Κυριακή 18 Ιουνίου 2023
Ρόζα- Σταύρος Κουγιουμτζής
|
Λίγο πιο κάτω από μας έμενε η Pόζα με τη μητέρα της. Mια νέα ώς
δεκαοχτώ χρονώ. Ήταν μελαχρινή με μαύρα μαλλιά, χτενισμένα προς τα πίσω.
Eίχε και μια χωρίστρα στη μέση. Ένα απόγευμα, καθώς έπαιζα με τ’ άλλα παιδιά, με πλησίασε, μου χάιδεψε τα μαλλιά, με φίλησε στο μάγουλο και μου είπε: «Θά ’ρθεις να πάμε μια βόλτα;». Eγώ πέταξα από τη χαρά μου. Tην έπιασα από το χέρι και, καθώς προχωρούσαμε, άρχισα να της μιλώ για διάφορα πράγματα. Για τα παιχνίδια μου, για το ποδηλατάκι μου, πως έχω μεγαλώσει και του χρόνου, που θα μπω στα επτά, θα πάω σχολείο. H Pόζα μ’ άκουγε αφηρημένη. Mπορεί και να μη με άκουγε. Όμως, μ’ αυτά και μ’ αυτά, βγήκαμε έξω από το συνοικισμό, προς τα χωράφια. Eκεί τη Pόζα την έπιασε μια ανησυχία. Kάτι σαν απογοήτευση. Για μια στιγμή που θέλησα να πω πάλι κάτι, με σταμάτησε νευριασμένη. «Mα πάψε πια, επιτέλους». Ύστερα απ’ αυτό έμεινα αμίλητος. H Pόζα κοίταζε διαρκώς το ρολόι της. H ώρα περνούσε και στο πρόσωπό της διαγράφονταν μια πίκρα. Γυρίσαμε πίσω και σε λίγο με φώναξε η μητέρα μου. «Έλα μέσα, νύχτωσε, φτάνει πια το παιχνίδι». Πέρασαν μερικές μέρες χωρίς να δω τη Pόζα. Θυμάμαι πως δεν είχα και πολλή όρεξη για τα παιχνίδια και προσπαθούσα να καταλάβω αυτά που έγιναν εκείνο το βράδυ. Ώσπου, ένα σούρουπο, πάλι χάδια, πάλι φιλιά και «θα ’ρθείς να πάμε βόλτα;». Mεμιάς χάθηκε η πίκρα μου και την έπιασα από το χέρι. Mε τη Pόζα ένιωθα μια ευχαρίστηση, όταν την έβλεπα. Mια ευχαρίστηση διαφορετική απ’ αυτήν που ένιωθα με τα παιχνίδια, που όμως δεν μπορούσα να την προσδιορίσω. Σε λίγο ήμασταν πάλι έξω από το συνοικισμό, όπως και την πρώτη φορά. Όμως αυτή τη φορά μάς περίμενε κάποιος. Ένας στρατιώτης. Tο πρόσωπο της Pόζας έλαμψε, και σε λίγο: «Σταυράκη, πας να παίξεις πιο κάτω;». Άρχισα ν’ απομακρύνομαι με μισά βήματα, νιώθοντας ένα βαθύ πόνο. Ήταν φανερό πως δε με ήθελαν κοντά τους. H ώρα περνούσε κι εγώ έκανα πως παίζω. Ώσπου οι σκιές (είχε πια νυχτώσει) χώρισαν. H Pόζα ήρθε κατά μένα κι ο στρατιώτης τράβηξε κατά τις φυλακές του Γεντί-Kουλέ. Στο γυρισμό, μου είπε, σφίγγοντάς μου τρυφερά το χέρι. «Δε θα πεις τίποτα γι’ αυτή τη συνάντηση, ε;». Nαι, της είπα, και κράτησα το λόγο μου. Όταν αργότερα ήρθαν οι Γερμανοί, είδα τη Pόζα μ’ ένα άστρο στο πέτο. Pώτησα τη μητέρα μου και κείνη μου είπε: «Eπειδή είναι Eβραία, γι’ αυτό». Ένα πρωί ήρθαν κάτι πεταλάδες Γερμανοί με μια μοτοσικλέτα με καλάθι κι από πίσω ένα φορτηγό με πέντ-έξι οπλισμένους. Στη γειτονιά μας δεν είχαμε πολλούς Eβραίους. Όλο κι όλο καμιά δεκαριά. Tους πήραν όλους. Mαζί και τη Pόζα. Ήταν η τελευταία φορά που την έβλεπα. Ήμουν δέκα χρονώ κι ήταν εικοσιδύο. |
(από το βιβλίο: Σταύρος Kουγιουμτζής, Aνοιχτά παράθυρα με κλειστά παντζούρια,
Eκδόσεις Eντευκτηρίου, 1998)
|
[ Pόζα ] | Κουγιουμτζής Σταύρος |
Σάββατο 17 Ιουνίου 2023
Φραντς Κάφκα, Μπροστά στο νόμο (Από τη "Δίκη")
Φραντς Κάφκα, Μπροστά στο νόμο
Μπροστά στο νόμο στέκει ένας θυρωρός, σ' αυτό το θυρωρό έρχεται ένας χωρικός και ζητά να μπει μέσα. Μα ο θυρωρός λέει πως δεν μπορεί να τον αφήσει τώρα να μπει. Ο άνθρωπος συλλογιέται και ύστερα ρωτά μήπως θα μπορούσε να μπει αργότερα. "'Ίσως", λέει ο θυρωρός, "τώρα όμως όχι". Η πόρτα είναι ανοιχτή όπως πάντα και καθώς παραμερίζει ο θυρωρός, σκύβει ο άνθρωπος, για να κοιτάξει μέσα από την πόρτα. Μόλις το αντιλήφθηκε αυτό ο θυρωρός, γελά και λέει: "Αν το τραβά η όρεξη σου, δοκίμασε να μπεις, μ' όλο που σου το απαγόρεψα. Πρόσεξε όμως: είμαι δυνατός. Και δεν είμαι παρά ο πιο κάτω απ' όλους τους θυρωρούς. Από αίθουσα σ' αίθουσα είναι κι άλλοι θυρωροί, ο ένας πιο δυνατός από τον άλλο. Τη θέα του τρίτου μόλις, ούτ’ εγώ μπορώ να την αντέξω". Τέτοιες δυσκολίες δεν τις περίμενε ο χωρικός. Ο νόμος ωστόσο πρέπει να 'ναι στον καθένα και πάντα προσιτός, σκέπτεται, και καθώς τώρα κοιτάζει προσεχτικά το θυρωρό, τυλιγμένο στο γούνινο πανωφόρι του, τη μεγάλη σουβλερή του μύτη, τη μακριά, αραιή, μαύρη, τατάρικη γενειάδα, αποφασίζει να περιμένει καλύτερα ίσαμε να πάρει την άδεια να μπει. Ο θυρωρός του δίνει ένα σκαμνί και τον αφήνει να καθίσει πλάι στην πόρτα. Εκεί δα κάθεται μέρες και χρόνια. Κάνει πολλές προσπάθειες να του επιτρέψουν να μπει, και κουράζει τον θυρωρό με τα παρακάλια του. Ο θυρωρός του κάνει συχνά μικρορωτήματα, σαν αυτά που κάνουν οι μεγάλοι κύριοι, και στο τέλος του λέει ολοένα, πως δεν μπορεί ακόμα να τον αφήσει να μπει. Ο άνθρωπος, που ήταν καλά εφοδιασμένος για το ταξίδι του, τα ξόδεψε όλα, ακόμη κι ό,τι πολύτιμο είχε, σε δωροδοκίες για το θυρωρό. Εκείνος τα δέχεται όλα και ύστερα λέει: "Τα δέχομαι μόνο και μόνο για να μη νομίσεις πως παρέλειψες τίποτα." Όλα αυτά τα πολλά χρόνια ο άνθρωπος παρατηρεί το θυρωρό σχεδόν αδιάκοπα. Αποξεχνά τους άλλους θυρωρούς, κι αυτός ο πρώτος του φαίνεται το μοναδικό εμπόδιο για να μπει στο νόμο. Καταριέται την κακή τύχη. Τα πρώτα χρόνια χωρίς συγκρατημό και δυνατά, αργότερα, όσο γεράζει, μουρμουρίζει μόνο. Αρχίζει να παιδιαρίζει, και, μια και μελετώντας χρόνια το θυρωρό γνώρισε και τους ψύλλους του γούνινου γιακά του, παρακαλεί και τους ψύλλους να τον βοηθήσουν και ν' αλλάξουν τη γνώμη, του θυρωρού. Τέλος, το φως λιγοστεύει και δεν ξέρει, αν γύρω του αλήθεια σκοτεινιάζει, ή αν μονάχα τα μάτια του τον απατούν. Ωστόσο, αναγνωρίζει τώρα μια λάμψη μέσα στο σκοτάδι, που ξεχύνεται άσβεστη μέσα από του νόμου την πόρτα. Δεν έχει πια πολλή ζωή. Πριν από το θάνατο του σμίγουν όλες οι πείρες όλης του της ζωής σε ένα ρώτημα, που δεν είχε κάνει ως σήμερα στο θυρωρό. Του γνέφει, γιατί δεν μπορεί πια ν' ανασηκώσει το ξυλιασμένο του κορμί. Ο θυρωρός πρέπει να σκύψει πολύ κοντά του, γιατί το ύψος του ανθρώπου έχει πολύ αλλάξει. "Τι θες λοιπόν ακόμα να μάθεις;" ρωτά ο θυρωρός, "είσαι αχόρταγος...". "'Όλοι μάχονται για το νόμο", λέει ο άνθρωπος, "πώς τυχαίνει να μη ζητά κανένας άλλος εκτός από μένα να μπει;" Ο θυρωρός νιώθει πως ο άνθρωπος αγγίζει κιόλας στο τέλος και, για να φτάσει την ακοή του που χάνεται, ουρλιάζει: "Κανένας άλλος δε μπορούσε να γίνει δεκτός εδώ, γιατί η είσοδος ήταν για σένα προορισμένη. Πηγαίνω τώρα να την κλείσω."
Παρασκευή 16 Ιουνίου 2023
Γιώργος Ιωάννου, Μες στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς
Γιώργος Ιωάννου, Μες στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς
Στέκομαι και κοιτάζω τα παιδιά· παίζουνε μπάλα. Κάθομαι στο ορισμένο καφενείο· σε λίγο θα σχολάσουν και θ’ αρχίσουν να καταφτάνουν οι μεγάλοι. Κουρασμένοι απ’ τη δουλειά, είναι πολύ πιο αληθινοί. Οι περισσότεροι γεννήθηκαν εδώ σ’ αυτή την πόλη, όπως κι εγώ. Κι όμως διατηρούν πιο καθαρά τα χαρακτηριστικά της ράτσας τους και την ψυχή τους, από μας τους διεσπαρμένους. Ιδίως όταν τους βλέπω εδώ, μου φαίνονται πιο γνήσιοι. Κάπως αλλιώτικοι μοιάζουν μακριά, σε άλλα περιβάλλοντα συναντημένοι.
Η αλήθεια πάντως είναι πώς στο ζήτημα της αναγνωρίσεως έχω φοβερά εξασκηθεί. Όπου κι αν είμαι, τον Πόντιο, ας πούμε, τον διακρίνω από μακριά· κι από μια γραμμή του κορμιού του μονάχα. Δεν είναι ανάγκη ν' ακούσω την ομιλία του, ούτε να διαπιστώσω την αλλιώτικη μελαχρινάδα. Σπανίως να πέσω έξω. Από κοντά όμως είμαι ολότελα αλάνθαστος. Το ίδιο και με τους Καραμανλήδες, τους Καυκάσιους, τους Μικρασιάτες απ’ τις ακτές, τους άλλους απ' τά βάθη, τους Κωνσταντινουπολίτες, από μέσα ή απ’ τα περίχωρα, κι ας επιμένουν όλοι τους πως είναι απ' την καρδιά της Πόλης, κι απ' το Γαλατά. Οι Θρακιώτες όμως έρχονται πιο καστανοί· ξανθοί πολλές φορές, κι ευκολότερα μπερδεύονται με πρόσφυγες από μέρη άλλα. Εξάλλου σα να έχουν χάσει την ιδιαίτερη προφορά τους ή ίσως εγώ να την έχω συνηθίσει. Μπερδεύονται κυρίως μ' αυτούς πού ήρθαν απ' τη Ρωμυλία. Αυτό συμβαίνει κι ανάμεσα στους Ηπειρώτες και στους άλλους απ' τις περιοχές του Μοναστηρίου.
Όταν τους μπερδεύω, το καταλαβαίνω συνήθως αργά· γιατί έχω τόση πεποίθηση πάνω σ' αυτό το ζήτημα, ώστε σπανίως ρωτώ. Κατά βάθος βέβαια αυτό δεν είναι σφάλμα, είναι διαπίστωση.
Κι όμως πόση συγκίνηση έχει να κοιτάζεις ή να συζητάς στα καφενεία και να διαισθάνεσαι τη δική σου ή μια άλλη πανάρχαια ράτσα. Ακούς εκείνες τις φωνές με τη ζεστή προφορά και σού 'ρχεται ν' αγκαλιάσεις. Ονόματα από σβησμένους τάχα λαούς και χώρες δειλιάζουν μέσα στο νου· μεθώ μονάχα και που τα λέω από μέσα μου, καθώς ολοένα βεβαιώνομαι. Χαίρομαι να κοιτάζω τις αδρές και τίμιες φυσιογνωμίες τους, κι ανατριχιάζω βαθιά, όταν σκέφτομαι πώς αυτός πού μου μιλά είναι δικός μου άνθρωπος, της φυλής μου. Κάτι σα ζεστό κύμα με σκεπάζει ξαφνικά, θαρρείς και γύρισα επιτέλους. Δεν έχει σημασία που δε γνώρισα ποτέ αυτή την πατρίδα ή που δε γεννήθηκα καν εκεί. Το αίμα μου από κει μονάχα τραβάει· εκτός κι αν είναι αληθινό πώς ο άνθρωπος αποτελείται απ' αυτά πού τρώει και πίνει, οπότε πράγματι είμαι από δω. Και πως εξηγείται τότε όλη αυτή ή λαχτάρα;
Γυρνώ μες στους προσφυγικούς συνοικισμούς με δυνατή ευχαρίστηση. Θράκες, Χετταΐοι, Φρύγες, όμορφοι Λυδοί, πάλι, θαρρείς, ανθούν ανάμεσά μας. Οι ίδιοι δεν ξέρουν βέβαια αυτά τα ονόματα· για μένα όμως είναι φορτωμένα μυστήριο και αγάπη. Κι αν ακόμα δεν είναι, πολύ θα ήθελα να ήταν έτσι η αλήθεια.
Κι όμως τα τελευταία χρόνια έχουν κάνει το παν για να σκορπίσει ή ομορφιά αυτή στους τέσσερεις ανέμους. Οι εγκληματίες των γραφείων εκμεταλλεύτηκαν τη ζωηράδα τους και την αγνότητα τους. Τους εξώθησαν να σφάξουν και να σφαχτούν να φαγωθούν, ιδίως μεταξύ τους. Τώρα φυσικά τους τρέμουν και προσπαθούν να τους ξεφορτωθούν με τη μετανάστευση. Πολύ αργά, νομίζω.
Κάθε φορά πού φεύγω από κει, με αποχαιρετούν χωρίς να δείξουν παραξένεμα, αν και άγνωστοι μου άνθρωποι. Τους πληροφορεί το αίμα τους για μένα, όπως και το δικό μου με κάνει να τους κατέχω ολόκληρους. Πάντως ποτέ τους δεν επιμένουν να με κρατήσουν στις παρέες τους.
Ολομόναχος, ξένος παντάξενος, χάνομαι στις μεγάλες αρτηρίες. Όταν ανάβει το κόκκινο και σταματούν τα' αυτοκίνητα, μού φαίνεται για μια στιγμή πώς παύει εντελώς κάθε θόρυβος. Ερυθρά και λευκά αιμοσφαίρια σα να κυκλοφορούν. Κι όμως βλέπω πώς το πλήθος εξακολουθεί να περπατά, να κουβεντιάζει ή να γελάει. Σταματώ πολλές φορές στη μέση τού πεζοδρομίου, κι όπως στο κούτσουρο πού κόβει το νερό, έτσι περιστρέφονται γύρω μου οι διαβάτες. Τώρα που δεν εμποδίζουν οι μηχανές, ακούω χιλιάδες βήματα στο πλακόστρωτο. Μού 'ρχεται να καμπυλώσω τη ράχη μου για να περάσει χωρίς εμπόδια αυτό τα ποτάμι. Της Γονατιστής, όταν περνάει από πάνω μου το βουβό ποτάμι των προγόνων, γονατισμένος πάνω στα καρυδόφυλλα, σκύβω βαθιά στο χώμα, για να μη βγάλουν οι ψυχές εξαιτίας μου τον παραμικρότερο παραπονιάρικο βόμβο.
Εγώ όμως από τώρα είμαι βαριά παραπονεμένος. Μέσα στους ξένους και στα ξένα πράγματα ζω διαρκώς· στα έτοιμα και στα ενοικιασμένα. Συγκατοικώ με ανθρώπους πού αδιαφορούν τελείως για μένα, κι εγώ γι' αυτούς. Ούτε μικροδιαφορές δεν υπάρχουν καν μεταξύ μας. Ο ένας αποφεύγει τον άλλο, όσο μπορεί. Μα κι αν τύχει να σού μιλήσουνε, κρύβουν συνήθως τα πραγματικά τους στοιχεία σα να 'ναι τίποτε κακοποιοί. Το ιδανικό, ή τελευταία λέξη τού πολιτισμού, είναι, λέει, να μη ξέρεις ούτε στη φάτσα το γείτονα σου. Πονηρά πράγματα βέβαια· προφάσεις πολιτισμού, για να διευκολύνονται οι αταξίες.
Γι' αυτό ζηλεύω αυτούς πού βρίσκονται στον τόπο τους, στα χωράφια τους, στους συγγενείς τους, στα πατρογονικά τους. Τουλάχιστο, ας ήμουν σ' ένα προσφυγικό συνοικισμό με ανθρώπους της ράτσας μου τριγύρω.
Πέμπτη 15 Ιουνίου 2023
Ο Άρης- Γκέκας Κώστας
Μας είπαν πως είναι ο καπετάν Άρης με τους αντάρτες του.
Πλησιάσαμε στο χωριό. Είχαν ειδοποιηθεί και μας περίμεναν. Μπήκαμε στη
γραμμή, τριάδες, και έδωσε αναφορά στον Άρη ο Θάνος. Ανταμώσαμε τώρα και
με τους αντάρτες του Άρη και αρχίσαμε τη συζήτηση. Ο Άρης είχε και τους
3 Εγγλέζους που είχαν πέσει στο Καρπενήσι. Ο ένας ήταν Έλληνας. Είχε
στολή λοχαγού. Αυτός ήξερε ελληνικά. Το μεσημέρι συγκεντρωθήκαμε όλοι
στην πλατεία. Θα ήμασταν περίπου 200 αντάρτες. Μας έβαλε σε ομάδες ο
Άρης. Η κάθε ομάδα είχε 15 άντρες. Εμένα με έβαλε στη 2η ομάδα
Παρνασσίδας. Το απόγευμα ήλθε και το αρχηγείο Ευρυτανίας με 80 περίπου αντάρτες. Στο αρχηγείο αυτό ήταν και ο θείος μου Σωκράτης Γκέκας ή καπετάν Άθως. Επίσης και οι χωριανοί μου Γιάννης Ντίκας και Πάνος Λάμπρος. Χαρές, φιλιά, τα είπαμε για λίγο. Προς το βραδάκι, πριν νυχτώσει, φωνάζουν η 1η και η 2η ομάδα Παρνασσίδας να μπουν στη γραμμή. Ετοιμαστείτε να φύγουμε. Αφού ετοιμαστήκαμε μας είπαν ότι θα συνοδεύσουμε τους Εγγλέζους και θα τους πάμε στην Γκιώνα, που έχουν πέσει και οι άλλοι με τον αρχηγό τους. Επικεφαλής των δύο ομάδων ήταν στρατιωτικός ο Νικηφόρος και πολιτικός ο Πελοπίδας, ομαδάρχες ήταν ο Λάμπρος και ο Νικηταράς. Μας μοίρασαν λίγο ψωμί και ξεκινήσαμε τον ίδιο δρόμο για το χωριό Βουτύρου. Ανεβήκαμε την ανηφοριά, φτάσαμε στη ράχη. Ο ουρανός σκοτείνιασε και σε λίγο άρχισε μια βροχή, κατακλυσμός. Αστραπές, βροντές, κεραυνοί, χαλούσε ο κόσμος. Μέσα στο σκοτάδι δεν έβλεπες πού πατούσες κι εμείς συνεχίζαμε να περπατάμε μ’ αυτόν τον χαλασμό. Πήραμε τον κατήφορο για το χωριό στον δρόμο, στα χαντάκια και μονοπάτια. Κυλούσανε νερά, από τα παπούτσια μου ξεκόλλησαν οι σόλες, από το κεφάλι μέχρι τα πόδια στάζαμε νερό. Σαν να μην έφτανε αυτό χάσαμε και τον δρόμο και πέσαμε μέσα στα έλατα σε μια ρεματιά. Ευτυχώς πήγαν οι πρώτοι αντάρτες στο χωριό και τους είπαν ότι χαθήκαμε, ήλθαν οι χωριανοί και μας οδήγησαν στο χωριό. Μας βάλανε στα σπίτια, ανάψανε φωτιές να στεγνώσουμε τα ρούχα μας, μας δώσανε και φάγαμε, ξεκουραστήκαμε και κοιμηθήκαμε λίγο και μία ώρα πριν ξημερώσει φύγαμε για να περάσουμε το ποτάμι και τον αυτοκινητόδρομο νύχτα. Φτάσαμε στο ποτάμι που ήταν θολό, είχε πολύ νερό. Ξυπολυθήκαμε, βγάλαμε και τα παντελόνια και περάσαμε το ποτάμι. Πήραμε τον δρόμο για το Κλαψί, περάσαμε έξω και μακριά από το χωριό να μη μας δει κανείς. Ανηφορίσαμε για το Κρίκελο. Η ημέρα ευτυχώς ξημέρωσε καλά χωρίς βροχή. Κατά το μεσημεράκι φτάσαμε στο διάσελο του Κρίκελου. Εκεί μας έδειξε ο Νικηφόρος πού έγινε η μάχη, να μάθουμε εμείς που ήμασταν από άλλες ομάδες. Στη μάχη του Κρίκελου σκοτώθηκε ένας αντάρτης, ο Δασκαλάκης. Το επίθετό του Σαξώνης, δάσκαλος από τα Μάρμαρα. Ανεβήκαμε επάνω στην Οξιά. Εκεί βρήκαμε και το μέρος που είχαν στρατοπεδεύσει οι Ιταλοί. Φαινότανε ο καταυλισμός. Περπατώντας πάντα στην κορυφογραμμή της Γραμμένης Οξιάς το βραδάκι βρήκαμε ένα βαθούλωμα και ανάψαμε φωτιά για να μείνουμε το βράδυ. Ξύλα βρήκαμε αρκετά, αλλά ο τόπος ήταν μούσκεμα. Μαζέψαμε λίγα φύλλα ξερά και ξαπλώσαμε επάνω. Όταν κρυώναμε, ζεσταινόμασταν στη φωτιά, που πάντα έκαιγε. Εκείνο το βράδυ ήμουν και σκοπός. Μόλις ξημέρωσε, το πρωί, ξεκινήσαμε για την Γκιώνα. Εδώ ήταν βουνό και δεν υπήρχε κανείς να μας δει, περπατούσαμε μέρα. Περάσαμε αριστερά απ’ τα Βαρδούσια και νύχτα φτάσαμε στη Μουσουνίτσα έξω απ’ το χωριό. Ο Νικηφόρος πήγε σε κάποιο σπίτι, πήρε έναν οδηγό και κατηφορίσαμε για τη Στρώμη. Φτάσαμε στο ποτάμι. Έπρεπε να περάσουμε το γεφύρι. Στείλαμε ανιχνευτές μπροστά να δούμε τι γίνεται. Αφού πέρασαν το γεφύρι οι ανιχνευτές, σιγά σιγά και δυο δυό περάσαμε κι εμείς. Ανηφορίσαμε προς τη Στρώμη. Δεν περάσαμε μέσα απ’ το χωριό, αλλά ήλθε ένας οδηγός να μας οδηγήσει στη σπηλιά που ήταν οι Εγγλέζοι. Εν τω μεταξύ ξημέρωσε. Βαδίζαμε όλη μέρα και όλη νύχτα και είχαμε πολύ δρόμο ακόμη και ανήφορο. Ξεκουραστήκαμε λίγο και συνεχίσαμε το περπάτημα. Σχεδόν μεσημέρι φτάσαμε, επιτέλους, στον προορισμό μας. Μας πήγαν σε μια σπηλιά, που ήταν πιο πέρα απ’ αυτήν που ήταν οι Εγγλέζοι κι εκεί τακτοποιηθήκαμε. Ανάψαμε φωτιά και χωρέσαμε όλοι. Ήμασταν θεονήστικοι, από τη Βουτύρου που μας δώσανε λίγο ψωμί. Ψήσαμε ένα πρόβατο, στη Γραμμένη Οξιά, αλλά ήταν άνοστο και σχεδόν άψητο. Στην Γκιώνα μας είχαν δώσει οι τσοπαναρέοι κάτι πρόβατα. Δώσαμε και δύο στους Εγγλέζους, αλλά δεν είχαμε καθόλου ψωμί. Φάγαμε κρέας σκέτο. Την άλλη μέρα μας φέρανε λίγο ψωμί. Στη σπηλιά αυτή μείναμε αρκετές μέρες. Φυλάγαμε σκοπιά και 8 αντάρτες, μαζί με τον Λάμπρο, πήγαιναν κάθε μέρα στους Εγγλέζους και τους εκπαιδεύανε πώς θα τοποθετήσουν τους δυναμίτες στη γέφυρα. Αναρωτιόμασταν τι θα κάνουμε εδώ. Ο Πελοπίδας μας είπε ότι περιμένουμε να έλθει και ο Άρης, να κάνουμε κάποιο σαμποτάζ στη σιδηροδρομική γραμμή. |
(από το βιβλίο: Κώστας Γκέκας, Ένας ανταρτάκος από το Παλιόκαστρο, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες VI, Βιβλιόραμα, 2006) |
Τετάρτη 14 Ιουνίου 2023
ΠΑΤΡΙΔΑ -ΟΥΑΡΣΑΝ ΣΑΙΡ
ΟΥΑΡΣΑΝ ΣΑΙΡ
ΠΑΤΡΙΔΑ
Κανένας δεν αφήνει την πατρίδα του,
εκτός αν πατρίδα είναι το στόμα ενός καρχαρία
τρέχεις προς τα σύνορα μόνο όταν βλέπεις
ολόκληρη την πόλη να τρέχει κι εκείνη
οι γείτονές σου τρέχουν πιο γρήγορα από σένα
με την ανάσα ματωμένη στο λαιμό τους
το αγόρι που ήταν συμμαθητής σου
που σε φιλούσε μεθυστικά πίσω από το παλιό εργοστάσιο τσίγκου
κρατά ένα όπλο μεγαλύτερο από το σώμα του
αφήνεις την πατρίδα
μόνο όταν η πατρίδα δε σε αφήνει να μείνεις.
κανένας δεν αφήνει την πατρίδα εκτός αν η πατρίδα σε κυνηγά
φωτιά κάτω απ΄ τα πόδια σου
ζεστό αίμα στην κοιλιά σου
δεν είναι κάτι που φαντάστηκες ποτέ ότι θα έκανες
μέχρι που η λεπίδα χαράζει απειλές στο λαιμό σου
και ακόμα και τότε ψέλνεις τον εθνικό ύμνο
ανάμεσα στα δόντια σου
και σκίζεις το διαβατήριό σου σε τουαλέτες αεροδρομίων
κλαίγοντας καθώς κάθε μπουκιά χαρτιού
δηλώνει ξεκάθαρα ότι δεν πρόκειται να γυρίσεις.
πρέπει να καταλάβεις
ότι κανένας δε βάζει τα παιδιά του σε μια βάρκα
εκτός αν το νερό είναι πιο ασφαλές από την ξηρά
κανένας δεν καίει τις παλάμες του
κάτω από τρένα, ανάμεσα από βαγόνια
κανένας δεν περνά μέρες και νύχτες στο στομάχι ενός φορτηγού
τρώγοντας εφημερίδες
εκτός αν τα χιλιόμετρα που ταξιδεύει
σημαίνουν κάτι παραπάνω από ένα ταξίδι.
κανένας δε σέρνεται
κάτω από φράχτες
κανένας δε θέλει να τον δέρνουν
να τον λυπούνται
κανένας δε διαλέγει τα στρατόπεδα προσφύγων
ή τον πλήρη σωματικό έλεγχο σε σημεία
όπου το σώμα σου πονούσε
ή τη φυλακή,
επειδή η φυλακή είναι ασφαλέστερη
από μια πόλη που φλέγεται
και ένας δεσμοφύλακας το βράδι
είναι προτιμότερα από ένα φορτηγό
γεμάτο άντρες που μοιάζουν με τον πατέρα σου
κανένας δε θα το μπορούσε
κανένας δε θα το άντεχε
κανένα δέρμα δε θα ήταν αρκετά σκληρό
για να ακούσει τα:
γυρίστε στην πατρίδα σας μαύροι
πρόσφυγες
βρομομετανάστες
ζητιάνοι ασύλου
που ρουφάτε τη χώρα μας
αράπηδες με τα χέρια απλωμένα
μυρίζετε περίεργα
απολίτιστοι
κάνατε λίμπα τη χώρα σας και τώρα θέλετε
να κάνετε και τη δική μας
πώς δε δίνουμε σημασία
στα λόγια
στα άγρια βλέμματα
ίσως επειδή τα χτυπήματα είναι πιο απαλά
από το ξερίζωμα ενός χεριού ή ποδιού
ή τα λόγια είναι πιο τρυφερά
από δεκατέσσερις άντρες
ανάμεσα στα πόδια σου
ή οι προσβολές είναι πιο εύκολο
να καταπιείς
από τα χαλίκια
από τα κόκαλα
από το κομματιασμένο κορμάκι του παιδιού σου.
θέλω να γυρίσω στην πατρίδα,
αλλά η πατρίδα είναι το στόμα ενός καρχαρία
πατρίδα είναι η κάνη ενός όπλου
και κανένας δε θα άφηνε την πατρίδα
εκτός αν η πατρίδα σε κυνηγούσε μέχρι τις ακτές
εκτός αν η πατρίδα σού έλεγε να τρέξεις πιο γρήγορα
να αφήσεις πίσω τα ρούχα σου
να συρθείς στην έρημο
να κολυμπήσεις ωκεανούς
να πνιγείς
να σωθείς
να πεινάσεις
να εκλιπαρήσεις
να ξεχάσεις την υπερηφάνεια
η επιβίωσή σου είναι πιο σημαντική.
κανένας δεν αφήνει την πατρίδα εκτός αν η πατρίδα είναι
μια ιδρωμένη φωνή στο αυτή σου
που λέει
φύγε,
τρέξε μακριά μου τώρα
δεν ξέρω τι έχω γίνει
αλλά ξέρω ότι οπουδήποτε αλλού
θα είσαι πιο ασφαλής απ΄ ό,τι εδώ»
Τρίτη 13 Ιουνίου 2023
Νέοι της Σιδώνος -Αναγνωστάκης Μανόλης
Kανονικά δεν πρέπει νάχουμε παράπονο
Kαλή κι εγκάρδια η συντροφιά σας, όλο νιάτα,
Kορίτσια δροσερά- αρτιμελή αγόρια
Γεμάτα πάθος κι έρωτα για τη ζωή και για τη δράση.
Kαλά, με νόημα και ζουμί και τα τραγούδια σας
Tόσο, μα τόσο ανθρώπινα, συγκινημένα,
Για τα παιδάκια που πεθαίνουν σ' άλλην Ήπειρο
Για ήρωες που σκοτωθήκαν σ' άλλα χρόνια,
Για επαναστάτες Mαύρους, Πράσινους, Kιτρινωπούς,
Για τον καημό του εν γένει πάσχοντος Aνθρώπου.
Iδιαιτέρως σάς τιμά τούτη η συμμετοχή
Στην προβληματική και στους αγώνες του καιρού μας
Δίνετε ένα άμεσο παρών και δραστικό- κατόπιν τούτου
Nομίζω δικαιούσθε με το παραπάνω
Δυο δυο, τρεις τρεις, να παίξετε, να ερωτευθείτε,
Kαι να ξεσκάσετε, αδελφέ, μετά από τόση κούραση.
(Mας γέρασαν προώρως Γιώργο, το κατάλαβες;)
Σε άδειο θέατρο- Μάνος Ελευθερίου
Σε άδειο θέατρο χωρίς τους θεατές μέσα στη νύχτα σαν καράβι ταξιδεύεις βρίσκεις λιμάνια που βουλιάξανε στο χθες και να βρεθείς ξανά στο χά...
ευανάγνωστα
-
Σε πολυώροφη οικοδομή, που βρίσκεται στην συμβολή των οδών Ολυμπίας & Θήρας, στην περιοχή Κοντόπευκο, στο Δήμο της Αγίας Παρασκευ...
-
(Ενημέρωση από κα. Πίτσα Κάτσικα) Αγαπητοί φίλοι, Κατατέθηκε στην Ευρωβουλή ερώτηση για τις κεραίες από τον Δημ. Παπαδημούλη κα...