Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2024

Άνθρωποι και δελφίνια- Αντώνης Σουρούνης

 


         Το αφήγημα προέρχεται από το βιβλίο Κυριακάτικες ιστορίες (2002) του Αντώνη Σουρούνη. O συγγραφέας εκκινεί από τη θλιβερή φωτογραφία που είδε στην εφημερίδα και απεικόνιζε δύο πεθαμένα και παραπεταμένα δελφίνια σε παραλία της Χαλκιδικής. Το δυσάρεστο αυτό συμβάν προβληματίζει γενικότερα το συγγραφέα για την ανθρώπινη αδιαφορία και την κακομεταχείριση των έξυπνων και φιλικών δελφινιών.

Αυτό που παθαίνω με τα δελφίνια δεν το παθαίνω ούτε με τους ανθρώπους. Όσα και να 'χω δει στη ζωή μου χαράχτηκαν ανεξίτηλα στη μνήμη μου. Άσχετα αν τα είδα στην πραγματικότητα, στη μικρή ή μεγάλη οθόνη ή φωτογραφημένα σε εφημερίδες και περιοδικά. Δεν ξέρω πώς γίνεται αυτό. Η αλήθεια είναι ότι τ' αγαπάω. Κι άλλα ζώα όμως αγαπάω και τα 'χω ξεχάσει. Υπάρχουν μάλιστα και ορισμένα που ζήσαμε μαζί και τα ξέχασα. Όλ' αυτά τα δελφίνια που προανέφερα, ζωντανά, φωτογραφημένα, κινηματογραφημένα, εκτοπίστηκαν εδώ και κάμποσο καιρό από ένα νεκρό δελφίνι, που το είδα σε φωτογραφία της εφημερίδας Μακεδονία. Κείτονταν νεκρό στην παραλία της Αρετσούς, της Νέας Κρήνης, πυροβολημένο από την καραμπίνα κάποιου ψαρά. Δε θυμάμαι τι έλεγε το ρεπορτάζ. Αν δηλαδή είχε εξοκείλει μόνο του για να πεθάνει εκεί, αν το είχε ξεβράσει η θάλασσα σαν άχρηστο πια ή αν το είχε σύρει ο φονιάς του για να το επιδείξει. Έχω ξεχάσει τα λόγια, μόνο τη φωτογραφία θυμάμαι. Κείτονταν νεκρό, όπως είπα, στη βρόμικη άμμο, με μια αιώνια θα 'λεγα μεγαλοπρέπεια, τέτοια που λίγα ζώα διαθέτουν κι ακόμα πιο λίγοι άνθρωποι. Πάνω από μια βδομάδα ήταν σ' εκείνη τη θέση, κατάχαμα, σαν πίνακας νεκρής, κατάνεκρης φύσης, έργο κι αυτό του ανθρώπου, μέχρι που δημοσιεύτηκε η φωτογραφία του κουφαριού* του κι ήρθαν και το περιμάζεψαν, όχι από ντροπή αλλά από δημαρχιακή πολιτική. Αναδύθηκε* στη μνήμη μου πάλι προχτές, που διάβασα στις εφημερίδες πως δυο γερμανοί βιοψυχολόγοι, πειραματιζόμενοι με διατηρημένους εγκεφάλους δελφινιών, έφταναν να αναρωτιούνται «μήπως τα δελφίνια δεν είναι τόσο έξυπνα όσο φαίνονται». Κάποτε θα έφταναν. Μπορεί να είδαν κι αυτοί τη φωτογραφία που είδα εγώ στη Μακεδονία και που φάνταζε σαν το τέλος όλων των δελφινιών του κόσμου. Κι όταν έχει επέλθει το τέλος κάποιου που υπήρξε ιδιαίτερα ευφυής, ιδιαίτερα αγαπητός, ιδιαίτερα γενναίος, έρχονται κάποιοι κάποτε και τον αποκαθηλώνουν,* φέρνοντάς τον στα μέτρα του δικού τους μυαλού, της δικής τους καρδιάς και της δικής τους ανδρείας.
         Πριν από χρόνια που ταξίδευα με ελικόπτερο πάνω από τη θάλασσα του Αγίου Όρους, είχα την τύχη να δω μια οικογένεια δελφινιών, που ταξίδευε κι αυτή παίζοντας. Ελεύθερα μέσα στο πέλαγο, φωνάζανε, μας χαιρετούσαν, έκαναν άλματα για να μας φτάσουν. Κι είχα την ατυχία να παρακολουθήσω σ' ένα θαλάσσιο τσίρκο την κατάντια τους. Μπορεί να ήταν και η ίδια οικογένεια, δεν ξέρω, όμως ό,τι έκαναν το έκαναν για ένα ψάρι. Εκτελούσαν κάθε νούμερο που τους πρόσταζε ο δεσμοφύλακάς τους μόνο για την τροφή τους. Βουτιές, πηδήματα, τούμπες και κωλοτούμπες. Τα παιδάκια χειροκροτούσαν και οι γονείς χαίρονταν με τη χαρά τους. Κανείς δεν τους λέει ότι τα δελφίνια αυτά είναι φυλακισμένα και καταδικασμένα σε θάνατο. Ότι έχουν ψαρευτεί απ' τους επιτήδειους, όπως οι γυναίκες που καταφθάνουν από τις γύρω χώρες στη χώρα μας, κι ότι έχουν πουληθεί με το κεφάλι, όπως εκείνες. Πενήντα χιλιάδες δολάρια, τόσα κοστίζει ένα δελφίνι στο τσίρκο, και πρέπει να βγάλει γρήγορα τα λεφτά του γιατί πεθαίνει και γρήγορα.
         Στη θάλασσα ζει μέχρι και πενήντα χρόνια, στις πισίνες όμως με το χλώριο, τις κρέμες που τα αλείφουν και τ' άλλα δηλητήρια δεν αντέχει για πολύ. Είναι και η αντιπαλότητα που υπάρχει με τ' άλλα δελφίνια για κείνο το ψάρι και πρέπει συνεχώς να μάχεται όπως οι μονομάχοι στις αρένες.* Το πλήθος ενθουσιάζεται με κάτι τέτοια και επευφημεί. Τον πρώτο καιρό εξάλλου τα ταΐζουν με νεκρά ψάρια για να τα καταστήσουν τελείως υπάκουα. Πολλά κερδίζουν το ψάρι τους τρελαμένα, επειδή μπερδεύονται με τα κύματα που αναπαράγονται στις τετράγωνες αυτές δεξαμενές και παθαίνουν ό,τι θα πάθαινε κι ο άνθρωπος αν ζούσε σ' ένα δωμάτιο γεμάτο καθρέφτες. Έτσι λένε κάτι άλλοι επιστήμονες.
         Η είδηση δε λέει αν οι δύο επιστήμονες για τα πειράματά τους χρησιμοποίησαν εγκεφάλους φυλακισμένων ή αλανιάρικων δελφινιών. Γιατί όσο έξυπνος και να 'σαι, έπειτα από τόσο μακρόχρονη φυλάκιση και τέτοια ζωή, το λιγότερο που μπορείς να χάσεις είναι το μυαλό σου. Μπορεί όμως να συμβαίνει και τ' άλλο. Να επρόκειτο δηλαδή για δελφίνια αλανιάρικα και όπως ένα κουτός άνθρωπος θεωρεί βλακείες ό,τι αδυνατεί να καταλάβει, έτσι κι εμείς να φτάσαμε στο συμπέρασμα πως τα δελφίνια «δεν είναι τόσο έξυπνα όσο φαίνονται».

Α. Σουρούνης, Κυριακάτικες ιστορίες,
Καστανιώτης


Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2024

Καπιταλισμός. Η κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας (απόσπασμα) -Βασίλης Ραφαηλίδης



 ...Εδώ που τα λέμε, πάντως, και ο Παράδεισος και η Κόλαση είναι εδώ στη Γη. Ο καπιταλισμός το αντιλήφθηκε πολύ καλά αυτό. Βέβαια, άφησε την ηθική να δουλεύει υπέρ του ουρανίου Παραδείσου, αλλά αυτό το έκανε μόνο και μόνο για να μην αρχίσουν να ψάχνουν όλοι τον Παράδεισο στη Γη, σε μια εποχή που τα αγαθά είναι ακόμα λιγοστά, και συνεπώς ο παράδεισος της ευημερίας δεν μας χωράει όλους.

Πάντως, για πρώτη φορά με τον καπιταλισμό, και χάρη στη σωτήρια ανηθικότητά του (το λέω χωρίς ίχνος ειρωνείας) έγινε αντιληπτό από τον άνθρωπο πως ο Παράδεισος είναι δυνατό να υπάρξει σ ’ αυτή τη Γη. Αφού ήδη υπάρχει για πολύ περισσότερους, απ’ όσους την εποχή της φεουδαρχίας, ή της δουλοκτησίας, σημαίνει πως μπορεί να διευρυνθεί κι άλλο.

Ακριβώς αυτή τη διεύρυνση επιχειρεί ο σοσιαλισμός. Πατώντας σταθερά στη ματοβαμμένη ιστορία του καπιταλισμού. Που αν δεν ήταν βάρβαρος, που αν ήταν υπέρ το δέον ηθικός, ούτε λόγος για σοσιαλισμό. Γιατί το σοσιαλισμό τον προετοιμάζει ο καπιταλισμός. Θέλω να πω πως ο σοσιαλισμός δεν φύτρωσε στα κεφάλια μας έτσι, γιατί κάποιοι από εμάς είμαστε ηθικοί και τίμιοι. Ο ηθικός σοσιαλισμός είναι δυνατός διότι προϋπήρξε ο ανήθικος καπιταλισμός. Στη διαλεκτική σκέψη το καλό και το κακό σχηματίζουν διαλεκτικό δίπολο». 

Από το βιβλίο του Βασίλη Ραφαηλίδη, «Καπιταλισμός. Η κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας» (εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου)

Δευτέρα 21 Οκτωβρίου 2024

Απόγευμα (Ντίνος Χριστιανόπουλος)

 

Ήταν ωραίο εκείνο το απόγευμα με την ατελείωτη συζήτηση στο πεζοδρόμιο.

Τα πουλιά κελαηδούσαν, οι άνθρωποι πέρναγαν, τ’ αυτοκίνητα τρέχανε.

Στο απέναντι παράθυρο το ράδιο έπαιζε ρεμπέτικα και το κορίτσι του
διπλανού μας τραγούδαγε το ντέρτι του.
Φυλλοροούσε η ακακία κι ευωδίαζε το γιασεμί
και μες στην Τάπια τα παιδιά παίζαν κρυφτούλι
και τα κορίτσια γύρναγαν σκοινί—
παίζαν στην Τάπια και δεν ξέραν απο θάνατο,
παίζαν στην Τάπια και δεν ξέραν απο τύψη,
κι εγώ τους αγάπησα πολύ τους ανθρώπους εκείνο το απόγευμα,
δεν ξέρω γιατί, πολύ τους αγάπησα, σαν ένας μελλοθάνατος.

Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2024

Αντώνης Φωστιέρης- «Η Αράχνη»

 

Η Αράχνη - Νικόλαος Γύζης


Καθόμουν ώρες μες στην πλήξη μου και χάζευα

Όπως το κάνουν όλοι αυτοί που κουραστήκανε

Από τα τόσα που ελπίζουν ότι ζήσανε

Στο χλιαρό κενό τού να μη σκέφτομαι καθόμουνα

Παρατηρώντας μιαν αράχνη που αιωρείτο.

Εκείνη κάτι θα σκεφτότανε φαντάζομαι

Γιατί όλο ανέβαινε το σιχαμένο ιστό της

Έμενε ακίνητη συσπώντας τις κεραίες κι έπειτα

Ακάθεκτη ορμούσε στο κενό.

Μύγα ή ζωύφιο δεν πέρασε, όσο είδα.

Όμως η θήρα προχωρούσε δίχως θήραμα

Με τη σοφία εκείνου που γνωρίζει πως το ανύπαρκτο

Θέλει δραστήρια τέχνη να το αδράξεις.

Σοφία ωραία λιλιπούτειου τέρατος

Που σε κλωστούλα σάλιου παραμόνευε

Να παγιδέψει το άπιαστο

Και με χαψιές μεγάλες τέλος καταβρόχθισε

Τις ώρες μου, την πλήξη, το κενό.

Φωστιέρης, Α. (2000). Η σκέψη ανήκει στο πένθος, Αθήνα: Καστανιώτης


Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2024

ΤΟ ΟΡΑΜΑ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΤΗΣ ΧΑΝΑ ΑΡΕΝΤ (του Τζεϊμς Στόουνερ)

 


Μπροστά στον ολοκληρωτισμό, η ανεξαρτησία του πνεύματος της Hannah Arendt -η απροθυμία της να προσκολληθεί σε ένα κομματικό ή πνευματικό κίνημα- αποτελούσε παράδειγμα ακριβώς του είδους της πολιτικής δράσης που πίστευε ότι ήταν το θεμέλιο της ελευθερίας. Στη δική μας εποχή της πόλωσης, στέκεται ως μια ισχυρή υπενθύμιση της αναγκαιότητας —και ακόμη και της ευγένειας— της πολιτικής δέσμευσης.

 

Στην πολωμένη εποχή μας, είναι δύσκολο να θυμηθούμε ότι πριν από μια ή δύο γενιές κορυφαίοι διανοούμενοι ανησυχούσαν ότι η πολιτική ζωή ήταν ετοιμοθάνατη. Όπως υποστήριξε ο πολιτικός επιστήμονας Louis Hartz στο βιβλίο του το 1955 The Liberal Tradition in America, η σοβαρή πολιτική διαφορά στην Αμερική κατεστάλη από τη συντριπτική πλειοψηφία της συμφωνίας για τις αρχές της ελευθερίας και της ισότητας. Οι πικρές αντιπαραθέσεις της δεκαετίας του 1930 έμοιαζαν να έχουν ξεχαστεί από τους σύγχρονους Ρεπουμπλικάνους, οι οποίοι συμβιβάστηκαν  με έναν διευρυμένο ρόλο για την ομοσπονδιακή κυβέρνηση, και τους σύγχρονους Δημοκρατικούς, που άφησαν προσωρινά στην άκρη τη φιλοδοξία τους να επεκτείνουν το κράτος πρόνοιας. Εν τω μεταξύ, η εξωτερική πολιτική αποτελούσε παράδειγμα ενός δικομματικού κανόνα (προώθηση των Ηνωμένων Εθνών από τη μια πλευρά και αντίθεση στον σοβιετικό επεκτατισμό από την άλλη), που υπαγόρευε ότι όποιες πολιτικές διαμάχες δίχαζαν τους Αμερικανούς στο εσωτερικό θα σταματούσαν στην όριά της.

Σε αυτό το πλαίσιο, η υπόθεση της αναβίωσης της πολιτικής ζωής -η ζωηρή δραστηριότητα του δημόσιου διαλόγου και της επιλογής, που παραδειγματίζεται από την αρχαία Πολιτεία και ιδιαίτερα από την Αθήνα- διατυπώθηκε δυναμικά από τη Hannah Arendt, η οποία έγινε έτσι μια από τις βασικές προσωπικότητες στην αναβίωση της πολιτικής θεωρίας.

Γεννημένη το 1906 σε μια εβραϊκή οικογένεια στο Λίντεν της Γερμανίας, η Άρεντ σπούδασε με τον Μάρτιν Χάιντεγκερ στο Μάρμπουργκ και τον Καρλ Γιάσπερς στη Χαϊδελβέργη και στη συνέχεια αναγκάστηκε να καταφύγει στη Γαλλία και αργότερα στις Ηνωμένες Πολιτείες για να γλιτώσει από τη ναζιστική δίωξη. Στη Γαλλία και στη Νέα Υόρκη δραστηριοποιήθηκε με εβραϊκές οργανώσεις για να βοηθήσει τους πρόσφυγες από τους Ναζί στην Ευρώπη και να καταγράψει τη τύχη τους. Με τη δημοσίευση του μνημειώδους έργου της Οι απαρχές του ολοκληρωτισμού το 1951, εδραιώθηκε η λογοτεχνική της φήμη. Παρέμεινε μια σημαντική προσωπικότητα μεταξύ των δημοσίων διανοουμένων της Νέας Υόρκης για το υπόλοιπο της ζωής της, δημοσιεύοντας βιβλία με σημαντικά κέντρα τύπου και άρθρα σε επιδραστικά μέσα όπως η Commonweal , η Dissent , η The New Yorker και η New York Review of Books.και δίνοντας διαλέξεις σε επίλεκτα πανεπιστήμια, με εκτεταμένα ραντεβού στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο και στο New School for Social Research.

Πολιτική Σκέψη

Η Arendt αναφέρεται συχνά ως φιλόσοφος ή ως ηγετική φωνή της Νέας Αριστεράς των δεκαετιών του 1960 και του ’70. Και οι δύο περιγραφές είναι παραπλανητικές. Στην πραγματικότητα, απέφευγε ρητά τον τίτλο του «φιλοσόφου» στις Διαλέξεις της στο Gifford, και ενώ μπορεί κανείς να βρει περιστασιακά έναν επαινετικό λόγο για τον σύγχρονο φοιτητικό ακτιβισμό σε μια συνέντευξη, δεν τήρησε κομματική γραμμή. Μια εντυπωσιακά πρωτότυπη στοχαστής, θα μπορούσε περισσότερο να γίνει κατανοητή σαν εκείνη που ανέπτυξε μια φαινομενολογία της πολιτικής: ήταν συντονισμένη με την εμπειρία της πολιτικής ζωής και δεν περιοριζόταν από συγκεκριμένες κατηγοριοποιήσεις. Απέρριψε από τη μια τον ιδεολογικό χαρακτήρα των πολιτικών κινημάτων του εικοστού αιώνα, ενώ από την άλλη διόρθωσε τον αποκλεισμό της πολιτικής από τη φιλοσοφία του Χάιντεγκερ. Δήλωνε εχθρός της απουσίας στοχαστικότητας στην πολιτική —ή αυτό που περιέγραψε περίφημα ως «η κοινοτοπία του κακού»— και αντ’ αυτού προσπάθησε να προωθήσει την πολιτική σκέψη .

Για να καταλάβουμε τι εννοούσε με αυτό, θα μπορούσαμε να ξεκινήσουμε εξετάζοντας τις “Απαρχές του ολοκληρωτισμού” της, μια μελέτη πλούσια σε περιεχόμενο που είναι ταυτόχρονα ιστορική, κοινωνιολογική, ψυχολογική και πολιτική. Γράφοντας μεταξύ 1945 και 1949, η Arendt αναλύει το φαινόμενο της ναζιστικής Γερμανίας και της σταλινικής Ρωσίας αμέσως μετά την κατάρρευση της πρώτης, ενώ η δεύτερη παρέμεινε μια διαφαινόμενη απειλή. Το βιβλίο προσφέρει μια ανάλυση της νεωτερικότητας που εξελίχθηκε με τρομερά λάθος τρόπο, εντοπίζοντας τον ευρωπαϊκό αντισημιτισμό στην περίπλοκη διαδικασία της εβραϊκής αφομοίωσης μετά τον Διαφωτισμό, αναλύοντας στη συνέχεια τον ιμπεριαλισμό στα τέλη του δέκατου ένατου και στις αρχές του εικοστού αιώνα, όπως προέκυψε από τον δυτικό ρατσισμό, ο οποίος ήταν χτισμένος στην κατάρρευση του εθνικισμού. Σύμφωνα με την Arendt, ο ολοκληρωτισμός αναδύεται στον απόηχο του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και της δημιουργίας πληθυσμών απάτριδων, καθώς και αταξικών μαζικών κοινωνιών ανίσχυρων, πολιτικά αδιάφορων, και μεμονωμένων ατόμων που δεν μοιράζονται κοινά ενδιαφέροντα ή στόχους. Είναι ένα σύνθετο φαινόμενο που περιλαμβάνει προπαγάνδα (ιδιαίτερα τη χρήση φαινομενικά επιστημονικής γλώσσας), ιδεολογία, μέλη της ελίτ και υποστηρικτές τους, μυστική αστυνομία, έναν δεσποτικό ηγέτη και τον τρόμο ως μέσο ελέγχου. Το νήμα που διατρέχει όλη την ανάλυσή της είναι η απώλεια της πολιτικής ενασχόλησης, από την ικανοποίηση της αστικής τάξης με την ιδιωτική τους ζωή μέχρι το ξεκοίλιασμα κάθε ιδιωτικότητας και κάθε πολιτικής στο ολοκληρωτικό κράτος.

 
Πολιτική Δράση

Ενώ το έργο “Οι απαρχές του ολοκληρωτισμού” είναι βαθιά βυθισμένο σε ιστορικά γεγονότα, οι διαλέξεις στο ίδρυμα Walgreen της Arendt, που δημοσιεύτηκαν το 1958 ως “Η ανθρώπινη κατάσταση”, είναι σίγουρα πιο θεωρητικές, και κυμαίνονται επιδέξια σε ολόκληρη την παράδοση της πολιτικής φιλοσοφίας. Αντιτίθεται στη διάκριση μεταξύ της ενεργούς και της στοχαστικής ζωής, της vita activa και της vita contemplativa . Συγκεκριμένα, αντιτίθεται τόσο στην κλασική φιλοσοφική άποψη ότι ο στοχασμός είναι ανώτερος από τη δράση όσο και στη σύγχρονη άποψη που ευνοεί την ενεργό ζωή, αλλά αποτυγχάνει να παρακολουθεί «διακρίσεις και αρθρώσεις». Η Arendt διαιρεί τη vita activa στον μόχθο, την εργασία και τη δράση: το πρώτο αφορά τη φυσική αναγκαιότητα και την υλική κατανάλωση, το δεύτερο την τέχνη και την οικοδόμηση ενός ανθρώπινου κόσμου, το τρίτο την πολιτική. Κατηγορεί τη σύγχρονη σκέψη, την κυρίαρχη και τη μαρξιστική, για την εστίασή της στον μόχθο (σκληρή δουλειά- εργατιά) και την προσπάθειά της μέσω της τεχνολογίας να απελευθερώσει τον άνθρωπο από τον μόχθο χωρίς να υπολογίζει για ποιο σκοπό χειραφετήθηκε. Το θέμα της εργασίας είναι να οικοδομήσουμε έναν κόσμο στον οποίο θα ζει ο άνθρωπος, ένα προϊόν τέχνης αλλά κυρίως μια αρένα δράσης. Όπως ο Μακιαβέλι, τον οποίο αναφέρει συχνά και ευνοϊκά, θέλει να αποκαταστήσει την Πολιτεία -την πολιτική ζωή που έζησαν οι πολίτες της- όχι επειδή η πόλη υπάρχει από τη φύση της αλλά επειδή η πολιτική δράση σωστά κατανοητή δείχνει τον άνθρωπο στη πιο ευγενή του κατάσταση.

Κατά την άποψη της Arendt, η πολιτική δράση συμβαίνει σε σχέση με τους άλλους. περιλαμβάνει προσεκτική αξιολόγηση και επιλογή, αλλά και ανταγωνισμό και θάρρος. Περιλαμβάνει κοινή προσπάθεια -η πολιτική εξουσία προκύπτει από κοινή δράση, όχι από εντολή- αλλά εξαρτάται επίσης από το να διατηρήσουν τα άτομα την ακεραιότητά τους, να μην χάσουν τον εαυτό τους σε μια μάζα ή ακόμα και σε ένα πολιτικό κόμμα. Δεδομένου ότι η πολιτική σκηνή είναι ευέλικτη και ρευστή, οι πολιτικοί παράγοντες κερδίζουν τιμή και μνημοσύνη εμπλεκόμενοι στις μεταβαλλόμενες συνθήκες και δημιουργώντας κάτι νέο, όχι περιορίζοντάς τους εαυτούς τους στα όρια του συνηθισμένου  ή επαναλαμβάνοντας παλιούς νόμους. Η πολιτική εμφανίζεται πιο έντονα στην επανάσταση και στην ίδρυση, και όσοι εμπλέκονται πολιτικά σε αυτές τις στιγμές γνωρίζουν ότι καθώς ενεργούν μαζί για να ξεκινήσουν κάτι αυθεντικά πρωτότυπο, ασκούν πλήρως τις ανθρώπινες ικανότητές τους.

 

Πολιτική Ελευθερία

Αυτή είναι η πολιτική ελευθερία, σύμφωνα με την Arendt, και φαίνεται να είναι το μεγαλύτερο αγαθό. Όπως παρατήρησε στο επόμενο βιβλίο της το 1963, “Για την επανάσταση”, το κύριο παράδειγμα των ανδρών που το κατάλαβαν αυτό ήταν εκείνοι που έκαναν την Αμερικανική Επανάσταση, που προσπάθησαν να καθιερώσουν ένα novus ordo seclorum και τα κατάφεραν περίφημα – αν και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «ήταν το Σύνταγμα το ίδιο, αυτό το μεγαλύτερο επίτευγμα του αμερικανικού λαού, το οποίο τελικά τον εξαπάτησε από την πιο περήφανη κατοχή του», προφανώς επειδή διοχέτευσε και περιόρισε τις πολιτικές τους ενέργειες σε εξαιρετικά δομημένους θεσμούς. Ωστόσο, η πολιτική ελευθερία δεν είναι μόνο για εκείνους που είναι σπουδαίοι, ακόμα κι αν είναι το κλειδί για το ανθρώπινο μεγαλείο. μπορεί να βρεθεί οπουδήποτε τα ανθρώπινα όντα συμμετέχουν σε κοινή δράση για να καθορίσουν το μέλλον τους μαζί.

Για την Άρεντ, το σύγχρονο γραφειοκρατικό κράτος και η μαζική κοινωνία της οποίας την υλική ζωή διαχειρίζεται, είχε ξεχάσει την αξία της πολιτικής ελευθερίας. Στο “Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ”καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο Adolf Eichmann, ο κατηγορούμενος σε μια δραματική δίκη στο Ισραήλ και υψηλόβαθμος αξιωματούχος των Ναζί που είχε διαφύγει στη Λατινική Αμερική, δεν έδειξε καμία εξαιρετική κακία. Αντίθετα, ήταν ένας αναγνωρίσιμος σύγχρονος τύπος του οποίου η ταυτότητα αποτελούταν από τη θέση του στην κρατική γραφειοκρατία και του οποίου η αίσθηση του καθήκοντος καθοριζόταν εξ ολοκλήρου από την επιτυχία στην αποτελεσματική εκπλήρωση των γραφειοκρατικών του καθηκόντων. Υπό αυτή την έννοια, η πολιτική ελευθερία μπορεί να θεωρηθεί ως το αντίθετο της γραφειοκρατικής υπηρεσίας: είναι υπεύθυνη, όχι ανώνυμη. εφευρετική, όχι υποτακτική. σκεπτόμενη, όχι απερίσκεπτη—δηλαδή, η πολιτική ελευθερία έχει επίγνωση των μεγαλύτερων περιστάσεων και επιλογών και είναι πρόθυμη να λάβει αποφάσεις για τις οποίες κάποιος θα λογοδοτήσει, κερδίζοντας επαίνους ή κατηγορίες. Η αναφορά της Άρεντ για το Ολοκαύτωμα καταδικάστηκε επίσης για τις αιχμηρές και ασυγχώρητες παρατηρήσεις της σχετικά με τους ηγέτες των εβραϊκών γκέτο που συνεργάστηκαν με αξιωματούχους των Ναζί για την αποστολή Εβραίων στα στρατόπεδα. Όπως το είδε, η πελατειακότητα, όπως και η γραφειοκρατία, είναι μια μορφή διαφθοράς, σε αντίθεση με τη σπίθα της πολιτικής ελευθερίας που ήταν εμφανής στην εξέγερση της Βαρσοβίας.

Για την Άρεντ, η ζωή του δημόσιου διανοούμενου είναι μια πολιτική ζωή, ιδιαίτερα στις σύγχρονες συνθήκες. Αν και ανατρέχει στην αρχαία Πολιτεία, δεν πιστεύει ότι η άσκηση της πολιτικής ελευθερίας περιορίζεται στους ρήτορες σε μια συνέλευση ή στους οπλίτες στο πεδίο μάχης. Το ανεξάρτητο πνεύμα που έδειχνε η Άρεντ στα γραπτά της –η απροθυμία της να προσκολληθεί σε ένα πολιτικό ή πνευματικό κίνημα, πράγματι η απόλαυση που φαινόταν να τρέφει αντιτιθέμενη στις ευνοϊκές απόψεις των θαυμαστών της– αποτελούσε παράδειγμα ακριβώς του είδους της πολιτικής δράσης που επαίνεσε.

Δεν απαξίωσε τη φιλοσοφία. Πράγματι, στις προσπάθειές της να ανοικοδομήσει μια πολιτική θεωρία από την Τρίτη Κριτική του Immanuel Kant (Κριτική της κριτικής δύναμης), είχε υπόψη της την έκκλησή του στον «δημόσιο λόγο», που συμφώνησε ότι ήταν ο χαρακτηριστικός τρόπος έκφρασης της φιλοσοφίας. Θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί εάν το έργο της αντικρούει επαρκώς την κλασική περίπτωση της στοχαστικής ζωής και αν η έμφαση της στην πολιτική καινοτομία υποτιμά την υπόθεση του συνταγματισμού. Σχετικά, θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί εάν μαζί ο στοχασμός και ο συνταγματισμός υποδεικνύουν τα όρια της πολιτικής ελευθερίας – ο πρώτος δείχνοντας ότι η πολιτική δεν είναι το μεγαλύτερο αγαθό, ο δεύτερος περιορίζοντας την πολιτική σφαίρα ώστε να αφήνει χώρο για κάτι ανώτερο από την πολιτική. Κι όμως, το να έχει αποκαταστήσει την ανωτερότητα της πολιτικής απέναντι στο σύγχρονο ολοκληρωτικό κράτος είναι ένα επίτευγμα που αξίζει να το θυμόμαστε και αξίζει την προσπάθεια να το κατανοήσουμε. 

 

Ο James R. Stoner, Jr., είναι ο Hermann Moyse, Jr., Καθηγητής και Διευθυντής του Ινστιτούτου Eric Voegelin στο State University της Λουιζιάνα. 

Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2024

Ραούλ Βανεγκέμ – Γράμμα στα παιδιά μου και στα παιδιά του κόσμου που έρχεται (από το https://pandoxeio.com/)

  


Ο αγώνας για την ζωή δεν είναι αγώνας ενάντια στον θάνατο

Πώς θα μπορούσα να απευθυνθώ στις κόρες, τους γιους, τα εγγόνια και τα δισέγγονά μου χωρίς να τα συνδέσω με όσους, βυθισμένοι στο ειδεχθές σύμπαν του χρήματος και της εξουσίας, κινδυνεύουν αύριο κιόλας να στερηθούν υποσχέσεις για μια ζωή που προσφέρεται ανεπιφύλακτα με την γέννηση σαν χάρισμα, χωρίς κανένα αντάλλαγμα;

…αναρωτιέται ο αλλοτινός εξεγερμένος των δρόμων και των λέξεων, ο Επαναστάτης της Καθημερινής Ζωής ως γνήσιο τέκνο του Μάη του 1968 αλλά και σύμφωνα και με το σχετικό βιβλίο του, μέλος της Καταστασιακούς Διεθνούς σχεδόν για μια δεκαετία προτού αποχωρήσει μπροστά στις αντιφάσεις της, φιλόσοφος των εραστών στην Βίβλο των Ηδονών, αμφιλεγόμενη προσωπικότητα του δημόσιου λόγου, επίμονος υποστηρικτής με λόγια και έργα μιας ελεύθερης, αυτοδιαχειριζόμενης κοινωνίας.

Φιλοσοφίες, θρησκείες, ιδεολογίες δεν έκαναν τίποτε άλλο από το να παγιώνουν μια συμπεριφορά που υπακούει σε κίνητρα γνωστά και αμετάβλητα: τη δίψα για εξουσία, την γοητεία του χρήματος, την μάχη της δύναμης, την καταπιεσμένη κτηνωδία. Δεν συντρίβει κανείς τις πετρωμένες βεβαιότητες του παρελθόντος αν δεν τις σφυροκοπήσει με ιδέες ικανές να διαλύσουν τις παλαιές κοινοτοπίες. Και πώς ζούμε σήμερα; Δαπανάμε τόση ενέργεια δουλεύοντας γι’ αυτό που μας αφυδατώνει και μας φτωχαίνει, και δυσανασχετούμε με την προσπάθεια που απαιτεί η επιθυμία να αλλάξουμε τον κόσμο συθέμελα;

Η πλήρης διάρρηξη της ανθρώπινης ενότητας ολοκληρώθηκε με τον βεβιασμένο οικονομικό προσανατολισμό των κοινωνιών. Ο πολιτισμός απομάκρυνε τον άνθρωπο από την δημιουργική ζωή, υποβιβάζοντάς την στην άθλια αναζήτηση της συντήρησής της. Για να τιθασεύσουμε το κτήνος μέσα μας, το υποχρεώσαμε να εργαστεί. Η δύναμη για ζωή μετατράπηκε σε δύναμη για εργασία που κατέληγε στον θρίαμβο της βαρβαρότητας.

Μια βασική θέση του Βανεγκέμ, που υποστήριζε ήδη στο βιβλίο του Τίποτα δεν είναι ιερό, όλα μπορούν να λεχθούν, αφορά ένα θέμα αιωνίως ακανθώδες. Από την μία, ανεκτικότητα σε όλες τις ιδέες, όσο απεχθείς, όσο γελοίες, όσο παράδοξες κι αν είναι. Είναι πιο εύκολο να υποστηρίξει κανείς τον κυρίαρχο παραλογισμό της πραγματικής ζωής, το παραδέχομαι, αλλά αρνούμαι να υποκύψω σ’ αυτή τη δειλή ευκολία, όπως αρνούμαι το δικαίωμα των σάπιων και μνησίκακων αισθημάτων να καταπνίξουν την ανθρώπινη συνείδηση για μια ζωή που πρέπει να δημιουργηθεί.

Κι από την άλλη, αδιαλλαξία σε κάθε ανθρώπινη πράξη, είτε κράτους, είτε εθνικής μονάδας, είτε ατόμου. Η ποινική καταδίκη ρατσιστικών, σεξιστικών, ξενοφοβικών, εξωφρενικών ή αποτρόπαιων εκφράσεων δεν ανταποκρίνεται με κατάλληλο τρόπο στην ανησυχία για την εξάλειψή τους· αντίθετα, παραπέμπει σε μεγάλο βαθμό σε μια μορφή λαϊκιστικής δικαιοσύνης.

Ο συγγραφέας επιθυμεί να εξαλειφθεί μια για πάντα μια προκατάληψη που έχει δηλητηριάσει σε βάθος την κοινή γνώμη. Πρέπει να πάψουμε να ταυτίζουμε τον διανοούμενο με τον καλλιεργημένο άνθρωπο, τον λόγιο, τον σοφό, τον στοχαστή, τον ποιητή, τον εφευρέτη. Ο διανοούμενος είναι απλώς αυτός που προτάσσει τη διάνοια του εγκεφάλου έναντι της ευαίσθητης διάνοιας ολόκληρου του σώματος. Είμαστε όλοι, σε διαφορετικό βαθμό, χειρώνακτες και διανοούμενοι· αλλά διδαχτήκαμε να διαχωρίζουμε τις δυο ιδιότητες, με αποτέλεσμα μια πλήρη σχιζογένεση. Η σκέψη αποκόπηκε από την ζωή και αφού αρχικά περιβλήθηκε τον μανδύα της θρησκείας, παρουσιάστηκε εκσυγχρονισμένη με την γελοία κοσμική αμφίεση της φιλοσοφίας και της ιδεολογίας.

Στα σύντομα αλυσιδωτά αυτά κείμενα, που συναρμολογούνται σε πυκνό σύνολο καθώς διατρέχουν παρελθόν, παρόν και μέλλον, ο Βανεγκέμ φωτίζει τους παλιούς εφιάλτες που βασανίζουν ακόμη τα όνειρά μας για αναγέννηση, αφουγκράζεται τους τριγμούς του σεισμού της Γαλλικής Επανάστασης, γράφει υπέρ και κατά της κουλτούρας. Συνεχίζει να μας θυμίζει την παγίδα του ελεύθερου εμπορίου, την ψευδαίσθηση της καταναλωτικής ευημερίας, την εκδίκηση του στερημένου από τις επιθυμίες του σώματος. Είναι βέβαιος ότι τον αφέντη της σκέψης διαδέχεται ο σκλάβος χωρίς σκέψη, ότι ο οικολογικός νεοκαπιταλισμός δεν είναι παρά μια νέα αγορά ηλιθίων, ότι ο αγώνας για την ζωή δεν είναι αγώνας ενάντια στον θάνατο.

Είμαστε τόσο συνηθισμένοι στα κριτήρια με τα οποία η καθημερινή επιβίωση χαράζει τις πληκτικές διαδρομές της, ώστε οι λάμψεις της ζωής, που προσφέρεται ως χάρισμα, μας τρομάζουν με την ασυνήθιστη φωτεινότητά τους. Ο δρόμος ανάμεσα σ’ αυτό που είμαστε και σ’ αυτό που θα θέλαμε να είμαστε είναι άβολος αλλά συναρπαστικός. Η δυνατότητα μιας γιορτινής κοινωνίας δεν έχει χαθεί.

Είναι πιο εύκολο να υποστηρίξει κανείς τον κυρίαρχο παραλογισμό της πραγματικής ζωής, το παραδέχομαι, αλλά αρνούμαι να υποκύψω σ’ αυτή τη δειλή ευκολία, όπως αρνούμαι το δικαίωμα των σάπιων και μνησίκακων αισθημάτων να καταπνίξουν την ανθρώπινη συνείδηση για μια ζωή που πρέπει να δημιουργηθεί.

Στο τέλος του βιβλίου, με την αίσθηση ότι το πέρασμά του από τον κόσμο μας είναι παροδικό, όπως άλλωστε και όλων μας, ο Βανεγκέμ εξομολογείται την μόνη υστεροφημική του επιθυμία: να διατηρηθεί στους αιώνες με το διαχρονικό και φευγαλέο χαμόγελο που περιβάλλει τον γάτο του Τσέσαιρ (από την Αλίκη των Θαυμάτων)· αυτό θα είναι το δικό του αιώνιο σύνθημα για ένα κόσμο όπου το είναι θα έχει αφήσει πίσω του το έχειν.

Εκδόσεις των ξένων, 2013, μτφ. Εύη Παπακωνσταντίνου, 107 σελ. [Raoul Vaneigem, Lettre à mes enfants et aux enfants du monde à venire, 2012].

Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2024

ΑΛΕΚΟΣ ΛΟΥΝΤΖΗΣ- ΠΡΟΣΩΠΟΠΑΓΑΝΔΑ




 

Σπουδαίοι άνθρωποι που ασχολούνται σοβαρά

με τον εαυτό τους

Τον αυτοβιογραφούν, τον ακονίζουν, τον συγχωρούν

τον συστήνουν τον πωλούν

Έσονται πρώτοι, σαν ψεύτικοι

 

Σπουδαίοι κι όσοι δεν το κάνουν, τόσο όμορφοι

αυτοί οι τελευταίοι

μοναχικοί, ανιδιοτελείς, ριζοσπάστες

χωρίς εγωισμό και μικρότητα

χωρίς ζωή, σαν αληθινοί

 

Έσονται πρώτοι, σαν να ’ταν τελευταίοι

Ο Παναγιώτης Κονδύλης για την Αριστερά και τη Δεξιά

  « Όταν ανατέμνω τις ιδεολογικές ψευδαισθήσεις των δεξιών, πλείστοι όσοι με θεωρούν αριστερό· όταν υποβάλλω σε βάσανο τις αντίστοιχες αυταπ...

ευανάγνωστα