Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Απολύομαι και τρελαίνομαι(Συγγραφέας:Χριστόφορος Κάσδαγλης)-Εκδόσεις Καστανιώτης

  Ξεκίνησα απ’ τη ΒΑΒΕΛ, πήγα στο ΠΑΡΑ ΠΕΝΤΕ, διάβασα Χρήστο Καστανά και βγήκα γιώτα-πέντε. Ανέκδοτο τετράστιχο του Λουκιανού Κηλαηδόνη ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ Στέκομαι στην Πύλη να πω δυο τελευταίες κουβέντες στον αλφαμίτη. Σαν καρεδάκια παλιομοδίτικου φιλμ περνάνε σε μια στιγμή απ’ το μυαλό μου η Κόρινθος, η Θήβα, η Βέροια, το Μεγάλο Πεύκο. Η ταινία δεν είναι έγχρωμη. Δεν είναι καν ασπρόμαυρη. Πράσινα και χακί χρώματα σε μαύρο φόντο. Ο φαιοπράσινος εφιάλτης τελειώνει. Σφίγγω στην τσέπη με εμπιστοσύνη την αστυνομική ταυτότητα και το απολυτήριο. Φανταστείτε το σε βυσσινί χρώμα με ροζ ανταύγειες, μοβ πουά και έξαλλες φωτογραφίες. Κάνω δυο εναέριες τούμπες και αφήνω το στρατόπεδο πίσω μου. ΑΠΟΛΥΟΜΑΙ ΚΑΙ ΤΡΕΛΑΙΝΟΜΑΙ. Το όνομά μου είναι Χρήστος Καστανάς. Μερικοί με φωνάζουν Χριστόφορο Κάσδαγλη. Όλοι όμως το ξέρουν, πως είμαι πια ένας πολίτης.

Η μάνα μου αύριο - Αντώνης Φωστιέρης

  Μήνες και χρόνια Χρόνια πια συνήθισα Καθώς σε βλέπω εδώ μπροστά μου να φαντάζομαι Πώς θα ’ναι άραγε όταν αύριο Πάψω στ’ αλήθεια να σε βλέπω. Και συνήθισα Να ζω το σήμερα σα θύμηση του άλλοτε Με νοσταλγία παρόντος, τέλεια φθίνοντος, Αφού όσο μέλλον σου απομένει Όχι αργότερα Ήδη από τώρα λάμπει αθέατα Παρελθόν. Έτσι συνήθισα Καθώς περνάς από δωμάτιο σε δωμάτιο Και σκουντουφλάς και συγυρίζεις μες στα μαύρα σου Να ’σαι η σκιά που στην ανάμνηση μειλίχια Ίδια η φωνή σου χαμηλή κι όταν με μάλωνε Ποιος θα ξεχάσει το καρφί του ποιος το χάδι του Ώσπου γερόντιο ρουφηγμένο κι αφτιασίδωτο Μούμια μωρού να ολολύζει Απ’ τις φασκιές. Με αυτοσχέδιες ασκήσεις πια συνήθισα Να κλαίω για σένα ζωντανή κι ότι αναχώρησες Όμως μετά τί φωταψίες αναστάσεως Καθώς σε βλέπω εδώ μπροστά μου και φαντάζομαι Πως απ’ το αύριο γυρνάς γιατί μ’ αγάπησες Γιατί σ’ αγάπησα κι εγώ, κι αυτό το αύριο Θα περιμένει λίγο ακόμη – αυτό που αύριο Καθώς σε βλέπω εδώ μπροστά μου και φαντάζομαι Θα λάμψει γύρω σου απροκάλυπτα Παρόν.

Ίταλο Καλβίνο Μανιτάρια στην πόλη

  Μια μέρα, στη στενή πρασιά ενός δρόμου της πόλης, έπεσε, ποιος ξέρει από πού, μια ριπή σπορίων και φύτρωσαν μανιτάρια. Κανείς δεν τα πρόσεξε, εκτός από τον  αχθοφόρο  Μαρκοβάλντο που κάθε πρωί έπαιρνε αποκεί το τραμ. Τα μάτια αυτού του Μαρκοβάλντο ήταν άμαθα στη ζωή της πόλης: πινακίδες, σηματοδότες, βιτρίνες, φωτεινές επιγραφές, αφίσες, όσο κι αν ήταν μελετημένες να τραβήξουν την προσοχή, ποτέ δεν προσείλκυαν το βλέμμα του που γλιστρούσε πάνω τους, όπως στην άμμο της ερήμου. Κι από την άλλη, ένα φύλλο που κιτρίνιζε σ’ ένα κλαδί, ένα φτερό που είχε μπλεχτεί στα κεραμίδια δεν του ξέφευγαν ποτέ: δεν υπήρχε αλογόμυγα σε άλογο, τρύπα από σαράκι σε τραπέζι, φλούδα σύκου πατημένη στο πεζοδρόμιο, που να μην τραβήξει την προσοχή του Μαρκοβάλντο και να μη γίνει αντικείμενο στοχασμών, καθώς του αποκάλυπτε τις αλλαγές των εποχών, τους πόθους της ψυχής και τις αθλιότητες της ύπαρξής του. Έτσι, ένα πρωί, ενώ περίμενε το τραμ που θα τον πήγαινε στην εταιρεία Svav, όπου εργαζόταν σαν ...

Άνθρωποι και δελφίνια- Αντώνης Σουρούνης

            Το αφήγημα προέρχεται από το βιβλίο  Κυριακάτικες ιστορίες  (2002) του Αντώνη Σουρούνη. O συγγραφέας εκκινεί από τη θλιβερή φωτογραφία που είδε στην εφημερίδα και απεικόνιζε δύο πεθαμένα και παραπεταμένα δελφίνια σε παραλία της Χαλκιδικής. Το δυσάρεστο αυτό συμβάν προβληματίζει γενικότερα το συγγραφέα για την ανθρώπινη αδιαφορία και την κακομεταχείριση των έξυπνων και φιλικών δελφινιών. Α υτό που παθαίνω με τα δελφίνια δεν το παθαίνω ούτε με τους ανθρώπους. Όσα και να 'χω δει στη ζωή μου χαράχτηκαν ανεξίτηλα στη μνήμη μου. Άσχετα αν τα είδα στην πραγματικότητα, στη μικρή ή μεγάλη οθόνη ή φωτογραφημένα σε εφημερίδες και περιοδικά. Δεν ξέρω πώς γίνεται αυτό. Η αλήθεια είναι ότι τ' αγαπάω. Κι άλλα ζώα όμως αγαπάω και τα 'χω ξεχάσει. Υπάρχουν μάλιστα και ορισμένα που ζήσαμε μαζί και τα ξέχασα. Όλ' αυτά τα δελφίνια που προανέφερα, ζωντανά, φωτογραφημένα, κινηματογραφημένα, εκτοπίστηκαν εδώ και κάμποσο καιρό από ένα νεκρό...

Καπιταλισμός. Η κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας (απόσπασμα) -Βασίλης Ραφαηλίδης

 ... Εδώ που τα λέμε, πάντως, και ο Παράδεισος και η Κόλαση είναι εδώ στη Γη. Ο καπιταλισμός το αντιλήφθηκε πολύ καλά αυτό. Βέβαια, άφησε την ηθική να δουλεύει υπέρ του ουρανίου Παραδείσου, αλλά αυτό το έκανε μόνο και μόνο για να μην αρχίσουν να ψάχνουν όλοι τον Παράδεισο στη Γη, σε μια εποχή που τα αγαθά είναι ακόμα λιγοστά, και συνεπώς ο παράδεισος της ευημερίας δεν μας χωράει όλους. Πάντως, για πρώτη φορά με τον καπιταλισμό, και χάρη στη σωτήρια ανηθικότητά του (το λέω χωρίς ίχνος ειρωνείας) έγινε αντιληπτό από τον άνθρωπο πως ο Παράδεισος είναι δυνατό να υπάρξει σ ’ αυτή τη Γη. Αφού ήδη υπάρχει για πολύ περισσότερους, απ’ όσους την εποχή της φεουδαρχίας, ή της δουλοκτησίας, σημαίνει πως μπορεί να διευρυνθεί κι άλλο. Ακριβώς αυτή τη διεύρυνση επιχειρεί ο σοσιαλισμός. Πατώντας σταθερά στη ματοβαμμένη ιστορία του καπιταλισμού. Που αν δεν ήταν βάρβαρος, που αν ήταν υπέρ το δέον ηθικός, ούτε λόγος για σοσιαλισμό. Γιατί το σοσιαλισμό τον προετοιμάζει ο καπιταλισμός. Θέλω να πω πως ο ...

Απόγευμα (Ντίνος Χριστιανόπουλος)

  Ήταν ωραίο εκείνο το απόγευμα με την ατελείωτη συζήτηση στο πεζοδρόμιο. Τα πουλιά κελαηδούσαν, οι άνθρωποι πέρναγαν, τ’ αυτοκίνητα τρέχανε. Στο απέναντι παράθυρο το ράδιο έπαιζε ρεμπέτικα και το κορίτσι του διπλανού μας τραγούδαγε το ντέρτι του. Φυλλοροούσε η ακακία κι ευωδίαζε το γιασεμί και μες στην Τάπια τα παιδιά παίζαν κρυφτούλι και τα κορίτσια γύρναγαν σκοινί— παίζαν στην Τάπια και δεν ξέραν απο θάνατο, παίζαν στην Τάπια και δεν ξέραν απο τύψη, κι εγώ τους αγάπησα πολύ τους ανθρώπους εκείνο το απόγευμα, δεν ξέρω γιατί, πολύ τους αγάπησα, σαν ένας μελλοθάνατος.

Αντώνης Φωστιέρης- «Η Αράχνη»

  Η Αράχνη - Νικόλαος Γύζης Καθόμουν ώρες μες στην πλήξη μου και χάζευα Όπως το κάνουν όλοι αυτοί που κουραστήκανε Από τα τόσα που ελπίζουν ότι ζήσανε Στο χλιαρό κενό τού να μη σκέφτομαι καθόμουνα Παρατηρώντας μιαν αράχνη που αιωρείτο. Εκείνη κάτι θα σκεφτότανε φαντάζομαι Γιατί όλο ανέβαινε το σιχαμένο ιστό της Έμενε ακίνητη συσπώντας τις κεραίες κι έπειτα Ακάθεκτη ορμούσε στο κενό. Μύγα ή ζωύφιο δεν πέρασε, όσο είδα. Όμως η θήρα προχωρούσε δίχως θήραμα Με τη σοφία εκείνου που γνωρίζει πως το ανύπαρκτο Θέλει δραστήρια τέχνη να το αδράξεις. Σοφία ωραία λιλιπούτειου τέρατος Που σε κλωστούλα σάλιου παραμόνευε Να παγιδέψει το άπιαστο Και με χαψιές μεγάλες τέλος καταβρόχθισε Τις ώρες μου, την πλήξη, το κενό. Φωστιέρης, Α. (2000). Η σκέψη ανήκει στο πένθος, Αθήνα: Καστανιώτης