Πέμπτη 6 Ιουλίου 2023

Αλέξης Ζορμπάς (απόσπασμα) - Νίκος Καζαντζάκης

 

 Άντονι Κουίν: Ο «Zorba the Greek» που λάτρεψε την Ελλάδα | in.gr

Αλέξης Ζορμπάς (απόσπασμα)

 

Στο παρακάτω απόσπασμα: Η μαντάμ Ορτάνς -που είναι ένα από τα κύρια πρόσωπα του μυθιστορήματος επειδή ήταν συνδεδεμένη με τον Ζορμπά- έχει πεθάνει και ο συγγραφέας με τον Ζορμπά επιστρέφουν από την κηδεία της.)

 

Προχωρούσαμε αμίλητοι μέσα από τα στενά δρομάκια του χωριού. Τα σπίτια μαυρολογούσαν ολοσκότεινα, κάπου ένα σκυλί γάβγιζε, κάποιο βόδι αναστέναζε. Κάποτε μας έρχουνταν στο φύσημα του αγέρα εύθυμα, αναβρυτά, σαν παιγνιδιάρικα νερά, τα κουδουνάκια της λύρας.

Βγήκαμε από το χωριό, πήραμε το δρόμο κατά το ακρογιάλι μας.

-Ζορμπά, είπα, για να κόψω τη βαριά σιωπή, τι αγέρας είναι ετούτος; Νοτιάς;

Μα ο Ζορμπάς πήγαινε μπροστά, κρατώντας σα φανάρι το κλουβί με το παπαγάλο* και δεν αποκρίθηκε.

Όταν φτάσαμε στο ακρογιάλι μας, ο Ζορμπάς στράφηκε:

-Πεινάς, αφεντικό; ρώτησε.

-Όχι, δεν πεινώ, Ζορμπά.

-Νυστάζεις;

-Όχι.

-Μήτε εγώ. Ας καθίσουμε στα χοχλάδια, έχω κάτι να σε ρωτήσω.

Ήμασταν και οι δυο κουρασμένοι, μα δε θέλαμε να κοιμηθούμε. Δε θέλαμε να χάσουμε το φαρμάκι της μέρας ετούτης, ο ύπνος μας φαίνουνταν σα μια φυγή σε ώρα κιντύνου και ντρεπόμασταν να κοιμηθούμε.

Καθίσαμε στην άκρα της θάλασσας∙ έβαλε ο Ζορμπάς το κλουβί ανάμεσα στα γόνατά του και κάμποση ώρα σώπαινε. Ένας φοβερός αστερισμός ανέβηκε από το βουνό, πολυόματο τέρας με στρουφιχτήν ουρά, κάπου κάπου ένα αστέρι ξεκολλούσε κι έπεφτε.

Ο Ζορμπάς κοίταξε τ' αστέρια, με το στόμα ανοιχτό, σα να τά 'βλεπε για πρώτη φορά.

-Τι γίνεται εκεί απάνω! μουρμούρισε.

 Και σε λίγο πήρε την απόφαση, μίλησε.

-Ξέρεις να μου πεις, αφεντικό, είπε κι η φωνή του ασκώθηκε επίσημη, συγκινημένη μέσα στη ζεστή νύχτα, ξέρεις να μου πεις τι πάει να πουν όλα αυτά; Ποιος τα έκαμε; Γιατί τα έκαμε; Και πάνω απ' όλα, ετούτο (η φωνή του Ζορμπά ήταν γεμάτη θυμό και τρόμο): Γιατί να πεθαίνουμε;

-Δεν ξέρω, Ζορμπά! αποκρίθηκα, και ντράπηκα σα να με ρωτούσαν το πιο απλό πράμα, το πιο απαραίτητο, και δεν μπορούσα να το εξηγήσω.

-Δεν ξέρεις! έκαμε ο Ζορμπάς και τα μάτια του γούρλωσαν.

Όμοια γούρλωσαν και μιαν άλλη νύχτα, όταν με ρώτησε αν χορεύω και του αποκρίθηκα πως δεν ξέρω χορό.

Σώπασε λίγο, άξαφνα ξέσπασε:

-Τότε τι ναι αυτά τα παλιόχαρτα που διαβάζεις; Γιατί τα διαβάζεις; Άμα δεν λένε αυτό τι λένε;

-Λένε τη στενοχώρια του ανθρώπου που δεν μπορεί ν' απαντήσει σε αυτά που ρωτάς, Ζορμπά, αποκρίθηκα.

-Να τη βράσω τη στενοχώρια τους! έκαμε ο Ζορμπάς χτυπώντας με αγανάχτηση το πόδι του στις πέτρες.

Ο παπαγάλος στις ξαφνικές φωνές τινάχτηκε απάνω:

-Καναβάρο*! Καναβάρο! έσκουζε σα να ζητούσε βοήθεια.

-Σκασμός και συ! έκαμε ο Ζορμπάς κι έδωκε μια γροθιά στο κλουβί.

Στράφηκε πάλι σε μένα

-Εγώ θέλω να μου πεις από που ερχόμαστε και που πάμε. Του λόγου σου τόσα χρόνια μαράζωσες απάνω στις Σολομωνικές*∙ θα ‘χεις στύψει δυο τρεις χιλιάδες οκάδες χαρτί∙ τι ζουμί έβγαλες;

Τόση αγωνία είχε η φωνή του Ζορμπά, που η πνοή μου κόπηκε, αχ, να μπορούσα να του ‘δινα μια απόκριση!

Ένιωθα βαθιά πως το ανώτατο που μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος δεν είναι η Γνώση, μήτε η Αρετή, μήτε η Καλοσύνη, μήτε η Νίκη∙ μα κάτι άλλο πιο αψηλό, πιο ηρωικό κι απελπισμένο: Το Δέος, ο ιερός τρόμος. Τι ‘ναι πέρα από τον ιερό τρόμο; ο νους του ανθρώπου δεν μπορεί να προχωρέσει.

-Δεν απαντάς; έκαμε ο Ζορμπάς με αγωνία.

Δοκίμασα να δώσω στο σύντροφό μου να καταλάβει τι είναι ο ιερός τρόμος:

-Είμαστε σκουληκάκια μικρά μικρά, Ζορμπά, αποκρίθηκα, απάνω σ' ένα φυλλαράκι γιγάντιου δέντρου. Το φυλλαράκι αυτό είναι η γης μας∙ τ' άλλα φύλλα είναι τ' αστέρια που βλέπεις να κουνιούνται μέσα στη νύχτα. Σουρνόμαστε απάνω στο φυλλαράκι μας, και το ψαχουλεύουμε με λαχτάρα∙ τ' οσμιζόμαστε, μυρίζει, βρωμάει∙ το γευόμαστε, τρώγεται∙ το χτυπούμε, αντηχάει και φωνάζει σαν πράμα ζωντανό.

Μερικοί άνθρωποι, οι πιο ατρόμητοι, φτάνουν ως την άκρα του φύλλου∙ από την άκρα αυτή σκύβουμε, με τα μάτια ανοιχτά, τα αυτιά ανοιχτά, κάτω στο χάος. Ανατριχιάζουμε. Μαντεύουμε κάτω μας το φοβερό γκρεμό, ακούμε ανάρια ανάρια το θρο που κάνουν τα φύλλα του γιγάντιου δέντρου, νιώθουμε το χυμό ν’ ανεβαίνει από τις ρίζες του δέντρου και να φουσκώνει την καρδιά μας. Κι έτσι σκυμμένοι στην άβυσσο, νογούμε σύγκορμα, σύψυχα, να μας κυριεύει τρόμος. Από τη στιγμή εκείνη αρχίζει...

Σταμάτησα. Ήθελα να πω: «Από τη στιγμή εκείνη αρχίζει η ποίηση», μα ο Ζορμπάς δε θα καταλάβαινε και σώπασα.

-Τι αρχίζει; ρώτησε ο Ζορμπάς με λαχτάρα. Γιατί σταμάτησες;

-...Αρχίζει ο μεγάλος κίντυνος, Ζορμπά, είπα. Άλλοι ζαλίζουνται και παραμιλούν, άλλοι φοβούνται και μοχτούν να βρουν μιαν απάντηση, που να τους στυλώνει την καρδιά και λένε: "Θεός"∙ άλλοι κοιτάζουν από την άκρα του φύλλου το γκρεμό ήσυχα, παλικαρίσια και λένε: «Μου αρέσει».

Ο Ζορμπάς συλλογίστηκε κάμποση ώρα∙ βασανίζουνταν να καταλάβει.

-Εγώ, είπε τέλος, κοιτάζω κάθε στιγμή το θάνατο∙ τον κοιτάζω και δεν φοβούμαι. Όμως και ποτέ, ποτέ δε λέω: Μου αρέσει. Όχι, δε μου αρέσει καθόλου! Δεν είμαι λεύτερος; Δεν υπογράφω!

Σώπασε, μα γρήγορα φώναξε πάλι:

-Όχι, δε θ' απλώσω εγώ στο Χάρο το λαιμό μου σαν αρνί και να του πω: «σφάξε με, αγά μου, ν' αγιάσω!»

Δε μιλούσα∙ στράφηκε, με κοίταξε ο Ζορμπάς θυμωμένος.

-Δεν είμαι λεύτερος; ξαναφώναξε.

Δε μιλούσα. Να λες «Ναι!» στην ανάγκη, να μετουσιώνεις το αναπόφευγο σε δικιά σου λεύτερη βούληση -αυτός, ίσως, είναι ο μόνος ανθρώπινος δρόμος της λύτρωσης. Το 'ξερα, και γι αυτό δε μιλούσα.

Ο Ζορμπάς είδε πως δεν είχα πια τίποτα να πω, πήρε το κλουβί σιγά σιγά, να μην ξυπνήσει ο παπαγάλος, το τοποθέτησε δίπλα από το κεφάλι του και ξάπλωσε.

-Καληνύχτα, αφεντικό, είπε∙ φτάνει.

Ζεστός νοτιάς φυσούσε πέρα από το Μισίρι και μέστωνε τα τζερτζεβατικά και τα φρούτα και τα στήθια της Κρήτης. Τον δέχουμουν να περιχύνεται στο μέτωπο, στα χείλια μου και στο λαιμό, κι έτριζε και μεγάλωνε, σα να ‘ταν πωρικό, το μυαλό μου.

Δεν μπορούσα να κοιμηθώ, δεν ήθελα. Δε συλλογίζουμουν τίποτα∙ ένιωθα μονάχα, στη ζεστή ετούτη νυχτιά, κάτι μέσα μου, να μεστώνει. Έβλεπα, ζούσα καθαρά το καταπληχτικό ετούτο θέαμα: ν' αλλάζω. Ό,τι γίνεται πάντα στα πιο σκοτεινά υπόγεια του στήθους μας, γίνουνταν τώρα φανερά, ξέσκεπα, μπροστά μου. Κουκουβιστός στην άκρα της θάλασσας, παρακολουθούσα το θάμα.

Τ' αστέρια θάμπωσαν, ο ουρανός φωτίστηκε, κι απάνω στο φως χαράχτηκαν με ψιλό κοντύλι τα βουνά, τα δέντρα, οι γλάροι. Ξημέρωνε.

 

Τετάρτη 5 Ιουλίου 2023

Σκλάβοι Πολιορκημένοι. Πρόλογος- Κώστας Βάρναλης

 Top 5 ποιήματα του Κώστα Βάρναλη | Andro

Σκλάβοι Πολιορκημένοι. Πρόλογος- Κώστας Βάρναλης

 

Πάλι μεθυσμένος είσαι, δυόμιση ώρα της νυχτός.
Kι αν τα γόνατά σου τρέμαν, εκρατιόσουνα στητός
μπρος στο κάθε τραπεζάκι. "Γεια σου, Kωνσταντή βαρβάτε"!
― Kαλησπερούδια αφεντικά, πώς τα καλοπερνάτε;


Ένας σού δινε ποτήρι κι άλλος σού δινεν ελιά.
Έτσι πέρασες γραμμή της γειτονιάς τα καπελιά.
Kι αν σε πείραζε κανένας, - αχ, εκείνος ο Tριβέλας! -

έκανες, πως δεν ένιωθες και πάντα εγλυκογέλας.


Xτες και σήμερα ίδια κι όμοια, χρόνια μπρος, χρόνια μετά...
H ύπαρξή σου σε σκοτάδια όλο πηχτότερα βουτά.
Tάχα η θέλησή σου λίγη, τάχα ο πόνος σου μεγάλος;

Aχ, πού σαι, νιότη, πού δειχνες, πως θα γινόμουν άλλος!



(από τα Ποιητικά, O Kέδρος 1956)

O πατέρας - Καρτσωνάκης-Νάκης Νικόλαος

Chibouk Pipe Smoking, Old Man Smoking, Turkish and Iranian pipe Painting by  Adelacreative Adela Trifan | Saatchi Art

O πατέρας - Καρτσωνάκης-Νάκης Νικόλαος

 

Ο πατέρας μου ηγεννήθηκε στο χωριό Σκιλλούς της επαρχίας Πεδιάδας της Κρήτης το 1867. Σήμερα αυτό το χωριό το λένε Καλλονή κι απέχει ανατολικά από το Ηράκλειο 18 χιλιόμετρα. Στη Σμύρνη τον έφερε ο μεγαλύτερος αδελφός του ο Μπαρμπαντώνης που είχε ένα καφενείο στην προκυμαία, κοντά στο Κουμέρκι και το λέγανε «Νέα Ιερουσαλήμ». Φαίνεται πως ο πατέρας μου κοντά του έμαθε την τέχνη του μπουφετζή, του ταμπή, που λένε εδώ, κι ακόμας ο πατέρας μου δούλεψε σε καφενέ που βρισκότανε στην Τούρκικην αγορά, στου Αλή πασά το μεϊντάνι, γιατί ήξαιρε καλά τα τούρκικα. Σ’ αυτό το μεϊντάνι ―πλατεία― κρεμάγανε οι αρχές τους κατάδικους και πολλές φορές Χριστιανούς λιποτάχτες. Ήτανε καλός τεχνίτης στο ψήσιμο των καφέδων και στο συγύρισμα των ναργκιλέδων, γιατί ήτανε τέχνη τότες να ψήνης καφέδες σύμφωνα με τις ιδιοτροπίες των πελατών. Ο Γιάννης ο Kρητικός με το όνομα. Επίσης το σιάξιμο του λουλά του ναργκιλέ ήτανε μαστοριά.
     Ηφέρνανε κάθε τόσο στη Λέσχη των Κυνηγών όπου ο πατέρας μου ήτανε μπουφετζής, ένα μεγάλο σακκί φίνου Περσικού Τουμπεκιού, του οποίου τα φύλλα μυριστικά και αφράτα πρέπει να ήτανε το καθένα 60 εκατοστά. Τα φύλλα ήτανε όμορφα συγυρισμένα μέσα σε χοντρό βαμβακερό σακκί, το οποίο πάλι ήτανε μέσα σε άλλο από λινάτσα για προφύλαξη. Έπαιρνε ο πατέρας δυο τρία πλατειά φύλλα τουμπεκιού (καπνός ήτανε) τα τύλιγε με προσοχή και τάκοβε σε λουρίδες τεχνικά, άλλες στενώτερες κι άλλες φαρδύτερες ώσαμε ένα χοντρό δάχτυλο. Διατηρούσε το κομμένο τουμπεκί μέσα σ’ ένα συρτάρι κι άπλωνε απάνω του ένα βρεμμένο πανί για να κρατιέται φρέσκο και να μην ξεραίνεται. Όταν ήθελε να φτειάξη το λουλά του ναργκιλέ τοποθετούσε τις λεπτές λουρίδες του τουμπεκιού απάνω στο λουλά ανάλαφρα κι έπειτα τύλιγε το κεφάλι του λουλά με μια πλατειά λουρίδα τουμπεκιού σαν κολλάρο. Με ένα σύρμα σαν βελόνη πλεξίματος τρύπαγε το τουμπεκί για να ελευθερώσει τις τρύπες του λουλά και κατόπιν μπουσκιούρντιζε το τουμπεκί του λουλά ―το ράντιζε― με νερό που τόβαζε στο στόμα του. Kι απάνω στο τουμπεκί ήβαζε τα κάρβουνα.
     Έτσι κι εγώ ήμουνα υπάλληλος στο Κλουπ, ήπαιρνα 5 μετζήτια το μήνα κι ήβγαζα από τα μπαξίσια. Το πρωί και το απόγεμα ηπήγαινα σκολείο και το βράδυ 5 με 9,5 στη Λέσχη. Μετά τις δέκα το λοιπόν ήπρεπε να κάτσω να διαβάσω και να γράψω, έντεκα χρονών παιδάκι.


(από το βιβλίο: Ν. Kαρτσωνάκης-Nάκης, Θυμάμαι τη Σμύρνη, Tο Eλληνικό Bιβλίο, 1972)

Τρίτη 4 Ιουλίου 2023

Το Βάρος του- Ιωάννου Γιώργος

 The Hermit, Painting by Kiko Cristoni | Artmajeur

 Το Βάρος του- Ιωάννου Γιώργος

 

Zητώ τους μυστικούς Xριστούς
στα τέμπλα και τους νάρθηκες.
Aυτό που έβλεπα παιδί ξανά με συνταράζει.

Mες στα σκοτάδια τον πατέρα μου ζητώ,
διψώ για τη στοργή του κάθε βράδυ.
Aπό το βάρος του γυρίζοντας τρεκλίζω.

Kάθε καινούρια γνωριμία με γελά.
Oύτε ο πατέρας ήταν, ούτε ο Xριστός μου.



(από Tα Xίλια Δέντρα και άλλα ποιήματα, Kέδρος 1988)

Άρης Αλεξάνδρου: Με τι μάτια τώρα πια

 

 ▷ Old Lady by Keith O'Connor, 2017 | Painting | Artsper (152119)

 Άρης Αλεξάνδρου: Με τι μάτια τώρα πια

 

Το ποίημα περιέχεται στη συλλογή Ευθύτης οδών (1959).

 

Βιάστηκες μητέρα να πεθάνεις.

Δεν λέω, είχες αρρωστήσει από φασισμό

κι ήταν λίγο το ψωμί έλειπα κι εγώ στην εξορία

ήτανε λίγος ο ύπνος κι ατέλειωτες οι νύχτες

μα πάλι ποιος ο λόγος να απελπιστείς προτού να κλείσεις

            τα εξηντατέσσερα

μπορούσες να 'σφιγγες τα δόντια

έστω κι αυτά τα ψεύτικα τα χρυσά σου δόντια

μπορούσες ν' αρπαζόσουνα από 'να φύλλο πράσινο

απ' τα γυμνά κλαδιά

απ' τον κορμό

μα ναι το ξέρω

γλιστράν τα χέρια κι ο κορμός του χρόνου δεν έχει φλούδα

            να πιαστείς

όμως εσύ να τα 'μπηγες τα νύχια

και να τραβούσες έτσι πεντέξι-δέκα χρόνια

σαν τους μισοπνιγμένους που τους τραβάει ο χείμαρρος

κολλημένους στο δοκάρι του γκρεμισμένου τους σπιτιού.

Τι βαραίνουν δέκα χρόνια για να με ξαναδείς

να ξαναδείς ειρηνικότερες ημέρες και να πας

στο παιδικό σου σπίτι με τον φράχτη πνιγμένο ν στα λουλούδια

να ζήσεις μες στη δίκαιη γαλήνη

ακούγοντας τον πόλεμο

σαν τον απόμακρο αχό του καταρράχτη

να 'χεις μια στέγη σίγουρη σαν άστρο

να χωράει το σπίτι μας την καρδιά των ανθρώπων

κι από τη μέσα κάμαρα-

όμως εσύ μητέρα βιάστηκες πολύ

και τώρα με τι χέρια να 'ρθεις και να μ' αγγίξεις μέσ'

            από τη σίτα*

με τι πόδια να ζυγώσεις εδώ που 'χω τριγύρω μου τις πέ-

τρες σιγουρεμένες σαν ντουβάρια φυλακής

με τι μάτια τώρα πια να δεις πως μέσα δω χωράει

όλη η καρδιά του αυριανού μας κόσμου

            τσαλαπατημένη

κι από τον δίπλα θάλαμο ποτίζει η θλίψη

σαν υγρασία σάπιου χόρτου.

Δευτέρα 3 Ιουλίου 2023

Επαναστάσεις και Επαναστάτες- Περικλής Κοροβέσης

 Ποιος ήταν ο Περικλής Κοροβέσης -«Δεν ξέρω αν είμαι αριστερός ή αναρχικός,  αυτό που θέλω είναι να μην πεθάνω μ@λ@κ@ς» [βίντεο] - iefimerida.gr

 «Οι επαναστάσεις και οι επαναστάτες δεν θα εκλείψουν ποτέ όσο υπάρχει αδικία και καταπίεση. Τίποτα δεν έχει τελειώσει ακόμα στην Ιστορία. Για την ακρίβεια, τέτοιες επαναστάσεις συμβαίνουν ήδη! Εγώ, ας πούμε, λόγω των ιδεών μου, νιώθω πως ζω ήδη στη μελλοντική κοινωνία. Ουτοπικό; Μπορεί. Στ’ αρχίδια μου! Χαίρομαι πάντα σαν βλέπω μια μικρή πρασινάδα να αγωνίζεται να ριζώσει στο τσιμέντο, αύριο μπορεί να γίνει δάσος, κάνοντας τη μοναξιά της θρίαμβο – έτσι βλέπω και τις προσπάθειές μας. Βλέπω, έπειτα, να βγαίνουν ωραία κείμενα, βιβλία, ταινίες, καλλιτεχνικές δημιουργίες, κάτι κινείται. Ας γίνουν οι ταλαντούχοι ποιητές, συγγραφείς, καλλιτέχνες και χορευτές το αλάτι της χώρας και της γης ολόκληρης, εκείνοι που θα δώσουν σχήμα και ζωή στην επανάσταση, όταν αυτή ξεχυθεί στους δρόμους».

Κυριακή 2 Ιουλίου 2023

Η ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ- Γιάννης Υφαντής

 Does TV Rot Your Brain? - Scientific American

 Η ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ- Γιάννης Υφαντής

 Το να ’χαμε ταράνδους μες στα σπίτια μας δεν πήγαινε. Θα μούγκριζαν
μέσα στον ύπνο μας, θα κόπριζαν
πάνω στα έπιπλά μας και προπάντων
μ’ εκείνα τα πελώρια κέρατά τους θα ξεσχίζαν τις κουρτίνες μας, θα γκρέμιζαν
τ’ αγάλματά μας, τα βιβλία μας, τα πιάτα μας. Δεν πήγαινε.
Όμως, η τηλεόραση, τι ζώο!
Έχει τα σιδερένια κέρατά της στην ταράτσα ενώ ήσυχη
κάθεται στο σαλόνι μας και μόνο
αν βάλουμε στην πρίζα τον ομφάλιο λώρο της ξυπνά.
Ήσυχο ζώο. Και τι όμορφο.
Μοιάζει με έντομο πελώριο, αστρικό.
Μοιάζει με τον πλανητικό προπάππο μας, τον Βεελζεβούλ
που ’λεγε ιστορίες κι αποκοιμιόμασταν.

Σε άδειο θέατρο- Μάνος Ελευθερίου

  Σε άδειο θέατρο χωρίς τους θεατές μέσα στη νύχτα σαν καράβι ταξιδεύεις βρίσκεις λιμάνια που βουλιάξανε στο χθες και να βρεθείς ξανά στο χά...

ευανάγνωστα