Ο Λάμπρου διέταξε να μου σπάσουν το χέρι.
Ο Μπάμπαλης τον πρόλαβε: “Μην κουράζεστε, κύριε προϊστάμενε! Εγώ!”. Και άρπαξε αυτός το χέρι μου. Εγώ περίμενα το σπάσιμο για να ξεσπάσω. Σκεφτόμουνα, όταν ήμουνα μικρή, είχα πέσει από την αχλαδιά του κήπου μας και είχα σπάσει το χέρι μου, ούτε που το κατάλαβα.
“Έτσι θαναι και τώρα”, σκεφτόμουνα, “την ώρα που θα σπάσει ούτε που θα το καταλάβω”. Άρχισα να ξεφωνίζω, μηχανικά σχεδον, όταν είδα από μακριά το φως ενός σπιτιού. Και αυτό ήτανε λάθος, φαίνεται... Με ξαναβάλανε γρήγορα μέσα στ' αυτοκίνητο και ανεβήκαμε πιο πάνω. Εκεί τέλεια ερημιά. Πρέπει να προσέχουμε τις ώρες κοινής ησυχίας!
Ο Λάμπρου μου λέει “Όλα θα μας τα πεις απόψε εδώ. Βιαζόμαστε. Δε φεύγεις ζωντανή αν δε μας τα πεις όλα απόψε!”.
Προσπαθώ να συμμαζέψω το ξεσκισμένο μου φουστάνι και τα αίματα που τρέχουν από τη μύτη μου. “Τότε θα την εκτελέσουμε”, και ο Μπάμπαλης βγάζει το πιστόλι του και το ακουμπάει στον κρόταφό μου.
Παίζει το μεγάλο του νούμερο. “Δε με νοιαζει, πώς το λένε, κύριε Μπάμπαλη. Και κάτι πάρα πάνω. Το εύχομαι. Ξέρω πολύ καλά τι με περιμένει, αν δεν εκτελέσεις την απειλή σου. Κάντο, εμπρός λοιπόν”. “Σκοτώστε με!” Δε με νοιάζει”, τους φωνάζω.
Αυτό δεν ήτανε σκόπιμο. Αφηνιάσανε. Παρατάνε το πιστόλι και βγάζουνε τα ματσούκια. Τόξερα, δε θα τολμούσαν να με σκοτώσουν πριν βγάλουν από μένα ό,τι θέλανε να βγάλουν. Με ξαπλώσανε στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου και ο σοφέρ βαράει φάλαγγα. Ο Μπάμπαλης στρίβει τα χέρια, ο Μάλλιος τα δάχτυλα, ο Λάμπρου επιστατεί, δίνει εντολές και ξεθυμαίνει πότε πότε χτυπώντας ο ίδιος προσωπικά. Είναι τέλεια ερημιά, είναι τέσσερις που με χτυπάνε και γω έχω την εντύπωση ότι μπορώ να τους αντισταθώ. Αμύνομαι. Ειναι αστείο.
“Θα σταματήσουν άμα χαράξει”, σκέφτομια, “ως τότε αντέχω”. Δε μιλάω, δεν απαντάω. Μόνο φωνάζω από καιρό σε καιρό. Ακούω τη φωνή μου και υπάρχω. Με βγάζουν από το αυτοκίνητο, με σπρώχνουνε κάτω στο χώμα, δεν πολυκαταλαβαίνω τι γίνεται. Μόνο όλο μου το κορμί γεμίζει αγκάθια. Και ξαφνικά σταματήσανε. Ο Λάμπρου, ο κ. Προϊστάμενος κουράστηκε. “Δε βγαίνει τίποτα μ' αυτήν έτσι. Αυτήν στο μηχάνημα της αλήθειας”.
“Λες ψέματα, κύριε προϊστάμενε, σας ξέρω καλά”, σκέφτομαι, δεν υπάρχει μηχάνημα. Αν μου βγάλεις τα νύχια και μου κάψεις το κορμί μου με τσιγάρα, δε χρειάζεσαι το μηχάνημα. Θα το κάνεις μόνος σου, γιατί έτσι θα σ' αρέσει περισσότερο”.
Φτάσαμε στην Μπουμπουλίνας.
Ο αξιωματικός υπηρεσίας που με παραδώσανε, μου έκανε “στριπτήζ”. Κοίταξε μήπως έχω τσιμπιδάκια στα μαλλιά μου. Μου κράτησε ό, τι θα μπορούσα να κλείσω μέσα στη φούχτα μου για να μη νιώθω μόνη. Μου κράτησε και την κουβέρτα. Με περάσανε από ένα μεγάλο κρατητήριο – άντρες, γυναίκες, όλοι ξαπλωμένοι, κοιμόντουσαν. Μου άρεσε η ιδέα, αλλά προχωρήσαμε πιο κάτω και με ρίξανε εδώ μέσα. Το κελί μου έχει Νο 18.
Από σήμερα ονομάζομαι 18. (...)
Υπάρχει κι αυτό λοιπόν. Κόβεις τις φλέβες σου και τελειώνει η ιστορία. Μόνο ο φρουρός, λέει, θα βρει τον μπελά του. Πρέπει να τον παίρνουνε τώρα. Κολλάω πάνω στην πόρτα του κελιού μου. Ποιος; Γιατί; Θα ζήσει; Θα τον προλάβουνε άραγε; Τι νάναι το καλύτερο; (...)
Εν τούτοις “η Επανάστασις υπήρξεν αναίμακτος...”.
Και γω είμαι μόνη μου. Δε θέλω κανένα. Δεν έχω φίλους, δεν έχω σπίτι. Δεν έχω κανένα. Δεν έχω ελπίδα. Κανείς δεν μπορεί να με βοηθήσει. Την πάσα ελπίδα....
“Μάνα μου!”, μου ξεφεύγει μια κραυγή.
Εδώ είναι κόλαση. Τότε, ακούω ένα χτύπημα στον τοίχο. “Ντουκ”. Αλαφιάζομαι. Στηλώνω τ' αυτί μου: “Ντουκ, ντουκ, ντουκ, ντουκ”.
Θάναι το 17, το διπλανό κελί. Μα αυτός πριν λίγο έβγαζε τα πνευμόνια του. Είναι για μένα; Του χτυπάω κι εγώ: “Ντουκ, ντουκ”.
Μου απαντάει αμέσως σαν σύνθημα: “Ντουκ, ντουκ, ντουκ, ντουκ, ντουκ, ντουκ”.
Δεν είμαι μόνη μου λοιπόν;
Είμαστε ε μ ε ί ς και α υ τ ο ί. Γκρεμίζω τους τοίχους του κελιού μου.
“Ντουκ, ντουκ, ντουκ, ντουκ, ντουκ”. Σβήνω τον Δάντη. Να μην υπάρχει. Να μην έρθει κανείς ύστερα από μένα και το βρεί. Ψάχνω να βρω κάτι άλλο. Κάτι ενθαρρυντικό. Παλικαρίσιο. Στίχους του Ρίτσου, ίσως. Τίποτα όμως δε μου φτάνει, “ΝΤΟΥΚ”, θα έγραφα μόνο. (...)
Δε φοβάμαι τους διεστραμμένους δήμιους, το παρανανοϊκό πρόσωπο του Σπανού, τον πάγκο με τα σκοινιά, το σκοτάδι της ταράτσας και τα νερά του πλυσταριού. Έχω στο στόμα μου τη γεύση της πατσαβούρας, στ' αυτιά μου το μηχάνημα της μοτοσυκλέτας. Βλέπω μπροστά μου το μούτρο του Σπανού και πάνω απ' όλα μισώ το κορμί μου που λιγοψύχισε.
Και τους περιμένω. Φτάνει ναρθούνε.
Είμαι έτοιμη. Τώρα δε με νοιάζει που το μυαλό μου δε δουλεύει. Δε μου χρειάζεται. Τώρα που έχω αποφασίσει, τώρα ξέρω πώς μετριέσαι μαζί τους.
...Δεν έρχονται. Περιμένουν ίσως να γίνουν καλά τα πόδια μου. Ο γιατρός που τα εξήτασε δεν τα τα βρήκε σπασμένα. Βγαίνω μια φορά την ημέρα για την τουαλέτα. Πετάω το φαϊ μου και ξαναγυρίζω σούρνωντας τα πέδιλά μου. (...)
Αυτή ήταν η δουλειά τους. Δε με ξέρανε καθόλου. Δεν ξέρανε ίσως την υπόθεσή μου, δε θα περιμένανε προαγωγή από την επιτυχία τους απάνω μου. Θεέ μου, από πού τους έχουνε μαζέψει και είναι τόσο ειδικοί στη “δουλειά” τους; Μόνο το μούτρο του Σπανού ήταν ανέκφραστο. Δεν έχω ξαναδεί στη ζωή μου μάτια τόσο ξερά.
“Θα καθαρίσουμε οι δυο μας”, μου λέει και σφυρίζει μάγκικα στα “παιδιά” που περιμένανε.. (...)
Τι βλακεία μου να τους φωνάξω ότι θέλω να βλέπω όση ώρα με βασανίζανε... Γιατί κείνη τη στιγμή κάποιος πήγε ν' ανάψει το φως.
Ο Σπανός όμως τον πρόλαβε: “Όχι φως, αφού θέλει να βλέπει, θα μείνει στο σκοτάδι. Κάψτε της τα μάτια!”. (...)
-Τα πράγματά σου. Μου κόπηκε η μιλιά. -Μάζεψε τα πράγματά σου, φλυάρισε.
-Γιατί;
-Φεύγεις.
-Δηλαδή;
-Φεύγεις από δω, αγρίεψε.
-Και πού θα με πάνε; επιμένω.
-Δεν ξέρω.
Αυτό δεν το περίμενα. Νόμιζα πως θάμενα όλη μου τη ζωή εδώ κάτω. Πως το πολύ πολύ θα μ' απολυμαίνανε μαζί με τους κοριούς. (...)
“Εδώ”, ακούω κάποιον να λέει. Ανοίγουνε ένα δωμάτιο. Μπαίνει φως. Θαμπώνουμαι. Κλείνω τα μάτια μου και πέφτω σε μια καρέκλα. Ένα σωρό ζεστά, συμπαθητικά πρόσωπα με περιτριγυρίζουν. Τρέχουν να μου φέρουν νερό. -Τι έχεις;
-Χρώματα, λέω. Υπάρχει κόκκινο, κίτρινο, πράσινο. Χρώματα...
Τα χέρια με σφίγγουν , μ' αγκαλιάζουν.
Άγγισμα ανθρώπινο. Υπάρχει λοιπόν. Είμαι φαίνεται σαν αγρίμι. Άπλυτη, αχτένιστη, αδύνατη, λένε οι κοπέλες, πολύ αδύνατη. (...)
Είχα πάει η ίδια στην ταράτσα. Αλλά αυτό όχι! Αρνιέμαι να τ' ακούσω. Δεν αντέχω.
Ήρθαν τότε κοντά μου οι κοπέλες και μου μίλησαν.
“Μην κάνεις έτσι. Γιατί αυτό συμβαίνει πολύ συχνά. Και πρέπει να το αντέξεις.
Θ α τ ο σ υ ν η θ ί σ ε ι ς”, μου είπαν και τα μάτια τους ήταν γεμάτα φρίκη.
Τότε κάθισα και γω ήσυχη στη γωνιά μου. Στήλωσα τα μάτια στον τοίχο και ά κ ο υ γ α. Μόνο σε μια στιγμή έπιασα το χέρι της Κλειώς για βοήθεια. Η Ελένη μουρμουρίζει: 152, 153, 154... ήταν τα χτυπήματα που μέτραγε. (...)
Η Χρυσή έβαλε υστερικές φωνές και η Αριάδνη τιναζότανε από σπασμούς.
Εγώ έλεγα και ξαναέλεγα δυνατά:
“Να πεθάνει να πεθάνει. Να μη βασανίζεται άλλο”.
Ακούγαμε τα νερά που τού ρίχνανε και τον Κιούπη που ανεβοκατέβαινε.
Τα ξημερώματα είπε:
“Φτάνει. Δε θ' αντέξει άλλο”.
Τότε πέσαμε και μεις να κοιμηθούμε.
Όταν την άλλη μέρα κοιτάξαμε από την τρύπα του δωματίου, είδαμε ένα μάτσο κρέας ματωμένο. Κι όμως η μάχη δόθηκε. Όταν ο Αντρέας μας ξανακοίταξε, με το παραμορφωμένο πρόσωπό του ανάμεσα στα αίματα και τα γένια, χαμογελούσε. Τους είχε νικήσει. (...)
“Μπορώ να μείνω σ' ένα κελί μικρότερο από τούτο δω, 100, 200 μέρες, αν χρειαστεί. Μια ώρα να βάλουνε εσένα, εδώ μέσα θα σκάσεις. Εγώ μπορώ να μείνω γιατί έχω δίκιο”.
*************
Η Κίττυ Αρσένη ήταν ηθοποιός, απόφοιτος της Δραματικής Σχολής του Καρόλου Κουν και διέγραψε μια σημαντική πορεία στο θέατρο, τον κινηματογράφο, την τηλεόραση, αλλά και το ραδιόφωνο. Ήταν όμως και μια δραστήρια πολιτική προσωπικότητα, τόσο στο επίπεδο του συνδικαλισμού των ηθοποιών, όσο και στην κεντρική σκηνή, καθώς υπήρξε ενεργό στέλεχος της ανανεωτικής αριστεράς, του Συνασπισμού και της Δημοκρατικής Αριστεράς.
Γεννήθηκε στο Αργοστόλι το 1935 και ήταν αδελφή του γνωστού πολιτικού Γεράσιμου Άρσενη.
Στο βιβλίο της με τίτλο «Μπουμπουλίνας 18»,
η Κίττυ Αρσένη εξιστορεί τις δραματικές στιγμές που έζησε το καλοκαίρι του 1967 όταν συνελήφθη, φυλακίστηκε και βασανίστηκε από τη χούντα των συνταγματαρχών ως μέλος του Πατριωτικού Μετώπου. Το 1968, μετά την αμνηστία, κατάφερε να διαφύγει στο εξωτερικό και να καταθέσει ως μάρτυρας στο Συμβούλιο της Ευρώπης, όπου κατήγγειλε τα βασανιστήρια και την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τη χούντα.
https://youtu.be/7eSsl_YfmKs