Πρώτη Ἀγάπη
Διήγημα ἀπὸ τὴ συλλογὴ ῾Νησιώτικες Ἰστορίες᾿
Πρέπει νὰ ἤμουν ὡς δώδεκα χρονῶν καὶ πρέπει νὰ ἦταν ἐκείνη ὡς ἕντεκα. Δὲ τὴν
ἔβλεπα μήτε στὴν ἐκκλησιά, μήτε στὸν κλήδωνα, μήτε στὴ βρύση, μήτε στὸ παράθυρι.
Ἡ μάνα της κι ἡ μάνα μου δὲν εἴχανε πολλὲς φιλίες.
Ἐκεῖ ποὺ τὴν ἔβλεπα δὲν εἴμαστε οἱ δυὸ μοναχοί. Εἴμαστε ὀχτὼ-δέκα ἀγόρια τῆς
προκοπῆς, ἀποφασισμένα νὰ μάθουμε τί θὰ πεῖ παρέμφατο καὶ νὰ φέρουμε τὸν πολιτισμὸ
στὸ χωριό. Καὶ πέντ-ἕξι κορίτσια, ποὺ ἐρχόντανε δυὸ ὧρες τὴ μέρα καὶ κάθιζαν ἀπὸ
τὸ ἄλλο πλάγι τοῦ γέρου δάσκαλου καὶ τεχνολογούσανε μὲ μία χάρη, ποὺ σ᾿ ἔκαναν,
ἤθελες δὲν ἤθελες, νὰ τὴν ἀγαπᾷς τὴ γραμματική.
Τὴ χάρη φυσικὰ τὴν εἴχανε, γιατὶ ἦταν ὅλες μικροῦλες, ὄχι πὼς ἤτανε κι ὄμορφες
ὅλες. Γιὰ τὸ δικό μου τὸ γοῦστο, ὄμορφη ἤτανε μία μοναχὴ κι αὐτὴ ἦταν ἡ ...ἀγαπητικιά
μου!
Τί λόγο ξεστόμισα! Ἀπὸ ποῦ κι ὡς ποῦ ἀγαπητικιά! Μήτε λέξη δὲν τῆς εἶπα ποτές.
Μήτε μὲ τὸ δαχτυλάκι μου δὲν τ᾿ ἄγγιξα τ᾿ ἀφράτο τὸ χέρι της. Μήτ᾿ ἡ ἀναπνοή μου
δὲν μποροῦσε νὰ πάει κοντά της καὶ νὰ τὴ χαϊδέψει. Τὸ μόνο ποὺ πηδοῦσε κάποτες ἀπὸ
τὰ χείλη μου στὰ χειλάκια της ἤτανε τὸ ρῆμα ῾λείπω᾿, σὰν τὸ κλίναμε ὁ καθένας ἀπ᾿
ἕνα χρόνο μὲ τὴ σειρὰ καὶ ταίριαζε νὰ εἶμαι ἐγὼ στερνὸς στὴ δική μας τὴ σειρὰ κι
ἐκείνη πρώτη στῶν κοριτσιῶν. ῾Ἐλελείμεθα, ἐλέλειφθε᾿ πήγαινε νὰ πεῖ καὶ σκόνταβε
καὶ χαμογελοῦσε καὶ τότες πιὰ ἐγώ, ποὺ περίμενα μέρες καὶ μέρες ἀφορμὴ νὰ τῆς δώσω
ἕνα, ἂς εἶναι καὶ συμμαζεμένο, χαμόγελο, ἔλαμπα ὁλοπρόσωπος καθὼς τὴν κοίταζα, χωρὶς
φόβο νὰ μὴ τὸ νιώσει ὁ δάσκαλος τὸ τρομερὸ μυστικό μας. Ἔπεφταν τότες τὰ μάτια της
στὸ βιβλίο ἀπάνω, κοκκινίζανε τὰ δυὸ μάγουλά της κι ἄρχιζε τὸ πλαγινὸ κορίτσι τὸν
ἄλλο χρόνο.
Μάτια καὶ πάλι μάτια! Δίχως ἐσᾶς, μήτε πρώτη, μήτε στερνὴ ἀγάπη δὲ θὰ εἴχαμε!
Οἱ ματιές μου σὰν ἔμπαινε στὴν παράδοση, οἱ ματιές της σὰν ἔβγαινε νὰ πάει σπίτι,
αὐτὲς ἦταν οἱ ὅρκοι μας, τὰ τραγούδια μας, τὰ φιλιά μας, αὐτὲς ἤτανε καὶ τὰ ραβασάκια
μας. Μὲ τὸ καιρὸ καὶ χωρὶς ν᾿ ἀλλάξουμε ἀναμεταξύ μας μιὰ λέξη, τὴν κάμαμ᾿ ἐπιστήμη
τὴ τέχνη αὐτὴ τῶν ματιῶν. Ἤτανε λογῆς-λογῆς οἱ ματιές της. Ἡ ματιὰ τῆς ἀδιαφορίας,
ποὺ μοῦ τὴν ἔσκιζε τὴ καρδιά, τοῦ θυμοῦ, ποὺ μ᾿ ἔκαιγε σὰν τ᾿ ἀστροπελέκι. Ἡ ἄπιστη
ἡ ματιὰ σὲ κανέναν ἄλλο, ποὺ μ᾿ ἕλιωνε σὰν τὸ κερὶ καὶ μ᾿ ἀφάνιζε. Ὕστερα πάλι ἡ
ἥρεμη καὶ γλυκιὰ ματιὰ τῆς ἀγάπης, ποὺ ξανάβαζε τὴ ψυχή μου στὸ τόπο της καὶ σύχαζα.
Οἱ δικιές μου οἱ ματιές, ὅσο πολυσήμαντες κι ἂν ἤτανε κι αὐτές, δὲν εἶχαν ὅμως τέτοιες
τρομερὲς ἀλλαγές. Ἡ ἴδια ἡ ἀφοσίωση, ὁ ἴδιος ὁ καημός, τὸ ἴδιο βάσανο, πάντα.
Τρεῖς μῆνες πρέπει νὰ πέρασαν ἔτσι. Ξυπνοῦσ᾿ ἀπὸ τὸ πρῶτο τὸ λάλημα καὶ τὴν ὥρα
δὲν ἔβλεπα νὰ πάω σκολειό. Ἡ μάνα μου μὲ καμάρωνε καὶ μ᾿ ἔβλεπε ἀπὸ τώρα Δεσπότη.
Ἤμουνε πρῶτος-πρῶτος στὸ σκολειὸ πάντα κι ὡστόσο δὲ τὸ κατάφερα νὰ τὴ βρῶ μοναχὴ
μία φορά, μήτε πηγαινάμενη, μήτε φτασμένη. Αὐτὸ ἦταν ἡ λαχτάρα μου τώρα, αὐτὸ ἤτανε
τ᾿ ὄνειρό μου. Νὰ τὴ δῶ μοναχή, ἂς εἶναι καὶ μία στιγμή. Νὰ τῆς πῶ μιὰ καὶ καλὴ
πὼς πεθαίνω, πὼς ἔσβησα, ἄλλη σωτεριὰ δὲν ἔχ᾿ ἡ ζωή μου παρὰ τὴ παντοτινή της ἀγάπη.
Τά ῾λεγα ὅλ᾿ αὐτὰ μὲ τὶς φλογερὲς τὶς ματιές μου, μὰ ἡ ἀχόρταγη ἡ καρδιὰ γύρευε
λόγια. Αὐτὴ δὲν ἤξερε τί θὰ πεῖ μέτρο καὶ γνώση, αὐτὴ ὅλο μοῦ φώναζε: «Μπρός! Ἔχει
κι ἄλλες ἀπόλαψες ἡ ἀγάπη!»
Μὰ πῶς νὰ τῆς δώσω νὰ καταλάβει, πὼς θέλω νὰ τῆς μιλήσω! Ἐδῶ οἱ ματιὲς δὲ σῴνουν.
Ἐδῶ χρειάζεται ραβασάκι. Χίλιες φορὲς τό ῾γραψα καὶ τὸ ξανάγραψα. Τό ῾παιρνα μαζί
μου ἀποφασισμένος νὰ μὴ ντραπῶ, νὰ μὴ φοβηθῶ μήτε δάσκαλο, μήτε πρωτόσκολο, μόνο
νὰ τῆς δώσω κρυφὰ τὸ χαρτάκι σ᾿ ἕνα βιβλίο, καλαμάρι, ὅ,τι τύχει. Ἤρχουνταν ἡ ὥρα
καὶ κόβουνταν ἡ καρδιά μου! Δὲν ἀποκοτοῦσα! Κι ἔπαιρνα μαζί μου τὸ χαρτὶ βγαίνοντας
καὶ τό ῾κανα κομμάτια καὶ καταριόμουνε τὴν ὥρα ποὺ γεννήθηκα τέτοιος ἀνωφέλητος
φοβητσιάρης.
Ἦταν ὅτι ἄρχιζε καλοκαίρι σὰ σηκώθηκα ἕνα πρωῒ καὶ πῆγα μπροστὰ στὴ Παναγιὰ καὶ
τό ῾καμα ὅρκο, πῶς θὰ τῆς δώσω ἐκείνη τὴ μέρα τὸ ραβασάκι κι ἂ δὲ τῆς τὸ δώσω, νὰ
πέσει φωτιὰ νὰ μὲ κάψει.
Πῆγα σκολειὸ πρῶτος πάλι. Ἔρχουνται ὅλα τ᾿ ἀγόρια, ὅλα τὰ κορίτσια. Μαυρίζουνε
τὰ μάτια μου νὰ κοιτάζω τὴ πόρτα, τοῦ κάκου! Ἡ μικρή μου δὲ φαίνεται! Διαβάζει ὁ
δάσκαλος τὸν κατάλογο, ἔρχεται στὴν Ἀργυρώ... σιωπή.
- «Ποῦ εἶναι ἡ Ἀργυρώ;» ρωτᾷ ὁ δάσκαλος μία συντρόφισσά της.
Ἡ μάνα της ἀρρώστησε κι ἔμεινε σπίτι. Βαριὰ καρδιὰ ποὺ τὴν ἔπαιρνα μαζί μου γυρίζοντας
σπίτι τὸ μεσημέρι ἐκεῖνο! Τί νὰ κάμω, ποῦ νὰ πάω, νὰ βραδιάσει γλήγορα καὶ νὰ ξημερώσει!
Ξημερώνει, ξαναπηγαίνω σκολειό... τὰ ἴδια! Περνᾷ μιὰ βδομάδα, δυὸ βδομάδες...
ἕνας μήνας ἤτανε περασμένος σὰν εἶπε μία μέρα ἕνα κορίτσι τοῦ δασκάλου, πὼς πέθανε
ἡ μάνα τῆς Ἀργυρῶς καὶ πὼς δὲ θὰ ξανάρθει πιὰ σκολειὸ ἡ μικρή.
Πρέπει νά ῾μουν ὡς εἰκοσιπέντε χρονῶν τότε ποὺ πρωτογύρισα ἀπὸ τὴ ξενιτιὰ νὰ
δῶ τοὺς δικούς μου. Ἦρθαν ὅλοι οἱ παλιοὶ οἱ φίλοι κι ὅλες οἱ παλιὲς οἱ φιλενάδες
νὰ μὲ δοῦν. Ἦρθε ἀπὸ τὴν ἄλλη ἄκρη τοῦ χωριοῦ κι ἡ Ἀργυρώ, παντρεμένη κοπέλα μὲ
δυὸ παιδιά. Τῆς μίλησα καὶ μοῦ μίλησε πρώτη φορά. Τῆς εἶπα καὶ μοῦ ῾πε χίλια πράματα,
γιὰ τὰ παιδιά της, τὴν ὀμορφιὰ καὶ ξυπνάδα τους, τὴ χαρά μου ποὺ βρίσκω τὴ γριά
μου τόσο καλά. Γιὰ ὅλ᾿ αὐτὰ χύθηκ᾿ ἕνας ποταμὸς λόγια καὶ γιὰ τὴ πρώτη μας τὴν ἀγάπη,
τὴν ἀξέχαστη ἐκείνη τὴν ἀγάπη, καθὼς τότες, ἔτσι καὶ τώρα, δὲν εἴπαμε μήτε λέξη!