Τρίτη 13 Ιουνίου 2023

Teλευταία ημέρα με τον Διαμαντή- Αποστολόπουλος Βασίλης

 Diamntis1

Teλευταία ημέρα με τον Διαμαντή
Αποστολόπουλος Βασίλης

6 Ιουνίου 1949. Η πανστρατιά του «Πυραύλου», που διοικεί ο στρατηγός του κυβερνητικού στρατού, Τσακαλώτος, έχει σαρώσει τη Ρούμελη. Τρεις μεραρχίες, άφθονο πυροβολικό, ανεξάρτητες ταξιαρχίες, δύο μοίρες ΛΟΚ, σαράντα τάγματα εθνοφυλακής, μερικά τάγματα χωροφυλακής και σχηματισμοί Μάυδων.1 Ένα σώμα στρατού, δύο συντάγματα, σύνολο 70.000 άντρες. Κι ακόμα: 140 πυροβόλα, 60 αεροπλάνα, θωρακισμένα αυτοκίνητα και άρματα μάχης είναι το προικιό της Ρούμελης.
     Η νύχτα έπαψε να καλύπτει τον Δημοκρατικό Στρατό της Ρούμελης. Η χαραυγή παρουσιάστηκε στον ορίζοντα ντυμένη με χίλια χρώματα. Το τμήμα πορεύεται αμίλητο και σκεφτικό. Η μεγάλη κόπωση και πείνα, η απουσία κάποιας προοπτικής, η άγνοια για τον τελικό προορισμό, όλα μαζί αποτελούνε ένα σύμπλεγμα μιας παράξενης ψυχολογικής αρχιτεκτονικής.
     Περνούμε τον ξηροπόταμο Ρουστιανίτη κι αρχίζουμε την ανάβαση προς το χωριό Πίτσι Φθιώτιδας. Συμπορεύομαι με τον μακαρίτη Παύλο Μπέικο, επίτροπο ταξιαρχίας. Κι άλλοι βαδίζουν δίπλα μας, ακουμπώντας στα γόνατά τους ή μισοϋπνωμένοι. Μια μεγάλη κερασιά με άφθονα κατακόκκινα κεράσια μας σταμάτησε. Ήταν φορτωμένη και για μας αποτελούσε πρόκληση και κάλεσμα ελκυστικό. Ξαπλώσαμε για λίγο στον ίσκιο της, να ξανασάνουμε. Τα μάτια μου έκλειναν από τη νύστα κι ένιωθα τα πόδια μου τσακισμένα. Αντίθετα, ο Παύλος Μπέικος, άντρας ψηλός και γεροδεμένος, σκαρφάλωσε σαν αίλουρος στην κερασιά κι άρχισε να μου ρίχνει μικρά κλωνάρια –βάντες– με ωραία, μεγάλα, κατακόκκινα κεράσια.
     Όμως, κάναμε κατάχρηση χρόνου. Όχι μόνο εμείς. Το ίδιο έκαναν κι άλλοι αντάρτες, και με το δίκιο τους.
     Πήραμε τον ανήφορο με ενοχή και στενοχώρια. Και το αίσθημα αυτό δεν ήταν κάτι πρόσκαιρο. Όχι! Τρία χρόνια τώρα, απωθούμε στην ψυχή το χαμένο όνειρο μιας δημοκρατικής πατρίδας. Κι ένα τείχος, συνεχώς, μας εμποδίζει να βγάλουμε τον ανήφορο των ωραίων μας ονείρων. Ένα τείχος πέζεψε στο στήθος μας κι αποζητά να πνίξει και την ανάσα μας.
     Πλησιάζουμε στα πρώτα χαμόσπιτα του ξεσπιτωμένου χωριού. Με την προσπάθεια να μετρήσω τον ανήφορο, και βλέπω τον Διαμαντή.2 Μου φάνηκε σαν άνθρωπος που τον έχει αγγίξει το όραμα του χαμού. Ήταν ανήσυχος. Το πρόσωπό του σαν παλιό αντίγραφο καπνισμένης εικόνας αγίου από αρχαίο εξωκλήσι. Πάνω του όμως περπατούσε ακόμα η ψυχραιμία και η αποφασιστικότητα. Με ηρεμία μας είπε ότι αργούμε, ενώ ο εχθρός μάς παρακολουθεί. Πρέπει να πιάσουμε γρήγορα τον Άι-Λια, πριν προλάβει ο εχθρός, που σίγουρα κίνησε να τον καταλάβει.
     Η δραματική παρατήρηση του Διαμαντή έδωσε και το μέτρο της τραγικής μας κατάστασης.
     Αμίλητοι, βάλαμε τα δυνατά μας να φτάσουμε στο ύψωμα του Άι-Λια. Για μια στιγμή η μνήμη έτρεξε σε τόσους περήφανους Άι-Λιάδες στην Ήπειρο και στη Ρούμελη. Κι όταν είδαμε το ύψωμα, δεν διακρίναμε παρά ένα ασήμαντο ισιαδάκι, που σαν σκούφια, με τα λίγα του χαμόκλαρα, σκέπαζε το χωριό. Κι όμως. Αν αυτός ο ασήμαντος χωματόλοφος έπεφτε στα χέρια του εχθρού, αμέσως η θέση μας γίνονταν δραματική.
     Πρέπει να ήταν η ώρα δέκα το πρωί. Έκανε μια ενοχλητική ζέστη. Εμείς, καθώς είμαστε άυπνοι κι εξαντλημένοι, ξαπλώσαμε για λίγη ξεκούραση. Όμως δεν πέρασαν πέντε λεπτά της ώρας κι ακούστηκε ο πρώτος πυροβολισμός από την κατεύθυνση Χοντρογιάννη Πριόνια. Αν υπήρχε εχθρική δύναμη, ήταν αρκετά κοντά μας. Έτσι, πριν προλάβουμε ν’ ανασάνουμε, πεταγόμαστε όρθιοι με το όπλο στα χέρια, και βαδίζουμε προς το Πουγκακιώτικο δάσος να καλυφθούμε. Άλλος πυροβολισμός δεν ακούστηκε. Έμοιαζε με φιλική ειδοποίηση, για να λάβουμε τα μέτρα μας. Μα ήταν δυνατό να υπήρχε κάποιος φίλος του Δημοκρατικού Στρατού, που σ’ αυτή την κρίσιμη ώρα να ειδοποιεί για την εχθρική παρουσία;
     Και όμως έγινε κι αυτό. Μετά από χρόνια, πολίτης πια εγώ, χωρίς εντάλματα βάσει του ν. 509 κι άλλες φοβερές κατηγορίες, συνάντησα τον κ. Γιώργο Κούκιο, έφεδρο αξιωματικό, που υπηρετούσε στο στρατό τα χρόνια εκείνα. Πιάνοντας συζήτηση για την περίπτωση αυτή, μου αποκάλυψε τα παρακάτω: Αυτός ήταν λοχαγός και διοικούσε τμήμα στρατού με έδρα τον Άι-Γιώργη Τυμφρηστού. Το τμήμα του κινήθηκε από το χωριό Άι-Γιώργης προς θέση Χοντρογιάννη, γιατί ήταν γνωστή η κίνησή μας. Όμως δεν εκτέλεσε τη διαταγή που είχε, να επιτεθεί. Ίσως και η παρουσία του Διαμαντή στέρησε το φίλο αξιωματικό από μια επιτυχία σημαντική.
     Εμείς εκτιμούμε την κρισιμότητα της κατάστασης και, βαδίζοντας γρήγορα, συναντούμε ένα βαθύ χαντάκι γεμάτο υπόλοιπα υλοτομίας και αναρριχόμαστε στους αναβαθμούς του. Από τη δεξιά μεριά της ανόδου, ένας ψηλός όχθος μάς καπελώνει κυριολεκτικά. Πάρθηκαν κάποια μέτρα παρατήρησης προς Χοντρογιάννη, μα η κατάσταση δεν παύει να είναι κρίσιμη, αφού κάπου εδώ υπάρχει στρατιωτική δύναμη. Αν υπήρχε εχθρός και κινούνταν επιθετικά παίρνοντας τον ντορό μας,3 θα μας παγίδευε σ’ αυτόν τον τάφο και θα μας έπιανε στη φάκα. Ανεβαίνουμε αγκομαχώντας, καβάλα σε κορμούς κομμένων ελάτων, με τεντωμένα αυτιά για να συλλάβουμε και τον πιο ασήμαντο θόρυβο. Πορευόμαστε στο στόμα του λύκου. Η εχθρική διάταξη είναι γνωστή. Σοβαρές δυνάμεις κρατούν από θέση Κοκκάλια ως τις Ράχες Βελουχιού, που διαβαίνει η δημοσιά Λαμίας-Καρπενησίου.
     Η απόφασή μας είναι απλή. Θα κάνουμε λούφα4 πλησίον του εχθρού. Κι είχαμε τύχη, γιατί βρήκαμε τόπο ανάμεσα από μια πυκνή συστάδα νεόφυτων έλατων, που κελάρυζε κατακάθαρο νεράκι, για να γίνει ο Σ.Δ.5 της επίλεκτης ΙΙ Μεραρχίας του Δημοκρατικού Στρατού. Παρακάτω από μας σταμάτησε ο αδύνατος λόχος του σ. Κούμαρου (Βλαχογιώργος). Ήταν τόσο όμορφο το σκηνικό της λούφας! Σύντομα φκιάσαμε λίγο ατομικό χυλό να ψυχοπιάσουμε, να ξανασάνουμε λίγο και ν’ ακροαστούμε την απόφαση της Διοίκησης.
     Στη μικρή σύναξη στελεχών που ακολούθησε, ο Διαμαντής εξήγησε το σχέδιο της Μεραρχίας, μ’ ένα πικρό μειδίαμα στα χείλη: «Η κατάσταση είναι δύσκολη. Θα προσπαθήσουμε να βγούμε από τον κλοιό, βαδίζοντας πίσω από την εχθρική διάταξη, προς Κρίκελο-Δομνίστα. Θα ελιχτούμε προς το χώρο της Ναυπακτίας, που ίσως δεν χτενίζεται από πυκνές εχθρικές δυνάμεις. Σε λίγο αναγνωρίσεις μας θα ερευνήσουν το χώρο μεταξύ Κοκκάλια και Ράχες Βελουχιού για κάποιο πέρασμα, από θέση Νεράκια. Εμείς θα κοιμηθούμε λίγο, ας προσέξουμε. Βρισκόμαστε πολύ κοντά στον εχθρό».
     Ο Διαμαντής καπνίζει συνέχεια. Και φαντάζει το μελαχρινό κι αδύνατο πρόσωπό του σαν βυζαντινή αγιογραφία, καπνισμένη χρόνια από τα κεριά και τα θυμιάματα. Έτσι περίπου τελείωσε τις οδηγίες του ο στρατηγός του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. Για μένα στάθηκαν τα τελευταία λόγια. Αυτός ο ακατάβλητος αγωνιστής, ο ταπεινός και σεμνός, ο τρόμος των εχθρικών επιτελείων, λες και από μυστική δύναμη, εμποδίζονταν να πάρει σκληρές αποφάσεις. Ενώ βρισκόμασταν στις προσβάσεις των Αγράφων και του Βελουχιού, που οι ανοιχτές τους πόρτες θα μας οδηγούσαν προς το βοριά, αυτόν τον καλούσε κοντά της η πλανεύτρα Ρούμελη. Και θυσιάστηκε στις 21 Ιούνη 1949 στα Μάρμαρα Φθιώτιδας.

 
 
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
 
1. Μάυδες: άντρες των Μονάδων Ασφαλείας Υπαίθρου (Μ.Α.Υ.), ένοπλες μονάδες που δημιουργήθηκαν με σκοπό τη φύλαξη της υπαίθρου και την καταδίωξη των ανταρτών, διαβόητες για τις αυθαιρεσίες και την αγριότητά τους.
 
2. Ψευδώνυμο του Γιάννη Αλεξάνδρου (1914-1949). Υποστράτηγος του Δημοκρατικού Στρατού, διοικητής της II Μεραρχίας, σκοτώθηκε στις 21 Ιουνίου 1949.
 
3. ντορός: τα ίχνη που αφήνει το θήραμα στο χώμα ή στο χιόνι –κατ’ επέκτασιν και τα ίχνη πέλματος ανθρώπου.
 
4. λούφα: η προσπάθεια να μείνει κανείς απαρατήρητος, να μη γίνει αντιληπτός, η κρυψώνα.
 
5. Σ.Δ.: Σταθμός Διοίκησης.


(από το βιβλίο: Βασίλης Αποστολόπουλος, Επί ξυρού ακμής: Ένας «κομμένος» αντάρτης του ΔΣΕ στα βουνά της Ρούμελης, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες – περίοδος Β/, 1, Βιβλιόραμα, 2009)

Δευτέρα 12 Ιουνίου 2023

Προσπαθώ να θυμηθώ τη μέρα που πρωτοάκουσα τη λέξη: «παλιοκομουνιστές»] Αθανασίου Κυριάκος

 

 Είμαστε όλοι πυροσβέστες (να βρουν και κάτι να μας πάρουν οι κομμουνιστές)!  :: left.gr

Προσπαθώ να θυμηθώ τη μέρα που πρωτοάκουσα τη λέξη: «παλιοκομουνιστές». Συνόδευε τις λέξεις «κακούργο», «μπαστάρντο» και κάτι άλλες βρισιές, στα αρβανίτικα, που δεν τις θυμάμαι. Κι ακόμα να σου πω την αλήθεια δεν έχω καταλάβει καλά καλά γιατί με πείραξε τόσο. Πώς είναι δυνατό να μη με πειράζει το «μπαστάρδε», να μη με πειράζει το «κακούργο», κι αυτή η λέξη να σφυρίζει στ’ αυτιά μου ακόμη, μέχρι σήμερα. Κάτι σαν σφύριγμα φιδιού, κάτι... Τα άλλα δεν με πείραζαν τόσο. Ούτε οι πέτρες που περνούσαν σύρριζα δίπλα στο κεφάλι μου. Απ’ όλες τις βρισιές της γριάς της Μούργαινας, αυτή μου φαινόταν η πιο βαριά. Ίσως γιατί καταλάβαινα πως κρύβει αλήθεια. Την ένιωθα σαν μια βαριά κληρονομική κατάρα. Κάτι που το παίρνεις με τα γονίδια.
     Τι κάθομαι και τσαμπουνάω τώρα. Ακούς εκεί «γονίδια». Λες και στα έξι σου χρόνια είχες ξανακούσει τη λέξη. Εδώ δεν την ήξερε τότε καλά καλά ο ίδιος ο Ουάτσον. Ίσως εκείνες τις μέρες να την ξεφούρνιζε για πρώτη φορά. Κάπου εκεί στο Καίμπριτζ της Αγγλίας. Εκεί που η Ευρώπη, στα μέσα της δεκαετίας του ’50, έμπαινε στη νέα εποχή, που η ανθρωπότητα έμπαινε στην νέα εποχή της. Το Μαυρομμάτι όμως καλά κρατούσε. Η Ελλάδα καλά κρατούσε.
     Λες γι’ αυτό να τα ονόμασαν «πέτρινα» χρόνια; Φαίνεται πως το πετροβολητό θα ήταν του συρμού και αλλού τότε.
     Πάντως στο Μαυρομμάτι, και σ’ όλα τα αρβανιτοχώρια της Βοιωτίας, ήταν συνηθισμένο φαινόμενο. Έτσι κι αλλιώς οι πέτρες ήταν μπόλικες. Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι πέτρες, οι φράκτες που χώριζαν τις αυλές ήταν χτισμένοι με πέτρες.
     Η τελευταία άσφαλτος βρισκόταν 6-7 χιλιόμετρα μακριά, εκεί, κάτω στον κάμπο της Θήβας. Μπορούσες να την δεις από ψηλά, λίγο να έκανες προς τα εκεί, στη βορινή άκρη του χωριού. Αντίκριζες προς τα ανατολικά τον κάμπο της Θήβας και λίγο αριστερότερα τον κάμπο της Κωπαΐδας. Παρ’ όλο που είχε πρόσφατα αποξηρανθεί, ψηλά από το χωριό φάνταζε ακόμη σαν λίμνη. Μια λίμνη που η μια της άκρη χανόταν στο βάθος του ορίζοντα και η άλλη ακουμπούσε στα πόδια ενός γυμνού βουνού, της Σφίγγας. Αργότερα έμαθα πως ήταν το βουνό του Οιδίποδα. Εκεί που ο μυθικός ήρωας σκότωσε το ανθρωπόμορφο τέρας, που ρωτούσε τους περαστικούς τι είν’ αυτό που περπατά πρώτα στα τέσσερα, μετά στα δύο και μετά στα τρία.
     Ένας τόπος γεμάτος με ιστορία. Γεμάτος με μύθους που χάνονται πίσω στο βάθος της ανθρώπινης ιστορίας. Προς τα νοτιοδυτικά το χωριό ακουμπάει στους πρόποδες του Ελικώνα, του βουνού που ζούσαν οι Νύμφες. Και πιο πέρα φαίνεται ο χωματόδρομος που συνδέει το χωριό προς τα νότια με το Ρημόκαστρο, τις αρχαίες Θεσπιές. Και καθώς συνεχίζει συναντάει τον Καραντά, τη Δομβραίνα, τα Χόστια. Χωριά που λίγα χρόνια πριν είδαν μάχες ανάμεσα στους αντάρτες του ΕΛΑΣ και τους Γερμανούς, τους αντάρτες και τους Χίτες. Το χώμα των νεκροταφείων τους ήταν φρεσκοσκαμμένο μετά τον εμφύλιο σπαραγμό. Τα σπίτια μετράνε λιγοστούς άντρες. Άλλοι νεκροί, άλλοι στην εσωτερική εξορία και άλλοι στην άλλη την εξορία... Σαν τον Κολιγιάννη. Και σαν το θείο τον Θοδωρή, τον αδερφό του μακαρίτη του πατέρα. Όλοι στο χωριό ψιθυρίζουν πως είναι κι αυτός εκεί με τους «άλλους», στο «παραπέτασμα».
     Αυτός ο «κιαρατάς» ο αδερφός μου τα έφταιγε όλα. Γιατί μοιάζει τόσο του πατέρα. Έτσι δεν έλεγαν όλοι;
     – Φτυστός, Μαρία μου, ο συχωρεμένος ο Βασίλης!
     Γι’ αυτό μας γνώρισε η Μούργαινα. Όπως μας γνώριζαν και όλοι οι άλλοι.
     – Τα παιδιά του Βασίλη του Χαϊδίτσα.
     Επίθετα είχαμε μόνο όταν πηγαίναμε στο σχολείο. Τον άλλο καιρό γνωριζόμασταν με τα «χαϊδευτικά» μας. Του Τούμση, του Βαρελά, του Πλατσοβίτση, του Γανωτή, του Ρουμπίτση....
     – «Η Μαρίκα του Ρουμπίτση
     πού της τάνοιξαν το πίτσι».
     Κάτι είχε ακουσθεί για τους Γερμανούς. Με τη θέλησή της... τη βίασαν. Δεν ξέρω ακριβώς. Το δίστιχο όμως έμεινε. Μισά ελληνικά, μισά αρβανίτικα. Όπως όλα τότε στο χωριό. Μισά και μισά. Εκτός από το σχολείο. Εκεί τα ξεχνούσαμε τα αρβανίτικα ως διά μαγείας. Αλίμονο σ’ εκείνον που θα του ξέφευγε κάτι στ’ αρβανίτικα. Ο δάσκαλος, ο Κιώρης, δε χάριζε κάστανα άμα άκουγε αρβανίτικη λέξη. Η βίτσα του, από κλαρί ελιάς, σου άφηνε σημάδια. Τι Κιώρης δηλαδή, που έβλεπε σαν το διάολο. Ήταν όμως ο μοναδικός στο χωριό που φορούσε γυαλιά. Γι’ αυτό και στα μάτια των χωριανών φάνταζε αόμματος, Κιώρης. Τα τούρκικα που μιλούσαμε στο σπίτι με βοηθούσαν να καταλάβω πως κιώρ είναι ο τυφλός. Αυτό όμως είναι μια άλλη ιστορία.
     Τα αρβανίτικα ήταν η μητρική γλώσσα όλων των συγχωριανών. Υπήρχαν τρεις κατηγορίες ανθρώπων: οι γεροντότεροι μιλούσαν μόνο αρβανίτικα, αλλά καταλάβαιναν και λίγα ελληνικά. Οι μεσαίες ηλικίες μιλούσαν και τις δύο γλώσσες ενώ εμείς τα παιδιά μιλούσαμε ελληνικά, αλλά στο σπίτι ή μεταξύ μας, όταν θέλαμε να δείξουμε τη μαγκιά μας, μιλούσαμε αρβανίτικα.
     Για πολλά χρόνια είχα την απορία τι στο καλό σήμαινε αυτό. Το τελευταίο πράγμα που θα μπορούσα να δεχθώ και για τον εαυτό μου και για τους άλλους ήταν πως δεν είμαστε Έλληνες. Ήμασταν όλοι φανατικά πατριώτες. Ήξερα ότι και ο πατέρας και ο θείος ο Θοδωρής πολέμησαν από τους πρώτους στην Αλβανία μαζί με πολλούς άλλους συγχωριανούς και συντοπίτες. Αγαπούσαμε όλοι την πατρίδα και μαθαίναμε με περηφάνια τα ποιήματα στο σχολείο:
     «Της πατρίδας μου η σημαία έχει χρώμα γαλανό,
     και στη μέση χαραγμένο έναν κάτασπρο σταυρό».
     Αργότερα διάβασα ότι και ο Καραϊσκάκης, ο Μπότσαρης, η Μπουμπουλίνα και ο Μακρυγιάννης ήταν όλοι Αρβανίτες. Ενώ σε πολλά μέρη της Ελλάδας, το διάγγελμα της Επανάστασης του ’21 διαβάστηκε στα αρβανίτικα, γιατί αυτά καταλάβαιναν πολλοί από τους κατοίκους της παλιάς Ελλάδας. Και βέβαια δεν είχαν μάθει αρβανίτικα με μέθοδο άνευ διδασκάλου, επειδή δεν είχαν τίποτε καλύτερο να κάνουν. Απλούστατα, στα χρόνια που ακολούθησαν τη φράγκικη κατοχή, μεγάλα κομμάτια της χώρας είχαν ερημώσει από τους πολέμους και τις αρρώστιες. Έτσι, χριστιανικά αλβανικά φύλα μετακινήθηκαν σιγά σιγά προς τα κάτω, εγκαταστάθηκαν σε διάφορα σημεία και αναμείχθηκαν με τους ντόπιους, δημιουργώντας έτσι μια νέα φυλή Νεοελλήνων με ελληνική εθνική συνείδηση, η οποία πήρε πιο συγκεκριμένη μορφή στους αγώνες ενάντια στους Τούρκους.
     Το αξιοσημείωτο, πάντως είναι ότι η αρβανίτικη γλώσσα κρατήθηκε ζωντανή στο χωριό, όπως και αλλού, για πάνω από πέντε αιώνες και εξαφανίσθηκε σχεδόν τελείως στις τρεις δεκαετίες που ακολούθησαν τα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια.
     – Αυτός ο Πέτρος τα έφταιγε όλα. Εφόσον του είπα να μην περάσουμε από τους Μουργαίους. Αφού η γριά βλέπει και στο σκοτάδι... Και τώρα την έφαγε στο κεφάλι. Καλά να πάθει!
     Άντε τώρα να γλιτώσεις από τη μάνα και τη γριά. Η μία θα κρατάει και η άλλη θα δέρνει με τη σκούπα. Μας έχουν πει χίλιες φορές να γυρνάμε στο σπίτι μόλις πέσει ο ήλιος. Ευτυχώς, τις πολλές τις έφαγε αυτός. Πάντα αυτός την τραβάει την μπόρα!
     – Μαμά, τι σημαίνει κομουνιστής;
     – Πού την άκουσες αυτή τη λέξη;
     – Έτσι μας φώναζε η Μούργαινα.
     – Κοιμήσου τώρα, έχω δουλειά.
     Πάντα έχει δουλειά. Έχει αναμμένη τη λάμπα, κάθεται στο ντιβάνι σκεπασμένη και κεντάει. Με τις ώρες. Τη βλέπω από τα στρωσίδια για λίγο, μέχρι να με πάρει ο ύπνος. Τα χέρια της πηγαίνουν μηχανή. Σεντόνια, πετσέτες, τραπεζομάντιλα. Η προίκα στους Αρβανίτες είναι ιερή. Κι αυτή η χήρα, η Αρμένισσα από την Κοκκινιά, είναι δώρο εξ ουρανού.
     Το κέντημα ήταν κάτι σχεδόν άγνωστο σ’ αυτά τα κακοτράχαλα μέρη, σε αντίθεση με τον αργαλειό και τα υφαντά που ήταν πάντα μέρος της καθημερινής ζωής και κουλτούρας σε ένα τυπικό αρβανίτικο σπίτι. Ο αργαλειός λειτουργούσε σαν παραγωγός τέχνης (μια και υφαίνονταν σ’ αυτόν σπουδαία κομμάτια για την καθημερινή ζωή, όπως βελέντζες και κουβέρτες), αλλά και σαν καταβόθρα για όλα τα άχρηστα πανιά και ρούχα: με τη βοήθειά του, ό,τι άχρηστο υπήρχε, κοβόταν σχολαστικά σε λουρίδες και μετατρεπόταν σε κουρελού.
     Οι χωριάτισσες ήταν επίσης πολύ ικανές στο πλέξιμο. Σχεδόν όλες οι γυναίκες που θυμάμαι από τα παιδικά μου χρόνια κουβαλούσαν μαζί τους πάντα μια ρόκα με μαλλί ή τις βελόνες με το πλεκτό τους. Κυρίως οι γριές, οι πλιάκες. Όλες μαυροφορεμένες, όλες ρυτιδιασμένες και με μια ρόκα ή δυο βελόνες πλεξίματος στο χέρι.
     Το λεπτό κέντημα όμως πάνω στο λινό ήταν κάτι σπάνιο και γι’ αυτό πολύτιμο για τα μέρη αυτά. Η συσκευή που χρησιμοποιούσε η μάνα μου ήταν το άκρον άωτο της απλότητας: όλο κι όλο δύο στρόγγυλα στεφάνια από ξύλο, που εφάρμοζαν το ένα μέσα στο άλλο και ένα μικρό βελονάκι με γλωσσίδι στην άκρη. Από ’κεί και πέρα η τέχνη των χεριών και η ταχύτητα. Ατέλειωτες ώρες σκυμμένη εκεί πάνω και το χέρι να πηγαίνει μηχανή. Και το άγχος μη λερώσεις το άσπρο λινό γιατί το πλύσιμο ήταν δύσκολο· έφευγε η κόλλα. Και να μην παγώσουν τα χέρια μέσα στην κρύα κάμαρη. Το τζάκι δεν μπορούσε να καίει όλο το βράδυ. Πιο εύκολη ήταν η γκαζιέρα. Την άναβε, την είχε δίπλα και όταν κρύωναν τα χέρια τα ζέσταινε για λίγο. Και πάλι το βελόνι, και πάλι λίγο ζέσταμα... Η νύχτα προχωρούσε. Και όταν έφθανε το πρώτο φως της μέρας πρωτοαντίκριζε μικρά καλλιτεχνήματα σε άσπρο φόντο.
     Η μάνα μου δεν πληρωνόταν σχεδόν ποτέ σε χρήμα για τη δουλειά της. Αντί για λεφτά έπαιρνε πράγματα και τρόφιμα. Ένα σακί αλεύρι ή πέντε κότες ή ένα ντενεκέ λάδι. Ή δύο αυγά για κάθε πόντο. Ξέχασα να σας πω ότι μαντάριζε και κάλτσες νάιλον. Γιατί τότε οι νάιλον κάλτσες ήταν σπάνιο είδος και φυσικά αναντικατάστατο. Όταν έφευγε ένας πόντος έπρεπε να διορθωθεί. Πολλά χρόνια αργότερα ανακαλύφθηκαν τα ηλεκτρικά βελονάκια. Μα στο χωριό τότε ακόμα δεν υπήρχε ούτε καν ηλεκτρικό ρεύμα. Όλα έπρεπε να γίνουν στο χέρι. Έβαζε, λοιπόν, η μάνα μου ένα φλιτζάνι του καφέ μέσα στην κάλτσα και έφερνε τον πόντο στο χείλος του φλιτζανιού. Και μετά άρχιζε το μαντάρισμα. Όσο προχωρούσε το βελονάκι προχωρούσε και το φλιτζάνι μέσα στην κάλτσα. Ώρες ατέλειωτες, βασανιστικές...
     Αλλά εμάς δε μας έλειπε ποτέ το καλό φαγητό. Υπήρχαν πάντα στο σπίτι αυγά, μέλι, κοτόπουλο, λάδι, ελιές, τυρί... Και όταν το Σάββατο έσφαζαν οι χασάπηδες κανένα γουρούνι ή κανένα πρόβατο είχαμε και πατσά. Γιατί τους έλεγε η γιαγιά μου και της κρατούσαν τα ποδαράκια και δεν τα πέταγαν στα σκυλιά.
     Δεν μας έλειπε ούτε το καλό το ντύσιμο. Γιατί σχεδόν κάθε μήνα ερχόταν το δέμα από την Αμερική.
     Ωραία ιστορία κι αυτή...
     Όλα ξεκίνησαν από μια φωτογραφία. Βρήκε η μάνα σε κάτι χαρτιά του μακαρίτη του πατέρα μια φωτογραφία που είχε μια αφιέρωση από πίσω και μια διεύθυνση στα εγγλέζικα:
     «Στον αγαπημένο μου ανεψιό, ο θείος σου Νικ Άθανς»...
     Πήρε τη φωτογραφία και πήγε στη Θήβα. Εκεί κοντά στο ταχυδρομείο που είχαν το τραπεζάκι τους οι γραμματικοί. Τους υπαγόρευες ό,τι ήθελες κι αυτοί το έγραφαν. Και τους υπαγόρεψε:
     Αγαπητέ θείε:
     «Είμαι η χήρα του ανεψιού σου του Βασίλη». (Φυσικά του αποσιώπησε το γεγονός ότι ο αγαπημένος του ανεψιός πέθανε σαν κομουνιστής ή επειδή ήταν τέτοιος). «Δεν ξέρω αν έχεις μάθει πως ο άντρας μου πέθανε και με άφησε χήρα με δύο ορφανά και τα βγάζω πέρα δύσκολα. Είμαι μόνη και δεν έχω βοήθεια από πουθενά. Πήρα το θάρρος να σου γράψω γιατί και συ ξέρεις τι θα πει ανέχεια γιατί η ανέχεια σε έφερε στην ξενιτιά...»
     Η απάντηση έφτασε αρκετά σύντομα σε διεύθυνση ενός φιλικού σπιτιού στη Θήβα και συνοδευόταν από ένα δέμα.
     «Αγαπητή ανεψιά, συγκινήθηκα από το γράμμα σου... Από εδώ και πέρα θα σε βοηθήσω όσο μπορώ για να ανακουφίσω τον πόνο σου...»
     Και έτσι ο θείος από την Αμερική αποδείχθηκε σωτήριος. Κάθε τόσο ερχόταν ένα δέμα με ρούχα και σοκολάτες που για μας ήταν δώρο εξ ουρανού. Αυτό που, βέβαια, δεν διαλευκάνθηκε ποτέ στο μυαλό των χωριανών ήταν πού τα βρίσκει τόσο ωραία ρούχα η χήρα και ντύνει τα παιδιά της έτσι...
     Το μυστήριο κράτησε πολλά χρόνια. Η ουσία όμως είναι ότι εγώ στα πέντε μου χρόνια φορούσα τζιν όταν ακόμα και οι πλούσιοι εκείνη την εποχή δεν το είχαν φορέσει ποτέ στα παιδιά τους. Ακόμα και μπουφάν αλά Τζέημς Ντην. Σε μια εποχή που το ντύσιμο όπως και το φαγητό κόστιζαν. Κυρίως τα παπούτσια. Στα πιο πολλά ελληνικά χωριά οι άνθρωποι φορούσαν τσαρούχια από λάστιχα αυτοκινήτων. Κι αυτά σπάνιζαν, αφού και τα αυτοκίνητα ήταν σπάνια.
     Θυμάμαι το ντύσιμο των ανθρώπων στο χωριό να είναι σχεδόν ομοιόμορφο. Κυρίως, στις γυναίκες. Οι περισσότερες από τα τριάντα και πάνω ήταν μόνιμα μαυροφορεμένες. Και η αιτία ήταν πολύ απλή: αν πέθαινε συγγενής πρώτου βαθμού έπρεπε να τον πενθήσουν φορώντας μαύρα γύρω στα δύο με τρία χρόνια. Αν ήταν πιο μακρινός, γύρω στους έξι μήνες. Φυσικά, οι περισσότερες δεν προλάβαιναν να βγάλουν τα μαύρα, μια και προτού να τελειώσει το ένα πένθος, άρχιζε το άλλο.


από την εφημερίδα: Χανιώτικα Νέα/haniotika-nea.gr. 28 Οκτωβρίου (από το βιβλίο: Κυριάκος Αθανασίου, Υιός συμμορίτου, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες ΙΙ, Βιβλιόραμα, 2003)

Πέμπτη 8 Ιουνίου 2023

ΑΜΝΗΣΙΑ Μιχάλης Γκανάς

 Surrealism & Politics – ARTnews.com

 ΑΜΝΗΣΙΑ Μιχάλης Γκανάς

Η κάθε μέρα σαν τη γομολάστιχα
σβήνει την προηγούμενη και πάει.
Άλλοτε σβήνει την επόμενη,
καμιά φορά ολόκληρη βδομάδα.
 
Βροχές θυμάμαι και πουλιά
και ιστορίες που δεν έζησα ποτέ μου.
 
Τις νύχτες γράφεται το μέλλον μου,
τα φοβερά καθέκαστα της επομένης,
και πρέπει να ξυπνάω στις εφτά,
με την ψυχή στα δόντια να γυρίζω,
για να προλάβω τις παραγγελίες.
 
Χιόνια θυμάμαι και βουνά
και εξορίες που δεν έζησα ποτέ μου.
 
Λησμόνησα τους ίδιους τους γονείς μου,
πώς ήτανε και ποιοι και πόσοι.
Κοιτάζω γράμματα, φωτογραφίες,
δεν ξεχωρίζω ζωντανούς και πεθαμένους.
Γριές και γέροι και παιδιά,
μεσήλικες θλιμμένοι.
 
Μάτια θυμάμαι και φωνές,
πρόσωπα που δε γνώρισα ποτέ μου.

Τετάρτη 7 Ιουνίου 2023

Σώπα, μη μιλάς -Αζίζ Νεσίν

 

 Freedom from Oppression! Paintings by James Barnes - Artist.com

Σώπα, μη μιλάς, είναι ντροπή
κόψ’ τη φωνή σου, σώπασε
κι επιτέλους
αν ο λόγος είναι άργυρος
η σιωπή είναι χρυσός.

Τα πρώτα λόγια, οι πρώτες λέξεις
που άκουσα από παιδί
έκλαιγα, γέλαγα, έπαιζα
μού ‘λεγαν: «σώπα».
Στο σχολείο μού ‘κρυψαν την αλήθεια τη μισή
και μού ‘λεγαν: «εσένα τι σε νοιάζει; σώπα!»
Με φιλούσε το πρώτο αγόρι
που ερωτεύτηκα και μού ‘λεγε:
«κοίτα, μην πεις τίποτα, και…σώπα!»
Κόψ’ τη φωνή σου, μη μιλάς, σώπαινε.
Κι αυτό βάστηξε μέχρι τα είκοσί μου χρόνια.
Ο λόγος του μεγάλου, η σιωπή του μικρού.

Έβλεπα αίματα στα πεζοδρόμια
«τι σε νοιάζει, μού ‘λεγαν,
θα βρεις το μπελά σου – τσιμουδιά, σώπα».
Αργότερα φώναζαν οι προϊστάμενοι:
«μη χώνεις τη μύτη σου παντού,
κάνε πως δεν καταλαβαίνεις, και σώπα».

Παντρεύτηκα κι έκανα παιδιά και τα ‘μαθα να σωπαίνουν.
Ο άντρας μου ήταν τίμιος κι εργατικός
κι ήξερε να σωπαίνει.
Είχε μάνα συνετή που του έλεγε «σώπα».
Στα χρόνια τα δίσεχτα οι γείτονες με συμβούλευαν:
«μην ανακατεύεσαι, πες πως δεν είδες τίποτα και σώπα».
Μπορεί να μην είχαμε με δαύτους γνωριμία ζηλευτή
μας ένωνε όμως το «σώπα».

Σώπα ο ένας, σώπα ο άλλος, σώπα οι επάνω, σώπα οι κάτω,
σώπα όλη η πολυκατοικία και όλο το τετράγωνο.
Σώπα οι δρόμοι οι κάθετοι κι οι δρόμοι οι παράλληλοι.
Κατάπιαμε τη γλώσσα μας.
Στόμα έχουμε και μιλιά δεν έχουμε.
Φτιάξαμε το σύλλογο του «σώπα»,
και μαζευτήκαμε πολλοί,
μια πολιτεία ολόκληρη, μια δύναμη μεγάλη
αλλά μουγκή!
Πετύχαμε πολλά και φτάσαμε ψηλά, μας δώσανε παράσημα
κι όλα πολύ εύκολα, μόνο με το «σώπα».
Μεγάλη τέχνη αυτή, το «σώπα».
Μάθε το στα παιδιά σου, στη γυναίκα σου, στην πεθερά σου
κι αν νιώθεις την ανάγκη να μιλήσεις, ξερίζωσε τη γλώσσα σου
και κάν’ την να σωπάσει.
Κόψ’την σύρριζα.
Πέταχ ‘την στα σκυλιά.
Το μόνο άχρηστο όργανο απ’ τη στιγμή
που δεν το μεταχειρίζεσαι σωστά.
Δεν θα ‘χεις έτσι εφιάλτες, τύψεις κι αμφιβολίες.
Δεν θα ντρέπεσαι τα παιδιά σου
και θα γλιτώσεις απ’ το βραχνά
να μιλάς χωρίς να μιλάς
να λες «έχετε δίκιο, είμαι με ‘σας».

Αχ, πόσο θα ‘θελα να μιλήσω ο κερατάς
και δεν θα μιλάς,
θα γίνεις φαφλατάς,
θα σαλιαρίζεις αντί να μιλάς.
Κόψε τη γλώσσα σου, κόψ’ την αμέσως.
Δεν έχεις περιθώρια. Γίνε μουγκός.
Αφού δε θα μιλήσεις, καλύτερα να το τολμήσεις
κόψε τη γλώσσα σου.

Για να ‘σαι τουλάχιστον σωστός
στα σχέδια και τα όνειρά μου
ανάμεσα σε λυγμούς και παροξυσμούς
κρατώ τη γλώσσα μου
γιατί νομίζω πως θα ‘ρθει η στιγμή
που δε θ’ αντέξω
και θα ξεσπάσω και δε θα φοβηθώ και θα ελπίζω
και κάθε στιγμή το λαρύγγι μου θα γεμίζω μ’ έναν φθόγγο
μ’ έναν ψίθυρο μ’ ένα τραύλισμα με μια κραυγή

που θα μου λέει: ΜΙΛΑ !

Δευτέρα 5 Ιουνίου 2023

Το ψαράκι της γυάλας -Μάριος Χάκκας

 

 Όχι άλλο αυτομαστίγωμα που "οι Έλληνες δεν αντιστάθηκαν στη Χούντα"

Το ψαράκι της γυάλας -Μάριος Χάκκας

 

Ο άνθρωπος, με τη φραντζόλα υπομάλης, είναι ο ίδιος που πριν δυο χρόνια περίπου κρατούσε καρπούζι. Τότε ήταν Ιούλιος και φυσικά υπήρχαν καρπούζια, ενώ τώρα Απρίλης και πήρε φρατζόλα. Βέβαια και καρπούζια να υπήρχανε, πράγμα αφύσικο για μήνα Απρίλη, αυτός πάλι για φρατζόλα στο φούρνο θα πήγαινε, όπως άλλωστε όλος ο κόσμος.

Μέσα στο γενικό πανικό, πέσαν όλοι στα τρόφιμα. Περίμενε κι αυτός κάπου μισή ώρα σειρά και στο τέλος βρέθηκε με μια ζεματιστή φρατζόλα στο χέρι. Άλλοι παίρνανε τρεις και τέσσερες, αυτός μόνο μία. Για τη δουλειά που την ήθελε και μία αρκούσε. Την έβαλε κάτω από τη μασχάλη και πήρε τους δρόμους.

Το σωστό είναι όταν κάποιος κρατάει μία φρατζόλα, να πηγαίνει στο σπίτι του. Όμως ο δικός μας δεν μπορούσε να πάει. Στη συνοικία που έμενε, από τα χαράματα είχαν αρχίσει συλλήψεις και μόλις πρόλαβε να ντυθεί βιαστικά, πετάχτηκε έξω και ξεμάκρυνε γρήγορα, αναζητώντας το πιο κατάλληλο αντικείμενο για καμουφλάζ στις κινήσεις του.

Σ' όλους τους ανθρώπους, ακόμα και στους πρωτόγονους, είναι γνωστή η αξία χρήσης των αντικειμένων. Στις προηγμένες εμπορευματικές κοινωνίες τα πράγματα φυσικά έχουν και μια άλλη αξία, την ανταλλακτική, όπως συνήθως τη λένε. Στην Ελλάδα εκτός απ' αυτές τις δύο γνωστές και πολυσυζητημένες αξίες έχει ανακαλυφθεί και μια τρίτη: Η παραλλακτική, που παίζει σημαντικό ρόλο στις έκτακτες περιστάσεις που ζει τόσο συχνά αυτός ο τόπος. Είναι δε η παραλλακτική αξία ενός πράγματος απευθείας ανάλογη της εφευρετικότητας του παραλλάκτη και της αντίληψης του αστυνομικού οργάνου που επιχειρεί να παραπλανήσει. Δηλαδή, όσο πιο ατσίδας είναι ο αστυνομικός, τόσο πιο πειστικό πρέπει να είναι το αντικείμενο που κρατάει ο παραλλάκτης στα χέρια του, για να λειτουργήσει ο νόμος της παραλλαγής.

Στα Ιουλιανά, πηγαίνοντας ο άνθρωπός μας στις συγκεντρώσεις είναι αλήθεια, πάντα στα άκρα, κρατούσε κι ένα καρπούζι. (Αξία παραλλαγής). Αν γινόταν καμιά φασαρία, γλιστρούσε, δείχνοντας στους αστυνομικούς το καρπούζι: «Είμαι ένας φιλήσυχος άνθρωπος και πάω στο σπίτι μου».

Πραγματικά, πήγαινε σπίτι, φορούσε πιζάμες, παντόφλες, κι εκεί στη βεράντα, έκοβε το καρπούζι και το 'τρωγε, (αξία χρήσης πια τώρα), μέχρι που έκανε τις φλούδες του πάπυρο. Αυτό ήταν και το βραδινό του. Τα τελευταία χρόνια, σαβουρώνοντας ό,τι του λάχαινε, είχε παραβαρύνει από σάλτσες κι αποφάσισε να κάνει δίαιτα. Όμως η κοιλιά κρέμονταν πάντα εκεί μπροστά του μακρουλό καρπούζι, κι όσο κι αν έλεγε ν' αρχίσει την επομένη ασκήσεις, αυτές ποτέ δεν γινόντανε. Βαριόντανε. Βαριόντανε ν' ασχοληθεί ακόμα και με τα φερ-φορζέ, στολίδι της βεράντας του, γιατί το θέλανε πια ένα πέρασμα λευκή λαδομπογιά. Ήταν και το χρυσόψαρο στη γυάλα, και κάθε τόσο έπρεπε ν' αλλάξει το νερό, μια ασχολία κι αυτή που του φαίνονταν βαρετή.

Τα τελευταία χρόνια είχε κι αυτός την Καπούη του: Ένα σπιτάκι με βεράντα που έβλεπε προς το βουνό. Αφού έζησε τη μισή ζωή του σε θαλάμους φυλακής και σε τσαντήρια εξορίας, μετά από τόσες στερήσεις, όταν κάποτε βρέθηκε ελεύθερος, μπλέχτηκε με κάτι οικόπεδα, κέρδισε ξαφνικά μερικά λεφτουδάκια κι αγόρασε αυτό το σπιτάκι όπου και ζούσε μονάχος.

Για παντρειά δεν αποφάσιζε. «Δεν ξέρεις τι γίνεται πάλι», έλεγε κάθε φορά που του φέρναν εκεί την κουβέντα. «Ο γάμος σε δένει με τούτον τον κόσμο, ευθύνες, παιδιά. Εγώ έχω ένα παρελθόν κι ένα αβέβαιο μέλλον».

Κι όμως, έστω χωρίς γάμο μα με μόνο το σπίτι, δημιουργούσε γερό δέσιμο με τούτον τον κόσμο κι αγεφύρωτο χάσμα με το παρελθόν. Γιατί δεν ήταν μόνο οι τέσσερεις τοίχοι στολισμένοι με κάδρα, παράθυρα δίχως κάγκελα και μια πόρτα που την άνοιγε όποτε ήθελε, δεν ήτανε φυσικά αιτίες να ξεκόψει από την παλιά του ζωή μόνον αυτά. Ήταν κι ένα σαλονάκι δανέζικο. Ήταν κι ένα κρεβάτι μ' αναπαυτικό στρωματέξ. Σόμπα στα χειμωνιάτικα βράδια, ψυγείο για τα καυτά καλοκαίρια, παγάκια, και μια σειρά άλλα ψιλοπράγματα εκ πρώτης όψεως που δεν είχε συναντήσει στους ηρωικούς αλλά τόσο σκληρούς χώρους της νιότης του.

Είναι αλήθεια, καλά καλά δεν είχε ξεκόψει με το παρελθόν. Όσο μπορούσε συνέχιζε, πηγαίνοντας στις συγκεντρώσεις, παραγγελτικά φυσικά, δίνοντας τακτικά τη συνδρομή του κι ακούγοντας στο πικάπ δίσκους που αποκλειστικά αναφέρονταν σε κείνα τα δύσκολα χρόνια.

Ήταν ωραία ν' ακούς στους δίσκους για καημούς και στερήσεις, για μια υπεράνθρωπη προσπάθεια, άσχετα αν δεν κατάληξε κάπου, για μια στάση ηρωική που μετείχε κι ο ίδιος. Ήταν πολύ ωραία να κάθεσαι στη σαιζ λογκ και ν' αναπολείς ακόμη και τους περασμένους πόνους σου, απαλότεροι τώρα, τυλιγμένοι στο μύθο, σα να μη συνέβηκαν σε σένα τον ίδιο. «Ε, πάει περάσανε όλα. Δύσκολα χρόνια, αλλά είχε μια ομορφιά αυτή η ιστορία». Ήταν καλά μέσα στο σπίτι του με τις αναμνήσεις και το πικάπ· ήταν πολύ καλά έτσι που ζούσε, τι αρχίσανε πάλι να πάρει ο διάβολος, τι φταίει να παίρνει πάλι μπάλα τους δρόμους;

Ήταν μια χαρά βολεμένος και τώρα το κυνηγητό και πού να πάει; Ποια δύσπιστη πόρτα να χτυπήσει, που όλοι, συγγενείς, γνωστοί, φίλοι, θα είχανε την ίδια αιτία; Πολλοί απ' αυτούς τώρα θα 'ταν κιόλας πιασμένοι κι άλλοι ίσως τριγυρίζουν όπως κι ο ίδιος με μια φρατζόλα στο χέρι.

Έκανε ένα μεγάλο κύκλο μακριά απ' το κέντρο. Πέρασε Βύρωνα, Δάφνη κι έπεσε στην Καλλιθέα. Ήταν μια καλή άσκηση. Είχε καιρό να περπατήσει τόσο πολύ. Κι ήταν ένα φωτεινό πρωινό, λες επί τούτου φτιαγμένο για ένα μεγάλο περίπατο. Ασυναίσθητα άρχισε να τσιμπάει τη γωνιά της φρατζόλας, ενώ ταυτόχρονα του 'ρθανε αισιόδοξες, σκέψεις: «Μπα, δεν κρατάει για πολύ αυτή η κατάσταση. Όπου να 'ναι θα πέσουν».

Τώρα όποιος θα 'θελε να ψιλοκοσκινίσει αυτό το απόφθεγμα θα παρατηρούσε ότι η αοριστία της πρώτης πρότασης συνεχίζεται μέσα στη δεύτερη κι αυτό οφείλεται στη χρησιμοποίηση τρίτου προσώπου. Βέβαια, η χρήση πρώτου προσώπου και μάλιστα ενικού αριθμού στη συγκεκριμένη περίπτωση, θέλει καρδιά και προσωπική προπαρασκευή για τέτοιο ενδεχόμενο.

«Πώς θα πέσουν;» άκουσε μια φωνή μέσα του, «όπως τα ώριμα φρούτα από μόνα τους ή τινάζοντας το δέντρο γερά;». «Θα τους ρίξει ο λαός», διόρθωσε πικραμένος λιγάκι, γιατί ήτανε δεδομένο ότι θεωρούσε τον εαυτόν του ένα μ' αυτό το λαό κι επομένως δεν έβγαζε την ουρά του απ' έξω. Ναι, αλλά τότε, έπρεπε να κινηθεί προς το κέντρο εκεί που μπορούσε να διαδραματιστούν γεγονότα, να συμμετάσχει σ' αυτά ή μήπως πίστευε στη θεωρία της πρωτοπορίας (τα στελέχη χρειάζονται) κι έπρεπε να φυλαχτεί;

«Δεν μπορώ» σκέφτηκε, «προς το κέντρο δεν πάνε τα πόδια μου. Όσο κι αν το βλέπω σωστό, μου είναι αδύνατο. Ας ενεργήσουν οι άλλοι, ας κατεβούνε στο κέντρο οι νέοι».

Είχε φτάσει σε μια περιοχή που κατοικούσε μια μακρινή εξαδέλφη του.

Δίστασε να πάει προς το σπίτι της. Όμως το στόμα του ήταν πικρό απ' τα τσιγάρα και του χρειαζόντανε ένας καφές. Τελικά τ' αποφάσισε.

— Τι γίνεται; ρωτούσε της ξαδέρφης ο άντρας, γερό παλικάρι και γερό μεροκάματο.

— Τι γίνεται; ρώτησε κι ο ίδιος μην ξέροντας τι ν' απαντήσει.

— Θα 'χει την Κυριακή ποδόσφαιρο άραγε;

— Πού να ξέρω; είπε εκείνος που έρχονταν απ' έξω.

— Τι μας βρήκε! Τι μας βρήκε! έκανε απελπισμένος ο άλλος κι έπιασε το μέτωπό του. Έχεις και το ραδιόφωνο, μόνο εμβατήρια παίζει. Για τα γήπεδα τίποτε.

Ο δικός μας ρούφηξε καυτό τον καφέ του, προσπαθώντας να γλιτώσει το γρηγορότερο από της εξαδέλφης τον άντρα κι από τα άσματα του ραδιοφώνου, και πετάχτηκε πάλι στο δρόμο, αυτή τη φορά μ' ένα νευρικό, σβέλτο βήμα. Πρώτη φορά περπατούσε μ' αυτό τον τρόπο κι απορούσε κι ο ίδιος όταν τσάκωσε τον εαυτό του να δουλεύει μέσα του το εμβατήριο, θα μπορούσε να πει πως το σιγομουρμούριζε κιόλας;

Το πυροβολικό, το πυροβολικό,
το πυροβολικό, πολύ το αγαπώ.

Παρατήρησε ότι κι ένας άλλος άνθρωπος που βάδιζε μπρος του πήγαινε με τον ίδιο ρυθμό, τον ίδιο βηματισμό, λες και μικροσκοπικά μεγάφωνα κολλημένα εκεί δίπλα στ' αυτιά του μετέδιδαν το γνωστό εμβατήριο. Ήταν φορτωμένος μια τσάντα φίσκα με τρόφιμα κι αυτό κάθε φορά τον έκανε να χάνει το βήμα του. Όμως αμέσως ένα πηδηματάκι κουτσό, και το έβρισκε. Τον πήρε από πίσω. Δύο τετράγωνα παραπέρα τον ρούφηξε μια πόρτα. Αυτόν θα τον περίμενε ίσως μια γυναίκα με τα νυχτικά, ο απέναντι γείτονας για κανένα ουζάκι, ο μπατζανάκης μ' έτοιμο στρωμένο το τάβλι. Τίποτε δεν άλλαξε γι' αυτόν. Μόνο ένα κουτσό βηματάκι κι αμέσως ήτανε με το ρυθμό της ημέρας κι αυτό του επέτρεπε να κοιμάται στο σπίτι του.

Γιατί λοιπόν να μην κάνει κι ο ίδιος αυτή τη μικρή προσαρμογή, πάντα θα περπατούσε παράταιρα; Ένα τίποτε είναι η αποδοχή της κατάστασης κι έπειτα γυρίζεις στο σπίτι σου. Βέβαια μπορεί εκεί να μην τον περίμενε μια γυναίκα με το νυχτικό, ένας μπατζανάκης, οι γείτονες να κάνουν παρέα, όμως είχε εκείνο το ψαράκι στη γυάλα, και ποιος θα του αλλάζει το νερό; Είναι μια ζωούλα κι αυτό, έχει ευθύνη. Το φαντάζονταν να κόβει βόλτες στο στενό χώρο της γυάλας. Έκανε όλο χάρη κινήσεις, δείχνοντας τη χρυσή του κοιλιά, πότε τα πλαϊνά του πτερύγια. Το στόμα του ανοιγόκλεινε ρυθμικά. Και ξαφνικά η αναπνοή του γινόντανε γρήγορη, ασφυκτιούσε. Τώρα σπαρτάραγε, πνίγονταν, έπεφτε μολύβι το σώμα του στον πάτο της γυάλας.

Έβγαλε το μαντίλι απ' την κωλότσεπη και σφούγγισε το ιδρωμένο του μέτωπο. «Δε γίνεται» σκέφτηκε, «πρέπει να πάω». Έπρεπε να νοιαστεί το ψαράκι. Το μόνο που μπορούσε να κάνει αυτή την κρίσιμη μέρα ήταν ν' αλλάξει στο ψάρι νερό. Για τ' άλλα τα σοβαρά και μεγάλα, δεν είχε δύναμη.

Επέστρεφε μέσα στο απριλιάτικο απόγευμα σπίτι του κι ήταν παρμένη η απόφαση. Εκεί θα κλειδώνονταν κι ας έρχονταν από εκεί να τον πάρουν. Σουρουπώνοντας έμπαινε στην Καισαριανή.

Κυριακή 4 Ιουνίου 2023

Μανόλης Αναγνωστάκης [Κι ήθελε ακόμη…]

 

 


[Κι ήθελε ακόμη…]

Μανόλης Αναγνωστάκης

Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει. Όμως εγώ
Δεν παραδέχτηκα την ήττα. Έβλεπα τώρα
Πόσα κρυμμένα τιμαλφή έπρεπε να σώσω
Πόσες φωλιές νερού να συντηρήσω μέσα στις φλόγες.
Μιλάτε, δείχνετε πληγές αλλόφρονες στους δρόμους
Τον πανικό που στραγγαλίζει την καρδιά σας σα σημαία
Καρφώσατε σʼ εξώστες, με σπουδή φορτώσατε το εμπόρευμα
Η πρόγνωσίς σας ασφαλής: Θα πέσει η πόλις.

Εκεί, προσεχτικά, σε μια γωνιά, μαζεύω με τάξη,
Φράζω με σύνεση το τελευταίο μου φυλάκιο
Κρεμώ κομμένα χέρια στους τοίχους, στολίζω
Με τα κομμένα κρανία τα παράθυρα, πλέκω
Με κομμένα μαλλιά το δίχτυ μου και περιμένω.

Όρθιος, και μόνος σαν και πρώτα περιμένω.

Σάββατο 3 Ιουνίου 2023

ΥΠΟΘΕΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ -Γιώργος Κεντρωτής

 


 

ΥΠΟΘΕΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Χάιντε θύμα, χάιντε ψώνιο,
χάιντε Σύμβολοιν αιώνιο !
Αν ξυπνήσεις, μονομιάς
θά ρτει ανάποδα ο ντουνιάς.
ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ

Ο τροχαίος σʼ αναγκάζει να διαβάσεις, όπως πρέπει,
την υπόθεση του τρίτου στίχου: Αν γράφει, όχι ό τ α ν·–
επομένως λόγος υποθετικός στον νου κινιόταν
μέσα του κυρ-Κώστα (: λόγος που δεν αμφιρρέπει

μεταξύ υποθέσεως και χρόνου μεν, αλλʼ αποτρέπει
περιέργως την ορθήν ανάγνωση…). Όμως, σαν να ερχόταν
πάντα ανάπαιστος με δυο ιάμβους δίπλα-δίπλα σού φαινόταν,
και χανόταν έτσι με το μέτρο καί το νόημα. Κρέπι

πένθους ας κρεμάσει εκείνος που εγκύπτει στου Καρόλου
Μαρξ τις διδαχές κι ανέχεται εσφαλμένες αναγνώσεις
στίχων! Πώς, μετά, στων τάξεων την πάλη θα νικήσει;

Πώς θα μάθει ποιό είνʼ το μερικό, και ποιό ʼναι το καθόλου;…
Διάβαζε σωστά και ξύπνα, σύντροφε! Έτσι ε σ ύ θα νιώσεις
πώς, μα και γιατί ο ντουνιάς μονοτάρι θα γυρίσει

upside down – κανείς δεν θα σου λείπει να σε διαφωτίσει:
ξ ύ π ν α απλώς εσύ, κι η πλάση θα ʼχει κιόλας κο-κκι-νί-σει.

Σε άδειο θέατρο- Μάνος Ελευθερίου

  Σε άδειο θέατρο χωρίς τους θεατές μέσα στη νύχτα σαν καράβι ταξιδεύεις βρίσκεις λιμάνια που βουλιάξανε στο χθες και να βρεθείς ξανά στο χά...

ευανάγνωστα