Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Ντύλαν Τόμας - Σταύρος Κουγιουμτζής

    Τι κάθεσαι εδώ πέρα και σαπίζεις εδώ δεν έχει τόπο να σταθείς Ανήμπορος στον ήλιο αρμενίζεις Συντρίμμια και κουρέλια μιας ψυχής Συντρίμμια και κουρέλια μιας ψυχής   Τι κάθεσαι εδώ πέρα και πεθαίνεις Και ψάχνεις για καινούργιες προσευχές Το χάλασμα το βλέπεις και σωπαίνεις φθινόπωρο κι αρχίζουν οι βροχές    Τι κάθεσαι εδώ πέρα και σαπίζεις εδώ δεν αγαπάνε τους τρελούς Τις νύχτες ματωμένος φτερουγίζεις μ' ανύπαρκτα φτερά για τους πολλούς    Αυτά είπε σ' ένα ποιητή δικό μας Και τράβηξε για το φεγγάρι ο Ντύλαν Τόμας

Μία από τις τελευταίες συνεντεύξεις του Περικλή Κοροβέση στον Δρόμο της Αριστεράς

Τον τάφο μου τον θέλω στα Χαυτεία - Μιχάλης Γκανάς

Αφίσες με τραβούν απ’ το μανίκι,  Αθήνα μου γεμάτη καλλιστεία.  Τον τάφο μου τον θέλω στα Χαυτεία,  είκοσι χρόνια σού πληρώνω νοίκι.  Στον ύπνο να περνούν βουνά και δάση,  νεράιδες φασκιωμένες μαύρα ρούχα.  Κάτι σαν άχτι μουλαριού που σου ’χα  σε ποιο λεωφορείο το ’χω χάσει.   Ποια τρέλα, πες μου, με χτυπάει στις φτέρνες  και φεύγω και κυλάω σαν το τόπι,  με γήπεδα μουγγά και με ταβέρνες  στα σωθικά. Οι άνθρωποι κι οι τόποι,  ξένοι που μοιάζουν στις φωτογραφίες  που βγάζαμε σε άλλες ηλικίες.

Μιχάλη Γκανά, «Χριστουγεννιάτικη ιστορία»

  Κάθεται μόνος και καθαρίζει τ' όπλο του δίπλα στο τζάκι. Κανείς δε θά 'ρθει και το ξέρει, κλείσαν οι δρόμοι από το χιόνι, σαν πέρυσι, σαν πρόπερσι, Χριστούγεννα και πάλι και τα ποτά κρυώνουν στο ντουλάπι. Το τσίπουρο στυφό, το ούζο γάλα και το κρασί ραγίζει τα μπουκάλια. Εκείνη τρία χρόνια πεθαμένη. Κάθεται μόνος του δίπλα στο τζάκι, δεν πίνει, δεν καπνίζει, δε μιλάει. Στην τηλεόραση χιονίζει, το στρώνει αργά στο πάτωμα και στο τραπέζι και στις παλιές φωτογραφίες, γνώριμα μάτια των νεκρών, που τον κοιτάζουν απ' το μέλλον. Εκείνη τρία χρόνια πεθαμένη και μόνο το δικό της βλέμμα έρχεται από τα περασμένα. Κοντεύουνε μεσάνυχτα και καθαρίζει τ' όπλο του απ' το πρωί. Πώς να του πω «Καλά Χριστούγεννα», ευχές δε φθάνουν ώς εδώ, δρόμοι κλεισμένοι, τηλέφωνα κομμένα, η σκέψη αρπάζεται απ' το κλαδί της μνήμης, μα να τρυπώσει δεν μπορεί στη μοναξιά του. Μια μοναξιά που χτίστηκε σιγά σιγά μ' όλα τα υλικά και δίχως λόγια. Κοντεύουν ξημερώματα κι ακόμη γυαλίζει τ' όπλ...

Ο Αμερικάνος - Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

Ανταλλαγή      Του Δημήτρη του Μπέρδε το μαγαζί ωμοίαζε, την εσπέραν εκείνην, με βάρκαν, κατά το φαινόμενον φουρτουνιασμένην, δευτερόπρυμα πλέουσαν, πληττομένην υπό των κυμάτων την μίαν πλευράν, με το ύδωρ εισπηδών από την κωπαστήν και περιρραντίζον τους δυστυχείς επιβάτας, όπου ο κυβερνήτης και ο ναύτης του φαίνονται περιφρόντιδες, δίδοντες και λαμβάνοντες προστάγματα εις ακατάληπτον γλώσσαν, ο μεν ιθύνων μετά βίας το πηδάλιον, ο δε λύων και δένων τα ιστία, βοηθών διά της κώπης εκ του υπηνέμου, αμφότεροι τρέχοντες από την πρύμνην εις την πρώραν, καταπτοούντες τους απειροτέρους των επιβατών, περιρραινομένους από το αφρίζον κύμα, οσφραινομένους εγγύθεν και γευομένους την άλμην. Εξημέρωναν δε Χριστούγεννα, και έκαστος των πελατών επεθύμει να κάμει τα οψώνιά του. Ο κυρ-Δημήτρης ο Μπέρδες έτρεχεν εμπρός, οπίσω, εκέρνα νοθευμένα τους πελάτας, επώλει ξίκικα εις τους αγοραστάς, με την τρικυμίαν εσκορπισμένην εις την όψιν και την γαλήνην ταμιευμένην εν τη καρδία, γοητευόμενος από...

Τα Χριστούγεννα του Τεμπέλη (απόσπασμα) -Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

  «Στην ταβέρνα του Πατσοπούλου, ενώ ο βορράς εφύσα, και υψηλά εις τα βουνά εχιόνιζεν, ένα πρωί, εμβήκε να πίη ένα ρούμι να ζεσταθή ο μαστρο-Παύλος ο Πισκολέτος, διωγμένος από την γυναίκα του, υβρισμένος από την πενθεράν του, δαρμένος από τον κουνιάδον του, ξορκισμένος από την κυρά-Στρατίναν την σπιτονοικοκυράν του, και φασκελωμένος από τον μικρόν τριετή υιόν του, τον οποίον ο προκομμένος ο θείος του εδίδασκεν επιμελώς, όπως και οι γονείς ακόμη πράττουν εις τα «κατώτερα στρώματα», πως να μουντζώνη, να βρίζη, να βλασφημή και να κατεβάζη κάτω Σταυρούς, Παναγιές, κανδήλια, θυμιατά και κόλλυβα. Κι έπειτα, γράψε αθηναϊκά διηγήματα! Ο προβλεπτικός ο κάπηλος, δια να έρχωνται ασκανδαλίστως να ψωνίζουν αι καλαί οικοκυράδες, αι γειτόνισσαι, είχε σιμά εις τα βαρέλια και τας φιάλας, προς επίδειξιν μάλλον, ολίγον σάπωνα, κόλλαν, ορύζιον και ζάχαριν, είχε δε και μύλον, δια να κόπτη καφέν. Αλλ’ έβλεπέ τις, πρωί και βράδυ, να εξέρχωνται ατημέλητοι και μισοκτενισμένοι γυναίκες, φέρουσαι την μίαν χε...

Ο Δεκέμβρης του 1903- ΚωνσταντίνοςΚαβάφης

  Κι αν για τον έρωτά μου δεν μπορώ να πω — αν δεν μιλώ για τα μαλλιά σου, για τα χείλη,  για τα μάτια· όμως το πρόσωπό σου που κρατώ μες στην ψυχή μου, ο ήχος της φωνής σου που κρατώ μες στο μυαλό μου, 5 οι μέρες του Σεπτέμβρη που ανατέλλουν  στα όνειρά μου, τες λέξεις και τες φράσεις μου πλάττουν και χρωματίζουν εις όποιο θέμα κι αν περνώ, όποιαν ιδέα κι αν λέγω. [ 1904 ]