Teλευταία ημέρα με τον Διαμαντή
Αποστολόπουλος Βασίλης
6 Ιουνίου 1949. Η πανστρατιά του
«Πυραύλου», που διοικεί ο στρατηγός του κυβερνητικού στρατού,
Τσακαλώτος, έχει σαρώσει τη Ρούμελη. Τρεις μεραρχίες, άφθονο πυροβολικό,
ανεξάρτητες ταξιαρχίες, δύο μοίρες ΛΟΚ, σαράντα τάγματα εθνοφυλακής,
μερικά τάγματα χωροφυλακής και σχηματισμοί Μάυδων.1 Ένα σώμα
στρατού, δύο συντάγματα, σύνολο 70.000 άντρες. Κι ακόμα: 140 πυροβόλα,
60 αεροπλάνα, θωρακισμένα αυτοκίνητα και άρματα μάχης είναι το προικιό
της Ρούμελης. Η νύχτα έπαψε να καλύπτει τον Δημοκρατικό Στρατό της Ρούμελης. Η χαραυγή παρουσιάστηκε στον ορίζοντα ντυμένη με χίλια χρώματα. Το τμήμα πορεύεται αμίλητο και σκεφτικό. Η μεγάλη κόπωση και πείνα, η απουσία κάποιας προοπτικής, η άγνοια για τον τελικό προορισμό, όλα μαζί αποτελούνε ένα σύμπλεγμα μιας παράξενης ψυχολογικής αρχιτεκτονικής. Περνούμε τον ξηροπόταμο Ρουστιανίτη κι αρχίζουμε την ανάβαση προς το χωριό Πίτσι Φθιώτιδας. Συμπορεύομαι με τον μακαρίτη Παύλο Μπέικο, επίτροπο ταξιαρχίας. Κι άλλοι βαδίζουν δίπλα μας, ακουμπώντας στα γόνατά τους ή μισοϋπνωμένοι. Μια μεγάλη κερασιά με άφθονα κατακόκκινα κεράσια μας σταμάτησε. Ήταν φορτωμένη και για μας αποτελούσε πρόκληση και κάλεσμα ελκυστικό. Ξαπλώσαμε για λίγο στον ίσκιο της, να ξανασάνουμε. Τα μάτια μου έκλειναν από τη νύστα κι ένιωθα τα πόδια μου τσακισμένα. Αντίθετα, ο Παύλος Μπέικος, άντρας ψηλός και γεροδεμένος, σκαρφάλωσε σαν αίλουρος στην κερασιά κι άρχισε να μου ρίχνει μικρά κλωνάρια –βάντες– με ωραία, μεγάλα, κατακόκκινα κεράσια. Όμως, κάναμε κατάχρηση χρόνου. Όχι μόνο εμείς. Το ίδιο έκαναν κι άλλοι αντάρτες, και με το δίκιο τους. Πήραμε τον ανήφορο με ενοχή και στενοχώρια. Και το αίσθημα αυτό δεν ήταν κάτι πρόσκαιρο. Όχι! Τρία χρόνια τώρα, απωθούμε στην ψυχή το χαμένο όνειρο μιας δημοκρατικής πατρίδας. Κι ένα τείχος, συνεχώς, μας εμποδίζει να βγάλουμε τον ανήφορο των ωραίων μας ονείρων. Ένα τείχος πέζεψε στο στήθος μας κι αποζητά να πνίξει και την ανάσα μας. Πλησιάζουμε στα πρώτα χαμόσπιτα του ξεσπιτωμένου χωριού. Με την προσπάθεια να μετρήσω τον ανήφορο, και βλέπω τον Διαμαντή.2 Μου φάνηκε σαν άνθρωπος που τον έχει αγγίξει το όραμα του χαμού. Ήταν ανήσυχος. Το πρόσωπό του σαν παλιό αντίγραφο καπνισμένης εικόνας αγίου από αρχαίο εξωκλήσι. Πάνω του όμως περπατούσε ακόμα η ψυχραιμία και η αποφασιστικότητα. Με ηρεμία μας είπε ότι αργούμε, ενώ ο εχθρός μάς παρακολουθεί. Πρέπει να πιάσουμε γρήγορα τον Άι-Λια, πριν προλάβει ο εχθρός, που σίγουρα κίνησε να τον καταλάβει. Η δραματική παρατήρηση του Διαμαντή έδωσε και το μέτρο της τραγικής μας κατάστασης. Αμίλητοι, βάλαμε τα δυνατά μας να φτάσουμε στο ύψωμα του Άι-Λια. Για μια στιγμή η μνήμη έτρεξε σε τόσους περήφανους Άι-Λιάδες στην Ήπειρο και στη Ρούμελη. Κι όταν είδαμε το ύψωμα, δεν διακρίναμε παρά ένα ασήμαντο ισιαδάκι, που σαν σκούφια, με τα λίγα του χαμόκλαρα, σκέπαζε το χωριό. Κι όμως. Αν αυτός ο ασήμαντος χωματόλοφος έπεφτε στα χέρια του εχθρού, αμέσως η θέση μας γίνονταν δραματική. Πρέπει να ήταν η ώρα δέκα το πρωί. Έκανε μια ενοχλητική ζέστη. Εμείς, καθώς είμαστε άυπνοι κι εξαντλημένοι, ξαπλώσαμε για λίγη ξεκούραση. Όμως δεν πέρασαν πέντε λεπτά της ώρας κι ακούστηκε ο πρώτος πυροβολισμός από την κατεύθυνση Χοντρογιάννη Πριόνια. Αν υπήρχε εχθρική δύναμη, ήταν αρκετά κοντά μας. Έτσι, πριν προλάβουμε ν’ ανασάνουμε, πεταγόμαστε όρθιοι με το όπλο στα χέρια, και βαδίζουμε προς το Πουγκακιώτικο δάσος να καλυφθούμε. Άλλος πυροβολισμός δεν ακούστηκε. Έμοιαζε με φιλική ειδοποίηση, για να λάβουμε τα μέτρα μας. Μα ήταν δυνατό να υπήρχε κάποιος φίλος του Δημοκρατικού Στρατού, που σ’ αυτή την κρίσιμη ώρα να ειδοποιεί για την εχθρική παρουσία; Και όμως έγινε κι αυτό. Μετά από χρόνια, πολίτης πια εγώ, χωρίς εντάλματα βάσει του ν. 509 κι άλλες φοβερές κατηγορίες, συνάντησα τον κ. Γιώργο Κούκιο, έφεδρο αξιωματικό, που υπηρετούσε στο στρατό τα χρόνια εκείνα. Πιάνοντας συζήτηση για την περίπτωση αυτή, μου αποκάλυψε τα παρακάτω: Αυτός ήταν λοχαγός και διοικούσε τμήμα στρατού με έδρα τον Άι-Γιώργη Τυμφρηστού. Το τμήμα του κινήθηκε από το χωριό Άι-Γιώργης προς θέση Χοντρογιάννη, γιατί ήταν γνωστή η κίνησή μας. Όμως δεν εκτέλεσε τη διαταγή που είχε, να επιτεθεί. Ίσως και η παρουσία του Διαμαντή στέρησε το φίλο αξιωματικό από μια επιτυχία σημαντική. Εμείς εκτιμούμε την κρισιμότητα της κατάστασης και, βαδίζοντας γρήγορα, συναντούμε ένα βαθύ χαντάκι γεμάτο υπόλοιπα υλοτομίας και αναρριχόμαστε στους αναβαθμούς του. Από τη δεξιά μεριά της ανόδου, ένας ψηλός όχθος μάς καπελώνει κυριολεκτικά. Πάρθηκαν κάποια μέτρα παρατήρησης προς Χοντρογιάννη, μα η κατάσταση δεν παύει να είναι κρίσιμη, αφού κάπου εδώ υπάρχει στρατιωτική δύναμη. Αν υπήρχε εχθρός και κινούνταν επιθετικά παίρνοντας τον ντορό μας,3 θα μας παγίδευε σ’ αυτόν τον τάφο και θα μας έπιανε στη φάκα. Ανεβαίνουμε αγκομαχώντας, καβάλα σε κορμούς κομμένων ελάτων, με τεντωμένα αυτιά για να συλλάβουμε και τον πιο ασήμαντο θόρυβο. Πορευόμαστε στο στόμα του λύκου. Η εχθρική διάταξη είναι γνωστή. Σοβαρές δυνάμεις κρατούν από θέση Κοκκάλια ως τις Ράχες Βελουχιού, που διαβαίνει η δημοσιά Λαμίας-Καρπενησίου. Η απόφασή μας είναι απλή. Θα κάνουμε λούφα4 πλησίον του εχθρού. Κι είχαμε τύχη, γιατί βρήκαμε τόπο ανάμεσα από μια πυκνή συστάδα νεόφυτων έλατων, που κελάρυζε κατακάθαρο νεράκι, για να γίνει ο Σ.Δ.5 της επίλεκτης ΙΙ Μεραρχίας του Δημοκρατικού Στρατού. Παρακάτω από μας σταμάτησε ο αδύνατος λόχος του σ. Κούμαρου (Βλαχογιώργος). Ήταν τόσο όμορφο το σκηνικό της λούφας! Σύντομα φκιάσαμε λίγο ατομικό χυλό να ψυχοπιάσουμε, να ξανασάνουμε λίγο και ν’ ακροαστούμε την απόφαση της Διοίκησης. Στη μικρή σύναξη στελεχών που ακολούθησε, ο Διαμαντής εξήγησε το σχέδιο της Μεραρχίας, μ’ ένα πικρό μειδίαμα στα χείλη: «Η κατάσταση είναι δύσκολη. Θα προσπαθήσουμε να βγούμε από τον κλοιό, βαδίζοντας πίσω από την εχθρική διάταξη, προς Κρίκελο-Δομνίστα. Θα ελιχτούμε προς το χώρο της Ναυπακτίας, που ίσως δεν χτενίζεται από πυκνές εχθρικές δυνάμεις. Σε λίγο αναγνωρίσεις μας θα ερευνήσουν το χώρο μεταξύ Κοκκάλια και Ράχες Βελουχιού για κάποιο πέρασμα, από θέση Νεράκια. Εμείς θα κοιμηθούμε λίγο, ας προσέξουμε. Βρισκόμαστε πολύ κοντά στον εχθρό». Ο Διαμαντής καπνίζει συνέχεια. Και φαντάζει το μελαχρινό κι αδύνατο πρόσωπό του σαν βυζαντινή αγιογραφία, καπνισμένη χρόνια από τα κεριά και τα θυμιάματα. Έτσι περίπου τελείωσε τις οδηγίες του ο στρατηγός του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. Για μένα στάθηκαν τα τελευταία λόγια. Αυτός ο ακατάβλητος αγωνιστής, ο ταπεινός και σεμνός, ο τρόμος των εχθρικών επιτελείων, λες και από μυστική δύναμη, εμποδίζονταν να πάρει σκληρές αποφάσεις. Ενώ βρισκόμασταν στις προσβάσεις των Αγράφων και του Βελουχιού, που οι ανοιχτές τους πόρτες θα μας οδηγούσαν προς το βοριά, αυτόν τον καλούσε κοντά της η πλανεύτρα Ρούμελη. Και θυσιάστηκε στις 21 Ιούνη 1949 στα Μάρμαρα Φθιώτιδας. ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 1. Μάυδες: άντρες των Μονάδων Ασφαλείας Υπαίθρου (Μ.Α.Υ.), ένοπλες μονάδες που δημιουργήθηκαν με σκοπό τη φύλαξη της υπαίθρου και την καταδίωξη των ανταρτών, διαβόητες για τις αυθαιρεσίες και την αγριότητά τους. 2. Ψευδώνυμο του Γιάννη Αλεξάνδρου (1914-1949). Υποστράτηγος του Δημοκρατικού Στρατού, διοικητής της II Μεραρχίας, σκοτώθηκε στις 21 Ιουνίου 1949. 3. ντορός: τα ίχνη που αφήνει το θήραμα στο χώμα ή στο χιόνι –κατ’ επέκτασιν και τα ίχνη πέλματος ανθρώπου. 4. λούφα: η προσπάθεια να μείνει κανείς απαρατήρητος, να μη γίνει αντιληπτός, η κρυψώνα. 5. Σ.Δ.: Σταθμός Διοίκησης. |
(από το βιβλίο: Βασίλης Αποστολόπουλος, Επί ξυρού ακμής: Ένας «κομμένος» αντάρτης του ΔΣΕ στα βουνά της Ρούμελης, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες – περίοδος Β/, 1, Βιβλιόραμα, 2009) |