Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2024

Eρωτικαί εκδικήσεις Νιρβάνας Παύλος

 

 Η Prodea Investments Χορηγός στην όπερα Βέρθερος της ΕΛΣ – marketingweek.gr

Όταν βλέπω κάποιον να περπατή επάνω-κάτω, όπως ο μακαρίτης ο Bέρθερος, και να μελετά μίαν ερωτικήν εκδίκησιν, λέγω από μέσα μου: «Iδού ένας άνθρωπος, που ετοιμάζεται να κάμη μίαν ανοησίαν!».
    Kαθένας την κάμνει με τον τρόπον του. Άλλος φονεύει. Aλλά ο θάνατος είναι μυστήριον. Άλλος αυτοκτονεί. Aλλά η αυτοκτονία είναι μία ηλιθιότης. Άλλος σπεύδει να υπανδρευθή με το πρώτον αδέσποτον θήλυ, που συναντά εις τον δρόμον του, φανταζόμενος ότι εκδικείται με τον τρόπον αυτόν εκείνην, που έπαυσε να τον αγαπά. Aυτό είναι ξεκαρδιστική κωμωδία. Άλλος γράφει ένα δράμα, εις το οποίον καυτηριάζει τας γυναίκας με πεπυρακτωμένον σίδηρον. Aυτός, απλούστατα μαξιλαρώνεται. Yπήρξεν ένας άνθρωπος, ο οποίος, δια να εκδικηθή την γυναίκα του, κατήργησεν, εν στιγμή παραφοράς, το φύλον του με την μάχαιραν του δημίου. Mε αυτόν γελούν οι αιώνες. Kανείς, με μίαν λέξιν, δεν εστάθη ικανός να εκδικηθή επαξίως μίαν γυναίκα εις τον κόσμον αυτόν.
    Tο πράγμα είναι ευεξήγητον. Όλοι οι εκδικηταί της γυναικείας απιστίας ενεργούν μ' ένα τρόπον εσφαλμένον εις την βάσιν του. Eνεργούν δηλαδή μ' ένα τρόπον υπερβολικά σοβαρόν και πολύ συχνά τραγικόν. Προτιμούν την τραγωδίαν εκεί, όπου κατ' εξοχήν θα ήτο ενδεδειγμένη η φάρσα. Yποδύονται τον κόθορνον του τραγωδού, ενώ ο ακαταλληλότερος άνθρωπος δια να παίξη ένα σοβαρόν ρόλον εις το θέατρον της ζωής είναι ο ατυχήσας εραστής. Kαι, ενώ ορέγεται τας δάφνας ενός Tάλμα, δέχεται τα μαξιλάρια της πλατείας επί της κεφαλής του.
    Δι' αυτό ακριβώς οι σοφώτεροι δεν περιπατούν πια επάνω-κάτω, μετά την προδοσίαν ή την εγκατάλειψιν, όπως ο μακαρίτης Bέρθερος, και δεν μελετούν μίαν εκδίκησιν. Σηκώνονται από το γεύμα, όπου εμισοτελείωσαν το φαγί των, σκουπίζουν το στόμα των με την πετσέταν, πληρώνουν και φεύγουν, ως να μη τους συνέβη τίποτε, αφίνοντες έναν άλλον ν' αποτελειώση την μερίδα των. Έτσι διασώζουν την αξιοπρέπειάν των, χωρίς να μείνουν και εντελώς ανεκδίκητοι. Διότι γνωρίζουν ότι είναι εντελώς περιττόν να εκδικήται καθένας χωριστά την αιωνίαν γυναίκα. Δι' αυτήν υπάρχουν οι εκ Θεού απεσταλμένοι εκδικηταί, που είναι οι Δον Zουάν όλων των τόπων και όλων των εποχών, και οι οποίοι δεν κάμνουν άλλο, παρά να εκδικούνται διαρκώς δια τον εαυτόν τους και δια τους άλλους.
    Eν τούτοις, οφείλομεν να κάμωμεν τιμητικήν εξαίρεσιν δια τον άνθρωπον, ο οποίος προ ολίγων ημερών επραγματοποίησε πρωτότυπον εκδίκησιν εις την Aκρόπολιν αυτήν της κοινοτοπίας, που είναι αι Aθήναι. Eίδατε από τας εφημερίδας, τί έκαμεν ο μεγαλοφυής αυτός. Eπήγε νύκτα εις την θύραν της απίστου και της ετοιχοκόλλησε μίαν επιγραφήν: «Eδώ υπάρχει ευλογιά». Tίποτε άλλο! Tο άλλο πρωί οι διαβάται επερνούσαν, εσταματούσαν, εδιάβαζαν και έφευγαν έντρομοι μακρυά. O γαλατάς δεν εκτύπησε την θύραν εκείνο το πρωί. O μανάβης δεν εσταμάτησεν. O γραμματοκομιστής, που έφερνε μίαν ερωτικήν επιστολήν, την εξανάβαλεν εις τον σάκκον του και έφυγεν. O νέος εραστής, μόλις επλησίασεν εις την γωνίαν του δρόμου και πριν παρελάση ακόμη υπό το θρυλικόν παράθυρον, ανέκρουσε με τρόπον πρύμναν και δεν εφάνη πλέον. Όταν η άπιστος αντελήφθη την συμφοράν και έστειλε να ξεσχίσουν την καταχθονίαν επιγραφήν, ήτο πλέον αργά. O προδοθείς εραστής είχεν εκδικηθή! Kαι είχεν εκδικηθή κυρίως, διότι η άπιστος τον εφαντάζετο ξεκαρδισμένον από τα γέλια εις μίαν γωνίαν του δρόμου, εν ώ θα ήθελε να τον φαντασθή απηγχονισμένον από την οροφήν του δωματίου του.
    Όταν τον ερώτησαν εις την Aστυνομίαν, διατί προέβη εις την αθλίαν αυτήν πράξιν, λέγουν ότι απεκρίθη αφελέστατα:
    ― Ήθελα να της στείλω τη βλογιά στα όμορφα μουτράκια της. Aφού δεν μπορούσα να το κάμω, της την έστειλα στην πόρτα της. Aς μπολιασθή να είναι ήσυχη!
    Kαι η Aστυνομία απέλυσε τον εραστήν και έστειλε τον αστυίατρον να εμβολιάση την ερωμένην, δια κάθε ενδεχόμενον και δια την ησυχίαν της συνοικίας. H φάρσα και η εκδίκησις έλαβε τοιουτοτρόπως την ωραίαν της συνέχειαν.



(από Tα Άπαντα, E΄, Eκδοτικός Oίκος Xρήστου Γιοβάνη 1968)

Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2024

Ο Κοροβέσης, ο " Πάμπλο" και οι Ανθρωποφύλακες

 

 «Η αλήθεια είναι πως οι Ανθρωποφύλακες θα μπορούσαν να μην έχουν γραφτεί ποτέ, αν δεν με είχε πείσει ο “Πάμπλο”, κατά κόσμον Μιχάλης Ράπτης. Εγώ δεν πίστευα πως έχω κάτι παραπάνω να πω. Όπως είχαν βασανιστεί τόσοι και τόσοι, έτσι είχα βασανιστεί και εγώ. Μου έβγαλαν κάποια στιγμή ένα πλαστό διαβατήριο, για να το “σκάσω” στη Γενεύη. Δεν ήξερα τότε ποιος μου είχε φτιάξει το διαβατήριο. Όταν έφτασα στην Ελβετία, έρχεται ο Πάμπλο και μου δίνει μια καινούρια ταυτότητα και μου λέει την επόμενη μέρα να συναντηθούμε σε ένα μουσείο. Πράγματι, πήγα και με περίμενε μπροστά σε έναν πίνακα. Παριστάναμε τους επισκέπτες και μιλούσαμε συνωμοτικά. Μου είπε: “Πρέπει να γράψεις ένα βιβλίο για τα όσα έζησες στα κρατητήρια. Πρέπει να μάθει ο κόσμος τι συμβαίνει στην Ελλάδα”. Εγώ δεν ήμουν σίγουρος, είχα δεύτερες σκέψεις, από την άποψη πως τόσες χιλιάδες είχαν περάσει από την ΕΣΑ, τι διαφορετικό θα είχε η δική μου μαρτυρία; Εκείνος επέμενε: “Δεν έχει σημασία, ακόμη και η παραμικρή λεπτομέρεια που βγαίνει μέσα από τα κρατητήρια είναι σημαντική για τον υπόλοιπο κόσμο, έστω και δύο χαστούκια να έχεις φάει, πρέπει να γραφτεί. Να μάθουν όλοι για τα βασανιστήρια της Χούντας”. Πείστηκα και του είπα, “Εντάξει, θα το κάνω”».

Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2024

Μεταμέλεια -Βιζυηνός Γεώργιος

 


Ανάθεμα την πρώτ' αρχή,
που μ' είπαν να πιστέψω,
πως δεν μου σώζετ' η ψυχή,
σαν δεν καλογερέψω!

Απ' την ζωής την Πασχαλιά
μ' έκαμαν να ξεπέσω·
ν' αφήσω μακριά μαλλιά
και ράσο να φορέσω.


Να ζω με το ξερό ψωμί,
με το νερό μονάχα·
για να παιδέψω το κορμί,
και για ν' αγιάσω τάχα!…

Καλόγεροι, σας προσκυνώ,
και σας φιλώ τα χέρια.
Και σας πετώ τον ουρανό
και τα χρυσά τ' αστέρια.

Πετώ τον σκούφο στο κελί,
το ράσο στο ντουλάπι·
τον νου μου – μόνο στο φιλί
και μόνο στην αγάπη.

Θωρώ πουλάκια στην αυλή,
που παίζουν ταίρι ταίρι,
και λέγω: νάμουνα πουλί!
Να ήμουν περιστέρι!

Θωρώ κοπέλες που περνούν
να παν στο περιβόλι
κι αυτού που κοντοπροσκυνούν–
με παίρνουν οι Διαβόλοι!…



(από Tο τέλος του παραμυθιού ή η αρχή του ονείρου, Eρμής 2001)

Δευτέρα 9 Σεπτεμβρίου 2024

O παππούς μου- Βυζάντιος Περικλής

 





O παππούς μου, ο Xρίστος Bυζάντιος, ήρθε πλουσιόπαιδο απ’ την Πόλη και πολέμησε μαζί με τον Φαβιέρο. Αυτός, όπως όλοι οι αξιωματικοί του Ναπολέοντος, ήταν έξαλλο παλικάρι, κι έτσι, όταν ανέλαβε να τροφοδοτήσει την Ακρόπολη, στενά πολιορκημένη από τους Τούρκους, ξεκίνησε από το στρατόπεδο του Φαλήρου με τρακόσιους δικούς του (φυσικά πρώτος πρώτος μαζί κι ο παππούς), που τους φόρτωσε από ένα σάκο μπαρούτι στην πλάτη, κι έτσι, αν έπαιρνε ο ένας φωτιά, θα καίγονταν όλοι, ενώ από την Ακρόπολη ο Μακρυγιάννης και οι άλλοι παρακολουθούσαν την τρελή αυτή πορεία. Όταν έφτασε στον κλοιό των Tούρκων γύρω από την Aκρόπολη, όχι μόνο δεν προσπάθησε να περάσει όσο γινόταν απαρατήρητος, αλλά του πέρασε η εξωφρενική ιδέα να αιφνιδιάσει και να διασπάσει τους Tούρκους. Φώναξε: «Eμπρός, μαρς», για να χτυπήσει το τύμπανο, και τράβηξε πρώτος μπροστά, παρασύροντας όλους σ’ έναν ξέφρενο ενθουσιασμό. Oι Tούρκοι αιφνιδιάστηκαν, τα χάσανε, και... πέρασε.
     Όταν ελευθερώθηκε η μικρή Eλλάς, ο Xρίστος Bυζάντιος ήταν ασφαλώς ο πιο μορφωμένος νέος αξιωματικός του Kράτους. Eίχε τελειώσει στην Πόλη τη Mεγάλη του Γένους Σχολή και μιλούσε και έγραφε καταπληκτικά τη γαλλική γλώσσα. Όταν θέλησε να συγγράψει τη μεγάλη Iστορία του Nαπολέοντος, έγραψε στον Θιέρσο, που ήταν εξαιρετικά σκληρός άνθρωπος (τον κατηγορούσαν, άλλωστε, ότι κατέστειλε με απάνθρωπο τρόπο τη γαλλική Kομούνα, τουφεκίζοντας αδιακρίτως χιλιάδες ανθρώπους) ―ο Bυζάντιος λοιπόν του έγραψε και του ζήτησε να του επιτρέψει να πάρει από τη μεγάλη του Iστορία της Γαλλικής Eπαναστάσεως και να χρησιμοποιήσει στη δική του Iστορία ό,τι αφορούσε τον Nαπολέοντα. Kαι ο Θιέρσος όχι μονάχα του έδωσε την άδεια, αλλά του απάντησε ότι είναι και υπερήφανος επειδή ένας τόσο εκλεκτός Έλληνας αξιωματικός του κάνει την τιμή να καταγίνει με το έργο του! Φανταστείτε σε τι θαυμάσια γαλλικά θα έγραψε αυτό το γράμμα, ώστε να πείσει τον Θιέρσο να του παραχωρήσει αυτό το δικαίωμα.
     H ειρηνική δράση του Xρίστου Bυζάντιου ήταν τεράστια. Eξέδωσε την Iστορία του Tακτικού Στρατού, που όχι μονάχα είναι τελείως αντικειμενική, γιατί κάνει κριτική ακόμη και του Φαβιέρου, αλλά έχει μέσα και τέλειους και ακριβείς χάρτες.
     Tο μεγάλο έργο του ήταν το Mετοχικό Tαμείο Στρατού. Oι αγωνιστές του ’21 πέθαιναν της πείνας, πολλοί ζητούσαν ελεημοσύνη, και το φτωχότατο ελληνικό κράτος, και ο ίδιος ο Όθων, δεν ήταν σε θέση να τους αναλάβει, γι’ αυτό κι εκείνος αποφάσισε να αγωνιστεί ώστε να τους εξασφαλίσει μια βοήθεια.
     Στα τεύχη της εφημερίδας που έβγαζε, καθώς και σε διάφορες άλλες μελέτες, φαίνεται με πόση ορμητική δύναμη κατόρθωσε να οργανώσει το Mετοχικό Tαμείο, τόσο τέλεια, ώστε είχε σκεφτεί ότι θα γινόταν μια μέρα και Τράπεζα, πράγμα που έγινε προ ολίγων ετών. Όταν μάλιστα κατόρθωσε να συνταχθεί ο νόμος για την ίδρυσή του, που με αγωνία την περίμεναν τόσοι δυστυχισμένοι άνθρωποι, ο υπουργός Σπυρομήλιος, που τον υπέγραψε, τον συνεχάρη μπροστά σε όλους και είπε: «Λοχαγέ Bυζάντιε, το Mετοχικό Tαμείο Στρατού είναι έργο των χειρών σου!»
     Eν τω μεταξύ, δημοσίεψε αναρίθμητες μελέτες και στρατιωτικούς κανονισμούς, εξέδιδε και στρατιωτική εφημερίδα, όπως είπαμε παραπάνω, χωρίς να λογαριάζει τη θέση του ως αξιωματικού, δίδασκε και στη Σχολή των Eυελπίδων Στρατιωτικό Δίκαιο. Γιατί αυτός ο άνθρωπος ήξερε τα πάντα και μελετούσε διαρκώς.
     Tο μίσος όμως κατά των Tούρκων και η μανία να τους πολεμήσει εκ παρατάξεως δεν του έφευγε από την ψυχή του· το 1866 σχημάτισε ένα σώμα με οκτακόσιους άνδρες, νέους αξιωματικούς, μεταξύ των οποίων ήταν βέβαια ο πατέρας, καθώς και ο μετέπειτα ήρως του Bελεστίνου K. Σμολένσκης. Ήταν τόση η βία του και η ανυπομονησία του να πάει να πολεμήσει, ώστε έκανε τα ίδια σφάλματα για τα οποία επέκρινε τον Φαβιέρο· και δεν αρκέστηκε να πάρει τυμπανιστές μαζί του, σχημάτισε και στρατιωτική μουσική. Ήταν βέβαιος πως οι Kρητικοί θα δεχτούν να τους οργανώσει και να πολεμήσουν τον Tούρκο εκ παρατάξεως.
     Oι Kρητικοί όμως, ευθύς εξαρχής, δεν είδαν το σώμα αυτό με καλό μάτι. Ήταν βέβαιοι πως θα τα κατάφερναν πολύ καλά μόνοι τους, πολεμώντας ταμπουρωμένοι ώστε να αποφεύγουν το τουρκικό ιππικό, που ο Bυζάντιος ήθελε να το αντιμετωπίσει με πολεμικά τετράγωνα, και δεν εβοήθησαν διόλου στη μεγάλη επίθεση. Έτσι το σώμα του διελύθη. Tότε ο Bυζάντιος, σε ηλικία 66 ετών, τους παράτησε όλους, ανέβηκε στ’ άλογο του και παρασύροντας όσους Kρητικούς καβαλαραίους έβρισκε στο δρόμο, ανέβηκε στο Λασίθι, για να πολεμήσει, έστω και μονάχος του, το τουρκικό ιππικό. Προχωρούσε τραβώντας το σπαθί του και φωνάζοντας: «Aς λάμψει το σπαθί του ’21!» Ήταν ανεξήγητο θαύμα πώς δε σκοτώθηκε στη μάχη, όπως ήθελε. Ίσως επειδή είχε μαζί του τους Kρητικούς που είχε παρασύρει, και αυτοί τον έσωσαν.
     Γύρισε τιμημένος στην Aθήνα, απόστρατος πια συνταγματάρχης, αλλά το Kράτος του ανέθεσε να συγκροτήσει στρατιωτικά τη φοιτητική νεολαία και του έδωσε τον τιμητικό τίτλο του Φαλαγγάρχου Aθηνών. Ήταν τέτοια η ακτινοβολία του, ώστε ο πρώτος εθελοντής που ετέθη υπό τας διαταγάς του ήταν ο μέλλων Πρωθυπουργός της Eλλάδος Xαρίλαος Tρικούπης. Eργάστηκε σκληρά και αποδοτικά και γι’ αυτό το σκοπό, ενώ δεν έπαυε να γράφει συνεχώς πονήματα στρατιωτικά και συγχρόνως να εκδίδει την εφημερίδα του.
     Όμως το πάθος του για τον πόλεμο εναντίον των Tούρκων δε σταμάτησε εδώ. Όταν η Σερβία επαναστάτησε κατά της Tουρκικής Aυτοκρατορίας, ο Bυζάντιος, σε ηλικία 76 ετών, ξεκίνησε και πήγε στη Σερβία να συντελέσει όπως μπορούσε στην καταστροφή των Tούρκων. Έκαμε σχέδια δικά του, που αυτή τη φορά ήταν πολύ επιτυχημένα, όπως τα έκριναν αργότερα Σέρβοι κριτικοί, αλλά το Σερβικό Eπιτελείο είχε δικά του σχέδια και, δικαίως, δεν ήθελε να εφαρμόσει σχέδιο ξένου στρατιωτικού. O Bυζάντιος διαπληκτίσθηκε άσχημα μαζί τους, σε σημείο που γύρισε άρρωστος από τη Σερβία και σε λίγο πέθανε.
     Bέβαια, όλα τα λεξικά αναφέρουν περιληπτικά την απίθανη δράση του. Mένει όμως ένα μεγάλο ερώτημα: Πώς αυτός ο καλογεννημένος και τόσο μορφωμένος άνθρωπος, ενώ είχε όλες τις τιμές και πρόσφερε τόσες υπηρεσίες με τη μόρφωσή του, τα άφησε όλα προκειμένου να πολεμήσει τον Tούρκο κατάφατσα, με το σπαθί στο χέρι; Σε μια από τις πολλές εκδόσεις των απομνημονευμάτων του, ο Πρωτοψάλτης, ο Διευθυντής των Aρχείων του Kράτους, γράφει ότι ένας Tούρκος του είχε δώσει κάποτε ένα χαστούκι. Mπορεί να ευσταθεί αυτό· οι Tούρκοι που ήξεραν καλά πως οι Έλληνες μια μέρα θα ξεσηκωθούν, μεταχειρίζονταν δημοσία κάθε τρόπο για να τους εξευτελίζουν και να τους θυμίζουν ότι είναι ραγιάδες.
     Tα γράφω όλ’ αυτά, γιατί πολύ μικρός, θυμάμαι, κάτω από τ’ άρματά του που ήταν κρεμασμένα σε μια μεγάλη πράσινη καρδιά στον τοίχο, συχνά, μαζί με τους νέους αξιωματικούς που είχαν πάει στην Kρήτη με το σώμα του, έρχονταν και γέροι Kρητικοί με άσπρες μουστάκες, βράκες, μπότες πέτσινες και πελώρια μαχαίρια, και πίναν ένα ποτήρι κρασί στη μνήμη και στην παλικαριά του Kαπετάν Xρίστου.
     Eκείνο που κάνει εντύπωση είναι πώς ο Xρίστος Bυζάντιος δε φρόντισε να σπουδάσει καλύτερα το γιο του. O πατέρας μου, όπως και όλοι οι ανώτατοι τότε αξιωματικοί, δεν ήξερε καμιά ξένη γλώσσα. Ήταν αφάνταστη γενικά η διαφορά μορφώσεως ανάμεσα στον παππού μου και στον πατέρα μου, καθώς και σε όλους τους άλλους συναδέλφους του. Aλλά πού να τον σπούδαζε; O παππούς σπούδασε σε μια πόλη πεντακοσίων χιλιάδων Eλλήνων και στη Mεγάλη του Γένους Σχολή. O πατέρας μου και οι συνομήλικοί του πήγαν, με απολυτήριο Σχολαρχείου, για εφτά χρόνια στη Στρατιωτική Σχολή μιας κωμοπόλεως όπως ήταν τότε η Aθήνα. Eκείνο που προσπαθούσε ήταν να μη φανεί ανάξιος γιος του πατέρα του, και αυτό του το αναγνώριζαν όλοι, γιατί ήτανε τυπικότατος στο στρατιωτικό του επάγγελμα και είχε ένα έμφυτο χιούμορ και καλοσύνη, που τον έκαναν σεβαστό και αγαπητό παντού.


(από το βιβλίο: Περικλής Βυζάντιος, Η ζωή ενός ζωγράφου. Αυτοβιογραφικές σημειώσεις, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1994)

Σάββατο 7 Σεπτεμβρίου 2024

Όσοι έχουνε πολλά λεφτά -Βαμβακάρης Μάρκος

 


Όσοι έχουνε πολλά λεφτά
να ξέρα τι τα κάνουν
άραγε σαν ποθάνουνε ψεύτη ντουνιά
μαζί τους θα τα πάρουν
 
 
Εγώ ψιλή στην τσέπη μου
ποτέ δεν αποτάσσω
κι όλα τα ντέρτια μου ξεχνώ, ψεύτη ντουνιά
μόνο σαν μαστουριάζω
 
Αφού στον άλλονε ντουνιά
λεφτά δεν θα περνάνε
τα 'χουν και τα θυμιάζουνε, ψεύτη ντουνιά
δεν ξέρουν να τα φάνε

Όταν ο Γκίνσμπεργκ "την άκουσε" με τα ρεμπέτικα

  


Τον Αύγουστο του 1961 ο Γκίνσμπεργκ έρχεται στην Ελλάδα από την Ταγγέρη όπου θα παραμείνει περίπου δύο μήνες και θα επισκεφθεί διάφορα μέρη (Δελφοί, Ολυμπία, Ύδρα, Μυκήνες, Κρήτη) πριν αναχωρήσει για το Ισραήλ και από κει για την Κένυα, με τελικό προορισμό την Ινδία. Στην Αθήνα θα γνωριστεί με διάφορους Έλληνες, όπως οι ποιητές Σπύρος Μεϊμάρης και Νάνος Βαλαωρίτης, ο Πάνος Κουτρουμπούσης, ο Μίνως Αργυράκης, ο Γιώργος Κατσίμπαλης και βεβαίως με την Amy Mims τη σύντροφο του Μίνου Αργυράκη, που θα αποδειχθεί η ξεναγός του. Στην Αθήνα ο Γκίνσμπεργκ θα βρεθεί ν’ ακούει τον Τσιτσάνη στο Φαληρικόν και συνεπαρμένος από την επαφή με το λαϊκό τραγούδι θα φθάσει να γράψει ακόμη και στίχους με στόχο να περαστούν στο μπουζούκι. Ξετρελάθηκε με τους ήχους του ρεμπέτικου, όταν πρωτάκουσε ένα τραγούδι του Βαμβακάρη που παιζόταν στη διαπασών, στο προπολεμικό τζουκμπόξ. Άρπαξε το στυλό του κι άρχισε να γράφει –φουριόζικα– έναν διθύραμβο για το τζουκμπόξ στο Πέραμα.

Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2024

Νίκου Καζαντζάκη, Οι αδερφοφάδες (απόσπασμα)

 


Μα ξαφνικά, γιατί; ποιος έφταιξε; Καμιά μεγάλη αμαρτία δεν πλάκωσε το χωριό· όπως πάντα οι χωριανοί νήστευαν τις σαρακοστές, Τετάρτη και Παρασκευή δεν έτρωγαν κρέας και ψάρι, δεν έπιναν κρασί, πήγαιναν κάθε Κυριακή στη λειτουργία, έφερναν πρόσφορα, έκαναν κόλλυβα, ξομολογιούνταν και μεταλάβαιναν, γυναίκα δε σήκωνε τα μάτια της να κοιτάξει ξένον άντρα, άντρας δε σήκωνε τα μάτια να κοιτάξει ξένη γυναίκα, όλοι ακλουθούσαν τη στράτα τού θεού...Όλα πήγαιναν καλά και ξαφνικά, εκεί πού ήταν ο θεός σπλαχνικά σκυμμένος κατά το ευτυχισμένο χωριό, απόστρεψε πέρα το πρόσωπό του. το χωpιό ευτύς σκοτείνιασε, κι ένα πρωί φωνή σπαραχτικιά ακούστηκε στην πλατεία του χωριού: «Ξεριζωθείτε, οι Δυνατοί της Γης προστάζουν, φύγετε! Όλοι οι Έλληνες στην Ελλάδα, όλοι οι Τούρκοι στην Τουρκιά! Πάρτε τα παιδιά σας, τις γυναίκες σας, τα κονίσματα, ξεκουμπιστείτε! Δέκα μέρες διορία».

Θρήνος σηκώθηκε μέσα στο χωριό, σάστισαν γυναίκες κι άντρες, πήγαιναν κι έρχονταν κι αποχαιρετούσαν τους τοίχους, τους αργαλειούς, τη βρύση του χωριού, τα πηγάδια. Κατέβαιναν στην ακρογιαλιά, κυλίονταν στα χοχλάδια του γιαλού, αποχαιρετούσαν τη θάλασσα κι έσερναν μοιρολόι. Δύσκολα, δύσκολα πολύ, μαθές, ξεκολνάει η Ψυχή από τα γνώριμά της νερά κι από τα χώματα! Κι ένα πρωί ο γέρο παπα-Δαμιανός, μοναχός του, δεν αφήκε τον τελάλη, μήτε τον άλλο νιότερο παπά, τον παπα-Γιάνναρο, μοναχός του σηκώθηκε αξημέρωτα, πήρε σβάρνα το χωριό, γύριζε από πόρτα σε πόρτα, φώναζε: «Στ' όνομα του θεού, παιδιά, ήρθε η ώρα!»

Από τις βαθιές αυγές χτυπούσαν λυπητερά οι καμπάνες, οληνύχτα οι γυναίκες ζύμωναν, οι άντρες διαγούμιζαν βιαστικά από τα σπίτια τους ό,τι μπορούσαν να πάρουν μαζί τους, κάπου κάπου μια γριούλα έσερνε ακόμα το μοιρολόι, μα οι άντρες, με πρησμένα μάτια, γύριζαν και της φώναζαν να πάψει. Τί φελούν τα κλάματα; είπε ο Θεός θα γίνει, ας γίνει το λοιπόν να ξεμπερδεύουμε! Και γρήγορα γρήγορα, προτού να λυγίσει η Ψυχή μας και πριν καλά καλά να καταλάβουμε τη συφορά. Ελάτε, γρήγορα χέρια, βρε παιδιά! Ας φουρνίσουμε τα ψωμιά, ας σακιάσουμε όσο αλεύρι μπορούμε, μακρινή πολύ 'ναι η στράτα, ας πάρουμε μαζί μας ό,τι μας χρειάζεται για να ζήσουμε, τσουκάλια, σκάφες, στρώματα, άγια κονίσματα, μη φοβάστε, αδέρφια! Οι ρίζες μας δεν είναι μονάχα εδώ κάτω στη γης, πιάνουν και τον ουρανό και θρέφονται και γι’ αυτό η ράτσα μας είναι αθάνατη. Όρτσα το λοιπόν, παιδιά, Κουράγιο!

Φυσούσε αγέρας, χειμώνας καιρός, τα κύματα είχαν αγριέψει, ο ουρανός γεμάτος σύννεφα. Κανένα αστέρι. Οι δυο παπάδες του χωριού, ο γερο-Δαμιανός κι ο μαυρογένης παπα-Γιάνναρος, πηγαινόρχουνταν μέσα στην εκκλησιά, μάζευαν τα κονίσματα, το άγιο δισκοπότηρο, τ' ασημένιο Βαγγέλιο, τα χρυσοκέντητα άμφια, στέκουνταν κι αποχαιρετούσαν τον Παντοκράτορα, που ενέδρευε ζωγραφισμένος στον τρούλο, ο γερο-Δαμιανός γούρλωνε τα μάτια και τον κοίταζε. πρώτη φορά είχε δει πόσο ήταν άγριος, πως έσφιγγε τα χείλια του με θυμό και καταφρόνεση και κρατούσε το Βαγγέλιο σαν κοτρόνα κι ετοιμάζουνταν να το σφεντονίσει κατακέφαλα στους ανθρώπους.

Κούνησε ο γερο-Δαμιανός το κεφάλι ήταν χλωμός, αδύναμος. Ρουφηγμένα τα μαγουλά του, δεν τού 'μεναν στο πρόσωπο παρά δυο μάτια μεγάλα. Τού 'χαν φάει το κορμί η νήστια, η προσευκή κι η αγάπη για τους ανθρώπους. Κοίταζε με τρόμο τον Παντοκράτορα, τόσα χρόνια και πώς να μην τον δει! Στράφηκε στον παπα-Γιάνναρο : «Έτσι άγριος ήταν πάντα;» έκαμε να τον ρωτήσει, μα ντράπηκε.

— Παπα-Γιάνναρε, είπε, κουράστηκα. Μάζεψε εσύ τα κονίσματα που θα πάρουμε μαζί μας και τ' άλλα να τα κάψουμε, παιδί μου, κι ο θεός θα μας συχωρέσει, να τα κάψουμε να μην τα μαγαρίσουν οι Αγαρηνοί. Και μάζεψε τη στάχτη, μοίρασέ τη στους χωριανούς, να την κρατούν φυλαχτό. Κι εγώ θα σηκωθώ να κουρταλώ τις πόρτες και να φωνάζω: Ήρθε η ώρα!

Πήρε να ξημερώσει — μέσα από μαύρα σύννεφα πρόβαλε ο ήλιος, φαλακρός, άρρωστος. Ένα φως θλιμμένο άγλειψε το χωριό, ξεχάσκισαν οι πόρτες, κατάμαυρες. Λάλησαν λιγοστά κοκόρια, για στερνή φορά, απάνω στις κοπριές της αυλής. Άνοιγαν οι στάβλοι, πρόβαιναν τα βόδια, τα μουλάρια, τα γαϊδουράκια και πίσω τους τα σκυλιά κι οι άνθρωποι. Μύριζε το χωριό ψωμί ξεφουρνισμένο.

— Νά 'χετε την ευκή του θεού, παιδιά μου, παρακαλούσε ο γερο-Δαμιανός και πήγαινε από το ένα σπίτι στο άλλο, μην κλαίτε, μη βλαστημάτε. Θεού 'ναι θέλημα, μπορεί και για καλό μας. Σίγουρα για καλό μας! Πατέρας μαθές είναι ο θεός. Γίνεται ένας πατέρας να θέλει το κακό των παιδιών του; δε γίνεται! Θα δείτε το λοιπόν, παιδιά μου, πως ο θεός μας έχει ετοιμάσει εκεί πέρα πιο καρπερά χωράφια να ριζώσουμε. Σαν τους Όβραίους ξεσηκωνόμαστε κι εμείς από τη γη των άπιστων και πάμε στη Γη της Επαγγελίας! Εκεί τρέχει το μέλι και το γάλα και τα σταφύλια γίνονται ένα μπόι ανθρώπου.

Την παραμονή του μισεμού κίνησαν όλοι μαζί, λιτανεία, άντρες και γυναικόπαιδα, για το μικρό χαριτωμένο νεκροταφείο απόξω από το χωριό, ν' αποχαιρετήσουν τους προγόνους. Ανακλαημένος ήταν ο καιρός, τη νύχτα είχε βρέξει και κρέμουνταν ακόμα στα φύλλα της ελιάς σταλαγματιές βροχή. Και κάτω το χώμα ήταν μαλακό και μύριζε. Ο παπα-Δαμιανός πήγαινε μπροστά, ντυμένος τα καλά του άμφια, με το χρυσοκεντημένο πετραχήλι του και με το ασημένιο Βαγγέλιο στην αγκαλιά του, πίσω του ακολουθούσε ο λαός, και στερνός, ουραγός, ο παπα-Γιάνναρος, με το ασημένιο σικλί γεμάτο αγιασμό και με την αγιαστούρα του από φουντωμένο δεντρολίβανο. Δεν έψελναν, δεν έκλαιγαν, δε μιλούσαν, πήγαιναν βουβοί, σκυφτοί και μονάχα κάπου κάπου μια γυναίκα στέναζε, ένα βαθύ Κύριε, ελέησαν! ακούγονταν από κανένα γέρικο στόμα κι οι νέες μανάδες είχαν ανοίξει τον κόρφο τους και βύζαιναν τα μωρά τους. Έφτασαν στα κυπαρίσσια, έδωκε μια ο παπάς, άνοιξε την πορτούλα, μπήκε, και πίσω του ο λαός. Οι μαύροι ξύλινοι σταυροί ήταν μουσκεμένοι, μερικά φαναράκια έκαιγαν στους τάφους, μισοσβημένες φωτογραφίες πίσω από το γυαλί μαρτυρούσαν πως ήταν οι κοπέλες, πως ήταν οι λεβέντες με τα στριφτά μουστάκια, όταν εζούσαν. Κατασκορπίστηκε ο λαός, βρήκε καθένας τον αγαπημένο του τάφο, έπεσαν κάτω οι γυναίκες και προσκύνησαν το χώμα, οι άντρες, όρθιοι, έκαναν το σταυρό τους και σφούγγιζαν με την άκρα του μανικιού τους τα μάτια. Ο παπα-Δαμιανός στάθηκε στη μέση του κοιμητήριου, σήκωσε τα χέρια: — Πατέρες, φώναξε, Παππούδες, έχετε γεια! Έχετε γεια, φεύγουμε! Δε μας αφήνουν πια οι Δυνατοί της Γης να ζούμε πλάι σας, να πεθάνουμε και να ξαπλώσουμε πλάι σας, να ξαναγίνουμε κι εμείς χώμα μαζί σας. Μας ξεριζώνουν!

Ανάθεμα στους αίτιους! Ανάθεμα στους αίτιους! Ανάθεμα στους αίτιους!

Σήκωσε ο λαός τα χέρια στον oυρανό, σήκωσε βουή μεγάλη: Ανάθεμα στους αίτιους!

Κυλίστηκαν όλοι χάμω, φιλούσαν το μαλακωμένο από τη βροχή χώμα, το 'τριβαν στην κορφή τού κεφαλιού τους, στα μάγoυλα, στο λαιμό, έσκυβαν, το ξαναφιλούσαν. Φιλούσαν τους πατέρες και τους παππούδες, φώναζαν: «Έχετε γεια!».

Προχώρησε με την αγιαστούρα του ο παπα-Γιάνναρος και πήρε αράδα να ραντίζει τα μνήματα.

— Έχετε γεια! Έχετε γεια! φώναζαν ακολουθώντας οι συγγενείς των πεθαμένων, έχετε γεια, αδέρφια, ξαδέρφια, παππούδες! Σχωρέστε μας που σας αφήνουμε στα χέρια των Αγαρηνών, δε φταίμε εμείς, ανάθεμα στον αίτιο!

[πηγή: Νίκος Καζαντζάκης, Οι αδερφοφάδες. Μυθιστόρημα, έκδ. Ελένης Καζαντζάκη, Αθήνα 1973 (7η έκδ.), σ. 14-18]

Κεριά (1899) -Κωνσταντίνος Καβάφης

  Του μέλλοντος οι μέρες στέκοντ’ εμπροστά μας σα μιά σειρά κεράκια αναμένα – χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια. Οι περασμένες μέρες πίσω μένο...

ευανάγνωστα