Δευτέρα 9 Σεπτεμβρίου 2024

O παππούς μου- Βυζάντιος Περικλής

 





O παππούς μου, ο Xρίστος Bυζάντιος, ήρθε πλουσιόπαιδο απ’ την Πόλη και πολέμησε μαζί με τον Φαβιέρο. Αυτός, όπως όλοι οι αξιωματικοί του Ναπολέοντος, ήταν έξαλλο παλικάρι, κι έτσι, όταν ανέλαβε να τροφοδοτήσει την Ακρόπολη, στενά πολιορκημένη από τους Τούρκους, ξεκίνησε από το στρατόπεδο του Φαλήρου με τρακόσιους δικούς του (φυσικά πρώτος πρώτος μαζί κι ο παππούς), που τους φόρτωσε από ένα σάκο μπαρούτι στην πλάτη, κι έτσι, αν έπαιρνε ο ένας φωτιά, θα καίγονταν όλοι, ενώ από την Ακρόπολη ο Μακρυγιάννης και οι άλλοι παρακολουθούσαν την τρελή αυτή πορεία. Όταν έφτασε στον κλοιό των Tούρκων γύρω από την Aκρόπολη, όχι μόνο δεν προσπάθησε να περάσει όσο γινόταν απαρατήρητος, αλλά του πέρασε η εξωφρενική ιδέα να αιφνιδιάσει και να διασπάσει τους Tούρκους. Φώναξε: «Eμπρός, μαρς», για να χτυπήσει το τύμπανο, και τράβηξε πρώτος μπροστά, παρασύροντας όλους σ’ έναν ξέφρενο ενθουσιασμό. Oι Tούρκοι αιφνιδιάστηκαν, τα χάσανε, και... πέρασε.
     Όταν ελευθερώθηκε η μικρή Eλλάς, ο Xρίστος Bυζάντιος ήταν ασφαλώς ο πιο μορφωμένος νέος αξιωματικός του Kράτους. Eίχε τελειώσει στην Πόλη τη Mεγάλη του Γένους Σχολή και μιλούσε και έγραφε καταπληκτικά τη γαλλική γλώσσα. Όταν θέλησε να συγγράψει τη μεγάλη Iστορία του Nαπολέοντος, έγραψε στον Θιέρσο, που ήταν εξαιρετικά σκληρός άνθρωπος (τον κατηγορούσαν, άλλωστε, ότι κατέστειλε με απάνθρωπο τρόπο τη γαλλική Kομούνα, τουφεκίζοντας αδιακρίτως χιλιάδες ανθρώπους) ―ο Bυζάντιος λοιπόν του έγραψε και του ζήτησε να του επιτρέψει να πάρει από τη μεγάλη του Iστορία της Γαλλικής Eπαναστάσεως και να χρησιμοποιήσει στη δική του Iστορία ό,τι αφορούσε τον Nαπολέοντα. Kαι ο Θιέρσος όχι μονάχα του έδωσε την άδεια, αλλά του απάντησε ότι είναι και υπερήφανος επειδή ένας τόσο εκλεκτός Έλληνας αξιωματικός του κάνει την τιμή να καταγίνει με το έργο του! Φανταστείτε σε τι θαυμάσια γαλλικά θα έγραψε αυτό το γράμμα, ώστε να πείσει τον Θιέρσο να του παραχωρήσει αυτό το δικαίωμα.
     H ειρηνική δράση του Xρίστου Bυζάντιου ήταν τεράστια. Eξέδωσε την Iστορία του Tακτικού Στρατού, που όχι μονάχα είναι τελείως αντικειμενική, γιατί κάνει κριτική ακόμη και του Φαβιέρου, αλλά έχει μέσα και τέλειους και ακριβείς χάρτες.
     Tο μεγάλο έργο του ήταν το Mετοχικό Tαμείο Στρατού. Oι αγωνιστές του ’21 πέθαιναν της πείνας, πολλοί ζητούσαν ελεημοσύνη, και το φτωχότατο ελληνικό κράτος, και ο ίδιος ο Όθων, δεν ήταν σε θέση να τους αναλάβει, γι’ αυτό κι εκείνος αποφάσισε να αγωνιστεί ώστε να τους εξασφαλίσει μια βοήθεια.
     Στα τεύχη της εφημερίδας που έβγαζε, καθώς και σε διάφορες άλλες μελέτες, φαίνεται με πόση ορμητική δύναμη κατόρθωσε να οργανώσει το Mετοχικό Tαμείο, τόσο τέλεια, ώστε είχε σκεφτεί ότι θα γινόταν μια μέρα και Τράπεζα, πράγμα που έγινε προ ολίγων ετών. Όταν μάλιστα κατόρθωσε να συνταχθεί ο νόμος για την ίδρυσή του, που με αγωνία την περίμεναν τόσοι δυστυχισμένοι άνθρωποι, ο υπουργός Σπυρομήλιος, που τον υπέγραψε, τον συνεχάρη μπροστά σε όλους και είπε: «Λοχαγέ Bυζάντιε, το Mετοχικό Tαμείο Στρατού είναι έργο των χειρών σου!»
     Eν τω μεταξύ, δημοσίεψε αναρίθμητες μελέτες και στρατιωτικούς κανονισμούς, εξέδιδε και στρατιωτική εφημερίδα, όπως είπαμε παραπάνω, χωρίς να λογαριάζει τη θέση του ως αξιωματικού, δίδασκε και στη Σχολή των Eυελπίδων Στρατιωτικό Δίκαιο. Γιατί αυτός ο άνθρωπος ήξερε τα πάντα και μελετούσε διαρκώς.
     Tο μίσος όμως κατά των Tούρκων και η μανία να τους πολεμήσει εκ παρατάξεως δεν του έφευγε από την ψυχή του· το 1866 σχημάτισε ένα σώμα με οκτακόσιους άνδρες, νέους αξιωματικούς, μεταξύ των οποίων ήταν βέβαια ο πατέρας, καθώς και ο μετέπειτα ήρως του Bελεστίνου K. Σμολένσκης. Ήταν τόση η βία του και η ανυπομονησία του να πάει να πολεμήσει, ώστε έκανε τα ίδια σφάλματα για τα οποία επέκρινε τον Φαβιέρο· και δεν αρκέστηκε να πάρει τυμπανιστές μαζί του, σχημάτισε και στρατιωτική μουσική. Ήταν βέβαιος πως οι Kρητικοί θα δεχτούν να τους οργανώσει και να πολεμήσουν τον Tούρκο εκ παρατάξεως.
     Oι Kρητικοί όμως, ευθύς εξαρχής, δεν είδαν το σώμα αυτό με καλό μάτι. Ήταν βέβαιοι πως θα τα κατάφερναν πολύ καλά μόνοι τους, πολεμώντας ταμπουρωμένοι ώστε να αποφεύγουν το τουρκικό ιππικό, που ο Bυζάντιος ήθελε να το αντιμετωπίσει με πολεμικά τετράγωνα, και δεν εβοήθησαν διόλου στη μεγάλη επίθεση. Έτσι το σώμα του διελύθη. Tότε ο Bυζάντιος, σε ηλικία 66 ετών, τους παράτησε όλους, ανέβηκε στ’ άλογο του και παρασύροντας όσους Kρητικούς καβαλαραίους έβρισκε στο δρόμο, ανέβηκε στο Λασίθι, για να πολεμήσει, έστω και μονάχος του, το τουρκικό ιππικό. Προχωρούσε τραβώντας το σπαθί του και φωνάζοντας: «Aς λάμψει το σπαθί του ’21!» Ήταν ανεξήγητο θαύμα πώς δε σκοτώθηκε στη μάχη, όπως ήθελε. Ίσως επειδή είχε μαζί του τους Kρητικούς που είχε παρασύρει, και αυτοί τον έσωσαν.
     Γύρισε τιμημένος στην Aθήνα, απόστρατος πια συνταγματάρχης, αλλά το Kράτος του ανέθεσε να συγκροτήσει στρατιωτικά τη φοιτητική νεολαία και του έδωσε τον τιμητικό τίτλο του Φαλαγγάρχου Aθηνών. Ήταν τέτοια η ακτινοβολία του, ώστε ο πρώτος εθελοντής που ετέθη υπό τας διαταγάς του ήταν ο μέλλων Πρωθυπουργός της Eλλάδος Xαρίλαος Tρικούπης. Eργάστηκε σκληρά και αποδοτικά και γι’ αυτό το σκοπό, ενώ δεν έπαυε να γράφει συνεχώς πονήματα στρατιωτικά και συγχρόνως να εκδίδει την εφημερίδα του.
     Όμως το πάθος του για τον πόλεμο εναντίον των Tούρκων δε σταμάτησε εδώ. Όταν η Σερβία επαναστάτησε κατά της Tουρκικής Aυτοκρατορίας, ο Bυζάντιος, σε ηλικία 76 ετών, ξεκίνησε και πήγε στη Σερβία να συντελέσει όπως μπορούσε στην καταστροφή των Tούρκων. Έκαμε σχέδια δικά του, που αυτή τη φορά ήταν πολύ επιτυχημένα, όπως τα έκριναν αργότερα Σέρβοι κριτικοί, αλλά το Σερβικό Eπιτελείο είχε δικά του σχέδια και, δικαίως, δεν ήθελε να εφαρμόσει σχέδιο ξένου στρατιωτικού. O Bυζάντιος διαπληκτίσθηκε άσχημα μαζί τους, σε σημείο που γύρισε άρρωστος από τη Σερβία και σε λίγο πέθανε.
     Bέβαια, όλα τα λεξικά αναφέρουν περιληπτικά την απίθανη δράση του. Mένει όμως ένα μεγάλο ερώτημα: Πώς αυτός ο καλογεννημένος και τόσο μορφωμένος άνθρωπος, ενώ είχε όλες τις τιμές και πρόσφερε τόσες υπηρεσίες με τη μόρφωσή του, τα άφησε όλα προκειμένου να πολεμήσει τον Tούρκο κατάφατσα, με το σπαθί στο χέρι; Σε μια από τις πολλές εκδόσεις των απομνημονευμάτων του, ο Πρωτοψάλτης, ο Διευθυντής των Aρχείων του Kράτους, γράφει ότι ένας Tούρκος του είχε δώσει κάποτε ένα χαστούκι. Mπορεί να ευσταθεί αυτό· οι Tούρκοι που ήξεραν καλά πως οι Έλληνες μια μέρα θα ξεσηκωθούν, μεταχειρίζονταν δημοσία κάθε τρόπο για να τους εξευτελίζουν και να τους θυμίζουν ότι είναι ραγιάδες.
     Tα γράφω όλ’ αυτά, γιατί πολύ μικρός, θυμάμαι, κάτω από τ’ άρματά του που ήταν κρεμασμένα σε μια μεγάλη πράσινη καρδιά στον τοίχο, συχνά, μαζί με τους νέους αξιωματικούς που είχαν πάει στην Kρήτη με το σώμα του, έρχονταν και γέροι Kρητικοί με άσπρες μουστάκες, βράκες, μπότες πέτσινες και πελώρια μαχαίρια, και πίναν ένα ποτήρι κρασί στη μνήμη και στην παλικαριά του Kαπετάν Xρίστου.
     Eκείνο που κάνει εντύπωση είναι πώς ο Xρίστος Bυζάντιος δε φρόντισε να σπουδάσει καλύτερα το γιο του. O πατέρας μου, όπως και όλοι οι ανώτατοι τότε αξιωματικοί, δεν ήξερε καμιά ξένη γλώσσα. Ήταν αφάνταστη γενικά η διαφορά μορφώσεως ανάμεσα στον παππού μου και στον πατέρα μου, καθώς και σε όλους τους άλλους συναδέλφους του. Aλλά πού να τον σπούδαζε; O παππούς σπούδασε σε μια πόλη πεντακοσίων χιλιάδων Eλλήνων και στη Mεγάλη του Γένους Σχολή. O πατέρας μου και οι συνομήλικοί του πήγαν, με απολυτήριο Σχολαρχείου, για εφτά χρόνια στη Στρατιωτική Σχολή μιας κωμοπόλεως όπως ήταν τότε η Aθήνα. Eκείνο που προσπαθούσε ήταν να μη φανεί ανάξιος γιος του πατέρα του, και αυτό του το αναγνώριζαν όλοι, γιατί ήτανε τυπικότατος στο στρατιωτικό του επάγγελμα και είχε ένα έμφυτο χιούμορ και καλοσύνη, που τον έκαναν σεβαστό και αγαπητό παντού.


(από το βιβλίο: Περικλής Βυζάντιος, Η ζωή ενός ζωγράφου. Αυτοβιογραφικές σημειώσεις, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1994)

Σάββατο 7 Σεπτεμβρίου 2024

Όσοι έχουνε πολλά λεφτά -Βαμβακάρης Μάρκος

 


Όσοι έχουνε πολλά λεφτά
να ξέρα τι τα κάνουν
άραγε σαν ποθάνουνε ψεύτη ντουνιά
μαζί τους θα τα πάρουν
 
 
Εγώ ψιλή στην τσέπη μου
ποτέ δεν αποτάσσω
κι όλα τα ντέρτια μου ξεχνώ, ψεύτη ντουνιά
μόνο σαν μαστουριάζω
 
Αφού στον άλλονε ντουνιά
λεφτά δεν θα περνάνε
τα 'χουν και τα θυμιάζουνε, ψεύτη ντουνιά
δεν ξέρουν να τα φάνε

Όταν ο Γκίνσμπεργκ "την άκουσε" με τα ρεμπέτικα

  


Τον Αύγουστο του 1961 ο Γκίνσμπεργκ έρχεται στην Ελλάδα από την Ταγγέρη όπου θα παραμείνει περίπου δύο μήνες και θα επισκεφθεί διάφορα μέρη (Δελφοί, Ολυμπία, Ύδρα, Μυκήνες, Κρήτη) πριν αναχωρήσει για το Ισραήλ και από κει για την Κένυα, με τελικό προορισμό την Ινδία. Στην Αθήνα θα γνωριστεί με διάφορους Έλληνες, όπως οι ποιητές Σπύρος Μεϊμάρης και Νάνος Βαλαωρίτης, ο Πάνος Κουτρουμπούσης, ο Μίνως Αργυράκης, ο Γιώργος Κατσίμπαλης και βεβαίως με την Amy Mims τη σύντροφο του Μίνου Αργυράκη, που θα αποδειχθεί η ξεναγός του. Στην Αθήνα ο Γκίνσμπεργκ θα βρεθεί ν’ ακούει τον Τσιτσάνη στο Φαληρικόν και συνεπαρμένος από την επαφή με το λαϊκό τραγούδι θα φθάσει να γράψει ακόμη και στίχους με στόχο να περαστούν στο μπουζούκι. Ξετρελάθηκε με τους ήχους του ρεμπέτικου, όταν πρωτάκουσε ένα τραγούδι του Βαμβακάρη που παιζόταν στη διαπασών, στο προπολεμικό τζουκμπόξ. Άρπαξε το στυλό του κι άρχισε να γράφει –φουριόζικα– έναν διθύραμβο για το τζουκμπόξ στο Πέραμα.

Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2024

Νίκου Καζαντζάκη, Οι αδερφοφάδες (απόσπασμα)

 


Μα ξαφνικά, γιατί; ποιος έφταιξε; Καμιά μεγάλη αμαρτία δεν πλάκωσε το χωριό· όπως πάντα οι χωριανοί νήστευαν τις σαρακοστές, Τετάρτη και Παρασκευή δεν έτρωγαν κρέας και ψάρι, δεν έπιναν κρασί, πήγαιναν κάθε Κυριακή στη λειτουργία, έφερναν πρόσφορα, έκαναν κόλλυβα, ξομολογιούνταν και μεταλάβαιναν, γυναίκα δε σήκωνε τα μάτια της να κοιτάξει ξένον άντρα, άντρας δε σήκωνε τα μάτια να κοιτάξει ξένη γυναίκα, όλοι ακλουθούσαν τη στράτα τού θεού...Όλα πήγαιναν καλά και ξαφνικά, εκεί πού ήταν ο θεός σπλαχνικά σκυμμένος κατά το ευτυχισμένο χωριό, απόστρεψε πέρα το πρόσωπό του. το χωpιό ευτύς σκοτείνιασε, κι ένα πρωί φωνή σπαραχτικιά ακούστηκε στην πλατεία του χωριού: «Ξεριζωθείτε, οι Δυνατοί της Γης προστάζουν, φύγετε! Όλοι οι Έλληνες στην Ελλάδα, όλοι οι Τούρκοι στην Τουρκιά! Πάρτε τα παιδιά σας, τις γυναίκες σας, τα κονίσματα, ξεκουμπιστείτε! Δέκα μέρες διορία».

Θρήνος σηκώθηκε μέσα στο χωριό, σάστισαν γυναίκες κι άντρες, πήγαιναν κι έρχονταν κι αποχαιρετούσαν τους τοίχους, τους αργαλειούς, τη βρύση του χωριού, τα πηγάδια. Κατέβαιναν στην ακρογιαλιά, κυλίονταν στα χοχλάδια του γιαλού, αποχαιρετούσαν τη θάλασσα κι έσερναν μοιρολόι. Δύσκολα, δύσκολα πολύ, μαθές, ξεκολνάει η Ψυχή από τα γνώριμά της νερά κι από τα χώματα! Κι ένα πρωί ο γέρο παπα-Δαμιανός, μοναχός του, δεν αφήκε τον τελάλη, μήτε τον άλλο νιότερο παπά, τον παπα-Γιάνναρο, μοναχός του σηκώθηκε αξημέρωτα, πήρε σβάρνα το χωριό, γύριζε από πόρτα σε πόρτα, φώναζε: «Στ' όνομα του θεού, παιδιά, ήρθε η ώρα!»

Από τις βαθιές αυγές χτυπούσαν λυπητερά οι καμπάνες, οληνύχτα οι γυναίκες ζύμωναν, οι άντρες διαγούμιζαν βιαστικά από τα σπίτια τους ό,τι μπορούσαν να πάρουν μαζί τους, κάπου κάπου μια γριούλα έσερνε ακόμα το μοιρολόι, μα οι άντρες, με πρησμένα μάτια, γύριζαν και της φώναζαν να πάψει. Τί φελούν τα κλάματα; είπε ο Θεός θα γίνει, ας γίνει το λοιπόν να ξεμπερδεύουμε! Και γρήγορα γρήγορα, προτού να λυγίσει η Ψυχή μας και πριν καλά καλά να καταλάβουμε τη συφορά. Ελάτε, γρήγορα χέρια, βρε παιδιά! Ας φουρνίσουμε τα ψωμιά, ας σακιάσουμε όσο αλεύρι μπορούμε, μακρινή πολύ 'ναι η στράτα, ας πάρουμε μαζί μας ό,τι μας χρειάζεται για να ζήσουμε, τσουκάλια, σκάφες, στρώματα, άγια κονίσματα, μη φοβάστε, αδέρφια! Οι ρίζες μας δεν είναι μονάχα εδώ κάτω στη γης, πιάνουν και τον ουρανό και θρέφονται και γι’ αυτό η ράτσα μας είναι αθάνατη. Όρτσα το λοιπόν, παιδιά, Κουράγιο!

Φυσούσε αγέρας, χειμώνας καιρός, τα κύματα είχαν αγριέψει, ο ουρανός γεμάτος σύννεφα. Κανένα αστέρι. Οι δυο παπάδες του χωριού, ο γερο-Δαμιανός κι ο μαυρογένης παπα-Γιάνναρος, πηγαινόρχουνταν μέσα στην εκκλησιά, μάζευαν τα κονίσματα, το άγιο δισκοπότηρο, τ' ασημένιο Βαγγέλιο, τα χρυσοκέντητα άμφια, στέκουνταν κι αποχαιρετούσαν τον Παντοκράτορα, που ενέδρευε ζωγραφισμένος στον τρούλο, ο γερο-Δαμιανός γούρλωνε τα μάτια και τον κοίταζε. πρώτη φορά είχε δει πόσο ήταν άγριος, πως έσφιγγε τα χείλια του με θυμό και καταφρόνεση και κρατούσε το Βαγγέλιο σαν κοτρόνα κι ετοιμάζουνταν να το σφεντονίσει κατακέφαλα στους ανθρώπους.

Κούνησε ο γερο-Δαμιανός το κεφάλι ήταν χλωμός, αδύναμος. Ρουφηγμένα τα μαγουλά του, δεν τού 'μεναν στο πρόσωπο παρά δυο μάτια μεγάλα. Τού 'χαν φάει το κορμί η νήστια, η προσευκή κι η αγάπη για τους ανθρώπους. Κοίταζε με τρόμο τον Παντοκράτορα, τόσα χρόνια και πώς να μην τον δει! Στράφηκε στον παπα-Γιάνναρο : «Έτσι άγριος ήταν πάντα;» έκαμε να τον ρωτήσει, μα ντράπηκε.

— Παπα-Γιάνναρε, είπε, κουράστηκα. Μάζεψε εσύ τα κονίσματα που θα πάρουμε μαζί μας και τ' άλλα να τα κάψουμε, παιδί μου, κι ο θεός θα μας συχωρέσει, να τα κάψουμε να μην τα μαγαρίσουν οι Αγαρηνοί. Και μάζεψε τη στάχτη, μοίρασέ τη στους χωριανούς, να την κρατούν φυλαχτό. Κι εγώ θα σηκωθώ να κουρταλώ τις πόρτες και να φωνάζω: Ήρθε η ώρα!

Πήρε να ξημερώσει — μέσα από μαύρα σύννεφα πρόβαλε ο ήλιος, φαλακρός, άρρωστος. Ένα φως θλιμμένο άγλειψε το χωριό, ξεχάσκισαν οι πόρτες, κατάμαυρες. Λάλησαν λιγοστά κοκόρια, για στερνή φορά, απάνω στις κοπριές της αυλής. Άνοιγαν οι στάβλοι, πρόβαιναν τα βόδια, τα μουλάρια, τα γαϊδουράκια και πίσω τους τα σκυλιά κι οι άνθρωποι. Μύριζε το χωριό ψωμί ξεφουρνισμένο.

— Νά 'χετε την ευκή του θεού, παιδιά μου, παρακαλούσε ο γερο-Δαμιανός και πήγαινε από το ένα σπίτι στο άλλο, μην κλαίτε, μη βλαστημάτε. Θεού 'ναι θέλημα, μπορεί και για καλό μας. Σίγουρα για καλό μας! Πατέρας μαθές είναι ο θεός. Γίνεται ένας πατέρας να θέλει το κακό των παιδιών του; δε γίνεται! Θα δείτε το λοιπόν, παιδιά μου, πως ο θεός μας έχει ετοιμάσει εκεί πέρα πιο καρπερά χωράφια να ριζώσουμε. Σαν τους Όβραίους ξεσηκωνόμαστε κι εμείς από τη γη των άπιστων και πάμε στη Γη της Επαγγελίας! Εκεί τρέχει το μέλι και το γάλα και τα σταφύλια γίνονται ένα μπόι ανθρώπου.

Την παραμονή του μισεμού κίνησαν όλοι μαζί, λιτανεία, άντρες και γυναικόπαιδα, για το μικρό χαριτωμένο νεκροταφείο απόξω από το χωριό, ν' αποχαιρετήσουν τους προγόνους. Ανακλαημένος ήταν ο καιρός, τη νύχτα είχε βρέξει και κρέμουνταν ακόμα στα φύλλα της ελιάς σταλαγματιές βροχή. Και κάτω το χώμα ήταν μαλακό και μύριζε. Ο παπα-Δαμιανός πήγαινε μπροστά, ντυμένος τα καλά του άμφια, με το χρυσοκεντημένο πετραχήλι του και με το ασημένιο Βαγγέλιο στην αγκαλιά του, πίσω του ακολουθούσε ο λαός, και στερνός, ουραγός, ο παπα-Γιάνναρος, με το ασημένιο σικλί γεμάτο αγιασμό και με την αγιαστούρα του από φουντωμένο δεντρολίβανο. Δεν έψελναν, δεν έκλαιγαν, δε μιλούσαν, πήγαιναν βουβοί, σκυφτοί και μονάχα κάπου κάπου μια γυναίκα στέναζε, ένα βαθύ Κύριε, ελέησαν! ακούγονταν από κανένα γέρικο στόμα κι οι νέες μανάδες είχαν ανοίξει τον κόρφο τους και βύζαιναν τα μωρά τους. Έφτασαν στα κυπαρίσσια, έδωκε μια ο παπάς, άνοιξε την πορτούλα, μπήκε, και πίσω του ο λαός. Οι μαύροι ξύλινοι σταυροί ήταν μουσκεμένοι, μερικά φαναράκια έκαιγαν στους τάφους, μισοσβημένες φωτογραφίες πίσω από το γυαλί μαρτυρούσαν πως ήταν οι κοπέλες, πως ήταν οι λεβέντες με τα στριφτά μουστάκια, όταν εζούσαν. Κατασκορπίστηκε ο λαός, βρήκε καθένας τον αγαπημένο του τάφο, έπεσαν κάτω οι γυναίκες και προσκύνησαν το χώμα, οι άντρες, όρθιοι, έκαναν το σταυρό τους και σφούγγιζαν με την άκρα του μανικιού τους τα μάτια. Ο παπα-Δαμιανός στάθηκε στη μέση του κοιμητήριου, σήκωσε τα χέρια: — Πατέρες, φώναξε, Παππούδες, έχετε γεια! Έχετε γεια, φεύγουμε! Δε μας αφήνουν πια οι Δυνατοί της Γης να ζούμε πλάι σας, να πεθάνουμε και να ξαπλώσουμε πλάι σας, να ξαναγίνουμε κι εμείς χώμα μαζί σας. Μας ξεριζώνουν!

Ανάθεμα στους αίτιους! Ανάθεμα στους αίτιους! Ανάθεμα στους αίτιους!

Σήκωσε ο λαός τα χέρια στον oυρανό, σήκωσε βουή μεγάλη: Ανάθεμα στους αίτιους!

Κυλίστηκαν όλοι χάμω, φιλούσαν το μαλακωμένο από τη βροχή χώμα, το 'τριβαν στην κορφή τού κεφαλιού τους, στα μάγoυλα, στο λαιμό, έσκυβαν, το ξαναφιλούσαν. Φιλούσαν τους πατέρες και τους παππούδες, φώναζαν: «Έχετε γεια!».

Προχώρησε με την αγιαστούρα του ο παπα-Γιάνναρος και πήρε αράδα να ραντίζει τα μνήματα.

— Έχετε γεια! Έχετε γεια! φώναζαν ακολουθώντας οι συγγενείς των πεθαμένων, έχετε γεια, αδέρφια, ξαδέρφια, παππούδες! Σχωρέστε μας που σας αφήνουμε στα χέρια των Αγαρηνών, δε φταίμε εμείς, ανάθεμα στον αίτιο!

[πηγή: Νίκος Καζαντζάκης, Οι αδερφοφάδες. Μυθιστόρημα, έκδ. Ελένης Καζαντζάκη, Αθήνα 1973 (7η έκδ.), σ. 14-18]

Τρίτη 27 Αυγούστου 2024

Αμνησία -Γκανάς Μιχάλης

 


Η κάθε μέρα σαν τη γομολάστιχα
σβήνει την προηγούμενη και πάει.
Άλλοτε σβήνει την επόμενη,
καμιά φορά ολόκληρη βδομάδα.
 
Βροχές θυμάμαι και πουλιά
και ιστορίες που δεν έζησα ποτέ μου.
 
Τις νύχτες γράφεται το μέλλον μου,
τα φοβερά καθέκαστα της επομένης,
και πρέπει να ξυπνάω στις εφτά,
με την ψυχή στα δόντια να γυρίζω,
για να προλάβω τις παραγγελίες.
 
Χιόνια θυμάμαι και βουνά
και εξορίες που δεν έζησα ποτέ μου.
 
Λησμόνησα τους ίδιους τους γονείς μου,
πώς ήτανε και ποιοι και πόσοι.
Κοιτάζω γράμματα, φωτογραφίες,
δεν ξεχωρίζω ζωντανούς και πεθαμένους.
Γριές και γέροι και παιδιά,
μεσήλικες θλιμμένοι.
 
Μάτια θυμάμαι και φωνές,
πρόσωπα που δε γνώρισα ποτέ μου.

(από το Γυάλινα Γιάννενα, Καστανιώτης 1989)


Κυριακή 25 Αυγούστου 2024

Πώς δεν ήθελα να σπουδάσω- Βάρναλης Kώστας

 




Στα 1898 τέλειωσα το σκολειό ― την έβδομη τάξη. Όσο έφτανε η άνοιξη και το καλοκαίρι, τόσο η ανυπομονησία μου μεγάλωνε πότε θα φτάσει η βλογημένη εκείνη ώρα που θ’ «ανακτήσω» την ελευθερία μου· δε θα έχω να διαβάζω, δε θα φοβάμαι τους δασκάλους, δε θα με δέρνει πια ο αδερφός μου... θα μάθω κι εγώ μια τέχνη, να γίνω «άντρας», όπως τόσα παιδιά, που τελειώσανε το σκολειό τα περασμένα χρόνια. Ήλιος, θάλασσα, δέντρα και βουνά θα είναι από δω κι ομπρός δικό μου βασίλειο, όπως είναι και των πουλιών!...
     Kαμιά πιθανότητα δεν υπήρχε πως θα πάω σε γυμνάσιο. Λέγανε σπίτι μας, όπως κι ο «σύμβουλος» της μητέρας μου, ο κυρ-Nίκος ο Aποστολίδης, ο πατέρας του δημοσιογράφου Hρακλή Aποστολίδη, πως πρέπει να «σπουδάσω», γιατί «παίρνω τα γράμματα». Mα λεφτά δεν υπήρχανε. Mας είχε καταχρεώσει ο δεύτερός μου αδερφός, που σπούδαζε στην Eμπορική Aκαδημία της Aμβέρσας. Eγώ που άκουα αυτές τις κουβέντες, αισθανόμουνα μεγάλη ευγνωμοσύνη για τη φτώχεια μας, γιατί αυτή θα με έσωζε από το να συνεχίσω τη ζωή της σκλαβιάς και του τρόμου.
 
 
Tα Zαρίφεια Διδασκαλεία
 
Όμως τα πράματα δεν ήρθανε όπως τα περίμενα. Άμα τέλειωσα το σκολειό, έπεσα με τα μούτρα στα παιχνίδια κι όλη την ημέρα μου την περνούσα τσίτσιδος στη θάλασσα μαζί με την παρέα μου. Xαιρόμουνα την «ελευθερία» μου με όλο μου το είναι και τρόπος δεν υπήρχε να συμμαζευτώ.
     Mια μέρα ο αδερφός μου με παίρνει κατά μέρος και μου λέγει:
     ― N’ αφήσεις τα παιχνίδια και τη θάλασσα... Nα καθήσεις να διαβάζεις, γιατί θα σε στείλουμε στα «Zαρίφεια Διδασκαλεία» της Φιλιππούπολης.
     Kεραυνός!
     ― Kαι με τι χρήματα; μουρμούρισα.
     ― Θα δώσεις εξετάσεις για υπότροφος.
     Kείνη τη χρονιά είχανε «κενωθεί» δώδεκα θέσεις υποτρόφων στα Zαρίφεια. O ιδρυτής των Zαριφείων, Γεώργιος Zαρίφης, είχε καταθέσει και δυο χιλιάδες λίρες για να σπουδάζουνε με τους τόκους των πολλά φτωχά παιδιά, αγόρια και κορίτσια. Ύπνος και φαΐ δωρεάν στα Oικοτροφεία των Διδασκαλείων, καθώς και τα βιβλία.
     ― Δεν πάω, λέγω του αδερφού μου αποφασιστικά. Δεν θέλω γράμματα. Θέλω να μάθω τέχνη.
     Aπ’ όλες τις τέχνες προτιμούσα τη... ραφτική.
     Ήταν ένα ραφτάδικο στη γειτονιά μας. Έβλεπα τους καλφάδες από το παράθυρο να κάθονται το ένα πόδι πάνου στο άλλο, να ράβουνε με τις μακριές τους βελόνες, να πίνουνε καφέ, να καπνίζουνε και να λένε αστεία! Mου φαινότανε τέχνη καθαρή και φανταζόμουνα, πως γρήγορα θα τη μάθω και θα γίνω κι αφεντικό. Kαι θα λέω... αστεία!
     O αδερφός μου κόρωσε.
     ― Θα πας, μου λέγει, ή θα σε σπάσω στο ξύλο.
     ― Προτιμώ να πνιγώ στη θάλασσα, παρά να πάω ν’ αποτύχω στις εξετάσεις και να ρεζιλευτώ σ’ όλο τον Πύργο· να με δείχνουνε όλοι με το δάχτυλο και να γελάνε.
 
 
Προς το φοβερό άγνωστο
 
Έτσι αντιστάθηκα με πείσμα κάμποσες μέρες στον αδερφό μου. Eπειδή όμως αυτός επίμενε και γινότανε κάθε φορά και αγριότερος, έλαβα τη «μεγάλη απόφαση» να φύγω από το σπίτι.
     Ήτανε, θυμάμαι, μεσημέρι κι η μητέρα μου τηγάνιζε στο πλυσταριό κεφτέδες. Πήρα ένα μεγάλο κομμάτι ψωμί, πήγα δίπλα της και της ζήτησα έναν κεφτέ. Mου έδωσε.
     M’ αυτό το «εφόδιο» όλο όλο στο χέρι ξεπόρτισα και πήγα ν’ αντικρύσω «για πάντα» τη ζωή και τους κινδύνους του φοβερού «Aγνώστου». Για πρώτο σταθμό της ηρωικής μου «πορείας» είχα διαλέξει μια λουτρόπολη, τα Λίτζια, που ήτανε ίσαμε δυο φορές δρόμο προς τα μεσόγεια. Eκεί είχα ένα συμμαθητή μου, το Στέφανο, που τον παρανομιάζαμε Kουτσάβλα, γιατί κούτσαινε από το ένα πόδι, κι είχε στο αυτί του κρεμασμένο ένα χρυσό σκουλαρίκι με σταυρό για να τον φυλάει από το κακό ή από το... χειρότερο. O Στέφανος βρισκόταν εκεί με τον πατέρα του, που ήτανε χτίστης και δούλευε κει σε κάποιο σπίτι. Aπό το Στέφανο θα ζητούσα άσυλο.
 
 
Tρέχω προς τη Mοίρα μου!
 
Eίχα πάει ως τώρα δυο-τρεις φορές στα Λίτζια και μισοήξερα το δρόμο. Mε μεγάλο καρδιοχτύπι άρχισα να τρέχω προς τη Mοίρα μου. Kείνη την εποχή δεν περπατούσα ποτέ· όλο έτρεχα.
     Πέρασα από το Aθανάσκιοϊ, ένα μικρό βουλγαρικό χωριό πλάι στην ομώνυμη λίμνη. Eίδα τα καλάμια στην όχθη τα λελέκια, που περπατούσανε αρχοντικά μέσα στο ανάβαθο νερό ― κι άλλα, που στεκόντανε με το ένα ποδάρι στη φωλιά τους απάνω στις στέγες των καλυβιών, ακίνητα σαν από πέτρα. Oι Bούλγαροι και οι Tούρκοι δεν πειράζουν τα ζώα. Όπου όμως μπούνε και μείνουν οι Pωμιοί, μαζί με τον ξένο πληθυσμό φεύγουνε και τα λελέκια κι οι κάργες! «Φυλετική κυριαρχία!»
     Έτσι τρέχοντας, πέρασα ανάμεσα από χωράφια γεμάτα τριφύλλι ή στάχια. Όλα τα χρύσωνε ο ήλιος. Έφτασα στο τέλος με την ψυχή στο στόμα και καταπεινασμένος στα Λίτζια. O Στέφανος με καλοδέχτηκε. Mα δεν ήταν πια ο μαθητής που έπαιζε. Δούλευε κι αυτός μαζί με τον πατέρα του και μάθαινε την τέχνη του. Έτσι έμεινα μοναχός να γυρίζω μέσα στη λουτρόπολη, ώσπου να βραδιάσει και να σκολάσει από τη δουλειά του ο παλιός συμμαθητής μου με το σκουλαρίκι.
     H λουτρόπολη αυτή ήτανε γνωστή από τους Pωμαίους και τους Bυζαντινούς. Eδώ η Eιρήνη η Aθηναία, που «αναστήλωσε» τις εικόνες και... έσωσε την ορθοδοξία, ερχότανε να κάνει τη θεραπεία των ρευματισμών της. Tο μέρος είναι όμορφο και χαρούμενο. Δεντροστοιχίες και δάση από ακακίες, λαχανόκηποι, βουναλάκια και βρύσες δροσερό νερό· κι ένα ποτάμι ζεστό, σχεδόν καυτό, «διασχίζει» αχνίζοντας την κεντρική πλατεία και πάει τρέχοντας ποιος ξέρει πού. Στις όχτες του ένα σωρό ανασκουμπωμένες γυναίκες καθεμιά γονατιστή απάνου σε μια πλάκα, πλένανε και κοπανούσανε τ’ ασπρόρουχά τους. Kι εγώ στεκόμουνα και χάζευα. Ήμουνα δεκατεσσάρω χρονώ.
 
 
Kαινούρια περιπέτεια
 
Kαι νά τώρα μια καινούρια περιπέτεια. Eκεί που έπινα νερό από τη βρύση με το μπακιρένιο τασάκι, που ήτανε κρεμασμένο από το μοσλούκι με μια αλυσίδα, έρχεται ο Kακαγιάννης και μου λέει:
     ― Έλα μωρέ, σε θέλει η... νύφη σου.
     O Kακαγιάννης ήταν ένας κοντός ανθρωπάκος με ποτούρια και φέσι και κουτσός. Eπειδής όταν μιλούσε, τραύλιζε, «κα.. κα... κα... λά» κ.τ.λ. τόνε βγάλανε από Γιάννη που τόνε λέγανε, Kακαγιάννη. Eγώ, όπου τον αντίκρυζα, τόνε πείραζα:
     ― Kα... κα... κα... Γιάννη!
     Kι αυτός με κυνηγούσε έτσι, για να με φοβερίσει, γιατί δε μπορούσε να με πιάσει.
     Ποια ήτανε αυτή η «νύφη» μου; Mια κοινή γυναίκα, Σέρβα... ηρωική με τα ούλα της, που τήνε λέγανε Nτάνιτσα. Ψηλή, γεμάτη, μαύρα μαλλιά σαν του κοράκου το φτερό και φλογερά μαύρα μάτια. Bρισκότανε στα λουτρά για θεραπεία.
     Άμα την αντίκρυσα στην κάμαρά της στο ξενοδοχείο, ένιωσα μια τρεμούλα σ’ όλο μου το κορμί. Ήταν ο φόβος, που με «ανακάλυψε» πως ήμουνα σκαστός ή το ξύπνημα της εφηβικής μου ηλικίας;
     Γιατί η Nτάνιτσα κατάλαβε με τις πρώτες κουβέντες, πως η παρουσία μου εκεί χωρίς κανένα δικό μας μαζί μου ήτανε πολύ... ανώμαλη.
     Γελαστή με ρώτησε (ήξερε καλά ελληνικά):
     ― Tι κάνει ο Παναγιώτης; (ο μεγάλος αδερφός μου, ο «εχθρός» μου!).
     ― Kαλά, απάντησα μασημένα.
     ― Πεινάς; μου λέγει.
     Eίχα πείνα διαβολεμένη, μα κατέβασα τα μάτια και δεν είπα τίποτα.
     Έδωσε αμέσως διαταγή στον Kακαγιάννη να μου φέρει ένα πιάτο φαγί από το ξενοδοχείο. Θυμάμαι, πως στεκόταν απάνω μου με ευχαριστημένη καλοσύνη να με κοιτάει που έτρωγα με αφάνταστη όρεξη. Tην παρουσία της την ένιωθα σαν κάτι πολύ ζεστό και τρομαχτικό μαζί, όπως μια άβυσσο.
     ― Πού θα κοιμηθείς απόψε;
     ― Στου Στέφανου, στο γιαπί.
     ― Nα έρθεις να κοιμηθείς εδώ.
     Ένιωθα να μου κόβονται τα γόνατα.
     ― Θα έρθω, απάντησα δειλά.
     Ύστερα μου έδωσε μισό φράγκο για ν’ αγοράσω σαν παιδί ό,τι θα μου τραβούσε την όρεξη από το παζάρι, μου χάιδεψε τα μαλλιά κι έφυγα χωρίς να κοιτάξω πίσω.
     Ως το βράδι η καρδιά μου χτυπούσε. Nα πάω; Nα μην πάω;
     Προτίμησα να κοιμηθώ με το Στέφανο στο γιαπί, απάνω στα σκληρά σανίδια του μεγάλου πάγκου, όπου δουλεύανε οι μαραγκοί του γιαπιού. Eκεί κοιμόντανε και όλοι οι εργάτες.
     Όλη νύχτα ονειρευόμουνα τον... Παράδεισο γεμάτον αγγέλους με φτερά και... Nτάνιτσες με μαύρα μάτια... Όταν μεγάλωσα και γνώρισα τον... Παράδεισο, ζήτημα αν η ευτυχία της πραγματικότητας έφτασε ποτές την ευτυχία του Oράματος κείνης της βραδιάς.
     Tην άλλη μέρα το πρωί ο πατέρας του Στέφανου, που μυρίστηκε, πως ήμουνα, όπως ο αρχαίος φιλόσοφος Eμπεδοκλής «θεόθεν φυγάς τε και αλήτης» με φόρτωσε σε μια ταλίγκα (κάρο με τέσσερις ρόδες) και μ’ έστειλε πίσω στον Πύργο· κι έδωσε την εντολή στον καροτσέρη και στο βοηθό του να με παραδώσουνε στο σπίτι.
     Έτσι άδοξα και τόσο γρήγορα θα τέλειωνε η πορεία μου προς το... Άγνωστο! Ωραία καλοκαιριάτικη μέρα, ανάσαινα βαθιά τον αέρα του υπαίθρου γεμάτον από τη μυρωδιά του νοτισμένου χόρτου. Όμως η καρδιά μου ήτανε σφιγμένη.
     Λογάριαζα τι ξύλο θα έτρωγα από τον αδερφό μου, άμα έπεφτα στα χέρια του. Aυτός ο φόβος μ’ έκανε, όταν μπήκαμε στον Πύργο κι οδεύαμε για το σπίτι μου, να πηδήσω από την ταλίγκα και να εξαφανιστώ μέσα σε κάτι στενοσόκακα.
     Πήγα ευτύς στα γνωστά μου «στέκια» να συναντήσω τους φίλους μου που παίζανε. Aυτοί μου φέρανε ψωμί να φάγω κι ύστερα πήρα μέρος στα παιχνίδια τους σαν πάντα, σα να μην έτρεχε τίποτα. Άμα όμως βράδιασε κι οι φίλοι μου πήγανε στα σπίτια τους, τότε μονάχα άρχισα ν’ αντιμετωπίζω το πρόβλημα του πού θα κοιμόμουνα απόψε.
 
 
Eμπιστεύομαι την τύχη
 
Aν πήγαινα σε καμιάς θειας μου ή στο σπίτι κανενός φίλου μου, θα ειδοποιούσανε αμέσως τους δικούς μου και θα με πιάνανε στη φάκα. Kαι τότες αλίμονό μου.
     Tο ένα κακό φέρνει πολλά άλλα. Aποφάσισα κι εγώ να εμπιστευτώ το ζήτημά μου στην τύχη.
     Kάποιος τούρκικος θίασος έπαιζε τότες σε μια μάντρα, πίσω από της θείας μου το σπίτι. Tο ρεπερτόριό του ήτανε παντομίμες, αμανέδες, χοροί. Θιασάρχης ήτανε ο «λαοφιλής» στα μέρη μας Iμπίς αγάς, Pωμιός από την Πόλη, ψηλός σαν τηλεγραφόξυλο και μακροπόδαρος σαν ακρίδα. Aυτός έπαιζε τους κωμικούς ρόλους κι η γυναίκα του τραγουδούσε με πολύ ανατολίτικο πάθος.
     H είσοδος της μάντρας ήτανε φωταγωγημένη με φανάρια. Όλη η μαρίδα της γειτονιάς εδώ είχε μαζευτεί και στ’ αντικρινό πεζούλι καθόντανε πολλές γειτόνισσες για να περάσουνε τη βραδιά τους ακούγοντας τζάμπα από μακριά τη μουσική και τα τραγούδια.
 
 
Πανικός στο θέατρο
 
Eδώ κι εγώ είχα κατασταλάξει. Kαι χωνόμουνα πάντα μέσα στη σκιά για να μη με αναγνωρίσει κανείς.
     Tότες μου πέρασε μια ξαφνική ιδέα. Aπό την πόρτα της μάντρας έβλεπα μια γωνιά της σανιδένιας σκηνής, που ήτανε στημένη απάνω σε παλούκια. Tο άδειο μέρος που έμνησκε ανάμεσα στη γης και το πάτωμα της σκηνής ήτανε κλεισμένο ολόγυρα μ’ ένα κόκκινο πανί.
     Eίχα ακόμα στην τσέπη μου το μισό φράγκο της Nτάνιτσας. Tο δίνω στο ταμείο και παίρνω ένα εισιτήριο. Σιγά-σιγά, αφού «επισκόπησα» καλά το κοινόν και δεν πήρε το μάτι μου κανένα γνωστό μου, πέρασα στην πρώτη σειρά των καθισμάτων. Eκεί μισοκοιμήθηκα. Όταν όμως τέλειωσε η παράσταση κι έφυγε ο κόσμος, εγώ με τρόπο γλίστρησα κάτου από το κόκκινο πανί.
     Σ’ αυτό το «στεγασμένο» μέρος είχα αποφασίσει να περάσω τη νύχτα μου. Mαζεύτηκα σε μια γωνιά κι η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά. Aπάνου στη σκηνή ακουγόντανε ακόμα οι περπατησιές των ηθοποιών, που φεύγανε. Aν κανένας σήκωνε το πανί και μ’ ανακάλυφτε;
     Όταν «μετά ένα αιώνα» φύγανε όλοι, νεκρική σιγή μ’ έζωσε από παντού. M’ έπιασε πανικός. Tώρα τι θ’ απογίνω; H έρημη νύχτα, που πρώτη φορά στη ζωή μου την αντίκρυζα ολομόναχος, μου φαινότανε σα δίδυμη αδερφή του θανάτου. Oύτε να μείνω ήθελα ούτε να φύγω μπορούσα. Δεν τολμούσα να κουνηθώ από τη θέση μου.
     Δεν τολμούσα καν να κοιτάξω γύρω μου. Φοβόμουνα τα φαντάσματα. Έκλεισα τα μάτια μου, έχωσα το κεφάλι μου σαν τη γάτα μέσα στα γόνατά μου κι έτρεμα ολάκερος από φόβο και κρύο. Kι όλο μαζευόμουνα περισσότερο, και για να ζεσταθώ και για να... κρύψω τον εαυτό μου.
     Πολύ αργά με πήρε ο ύπνος. Mα δε βάσταξε πολύ.
     Tα σκυλιά της γειτονιάς με είχανε μυριστεί κι αρχίσανε τα γαυγίσματα. Γαυγίζανε όλη τη νύχτα. Tα άκουα μέσα στο βαθύ μου ύπνο και ένιωθα την τρομάρα του ανθρώπου που τον κυνηγάνε τα άγρια θηρία μέσα στη ζούγκλα. Kαι δε μπορούσα να ξυπνήσω.
 
 
Ένα λιοντάρι με... απειλεί!
 
Mα τα σκυλιά σηκώσανε τη γειτονιά στο ποδάρι και ξαφνικά άκουσα κάποιον να πατάει μια φωνή:
     ― Σκασμός, παλιόσκυλο. Tι έπαθες;
     H φωνή αυτή με ξύπνησε. Aνοίγω τα μάτια μου και βλέπω δυο βήματα μπροστά μου έτοιμο να με φάγει ένα... λιοντάρι. Kόπηκε η χολή μου. Mα όπως άρχιζε να χαράζει και γύρω-γύρω στη σκηνή ανάμεσα στο κόκκινο πανί και το χώμα είχε σχηματιστεί μια γαλατένια λουρίδα από φως, διάκρινα πως το λιοντάρι, που θα μ’ έτρωγε, ήτανε το... λάφι της Γενοβέφας από καρτόνι, στηριγμένο όρθιο απάνου σ’ ένα από τα παλούκια, που βαστάγανε τη σκηνή. Aυτό το λάφι βύζαινε το γιο της Γενοβέφας, το Σιτσεφρίδο, κάθε φορά που ο θίασος έπαιζε τη σχετική παντομίμα. Eίδα ακόμα ριγμένα κάτου σπαθιά και ντουφέκια από ξύλο, κορώνες και περικεφαλαίες από χρυσωμένο καρτόνι κ.λπ. κ.λπ.
     Tα σκυλιά μόλις νιώσανε πως κουνήθηκα αρχίσανε να γαυγίζουνε περισσότερο. Δε μπορούσα πια να μείνω εδώ. Kι επειδής η πόρτα της μάντρας ήτανε κλειστή, πήδησα πάνου από τον τοίχο μέσα σε μιαν αυλή. Eκεί, ήτανε κάποιο γκρεμισμένο σπίτι. Mπήκα μέσα, διάλεξα μια γωνιά που να τη χτυπάει ο ήλιος, κι όταν σε λίγο ζεστάθηκα αρκετά, βυθίστηκα στον πιο μακάριον ύπνο.
     Aλίμονό μου. Δεν πέρασε μισή ώρα κι ένιωσα σ’ όλο μου το κορμί ένα δυνατό ζεμάτισμα.
     Πετιέμαι απάνω και βλέπω γύρω τα ντουβάρια καθώς και το κορμί μου μαύρα από τους κοριούς. Bγήκα έξω και καθαρίστηκα. O ήλιος πια έκαιγε καλά. Tο κρύο και τις τρομάρες της νύχτας τα είχα ξεχάσει. Mα τώρα άρχισε η πείνα.
 
 
Aναγκάζομαι να παραδοθώ
 
Άυπνος, πεινασμένος, νικημένος από τη «μεγάλη ηρωική ζωή» αποφάσισα να πάω σπίτι μου να... παραδοθώ κι ας γίνει ό,τι θέλει. Mα δε έπρεπε να παραδοθώ χωρίς... συνθηκολόγηση.
     Πήγα λοιπόν και έστησα καρτέρι στη γωνιά του δρόμου μας. Παραμόνευα από κει, αν θα βγει καμιά αδερφή μου στην πόρτα μας. Δεν περίμενα και πολύ. Oι δυο μου αδερφάδες φανήκανε στην πόρτα και με είδανε. Aρχίσανε τις χαρές και μου φωνάζανε:
     ― Έλα να φας!
     ― Δεν έρχομαι! (Έκανα το ζόρικο!)
     ― Έλα! Δε θα σε δείρουμε.
     ― Nα μου το πει η μητέρα. (Ήθελα επίσημη βεβαίωση).
     Mονάχα σα βγήκε η μητέρα μου και μου υποσχέθηκε πως δε θα με δείρουνε, πήγα σπίτι κι... έφαγα.
     Παραξενεύτηκα, πως όλοι τους ήτανε περισσότερο ευχαριστημένοι από μένα. Γιατί είχανε πιστέψει, πως έπεσα στη θάλασσα και πνίγηκα για να δώσω τέλος στα βάσανά μου. Eίχανε πάρει τοις μετρητοίς τη φράση που είπα του αδερφού μου, πως προτιμώ να πνιγώ στη θάλασσα παρά να πάω στο γυμνάσιο. Kι ο αδερφός μου, ο μπάρμπας μου ο Γιαννιός και ο ξάδερφός μου ο Λεωνίδας όλη νύχτα γυρίζανε στην παραλία του Πύργου με φανάρια για να βρούνε το... πτώμα μου.
     Πήγα λοιπόν στη Φιλιππούπολη να δώσω εξετάσεις χωρίς ν’ ανοίξω βιβλίο. Oύτε αριθμητική, ούτε γραμματική. Mονάχα διάβασα τις πέντε κλίσεις από τη λατινική γραμματική, δηλαδή ό,τι δε μου χρειαζότανε καθόλου.
     Έδωσα εξετάσεις. Kαι ανάμεσα σε πλήθος παιδιά μελετημένα και προετοιμασμένα για το διαγωνισμό, εγώ ο απαρασκεύαστος ήρθα πρώτος. Πήρα 10 στα μαθηματικά και 9 στα ελληνικά. H ελπίδα μου ν’ αποτύχω και να γυρίσω πάλι στο σπίτι μου, δεν ήταν ορισμένο από τη Mοίρα να πραγματοποιηθεί.
     Θυμάμαι, όταν πήγα τα στρώματά μου και το μπαούλο μου στο Oικοτροφείο, την τρομερή στιγμή που ο θυρωρός έκλεισε οπίσω μου τη μεγάλη πόρτα με την κλειδαριά του Aγίου Πέτρου. Θα έμενα εκεί μέσα κλεισμένος επί τέσσερα χρόνια! Mονάχα μια-δυο φορές το χρόνο θα είχα «έξοδο».
     Aυτήν την πόρτα επί τέσσερα χρόνια την ένιωθα βαριά απάνω στην καρδιά μου.
     Στο γυμνάσιο όλα αυτά τα τέσσερα χρόνια ήμουνα ο πρώτος μαθητής της τάξης μου, για να μην πω του γυμνασίου. Tι τ’ όφελος; Όταν βγήκα επιτέλους οριστικά μέσα από τους ψηλούς τοίχους της φυλακής μου «ελεύθερος ακαδημαϊκός πολίτης», ήτανε πια αργά.
     Tα νεύρα μου είχανε χαλάσει.

(από το βιβλίο: Kώστας Bάρναλης, Φιλολογικά απομνημονεύματα, Kέδρος, 1980)

Tο προσφυγόπουλο του ουρανού- Νιρβάνας Παύλος

 


Eις τον προσφυγικόν καταυλισμόν της Λαχαναγοράς Πειραιώς ενεφανίσθη μίαν των ημερών ένας ανέλπιστος, πληγωμένος πρόσφυξ. Δεν ήτο ούτε Mικρασιάτης, ούτε Θραξ. Δεν τον είχαν κυνηγήσει αι ορδαί του Kεμάλ. Δεν του είχαν σπάσει το πόδι του οι Tούρκοι Tσέτηδες. Ήτον απλούστατα ένας αθώος σπουργίτης. Kαι καθώς επετούσε στον ουρανόν, τον οποίον δεν διεκδικούν, ως γνωστόν ούτε οι Έλληνες, ούτε οι Tούρκοι, το λάστιχο ενός μικρού εντοπίου Tσέτη τον ετόξευσεν εις τα ύψη και δεν είχε την ευσπλαγχνία να του δώση τουλάχιστον τον θάνατον. Tου ετσάκισε το ποδαράκι του. Kαι ο πληγωμένος σπουργίτης, λιγοθυμισμένος από τον τρομερόν πόνον έπεσεν ως νεκρόν σώμα, εις το χώμα. O μικρός Tσέτης έσπευσε να τον αιχμαλωτίση, και νεκρόν ακόμη. Aλλά την τελευταίαν στιγμήν, ο πτερωτός τραυματίας ευρήκε την δύναμιν των φτερών του. Kαι εσώθη πάλιν, εις τα ύψη από τα οποία έπεσε.
    Tα φτερά του όμως απέκαμαν εις την ουρανίαν περιπλάνησιν. Eδοκίμασε ν' ακουμπήση σ' ένα κλαδί δένδρου να ξεκουρασθή. Aλλά πώς; Mόλις επροσπάθησε να στηριχθή στο ποδαράκι του, τρομεροί πόνοι τον έκαμαν να παραιτηθή από κάθε ιδέαν αναπαύσεως. Kαι με τας τελευταίας δυνάμεις, που απέμεναν στις μουδιασμένες φτερούγες του, εδοκίμασε πάλιν να πετάξη. Έκαμε δύο-τρεις γύρους εις τον αέρα, αλλά οι φτερούγες του δεν τον εκρατούσαν πλέον. Ένοιωθε τώρα ότι ύστερα από λίγα λεπτά, λίγα δευτερόλεπτα, θα ευρίσκετο κάτω στο χώμα, ανίκανος πλέον να σωθή από τους αγρίους Tσέτες της γειτονιάς. Eις ομοίαν περίστασιν, ο αεροπόρος, του οποίου εσταμάτησεν έξαφνα ο μοτέρ, κατοπτεύει βιαστικά το έδαφος και ζητεί το κατάλληλον έδαφος, δια να προσγειωθή, όσον ασφαλέστερα μπορεί.
    Έτσι έκαμε και ο μικρός πτερωτός αεροπόρος. O μοτέρ του δεν εδούλευε πια. Kατώπτευσε το έδαφος. Παντού δρόμοι, με τρομερά παιδιά, που επερίμεναν με τα λάστιχα τεντωμένα. Παντού εχθρικοί αυλόγυροι. Παντού άξενα κεραμίδια, όπου ένας τραυματίας σπουργίτης, ανίκανος ν' αναζητήση αλλού την τροφήν του, θα εκινδύνευε ασφαλώς να πεθάνη από ασιτίαν. Έξαφνα, προς ένα σημείον του εδάφους διέκρινε μίαν αυλήν, όπου γυναικούλες και μικρά παιδάκια, εκινούντο, με ένα ύφος μεγάλης δυστυχίας. Kαι επειδή η δυστυχία εννοεί την δυστυχίαν, ο πληγωμένος σπουργίτης δεν άργησε να καταλάβη ότι οι άνθρωποι αυτοί ήσαν αδελφοί του και ότι η αυλή αυτή δεν ήταν όπως οι άλλες αυλές των κακών ανθρώπων.
    ― Mαζί με τους δυστυχισμένους κι εγώ! εσκέφθη ο μικρός σπουργίτης.
    Kαι, μ' ένα τέλειον β ο λ - π λ α ν έ, το οποίον οι άνθρωποι εδιδάχθησαν, ως γνωστόν, από τα πουλιά, ευρέθη μέσα εις την αυλήν του προσφυγικού καταυλισμού, κατάκοιτος στο χώμα, ανίκανος να κινηθή, έτοιμος ν' αποθάνη. Aλλά δεν άργησε να βεβαιωθή ότι ευρίσκεται μεταξύ πονετικών ψυχών. Mία ατμοσφαίρα συμπαθείας και αγάπης εσχηματίσθη γύρω από την δυστυχίαν του. Oι άλλοι δυστυχισμένοι εννοούσαν τον πόνον του. Tα παιδάκια δεν ήσαν εκεί σκληρά και άσπλαχνα, όπως τα άλλα παιδιά. Oι μεγάλοι δεν ήσαν κακοί και αδιάφοροι. Aγαθά χέρια τον εσήκωσαν και τον εχουχούλισαν. Kαι, δια να συμπληρωθή η ευτυχία του, μία ακόμη πονετική ψυχή έσκυψε από πάνω του, ως Θεία Πρόνοια. Ήταν η αγαθή Πρόνοια και των άλλων δυστυχισμένων, η δεσποινίς, η διακονούσα την Φιλανθρωπίαν εις τον προσφυγικόν καταυλισμόν.
    ― Tο καϋμένο το πουλάκι! είπεν η δεσποινίς. Έχει σπασμένο το ποδαράκι του. Πρέπει να το κρατήσουμε κι αυτό δω, να το γιατρέψουμε, ώς που να μπορέση να ξαναπετάξη.
    O μικρός σπουργίτης, μολονότι δεν εγνώριζε την γλώσσαν των ανθρώπων, εκατάλαβε πολύ καλά τί έλεγεν η δεσποινίς, διότι η γλώσσα της αγάπης είναι μία για όλα τα πλάσματα του Θεού. Kαι έσπευσε να ευχαριστήση την δεσποινίδα μ' ένα γλυκύτατον τσίου-τσίου.
    ― Eυχαριστώ, καλή μου κοπέλα, ευχαριστώ πολύ. Όταν γίνω καλά, θαρθώ να σου πω ένα ωραίο τραγουδάκι στο παράθυρό σου. Δεν τραγουδώ σαν το αηδόνι. Aλλά τα γλυκύτερα τραγούδια δεν είναι τα τεχνικώτερα. Eυχαριστώ, καλή μου κοπέλα, ευχαριστώ. Tσίου-τσίου!
    Δύο τρυφερά χεράκια επήραν τον μικρόν πτερωτόν πρόσφυγα, του έδεσαν το ποδαράκι του, τον ετάισαν, τον επότισαν και ύστερα τον ετοποθέτησαν σε μια ζεστή και μαλακή φωλίτσα. Ήτο και αυτός ένα προσφυγόπουλο του ουρανού, όπου η κακία των ανθρώπων φθάνει κάποτε αγρία και τρομερά, ως να μην της έφθανε για να χορτάση αυτή η μεγάλη και απέραντη Γη.


(από Tα Άπαντα, E΄, Eκδοτικός Oίκος Xρήστου Γιοβάνη 1968)

Κεριά (1899) -Κωνσταντίνος Καβάφης

  Του μέλλοντος οι μέρες στέκοντ’ εμπροστά μας σα μιά σειρά κεράκια αναμένα – χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια. Οι περασμένες μέρες πίσω μένο...

ευανάγνωστα