μέσα μας χωρίς να το πάρουμε είδηση. Εκείνη η λουξ τουαλέτα με τον ιππόκαμπο στα πλακάκια οικόσημο, μια πάπια και γύρω παπάκια, κύκνους και παραδείσια ψάρια, νιπτήρα, λεκάνη, μπανιέρα, μπιντές, παραμπιντές, όλα απαστράπτοντα, είχανε παίξει το ρόλο τους ύπουλα, σκάψανε μέσα βαθιά μας τερμίτες, όπως το σαράκι το ξύλο, και τώρα νιώθαμε κούφιοι.

Θυμάμαι όταν ήρθα από την επαρχία για πρώτη φορά στην Αθήνα και νοίκιασα ένα δωμάτιο χωρίς καμπινέ. Υπήρχε βέβαια ένας πρόχειρος καμπινές στην αυλή, αλλά έπρεπε να κατέβεις μια κατασκότεινη ξύλινη σκάλα που έτριζε και σήκωνε τον κόσμο στο πόδι. Ένα βράδυ που έβρεχε και μ' έπιασε κόψιμο, τα 'κανα σε μια εφημερίδα, κι αφού τα πακετάρισα ωραία, ώς και κορδελάκι με φιόγκο τους έβαλα, πηγαίνοντας πρωί πρωί στη δουλειά, τ' άφησα στη μέση του δρόμου. Θα θυμόσαστε βέβαια πόσα τέτοια πακέτα συναντούσατε τότε στους δρόμους. Μερικοί τα κλοτσούσαν για να μαντέψουν το περιεχόμενο. Λέγεται πως κάποιος το πήγε στην αστυνομία χωρίς να τ' ανοίξει και ζήταγε εύρετρα. Ε, ένα τέτοιο πακέτο έφτιαξα κάποτε κι εγώ, κι ακόμη τώρα που το θυμάμαι μετά τόσα χρόνια μου έρχονται γέλια.

Εκείνο τον καιρό ήμουν ένας κεφάτος άνθρωπος με λίγες ανάγκες. Ξυριζόμουν μόνο δυο φορές τη βδομάδα, όποτε είχα ραντεβού στο βουναλάκι με μια κοπέλα, που όλο βιαζόταν να γυρίσει στο σπίτι. Όλο σκαστή ήταν κι είχε αυστηρό αδερφό, νοοτροπία σισιλιάνου. Την παντρεύτηκα κι εγώ. Τί να έκανα; Παρά να τρώει μπερντάχι κάθε φορά που αργούσε. Άλλωστε, αυτός είναι ο προορισμός του ανθρώπου, έτσι τουλάχιστον λέγεται. Πάντως, μ' αυτά και μ' αυτά, βρέθηκα μ' όλα τα κουμπιά μου γερά, είναι κι αυτό ένα όφελος, είναι κι αυτό μια ασφάλεια. Τί σιδερωμένα πουκάμισα τον πρώτο καιρό, τί καθαρές αλλαξές, γυαλισμένα παπούτσια, στο καντίνι που λένε.

Είχε και δικό της σπιτάκι, ένα μόνο δωμάτιο, αλλά μεγάλη αυλή, και σιγά σιγά με τις οικονομίες μας, χτίσαμε κουζίνα κι άλλα δωμάτια. Γενικά προοδέψαμε. Πήραμε ψυγείο, πλυντήριο κι η ζωή γινόταν όλο και πιο άνετη.

Μόνο στον καμπινέ καθυστερήσαμε. Στο βάθος της αυλής μέσα σε μια παραγκούλα ήταν μια τούρκικη λεκάνη που με ανάγκαζε κάθε πρωί να κάθομαι στο κότσι, αν κι αυτό ήταν μια καλή άσκηση όπως δε συνήθιζα να κάνω γυμναστική. Στην παραγκούλα υπήρχε κι ένα τενεκεδένιο βρυσάκι που το γέμιζα κάθε πρωί και πλενόμουν. Μπάνιο στη σκάφη. Το Σαββατόβραδο άρχιζε η περιπέτεια. Μ' έχωνε η γυναίκα στη σκάφη κι έτριβε μέχρι γδάρσιμο. Ας είναι.

Συνέχιζα να προοδεύω. Βοηθός λογιστού ακόμα ξεχρέωνα την κρεβατοκάμαρα, βαρύ έπιπλο με κομοδινάκια κι απάνω αμπαζούρ, σιέλ στο δικό μου, ροζ στης κυράς. Έπειτα έγινα κανονικός λογιστής, τότε που πήραμε κι εκείνο το οικοπεδάκι με δόσεις. Φυτέψαμε μάλιστα και δυο τρία δέντρα που πήγαινα στις αρχές, μετά από επιμονή της γυναίκας μου, κάθε Κυριακή και τα πότιζα. Κατόπιν ξεράθηκαν κι αυτά, πολλές οι δουλειές, αρχιλογιστής πια, γερός ο μιστός και σε λίγα χρόνια ήταν το σπίτι κομπλέ, πλην τουαλέτας. Έμενε σαν επιστέγασμα μιας προσπάθειας είκοσι χρόνων.

«Κάποτε θα 'ρθει και της τουαλέτας η ώρα», έλεγα στη γυναίκα μου που με γκρίνιαζε πάντα, παραπονιόταν πως έρχεται κανένας επισκέπτης, θέλει να πάει προς νερού του και πέφτουν τα μούτρα της. Κι άλλωστε, τί ήταν πια ο καμπινές εδώ που φτάσαμε; Η ουρά του γαϊδάρου. Κι όπως όλα τα πράγματα που σιάχνονται μια φορά στη ζωή μας βάζομε τα δυνατά μας να γίνουν όσο πιο πολύ μερακλίδικα, έτσι και στην τουαλέτα πήρα όλα τα μέτρα μου για να σιάξω κάτι το ωραίον: Έβαλα πλακάκια πανάκριβα που σχημάτιζαν ένα παράξενο σύνολο με παραστάσεις διάφορες έτσι που να νιώθω ευχάριστα σε τούτο το χώρο, όλα τ' απαραίτητα είδη υγιεινής, φυσικά και μπιντέ.

Τ' άλλα είδη δε με πειράξανε. Κομμάτια να γίνει. Έχουν μια χρησιμότητα κι ύστερα στην ηλικία που βρισκόμαστε τώρα ας απολαύσουμε και μεις κάτι. Μόνο ο μπιντές μού την έδωσε και πήρε μπάλα και τ' άλλα. Ο μπιντές. Γιατί, όπως είμαι δυσκοίλιος και τον είχα μπροστά μου για ώρα, μου φάνηκε να με κοροϊδεύει με κείνο το μακρουλό πρόσωπό του, το 'να μάτι μπλε τ' άλλο κόκκινο, τριγωνικά πάνω στο μέτωπο και πεταμένα ίδια βατράχου, το στόμα του καταβόθρα που ρουφούσε τα πάντα με κείνο τον ξαφνικό ρόγχο τελειώνοντας το νερό, σα να μουρμούριζε: Είδες πώς σε κατάντησα; Θυμάσαι όταν πρωτόρθες από το χωριό τί λεβέντης που ήσουνα; Πώς έμπλεξες, κακομοίρη μου, έτσι, μια ζωή — ένα σπίτι; Εγώ είμαι το βραβείο μετά από είκοσι χρόνια δουλειά. Για να πλένεσαι από κάτω. Είδες που σε έφερα;

Με είχανε βάλει στο ζυγό είκοσι ολόκληρα χρόνια με τη θέλησή μου (αυτό είναι το χειρότερο), για να καταλήξω εδώ μπροστά σε μια σειρά άχρηστα πράγματα, κατά τη γνώμη μου, ή που κι αν είναι χρήσιμα, π' ανάθεμά τα, δεν αξίζουν όσο αυτή η υπόθεση που λέγεται ζωή και νιάτα. Τα καλύτερα χρόνια τα σπατάλησα σαν το μερμήγκι κουβαλώντας και σιάχνοντας αυτό το κολόσπιτο, οικοδομώντας τελικά αυτόν τον μπιντέ, είκοσι χρόνια μου κατάπιε η καταβόθρα του, κι εγώ τώρα έχω μείνει στιμμένο λεμόνι, σταφιδιασμένο πρόσωπο, για ένα μπιντέ.

Με τέτοιες σκέψεις τράβηξα το καζανάκι και μετά πήγα στο παράθυρο ν' αναπνεύσω λιγάκι, ν' ακούσω τον ήχο της πόλης. Από παντού ερχόταν ένας παράξενος θόρυβος. Δεν ήταν ο γνωστός θόρυβος απ' τ' αυτοκίνητα. Άλλου είδους αυτός: Ένα επίμονο πλατς-πλατς σκέπαζε κάθε άλλη βοή. Έστησα το αυτί και κατάλαβα. Όλο το λεκανοπέδιο της Αττικής είχε μεταβληθεί σ' ένα απέραντο μπιντέ κι είχαμε καθίσει όλοι επάνω και πλενόμασταν, πλενόμασταν, πλενόμασταν, ενώ εκατοντάδες χιλιάδες καζανάκια χύνοντας καταρράκτες νερού, χαιρετούσαν την πρόοδό μας.

[πηγή: Μάριος Χάκκας, Άπαντα, Κέδρος, Αθήνα 1978, σ. 259-263]

Γιάροσλαβ Χάσεκ, Μια τίμια γυναίκα

 Crime Puzzle (2021) Review — wine and a kdrama

Γιάροσλαβ Χάσεκ, Μια τίμια γυναίκα

 

Χαρακτηριστικό γνώρισμα των ανθρώπων, είναι να μην επιστρέφουν τα πράγματα που βρίσκουν. Οι άνθρωποι γενικά έχουν πολύ ελαστική συνείδηση, όταν βρίσκουν ξένα πράγματα. Δεν κάνουν καμιά προσπάθεια να τα επιστρέψουν. Τους τραβούν σαν μαγνήτες τα ξένα αυτά πράγματα. Τα νιώθουν δικά τους και πολύ δύσκολα μπορούν να τ' αποχωριστούν. Εξάλλου, το να χάνει κανείς κάτι έγινε καθημερινό φαινόμενο πια. Διαφορετικά η πρώτη φράση θα έχανε την αξία της.

Όταν ακόμα δεν υπήρχαν εφημερίδες κι η ανθρωπότητα βρισκόταν ακόμα σε πρωτόγονη κατάσταση, οι άνθρωποι έχαναν και τότε τα πράγματά τους όπως και σήμερα. Π.χ. ο κυνηγός των παλιών χρόνων έχανε το πέτρινο τσεκούρι του και άλλα αντικείμενα, που ξαναβρίσκονταν μετά από μερικές χιλιετηρίδες. Απ' αυτά τα ευρήματα γέμισαν τα Μουσεία και οι ιδιωτικές συλλογές.

Με την εξέλιξη του πολιτισμού κρίθηκε απαραίτητο να ρυθμιστεί και νομικώς η σχέση του πολίτη που χάνει κάτι μ' εκείνον που το βρίσκει. Έτσι λοιπόν έγινε ένας ειδικός νόμος, που τον ονόμασαν «απόκρυψη ευρέσεως χαμένων αντικειμένων». Για να απαλύνουν κάπως τις αυστηρές του διατάξεις, πρόσθεσαν και μια παράγραφο για αμοιβή του τίμιου ευρετού. Έκτοτε η τιμιότητα αμείβεται με το δέκα τοις εκατό της αξίας του χαμένου αντικειμένου, που βρέθηκε και παραδόθηκε στον κάτοχό του. Πριν από τον πόλεμο μου έτυχε κι εμένα μια τέτοια περίπτωση. Μόνο που οι αρχές -ίσως από άγνοια- δεν πρόσεξαν την παράγραφο, που προβλέπει την αμοιβή για τον τίμιο ευρετή. Το πράγμα έχει ως εξής:

Κάποτε σουλατσάροντας νύχτα στην Πράγα βρήκα ένα κέρμα των δέκα χέλερ. Αμέσως έτρεξα στο αστυνομικό τμήμα όπου και παρέδωσα ολόκληρο το ποσό στον αστυνομικό υπηρεσίας. Έπειτα εξέφρασα την επιθυμία να δημοσιευθεί τ' όνομά μου στις εφημερίδες και να πάρω την αμοιβή μου, δηλαδή ένα χέλερ. Κάλεσαν τότε, τον αστυνομικό επιθεωρητή. Μόλις με είδε φώναξε ότι με γνωρίζει καλά τι είμαι, και γι' αυτό θα με κρατούσε τη νύχτα εκεί. Το πρωί με παρουσίασαν σ' έναν κύριο στον πρώτο όροφο, που μου πήρε μια κατάθεση. Σύμφωνα με το «Νόμο», καταδικάστηκα σε πέντε κορόνες πρόστιμο, επειδή... κορόιδεψα τις αρχές. Σε περίπτωση, που δεν θα είχα χρήματα η ποινή θα μεταβαλλόταν σε σαρανταοκτώ ώρες κράτηση. Προτίμησα το δεύτερο. Ορκίστηκα τότε, ότι σε περίπτωση που θα 'βρισκα κάτι, δεν θα το παρέδιδα πια. Δυστυχώς δεν βρήκα από τότε τίποτε άλλο, εκτός από ένα μωρό αφημένο σ' ένα διάδρομο, όπου βρέθηκα για να σφίξω τη ζώνη μου. Το μωρό το άφησα εκεί που βρισκόταν.

Η Άννα Μπούκλοβα, παραδουλεύτρα από το Σεστρόβιτσε, πήγαινε κατά τις πέντε το πρωί προς την τοποθεσία «Αμπέλια», όπου θα έπλενε τα ρούχα μιας οικογενείας. Περνώντας όμως από τις γραμμές κοντά στο μοναστήρι, σκόνταψε πάνω σε κάτι. Ασυναίσθητα κοίταξε προς τα κάτω. Με την έμφυτη εξυπνάδα της διαπίστωσε αμέσως ότι ήταν ένα δερμάτινο πορτοφόλι. Το άνοιξε. Μέσα υπήρχαν λογής λογής χαρτιά, που δεν καταλάβαινε το περιεχόμενό τους. Επειδή όμως από τη φύση της ήταν μια καλόκαρδη και τίμια γυναίκα, έτρεξε γρήγορα στην αστυνομία και παρέδωσε το πορτοφόλι στον αστυνομικό υπηρεσίας. Αυτός εξέτασε το περιεχόμενό του και κιτρίνισε. Έπειτα σηκώθηκε και με φωνή που έτρεμε της είπε:

- Συγχαρητήρια! Βρήκατε εφτά εκατομμύρια οκτακόσιες ενενήντα έξι χιλιάδες κορόνες, σε τσεκ. Μπορούν να εξαργυρωθούν στην προεξοφλητική τράπεζα της Βοημίας.

Η Άννα Μπούκλοβα κοίταξε τον αστυνομικό με γουρλωμένα μάτια και επανέλαβε:

- Εφτά εκατομμύρια οκτακόσιες ενενήντα έξι χιλιάδες!

- Ναι, είπε πάλι ο αστυνομικός σοβαρά. Εφτά εκατομμύρια οκτακόσιες ενενήντα έξι χιλιάδες κορόνες! Καθίστε, θα πάρω την κατάθεσή σας.

- Αξιότιμε κύριε, για όνομα του Θεού, αφήστε με να πάω στη δουλειά μου, τον παρακαλούσε η Άννα Μπούκλοβα και άρχισε να κλαίει. Δεν φταίω για το πορτοφόλι. Πρέπει να πάω στην περιοχή των αμπελιών για να πλύνω κάτι ρούχα. Σκόνταψα από απροσεξία.

- Αγαπητή μου κυρία, μόνο για το τυπικό. Μια τέτοια περίπτωση πρέπει να την εξετάσει η υπηρεσία. Τ' όνομά σας θα δημοσιευθεί στις εφημερίδες. Πώς λέγεστε;

-Χριστέ και Παναγία! Και η Άννα Μπούκλοβα ξέσπασε σε κλάματα. Τέτοια ντροπή! Ξυπνάω το πρωί τίμια γυναίκα και το βράδυ να φιγουράρω στις εφημερίδες. Παναγία μου, δεν θα τ' αντέξω. Σ' όλη μου τη ζωή τυραννιέμαι σαν το σκυλί. Από το Στρεζορίτσε πάω στ' Αμπέλια, από τ' Αμπέλια στο Λίμπεν. Παντού πλένω ρούχα. Από το Λίμπεν πάω στο Χλουμπότσεπι για να συγυρίσω τα σπίτια. Ο άντρας μου πίνει, τα παιδιά μου τριγυρίζουν με σχισμένα ρούχα κι εγώ φοράω το τελευταίο μου φόρεμα.

Η φωνή της πνίγηκε.

- Μα, κυρία μου, την καθησύχασε ο αστυνομικός˙ είναι καθήκον μου να σας πάρω κατάθεση και να την περάσω στο πρωτόκολλο. Μην κλαίτε, το βλέπετε ότι πρόκειται για εκατομμύρια.

- Θεέ μου, συνέχισε η Άννα Μπούκλοβα και το κλάμα της συνεχιζόταν πιο γοερό. Πρόκειται για εκατομμύρια! Εγώ όμως δεν έκανα τίποτε. Να μου τύχει τέτοιο κακό τώρα στα γεράματα! Μου φτάνει να κερδίζω με τον ιδρώτα μου λίγα χρήματα, τόσα όσα φτάνουν για ν' αγοράζω στα παιδιά μου λίγο ψωμί. Όλα ακρίβηναν κι αν ζητήσω μια κορόνα παραπάνω για σαπούνι θα με πετάξουν στο δρόμο. Τότε πρέπει να ψάχνω να βρω άλλη δουλειά. Δεν χάρηκα ποτέ στη ζωή μου, αλλά και δεν έκλεψα ποτέ. Έχω πλύνει τόσα πολλά ξένα ρούχα, που μου είναι αδύνατο να τα μετρήσω.

- Κυρία μου, ησυχάστε! Πρόκειται για το δέκα τοις εκατό.

- Δεν θέλω να έχω καμιά σχέση με ποσοστά, κύριε. Αφήστε με να πάω στο σπίτι! Δεν αντέχω πια. Στις εφτά πρέπει να βρίσκομαι στ' Αμπέλια, διαφορετικά τα ρούχα θα παραβράσουν.

Ο αστυνομικός την κοίταζε οργισμένος, χτύπησε το πορτοφόλι στο τραπέζι και φώναξε:

-Αρκετά ως εδώ. Πώς ονομάζεστε;

- Αννα Μπούκλοβα, απάντησε η τίμια γυναίκα ανάμεσα στ' αναφιλητά.

- Πού μένετε;

.- Στο Στρεζοβίτσε.

-Οδός;

- Κεντρική οδός.

-Αριθμός;

- Εξήντα εφτά.

- Γεννηθήκατε;

- Μάλιστα, κύριε, η συγχωρεμένη η μάνα μου...

- Σας ρωτώ, πότε γεννηθήκατε.

- Στα 1872.

-Πού;

- Στο σπίτι.

- Ναι, αλλά πού, στην Πράγα; Στην επαρχία;

- Στην επαρχία.

- Θεέ και κύριε, πού ακριβώς;

- Στο Ζράσλαβ, κοντά στην Πράγα.

- Περιφέρεια... Νομός... Μα τι έγινε; λιποθυμήσατε;

Μόλις συνήλθε η γυναικούλα, η ανάκριση συνεχίστηκε και τέλειωσε ως εξής:

- Έχετε αξιώσεις για το δέκα τοις εκατό; Να είστε σαφής.

- Θεός φυλάξει, κύριε. Αφήστε με να φύγω. Η μακαρίτισσα η μάνα μου έλεγε: Οι τίμιοι αμύνονται ως το τέλος.

-Αφού είναι έτσι, υπογράψτε τότε το πρωτόκολλο.

- Στ' όνομα του Πατρός και του Υιού, αναστέναξε η Άννα Μπούκλοβα και υπόγραψε με μια μονοκοντυλιά.

Τέσσερις ώρες αργότερα εμφανίστηκε στη διεύθυνση της αστυνομίας ένας νεαρός, που έδειχνε για Αμερικάνος.

- Έχω χάσει, είπε με σπασμένα γερμανικά, πορτοφόλι μου. Αυτό πρέπει να είναι από τσέπη μου πέσει τελευταία νύχτα. Ανάφερε το ποσόν και τον αριθμό των τσεκ.

Έπειτα συνέχισε, πως δεν ενδιαφέρεται και τόσο για τα λεφτά, όσο για τις σπουδαίες επαγγελματικές σημειώσεις, που περιέχει μέσα, για τη φτηνή αγορά εντοσθίων από χήνες. Του πήραν μια κατάθεση. Όταν του είπαν έπειτα ότι αυτή που βρήκε τα χρήματα παραιτήθηκε από την αμοιβή του δέκα τοις εκατό, ο βασιλιάς των εντοσθίων από χήνες είπε:

-Καλά, καλά.

Έπειτα έφυγε, αφού αρνήθηκε να σημειώσει τη διεύθυνση της Άννας Μπούκλοβα.

Οι βραδινές εφημερίδες αφιέρωσαν ολόκληρες στήλες για την τίμια γυναίκα, που δεν δέχθηκε ένα τόσο μεγάλο ποσό.

Η Άννα Μπούκλοβα, όμως, μεταφέρθηκε το βράδυ στο νοσοκομείο. Ο άντρας της την έκανε μαύρη στο ξύλο, όταν διάβασε στις βραδινές εφημερίδες το περιστατικό.

μτφρ. Λ Ολύμπιος

 

 

Σε άδειο θέατρο- Μάνος Ελευθερίου

  Σε άδειο θέατρο χωρίς τους θεατές μέσα στη νύχτα σαν καράβι ταξιδεύεις βρίσκεις λιμάνια που βουλιάξανε στο χθες και να βρεθείς ξανά στο χά...

ευανάγνωστα