Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2024

Απολύομαι και τρελαίνομαι(Συγγραφέας:Χριστόφορος Κάσδαγλης)-Εκδόσεις Καστανιώτης



 Ξεκίνησα απ’ τη ΒΑΒΕΛ,

πήγα στο ΠΑΡΑ ΠΕΝΤΕ,

διάβασα Χρήστο Καστανά

και βγήκα γιώτα-πέντε.

Ανέκδοτο τετράστιχο του Λουκιανού Κηλαηδόνη


ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ

Στέκομαι στην Πύλη να πω δυο τελευταίες κουβέντες στον αλφαμίτη. Σαν καρεδάκια παλιομοδίτικου φιλμ περνάνε σε μια στιγμή απ’ το μυαλό μου η Κόρινθος, η Θήβα, η Βέροια, το Μεγάλο Πεύκο. Η ταινία δεν είναι έγχρωμη. Δεν είναι καν ασπρόμαυρη. Πράσινα και χακί χρώματα σε μαύρο φόντο. Ο φαιοπράσινος εφιάλτης τελειώνει. Σφίγγω στην τσέπη με εμπιστοσύνη την αστυνομική ταυτότητα και το απολυτήριο. Φανταστείτε το σε βυσσινί χρώμα με ροζ ανταύγειες, μοβ πουά και έξαλλες φωτογραφίες. Κάνω δυο εναέριες τούμπες και αφήνω το στρατόπεδο πίσω μου. ΑΠΟΛΥΟΜΑΙ ΚΑΙ ΤΡΕΛΑΙΝΟΜΑΙ.

Το όνομά μου είναι Χρήστος Καστανάς. Μερικοί με φωνάζουν Χριστόφορο Κάσδαγλη. Όλοι όμως το ξέρουν, πως είμαι πια ένας πολίτης.


Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2024

Η μάνα μου αύριο - Αντώνης Φωστιέρης

 


Μήνες και χρόνια

Χρόνια πια συνήθισα

Καθώς σε βλέπω εδώ μπροστά μου να φαντάζομαι

Πώς θα ’ναι άραγε όταν αύριο

Πάψω στ’ αλήθεια να σε βλέπω. Και συνήθισα

Να ζω το σήμερα σα θύμηση του άλλοτε

Με νοσταλγία παρόντος, τέλεια φθίνοντος,

Αφού όσο μέλλον σου απομένει

Όχι αργότερα

Ήδη από τώρα λάμπει αθέατα

Παρελθόν.


Έτσι συνήθισα

Καθώς περνάς από δωμάτιο σε δωμάτιο

Και σκουντουφλάς και συγυρίζεις μες στα μαύρα σου

Να ’σαι η σκιά που στην ανάμνηση μειλίχια

Ίδια η φωνή σου χαμηλή κι όταν με μάλωνε

Ποιος θα ξεχάσει το καρφί του ποιος το χάδι του

Ώσπου γερόντιο ρουφηγμένο κι αφτιασίδωτο

Μούμια μωρού να ολολύζει

Απ’ τις φασκιές.


Με αυτοσχέδιες ασκήσεις πια συνήθισα

Να κλαίω για σένα ζωντανή κι ότι αναχώρησες

Όμως μετά τί φωταψίες αναστάσεως

Καθώς σε βλέπω εδώ μπροστά μου και φαντάζομαι

Πως απ’ το αύριο γυρνάς γιατί μ’ αγάπησες

Γιατί σ’ αγάπησα κι εγώ, κι αυτό το αύριο

Θα περιμένει λίγο ακόμη – αυτό που αύριο

Καθώς σε βλέπω εδώ μπροστά μου και φαντάζομαι

Θα λάμψει γύρω σου απροκάλυπτα

Παρόν.



Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 2024

Ίταλο Καλβίνο Μανιτάρια στην πόλη

 


Μια μέρα, στη στενή πρασιά ενός δρόμου της πόλης, έπεσε, ποιος ξέρει από πού, μια ριπή σπορίων και φύτρωσαν μανιτάρια. Κανείς δεν τα πρόσεξε, εκτός από τον αχθοφόρο Μαρκοβάλντο που κάθε πρωί έπαιρνε αποκεί το τραμ.

Τα μάτια αυτού του Μαρκοβάλντο ήταν άμαθα στη ζωή της πόλης: πινακίδες, σηματοδότες, βιτρίνες, φωτεινές επιγραφές, αφίσες, όσο κι αν ήταν μελετημένες να τραβήξουν την προσοχή, ποτέ δεν προσείλκυαν το βλέμμα του που γλιστρούσε πάνω τους, όπως στην άμμο της ερήμου. Κι από την άλλη, ένα φύλλο που κιτρίνιζε σ’ ένα κλαδί, ένα φτερό που είχε μπλεχτεί στα κεραμίδια δεν του ξέφευγαν ποτέ: δεν υπήρχε αλογόμυγα σε άλογο, τρύπα από σαράκι σε τραπέζι, φλούδα σύκου πατημένη στο πεζοδρόμιο, που να μην τραβήξει την προσοχή του Μαρκοβάλντο και να μη γίνει αντικείμενο στοχασμών, καθώς του αποκάλυπτε τις αλλαγές των εποχών, τους πόθους της ψυχής και τις αθλιότητες της ύπαρξής του.

Έτσι, ένα πρωί, ενώ περίμενε το τραμ που θα τον πήγαινε στην εταιρεία Svav, όπου εργαζόταν σαν αχθοφόρος, παρατήρησε κάτι ασυνήθιστο κοντά στη στάση, στο κομμάτι της άγονης και σκασμένης γης που περιέβαλλε τα δέντρα του δρόμου: σε μερικά σημεία, στα πόδια των δέντρων, ξεπρόβαλλαν καρούμπαλα που εδώ κι εκεί ανοίγονταν κι άφηναν να φαίνονται στρογγυλά υπόγεια σώματα.

Έσκυψε να δέσει τα κορδόνια του και κοίταξε καλύτερα: ήταν μανιτάρια, πραγματικά μανιτάρια που ξεμύτιζαν μες στην καρδιά της πόλης! O Μαρκοβάλντο ένιωσε λες και ο γκρίζος και άχαρος κόσμος που τον περιέβαλλε είχε μονομιάς γεμίσει κρυμμένους θησαυρούς, οπότε θα μπορούσε να περιμένει κάτι περισσότερο πέρα από την ωριαία αποζημίωση της συλλογικής σύμβασης, το επίδομα ακρίβειας, το οικογενειακό επίδομα και την αποζημίωση του ψωμιού.

Στη δουλειά του ήταν πιο αφηρημένος απ’ ό,τι συνήθως· σκεφτόταν ότι όσο εκείνος καθόταν και ξεφόρτωνε δέματα και κιβώτια, τα μανιτάρια, που μόνο αυτός γνώριζε την ύπαρξή τους, μεγάλωναν αργά και σιωπηλά, η πορώδης σάρκα τους ωρίμαζε, απομυζούσαν τους υπόγειους χυμούς, έσπαζαν το φλοιό της γης. «Μια νύχτα να βρέξει», έλεγε μέσα του, «και θα είναι έτοιμα». Και δεν έβλεπε την ώρα ν’ ανακοινώσει την ανακάλυψή του στη γυναίκα και στα παιδιά του.

— Ακούστε τι θα σας πω, είπε, καθώς έτρωγαν το φτωχικό τους γεύμα. Μες

 στη βδομάδα θα φάμε μανιτάρια! Μια ωραία τηγανιά! Όπως σας βλέπω και

 με βλέπετε!

Και περιέγραψε με θέρμη στα μικρότερα παιδιά, που δεν ήξεραν τι ήταν τα 

μανιτάρια, την ομορφιά των διαφόρων ειδών, τη λεπτή τους γεύση και το 

πώς έπρεπε να μαγειρευτούν· έτσι παρέσυρε στη συζήτηση και τη γυναίκα

 του, την Ντομιτίλα, που ως εκείνη τη στιγμή ήταν μάλλον δύσπιστη και 

αμέτοχη.

— Και πού είναι αυτά τα μανιτάρια;, ρώτησαν τα παιδιά. Πες μας πού 

φυτρώνουν!

Στην απορία αυτή μια καχύποπτη σκέψη συγκράτησε τον ενθουσιασμό 

του Μαρκοβάλντο: «Αν τους πω το μέρος, θα μαζέψουν μια συμμορία 

αλητάκια, θα παν να τα βρουν, θα μαθευτεί στη γειτονιά και τα μανιτάρια

 θα καταλήξουν σε ξένες κατσαρόλες!». Έτσι η ανακάλυψη εκείνη, που του 

είχε γεμίσει την καρδιά με αγάπη για όλο τον κόσμο, τώρα του 

δημιουργούσε τη μανία της ιδιοκτησίας, τον τύλιγε μέσα σ’ ένα ζηλότυπο 

και δύσπιστο φόβο.

— Το μέρος των μανιταριών το ξέρω εγώ και μόνο εγώ, είπε στα παιδιά του, 

κι αλίμονό σας αν σας ξεφύγει κουβέντα.

Το άλλο πρωί ο Μαρκοβάλντο, καθώς πλησίαζε στη στάση του τραμ, ήταν

 γεμάτος ανησυχία. Έσκυψε στην πρασιά και με ανακούφιση είδε ότι τα 

μανιτάρια είχαν μεγαλώσει λίγο, μια σταλίτσα μόνο, το χώμα συνέχιζε να τα

 κρύβει σχεδόν ολότελα.

Εκεί που ήταν γονατισμένος, ένιωσε κάποιον πίσω του. Μονομιάς σηκώθηκε

 και προσπάθησε να παραστήσει τον αδιάφορο. Ένας οδοκαθαριστής τον 

κοίταζε στηριγμένος στη σκούπα του.

Αυτός ο οδοκαθαριστής, στου οποίου την επικράτεια βρίσκονταν τα 

μανιτάρια, ήταν ένας διοπτροφόρος και κρεμανταλάς νεαρός. Λεγόταν 

Αμάντιτζι και ο Μαρκοβάλντο τον αντιπαθούσε από καιρό, ίσως για εκείνα

 τα γυαλιά του που ξεψάχνιζαν την άσφαλτο των δρόμων, για να βρουν ίχνη 

της φύσης και να τα σβήσουν με τη σκούπα.

Ήταν Σάββατο· ο Μαρκοβάλντο πέρασε την ημιαργία του τριγυρίζοντας 

δήθεν άσκοπα κοντά στην πρασιά, παρακολουθώντας από μακριά τον 

οδοκαθαριστή και τα μανιτάρια και υπολογίζοντας πόσο καιρό ήθελαν να 

μεγαλώσουν.

Τη νύχτα έβρεξε: όπως οι αγρότες, που έπειτα από μήνες ξηρασίας ξυπνούν

 και χορεύουν από χαρά στον ήχο των πρώτων σταγόνων, έτσι κι ο 

Μαρκοβάλντο ήταν ο μόνος στην πόλη που ξύπνησε, ανακάθισε στο κρεβάτι 

και φώναξε τους δικούς του: 


«Βρέχει, βρέχει» και ανέπνευσε τη μυρωδιά της βρεγμένης σκόνης και της 

δροσερής υγρασίας που ερχόταν απέξω.

Τα χαράματα —ήταν Κυριακή— έτρεξε γρήγορα στην πρασιά μαζί με τα

 παιδιά του και ένα δανεικό καλάθι. Και να τα μανιτάρια, στητά στους 

κορμούς τους, με τις κουκούλες τους να ξεπροβάλλουν από το μουσκεμένο

 ακόμα χώμα.

— Ζήτω!, και όρμησαν να τα μαζέψουν.

— Μπαμπά, κοίτα εκείνο τον κύριο πόσα έχει μαζέψει!, είπε ο Μικελίνο,

 και ο πατέρας του, σηκώνοντας το κεφάλι, είδε τον Αμάντιτζι να στέκεται 

δίπλα τους μ’ ένα καλάθι γεμάτο μανιτάρια στο χέρι.

— Α, κι εσείς μαζεύετε;, είπε ο οδοκαθαριστής. Ώστε τρώγονται, ε;

 Μάζεψα λίγα, αλλά δεν ήξερα αν μπορούν να φαγωθούν… Πιο κάτω, στο

 δρόμο, έχει κι άλλα μεγαλύτερα… Εντάξει, τώρα που ξέρω, πάω να

 ειδοποιήσω τους δικούς μου που κάθονται εκεί και συζητάνε αν πρέπει να

τα μαζέψουμε ή να τ’ αφήσουμε… — και απομακρύνθηκε βιαστικά.

O Μαρκοβάλντο έμεινε άναυδος: να υπάρχουν μεγαλύτερα μανιτάρια και να μην τα έχει προσέξει, μια τέτοια ανέλπιστη σοδειά και να του την κλέψουν κάτω από τη μύτη; Για μια στιγμή σχεδόν κοκάλωσε από οργή, από λύσσα, έπειτα —όπως συχνά

 συμβαίνει— οι προσωπικές εμπάθειες μεταμορφώθηκαν σε μια 

παρόρμηση γενναιοδωρίας. Την ώρα εκείνη πολύς κόσμος περίμενε το

 τραμ, με τις ομπρέλες κρεμασμένες στο μπράτσο, διότι ο καιρός ήταν 

ακόμα υγρός και αβέβαιος.

— Έι, εσείς! Θέλετε να φάτε τηγανητά μανιτάρια απόψε;, φώναξε ο

 Μαρκοβάλντο στον κόσμο που ήταν μαζεμένος στη στάση. Έχουν βγει

 μανιτάρια εδώ, στο δρόμο! Ελάτε μαζί μου! Έχει για όλους! — και πήρε από

 πίσω τον Αμάντιτζι μ’ ένα τσούρμο ανθρώπους να τον ακολουθεί.

Βρήκαν αρκετά μανιτάρια για όλους και, επειδή δεν είχαν καλάθια, τα 

έβαλαν στις ανοιχτές τους ομπρέλες. Κάποιος είπε:

— Ωραία θα ήταν να τρώγαμε όλοι μαζί!

Όμως ο καθένας πήρε τα μανιτάρια του και πήγε σπίτι του.

Ωστόσο σύντομα ξανασυναντήθηκαν, το ίδιο κιόλας βράδυ, στον ίδιο 

θάλαμο του νοσοκομείου, έπειτα από την πλύση στομάχου που τους έσωσε

 όλους από δηλητηρίαση: όχι σοβαρή, διότι κανείς τους δεν είχε φάει

 μεγάλη ποσότητα.

O Μαρκοβάλντο και ο Αμάντιτζι ήταν σε διπλανά κρεβάτια και

 αγριοκοίταζαν ο ένας τον άλλο.

 

Ί. Καλβίνο, Μαρκοβάλντο ή Oι εποχές στην πόλη, μτφρ. Έφη Καλλιφατίδη,

 Καστανιώτης

Παράλληλα Κείμενα-Δράσεις 


14

 

Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2024

Άνθρωποι και δελφίνια- Αντώνης Σουρούνης

 


         Το αφήγημα προέρχεται από το βιβλίο Κυριακάτικες ιστορίες (2002) του Αντώνη Σουρούνη. O συγγραφέας εκκινεί από τη θλιβερή φωτογραφία που είδε στην εφημερίδα και απεικόνιζε δύο πεθαμένα και παραπεταμένα δελφίνια σε παραλία της Χαλκιδικής. Το δυσάρεστο αυτό συμβάν προβληματίζει γενικότερα το συγγραφέα για την ανθρώπινη αδιαφορία και την κακομεταχείριση των έξυπνων και φιλικών δελφινιών.

Αυτό που παθαίνω με τα δελφίνια δεν το παθαίνω ούτε με τους ανθρώπους. Όσα και να 'χω δει στη ζωή μου χαράχτηκαν ανεξίτηλα στη μνήμη μου. Άσχετα αν τα είδα στην πραγματικότητα, στη μικρή ή μεγάλη οθόνη ή φωτογραφημένα σε εφημερίδες και περιοδικά. Δεν ξέρω πώς γίνεται αυτό. Η αλήθεια είναι ότι τ' αγαπάω. Κι άλλα ζώα όμως αγαπάω και τα 'χω ξεχάσει. Υπάρχουν μάλιστα και ορισμένα που ζήσαμε μαζί και τα ξέχασα. Όλ' αυτά τα δελφίνια που προανέφερα, ζωντανά, φωτογραφημένα, κινηματογραφημένα, εκτοπίστηκαν εδώ και κάμποσο καιρό από ένα νεκρό δελφίνι, που το είδα σε φωτογραφία της εφημερίδας Μακεδονία. Κείτονταν νεκρό στην παραλία της Αρετσούς, της Νέας Κρήνης, πυροβολημένο από την καραμπίνα κάποιου ψαρά. Δε θυμάμαι τι έλεγε το ρεπορτάζ. Αν δηλαδή είχε εξοκείλει μόνο του για να πεθάνει εκεί, αν το είχε ξεβράσει η θάλασσα σαν άχρηστο πια ή αν το είχε σύρει ο φονιάς του για να το επιδείξει. Έχω ξεχάσει τα λόγια, μόνο τη φωτογραφία θυμάμαι. Κείτονταν νεκρό, όπως είπα, στη βρόμικη άμμο, με μια αιώνια θα 'λεγα μεγαλοπρέπεια, τέτοια που λίγα ζώα διαθέτουν κι ακόμα πιο λίγοι άνθρωποι. Πάνω από μια βδομάδα ήταν σ' εκείνη τη θέση, κατάχαμα, σαν πίνακας νεκρής, κατάνεκρης φύσης, έργο κι αυτό του ανθρώπου, μέχρι που δημοσιεύτηκε η φωτογραφία του κουφαριού* του κι ήρθαν και το περιμάζεψαν, όχι από ντροπή αλλά από δημαρχιακή πολιτική. Αναδύθηκε* στη μνήμη μου πάλι προχτές, που διάβασα στις εφημερίδες πως δυο γερμανοί βιοψυχολόγοι, πειραματιζόμενοι με διατηρημένους εγκεφάλους δελφινιών, έφταναν να αναρωτιούνται «μήπως τα δελφίνια δεν είναι τόσο έξυπνα όσο φαίνονται». Κάποτε θα έφταναν. Μπορεί να είδαν κι αυτοί τη φωτογραφία που είδα εγώ στη Μακεδονία και που φάνταζε σαν το τέλος όλων των δελφινιών του κόσμου. Κι όταν έχει επέλθει το τέλος κάποιου που υπήρξε ιδιαίτερα ευφυής, ιδιαίτερα αγαπητός, ιδιαίτερα γενναίος, έρχονται κάποιοι κάποτε και τον αποκαθηλώνουν,* φέρνοντάς τον στα μέτρα του δικού τους μυαλού, της δικής τους καρδιάς και της δικής τους ανδρείας.
         Πριν από χρόνια που ταξίδευα με ελικόπτερο πάνω από τη θάλασσα του Αγίου Όρους, είχα την τύχη να δω μια οικογένεια δελφινιών, που ταξίδευε κι αυτή παίζοντας. Ελεύθερα μέσα στο πέλαγο, φωνάζανε, μας χαιρετούσαν, έκαναν άλματα για να μας φτάσουν. Κι είχα την ατυχία να παρακολουθήσω σ' ένα θαλάσσιο τσίρκο την κατάντια τους. Μπορεί να ήταν και η ίδια οικογένεια, δεν ξέρω, όμως ό,τι έκαναν το έκαναν για ένα ψάρι. Εκτελούσαν κάθε νούμερο που τους πρόσταζε ο δεσμοφύλακάς τους μόνο για την τροφή τους. Βουτιές, πηδήματα, τούμπες και κωλοτούμπες. Τα παιδάκια χειροκροτούσαν και οι γονείς χαίρονταν με τη χαρά τους. Κανείς δεν τους λέει ότι τα δελφίνια αυτά είναι φυλακισμένα και καταδικασμένα σε θάνατο. Ότι έχουν ψαρευτεί απ' τους επιτήδειους, όπως οι γυναίκες που καταφθάνουν από τις γύρω χώρες στη χώρα μας, κι ότι έχουν πουληθεί με το κεφάλι, όπως εκείνες. Πενήντα χιλιάδες δολάρια, τόσα κοστίζει ένα δελφίνι στο τσίρκο, και πρέπει να βγάλει γρήγορα τα λεφτά του γιατί πεθαίνει και γρήγορα.
         Στη θάλασσα ζει μέχρι και πενήντα χρόνια, στις πισίνες όμως με το χλώριο, τις κρέμες που τα αλείφουν και τ' άλλα δηλητήρια δεν αντέχει για πολύ. Είναι και η αντιπαλότητα που υπάρχει με τ' άλλα δελφίνια για κείνο το ψάρι και πρέπει συνεχώς να μάχεται όπως οι μονομάχοι στις αρένες.* Το πλήθος ενθουσιάζεται με κάτι τέτοια και επευφημεί. Τον πρώτο καιρό εξάλλου τα ταΐζουν με νεκρά ψάρια για να τα καταστήσουν τελείως υπάκουα. Πολλά κερδίζουν το ψάρι τους τρελαμένα, επειδή μπερδεύονται με τα κύματα που αναπαράγονται στις τετράγωνες αυτές δεξαμενές και παθαίνουν ό,τι θα πάθαινε κι ο άνθρωπος αν ζούσε σ' ένα δωμάτιο γεμάτο καθρέφτες. Έτσι λένε κάτι άλλοι επιστήμονες.
         Η είδηση δε λέει αν οι δύο επιστήμονες για τα πειράματά τους χρησιμοποίησαν εγκεφάλους φυλακισμένων ή αλανιάρικων δελφινιών. Γιατί όσο έξυπνος και να 'σαι, έπειτα από τόσο μακρόχρονη φυλάκιση και τέτοια ζωή, το λιγότερο που μπορείς να χάσεις είναι το μυαλό σου. Μπορεί όμως να συμβαίνει και τ' άλλο. Να επρόκειτο δηλαδή για δελφίνια αλανιάρικα και όπως ένα κουτός άνθρωπος θεωρεί βλακείες ό,τι αδυνατεί να καταλάβει, έτσι κι εμείς να φτάσαμε στο συμπέρασμα πως τα δελφίνια «δεν είναι τόσο έξυπνα όσο φαίνονται».

Α. Σουρούνης, Κυριακάτικες ιστορίες,
Καστανιώτης


Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2024

Καπιταλισμός. Η κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας (απόσπασμα) -Βασίλης Ραφαηλίδης



 ...Εδώ που τα λέμε, πάντως, και ο Παράδεισος και η Κόλαση είναι εδώ στη Γη. Ο καπιταλισμός το αντιλήφθηκε πολύ καλά αυτό. Βέβαια, άφησε την ηθική να δουλεύει υπέρ του ουρανίου Παραδείσου, αλλά αυτό το έκανε μόνο και μόνο για να μην αρχίσουν να ψάχνουν όλοι τον Παράδεισο στη Γη, σε μια εποχή που τα αγαθά είναι ακόμα λιγοστά, και συνεπώς ο παράδεισος της ευημερίας δεν μας χωράει όλους.

Πάντως, για πρώτη φορά με τον καπιταλισμό, και χάρη στη σωτήρια ανηθικότητά του (το λέω χωρίς ίχνος ειρωνείας) έγινε αντιληπτό από τον άνθρωπο πως ο Παράδεισος είναι δυνατό να υπάρξει σ ’ αυτή τη Γη. Αφού ήδη υπάρχει για πολύ περισσότερους, απ’ όσους την εποχή της φεουδαρχίας, ή της δουλοκτησίας, σημαίνει πως μπορεί να διευρυνθεί κι άλλο.

Ακριβώς αυτή τη διεύρυνση επιχειρεί ο σοσιαλισμός. Πατώντας σταθερά στη ματοβαμμένη ιστορία του καπιταλισμού. Που αν δεν ήταν βάρβαρος, που αν ήταν υπέρ το δέον ηθικός, ούτε λόγος για σοσιαλισμό. Γιατί το σοσιαλισμό τον προετοιμάζει ο καπιταλισμός. Θέλω να πω πως ο σοσιαλισμός δεν φύτρωσε στα κεφάλια μας έτσι, γιατί κάποιοι από εμάς είμαστε ηθικοί και τίμιοι. Ο ηθικός σοσιαλισμός είναι δυνατός διότι προϋπήρξε ο ανήθικος καπιταλισμός. Στη διαλεκτική σκέψη το καλό και το κακό σχηματίζουν διαλεκτικό δίπολο». 

Από το βιβλίο του Βασίλη Ραφαηλίδη, «Καπιταλισμός. Η κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας» (εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου)

Δευτέρα 21 Οκτωβρίου 2024

Απόγευμα (Ντίνος Χριστιανόπουλος)

 

Ήταν ωραίο εκείνο το απόγευμα με την ατελείωτη συζήτηση στο πεζοδρόμιο.

Τα πουλιά κελαηδούσαν, οι άνθρωποι πέρναγαν, τ’ αυτοκίνητα τρέχανε.

Στο απέναντι παράθυρο το ράδιο έπαιζε ρεμπέτικα και το κορίτσι του
διπλανού μας τραγούδαγε το ντέρτι του.
Φυλλοροούσε η ακακία κι ευωδίαζε το γιασεμί
και μες στην Τάπια τα παιδιά παίζαν κρυφτούλι
και τα κορίτσια γύρναγαν σκοινί—
παίζαν στην Τάπια και δεν ξέραν απο θάνατο,
παίζαν στην Τάπια και δεν ξέραν απο τύψη,
κι εγώ τους αγάπησα πολύ τους ανθρώπους εκείνο το απόγευμα,
δεν ξέρω γιατί, πολύ τους αγάπησα, σαν ένας μελλοθάνατος.

Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2024

Αντώνης Φωστιέρης- «Η Αράχνη»

 

Η Αράχνη - Νικόλαος Γύζης


Καθόμουν ώρες μες στην πλήξη μου και χάζευα

Όπως το κάνουν όλοι αυτοί που κουραστήκανε

Από τα τόσα που ελπίζουν ότι ζήσανε

Στο χλιαρό κενό τού να μη σκέφτομαι καθόμουνα

Παρατηρώντας μιαν αράχνη που αιωρείτο.

Εκείνη κάτι θα σκεφτότανε φαντάζομαι

Γιατί όλο ανέβαινε το σιχαμένο ιστό της

Έμενε ακίνητη συσπώντας τις κεραίες κι έπειτα

Ακάθεκτη ορμούσε στο κενό.

Μύγα ή ζωύφιο δεν πέρασε, όσο είδα.

Όμως η θήρα προχωρούσε δίχως θήραμα

Με τη σοφία εκείνου που γνωρίζει πως το ανύπαρκτο

Θέλει δραστήρια τέχνη να το αδράξεις.

Σοφία ωραία λιλιπούτειου τέρατος

Που σε κλωστούλα σάλιου παραμόνευε

Να παγιδέψει το άπιαστο

Και με χαψιές μεγάλες τέλος καταβρόχθισε

Τις ώρες μου, την πλήξη, το κενό.

Φωστιέρης, Α. (2000). Η σκέψη ανήκει στο πένθος, Αθήνα: Καστανιώτης


Σε άδειο θέατρο- Μάνος Ελευθερίου

  Σε άδειο θέατρο χωρίς τους θεατές μέσα στη νύχτα σαν καράβι ταξιδεύεις βρίσκεις λιμάνια που βουλιάξανε στο χθες και να βρεθείς ξανά στο χά...

ευανάγνωστα